Ποντάρει η Αθήνα στον Ερντογάν;
Του Πιέρρου Ι. Τζανετάκου*
Σε διάστημα μικρότερο των δύο μηνών, τέσσερις έλληνες υπουργοί έχουν επισκεφθεί την Τουρκία. Λογικά, πρόκειται για αριθμό-ρεκόρ. Παραλλήλως, Αθήνα και Αγκυρα συμφώνησαν να αλληλοϋποστηριχθούν στις υποψηφιότητές τους για το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και τον Διεθνή Οργανισμό Ναυτιλίας. Και κάπου ενδιάμεσα, Ερντογάν και Τσαβούσογλου ευχήθηκαν σε Μητσοτάκη και Δένδια με αφορμή την επέτειο της 25ης Μαρτίου. Δεν ήταν η πρώτη φορά, αλλά ήταν σίγουρα τα πλέον θερμά λόγια που καταγράφηκαν σε αντίστοιχη επιστολή, με κοινή συνισταμένη την πρόθεση όχι απλώς για διατήρηση, αλλά για περαιτέρω ανάπτυξη των διμερών σχέσεων.
Το ταξίδι των υπουργών Αμυνας και Μετανάστευσης Παναγιωτόπουλου και Μηταράκη στην Τουρκία αποτελεί την τελευταία κίνηση στην αλυσίδα των αμφίπλευρων χειρονομιών με στόχο, όχι απλώς τον κατευνασμό της έντασης, αλλά την εμβάθυνση της θετικής ατμόσφαιρας που επικρατεί μεταξύ των δύο πλευρών μετά τους καταστροφικούς σεισμούς που έπληξαν τη γείτονα. Εκτός αυτών, όμως, δια της συγκεκριμένης υπουργικής αποστολής γίνεται πλέον παραπάνω από φανερό, αφενός ότι Αθήνα και Αγκυρα διατηρούν ανοικτό δίαυλο επικοινωνίας σε ανώτατο επίπεδο, αφετέρου ότι οι εκατέρωθεν κινήσεις, οι οποίες πληθαίνουν όσο περνούν οι μέρες, εκπορεύονται κεντρικά. Αρα, εκ του κέντρου σχεδιάζεται αυτή τη στιγμή και η συνολικότερη στρατηγική στα ελληνοτουρκικά – φυσικά υπό την αιγίδα των Αμερικανών, οι οποίοι το τελευταίο διάστημα επιχειρούν με κάθε τρόπο να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στους δύο καίριους νατοϊκούς συμμάχους. Παναγιωτόπουλος και Μηταράκης είναι οι πλέον κομβικοί, μετά τον Δένδια, υπουργοί που κλήθηκαν να διαχειριστούν την επί του πεδίου πολυετή κρίση με την Τουρκία, ξεκινώντας από τις κατά πολύ αυξημένες μεταναστευτικές ροές το καλοκαίρι του 2019, περνώντας από τον Εβρο τον Φεβρουάριο του 2020 και φθάνοντας έως την παρ’ ολίγον συμπλοκή του Αυγούστου 2021 στα ανοιχτά του Καστελόριζου.
Καθώς έχουν περάσει περίπου 60 ημέρες από τους φονικούς σεισμούς, η παρουσία των δύο υπουργών στην Τουρκία ξεπερνά το πλαίσιο του συμβολισμού. Οπως και το ενδιαφέρον της Ελλάδας εν γένει για τις σχέσεις της με την Τουρκία είναι πλέον πάνω του ανθρωπιστικού. Ο σεισμός ήταν απλώς η από μηχανής θεού λαβή για να πάνε τα πράγματα παρακάτω.
Απολύτως λογικό, θα σκεφθεί κανείς, καθώς έως και λίγες ημέρες πριν από την καταστροφή της 6ης Φεβρουαρίου, στην Αθήνα αναζητούσαν οδούς και τρόπους διαφυγής από ένα πιθανό θερμό επεισόδιο. Εκτοτε, όμως, μέχρι και το σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, η απόσταση είναι πραγματικά πολύ μεγάλη. Και αν, για παράδειγμα, οι Παναγιωτόπουλος και Ακάρ διατηρούσαν στοιχειωδώς μια λίγο καλύτερη του τυπικού σχέση, τι έχουν άραγε να πουν –μακριά από τις ελληνικές κάμερες– ο Μηταράκης με τον Σοϊλού, έναν εκ των πλέον σκληρών του ερντογανικού συστήματος; Ο υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας είναι ο άνθρωπος που όλα αυτά τα χρόνια ανοίγει και κλείνει την «κάνουλα», χειραγωγεί τα κυκλώματα των λαθροδιακινητών, μια στέλνοντας αφειδώς απελπισμένους ανθρώπους στα ελληνικά νησιά και μια περιορίζοντας τις αφίξεις σχεδόν στο μηδέν. Τι ακριβώς ζητάει η Ελλάδα στο γήπεδο των Ελληνοτουρκικών, εκτός από περισσότερο χρόνο εντός περιβάλλοντος μη έντασης;
Ο Νίκος Δένδιας το έχει πει ξεκάθαρα: Σε πρώτη φάση, να «κληροδοτηθεί» η υπάρχουσα θετική ατμόσφαιρα στις επόμενες κυβερνήσεις, όποιες κι αν είναι αυτές, και εκ των υστέρων, αν καταστεί εφικτό, η Αθήνα να μην αφήσει ανεκμετάλλευτο αυτό το «παράθυρο ευκαιρίας», που της ανοίγει η Τουρκία, καθώς έχει σταματήσει τις πολυεπίπεδες προκλήσεις. Ασχέτως αν αυτό έχει προκύψει εξ ανάγκης και όχι εξ επιλογής. Στην Τουρκία, όμως, όπως και στην Ελλάδα, έρχονται εκλογές – και μάλιστα εκλογές που μπορεί να κοστίσουν στον Ερντογάν την εξουσία. Άρα, πού ακριβώς ποντάρει η Αθήνα για την επόμενη μέρα στα ελληνοτουρκικά, δείχνοντας προθυμία για συγκλίσεις; Υπάρχει κανείς που θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι σε περίπτωση εκλογής της αντιπολίτευσης ο Κιλιτσντάρογλου θα πάρει τη σκυτάλη ακριβώς από εκεί που την άφησαν οι προηγούμενοι;
Η ελληνική διπλωματία φαίνεται ότι ποντάρει στον ίδιο τον Ερντογάν, εκτιμώντας προφανώς ότι θα επανεκλεγεί. Ετσι, σε περίπτωση που και ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο ένοικος του Μαξίμου μετά τις κάλπες της άνοιξης και του θέρους, οι δύο πλευρές θα μπορέσουν να συνεχίσουν την πορεία του κατευνασμού – ή τουλάχιστον θα εξασφαλιστεί μια περίοδος νηνεμίας, έστω σε βάθος ορισμένων μηνών. Πράγματι, μια νέα κυβέρνηση στην Αθήνα το τελευταίο που θα ήθελε μέσα στο καλοκαίρι θα ήταν μια εκ νέου μαινόμενη Τουρκία. Σε ποιον Ερντογάν, όμως, ποντάρουμε; Σε αυτόν της όψιμης μετασεισμικής εποχής ή σε αυτόν που έως πρότινος έδινε όρκο ότι θα επεκτείνει τα σύνορα της καρδιάς του;
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους./ Πηγή: Protagon.gr