Οι «Αποσυνάγωγοι» του Ογούζ Ατάι
H γέννηση του Λογοτεχνικού Μοντερνισμού στην Τουρκία
Ο Ογούζ Ατάι (1934-1977) γεννήθηκε στην πόλη Ινέμπολου (Ινέπολη), στον Πόντο. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός και βουλευτής. Ο Ογούζ τελείωσε το λύκειο στην Άγκυρα και σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Κωνσταντινούπολης. Δίδαξε στη Σχολή Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας του Πανεπιστημίου Γίντις στην Κωνσταντινούπολη και έγραψε θεατρικά έργα, διηγήματα και δύο μυθιστορήματα, από τα οποία οι «Αποσυνάγωγοι» αποτελούν το κορυφαίο έργο του, που κυκλοφορεί τώρα σε ελληνική μετάφραση Νίκης Σταυρίδη από τον Gutenberg (μετάφραση του ένθετου πολύστιχου ποιήματος από τον Δημήτρη Μαύρο). Οι «Αποσυνάγωγοι» τυπώθηκαν στην Τουρκία κατά την αρχόμενη δεκαετία του 1970, αλλά παρακίνησαν το ενδιαφέρον μόνο περί τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, οπότε και έγιναν μπεστ σέλερ, ενώ άρχισαν να μεταφράζονται πολύ αργότερα, προ δέκα μόλις ετών, πρώτα στα ολλανδικά και κατόπιν στα ισπανικά και στα αγγλικά, με το κόστος αγοράς της αγγλόφωνης μετάφρασης να παραμένει σε δυσθεώρητα ύψη αφού δεν έχει κυκλοφορήσει μέχρι και σήμερα σε έκδοση εμπορικού βρετανικού οίκου.
Ποιοι ακριβώς, όμως, είναι οι αποσυνάγωγοι στο μυθιστόρημα του Ατάι και ποια είναι η συναγωγή από την οποία έχουν απομακρυνθεί ή και αποπεμφθεί; Γράφοντας πριν από πενήντα χρόνια, όταν η Τουρκία βρισκόταν υπό τον αστερισμό της Δύσης με εμφανέστερο τρόπο από όσο το κάνει στις ημέρες μας, ο Ατάι είχε προ οφθαλμών τον σχεδόν βίαιο εκσυγχρονισμό μιας κοινωνίας, η οποία έβγαινε από την καρδιά της ανατολικής (οθωμανικής, αραβικής και περσικής) παράδοσης, τείνοντας ευήκοον ους σε μια κουλτούρα που ήταν και δεν ήταν δική της. Με αυτή την έννοια οι «Αποσυνάγωγοι» βουτούν βαθιά όχι μόνο στην ιστορία της τουρκικής γλώσσας και του τουρκικού πολιτισμού, αλλά και στις ρίζες από τις οποίες προσπάθησαν να αποκοπούν κατά τον 20ο αιώνα οι Νεότουρκοι και ο Κεμάλ: από την αραβική γραφή, καθώς και από τις επιδράσεις της Περσίας. Στοιχεία σαν κι αυτά επιδιώκει να αποκαταστήσει στο μυθιστόρημά του ο Ατάι, ανοίγοντας την ίδια ώρα έναν δίαυλο επικοινωνίας τόσο με το ρωσικό μυθιστόρημα όσο και με ορισμένες από τις πλέον προωθημένες εκδοχές του ευρωπαϊκού μοντερνισμού.
Ο Ογούζ Ατάι
Η πλοκή, στοιχειώδης αν υπολογίσει κανείς την έκταση και τη διάρθρωση του αφηγηματικού ιστού, έχει απόλυτη σχέση με το τι νιώθει ο συγγραφέας για την Τουρκία της εποχής του. Ο Τουργκούτ χάνει ξαφνικά τον αδελφικό του φίλο Σελίμ, ύστερα από την αναπάντεχη αυτοκτονία του. Ο Τουργκούτ, σε κρίση κατάθλιψης, σε όλη τη διάρκεια του πολυσέλιδου μυθιστορήματος, αρχίζει ένα εσωτερικό και εξωτερικό ταξίδι αναζήτησης της αλήθειας (των άλλων, του φίλου του και του ίδιου), καταλαβαίνοντας πως η άρνηση του Σελίμ να αποδεχθεί από τη μια πλευρά την αλλαγμένη ταυτότητα της Τουρκίας και από την άλλη τους συμβατικούς κανόνες της λογοτεχνίας της θα τον μετατρέψει, όπως το έχει προλάβει ήδη πετύχει με τον Σελίμ, σε απόβλητο ή σε αποσυνάγωγο του τόπου και του καιρού του: κανένας δεν είναι πρόθυμος να προσεταιριστεί φιγούρες που πηγαίνουν κόντρα στο πνεύμα ευνομίας και βελτίωσης της χώρας τους, κι ας χρειάζεται η χώρα ένα άλλο πνεύμα ευνομίας κι έναν διαφορετικό αέρα βελτίωσης.
Σχεδιάζοντας ο Ατάι το ταξίδι του Τουργκούτ, θα στήσει ένα ξέφρενο λογοτεχνικό πανηγύρι: δεκάδες συγγραφικές περσόνες του Τουργκούτ και του Σελίμ (αλλά και του Ατάι), απειράριθμα πρόσωπα από την ιστορία της Τουρκίας και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, ατέλειωτα επινοημένα ή πραγματικά τεκμήρια, πλήθος βιογραφικά σημειώματα, σκωπτική ποίηση του Σελίμ, παραπομπές στην προφορική γλώσσα και στον λόγο της καθημερινής ομιλίας, χειμαρρώδεις σελίδες άστικτης και παραληρηματικής σύνταξης (όταν η συγκεχυμένη συνείδηση πρέπει να ρευστοποιήσει τις παραστάσεις της), εκτεταμένοι κατάλογοι πρωταγωνιστών ή δευτερευόντων ηρώων, καθώς εναλλάσσονται με πυρετικούς ρυθμούς στη δράση, σατιρικές εικόνες εξοντωτικής διάθεσης για τη γραφειοκρατία του δημοσίου (ο Ατάι, ο Τουργκούτ και ο Σελίμ είναι μηχανικοί), αποχαυνωτικές περιπλανήσεις σε μαγαζιά της νύχτας και σε πορνεία, όπου ο Τουργκούτ γελοιοποιεί τους κοινούς φίλους με τον Σελίμ, αποκαθηλώνοντας ταυτοχρόνως τον εαυτό του, έρωτες που φθίνουν σε βαθμό αφανισμού, λογοπαίγνια, εγκιβωτισμένες αφηγηματικές ενότητες και μεγαλύτερες ή μικρότερες λογοτεχνικές κατασκευές με παράθεση πραγματικών ή φανταστικών πηγών, αναφορές στον Ντοστογιέφσκι και στους μυθιστορηματικούς του χαρακτήρες (πορτρέτα ανθρώπων σε απόκλιση από τον κόσμο), παιχνίδια με τους τρόπους επί τη βάσει των οποίων γράφεται ένα μυθιστόρημα (εδώ θα ανακαλύψουμε την επιρροή του Ναμπόκοφ), υπαινιγμοί για την ιρλανδική ταυτότητα του Τζέιμς Τζόις, σε αντιβολή με την τουρκική ταυτότητα των «Αποσυνάγωγων», και περαιτέρω υπαινιγμοί για το ποικιλώνυμο πλήθος ονομάτων και τόπων του Τ. Σ, Έλιοτ, όπως και για τη διαχρονική δυναμική του Σαίξπηρ.
Και η αλήθεια; Αυτήν δεν θα την ανακαλύψουν ποτέ ο Σελίμ και ο Τουργκούτ, πιασμένοι στο δίχτυ της περιπλάνησης, των αδιάκοπων μεταμορφώσεων και της αδυναμίας ολοκλήρωσης, θα τη σκιαγραφήσει, όμως, ο Ατάι μέσα από τις διαδρομές τους στον παρελθοντικό ή στον παροντικό χρόνο και στο αχανές τουρκικό τοπίο. Και αν η Τουρκία καταντά αποσυνάγωγη του κόσμου, επειδή δεν ξέρει πώς να του συστηθεί, ο Σελίμ και ο Τουργκούτ, οι αποσυνάγωγοι της Τουρκίας, βάζουν τα θεμέλια για τον τουρκικό μοντερνισμό, τον οποίο θα υιοθετήσουν όλοι οι διάδοχοι του Ατάι – μέχρι τον Ορχάν Παμούκ. Η μετάφραση έχει κατορθώσει περίπου το ακατόρθωτο: είδαμε όχι μόνο πόσο περίπλοκοι και περίτεχνοι είναι οι «Αποσυνάγωγοι» μα και πόσο καθυστέρησαν να μεταφραστούν στην Ευρώπη. Και δεν είναι ασφαλώς τυχαίο το ότι η Νίκη Σταυρίδη τιμήθηκε πριν από μερικές ημέρες με το βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης για το 2022 του περιοδικού «Ο χάρτης».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ/ Β. Χατζηβασιλείου