Χωρίς την Ανάσταση δεν συγκροτείται η χριστιανική διδασκαλία
Του Ευάγγελου Βενιζέλου*
«Είναι εύκολο να προσδοκάς μια ανάσταση συνεκδοχική. Συνώνυμη της ανάτασης, της ανάκαμψης ή της υπέρβασης. Μια ανάσταση πολιτική, οικονομική, ακόμη και εθνική. Μια ανάσταση της φύσης, των αισθήσεων ή του παρελθόντος.
Το δύσκολο είναι να διαχειρίζεσαι την κατά κυριολεξία Ανάσταση που θέτει το όριο της θνητότητας και του ορθολογισμού μας. Η Ανάσταση είναι πολλαπλή σύνοψη, της θεολογίας πρωτίστως, αλλά και της ανθρωπολογίας, της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της τέχνης. Δεν είναι ένα θαύμα που ενδέχεται να συμβεί, αλλά μια προσδοκία που δεν υπόκειται σε προθεσμίες, ούτε πολύ περισσότερο σε λογικό έλεγχο. Μια προσδοκία των πιστών ή μήπως κατά βάθος όλων, ακόμη και εκείνων που δεν μπορούν να την αποδεχθούν λογικά, αλλά θα τη δέχονταν ευχαρίστως αν συνέβαινε;
«Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών. Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος» λέει το Σύμβολο της Πίστεως. Η Ανάσταση είναι συνεπώς μια δοκιμασία της πίστης. Μια άσκηση θανάτου χωρίς τον οποίο η Ανάσταση δεν θα είχε νόημα. Μια άσκηση ζωής χωρίς την οποία η Ανάσταση επίσης δεν θα είχε νόημα.
Τη Μ. Παρασκευή όταν ο Επιτάφιος επιστρέφει στον ναό μετά την περιφορά του, ακούγεται η προφητεία του Ιεζεκιήλ για τη σωματική Ανάσταση των νεκρών. Η περιγραφή είναι σαφής και η δέσμευση απόλυτη: «λελάληκα καί ποιήσω, λέγει Κύριος» και προλέγει ο προφήτης. Ο Απ. Παύλος είναι εξίσου σαφής, «σαλπίσει γάρ, καί οἱ νεκροί εγερθήσονται ἄφθαρτοι, και ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα. δεῖ γαρ το φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν και το θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν.»
Δεν υπάρχει ούτε καν η επιφύλαξη της «εν έτερα μορφή» Ανάστασης, ούτε λόγος να πούμε και εμείς «μη μου άπτου» στις δικές μας Μαγδαληνές.
Χωρίς την Ανάσταση δεν συγκροτείται η χριστιανική διδασκαλία, αλλά αυτό, για διάφορους, ως γνωστόν, λόγους, αφήνει παγκοσμίως πολλούς έξω από την εμβέλεια του μηνύματος. Το ζήτημα είναι ότι χωρίς την Ανάσταση και τον δικό της απώτατο ιστορικό ορίζοντα δεν συγκροτείται το αφήγημα της νεωτερικής και τώρα πλέον της μετανεωτερικής κοινωνίας. Δεν αποκτούν τις πλήρεις διαστάσεις τους οι υποχρεώσεις μας απέναντι στον Κόσμο, τον πλανήτη, το κλίμα, τη φύση, την αξία του ανθρώπου, συνεπώς και τη νοημοσύνη του φυσική και τεχνητή, αλλά βεβαίως και συναισθηματική.
Προσδοκώ συνεπώς μια Ανάσταση που προ-τυπώνεται, που προ-ενεργεί ευεργετικά, με σεβασμό στις θεολογικές της προδιαγραφές, αλλά πολύ πέραν αυτών. Μια Ανάσταση που μας εξοικειώνει με τον θάνατο, αλλά δεν μας συμφιλιώνει μαζί του. Μια Ανάσταση που μας ωθεί να χαιρόμαστε τη ζωή και να αγαπάμε τους άλλους. Μια Ανάσταση που μας επιτρέπει να αποκτήσουμε αίσθηση της μέγιστης κλίμακας του χρόνου και της ελάχιστης κλίμακας της ύπαρξης μας, ατομικής και συλλογικής, μέσα στο σύμπαν.»
*Άρθρο στο αφιέρωμα «Η Ανάσταση που προσδοκώ», εφημερίδα Καθημερινή Αθηνών
ΦΩΤΟ:Η-εις-Άδου-κάθοδος-–-Ανάσταση-ναός-Καπνικαρέας Αθηνών