Φέρεντς Πούσκας: Ο «καλπάζων συνταγματάρχης» του ΠΑΟ
aviketos2023-04-02T12:14:51+03:00Ο Ούγγρος ποδοσφαιριστής και προπονητής, που οδήγησε τον Παναθηναϊκό στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971.
Στις 20 Αυγούστου 1945, ο 18χρονος Φέρεντς Πούσκας πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στην Εθνική Ομάδα, σκοράροντας στο 5-2 επί της Αυστρίας. Στη συντροφιά των Τσίμπορ, Κότσις, Πούσκας προστέθηκαν οι Σάντορ Μπόζικ και Νάντορ Χιντεγκούτι και όλοι μαζί συνετέλεσαν στη δημιουργία μιας από τις καλύτερες ομάδες που έχει εμφανιστεί στον πλανήτη.
Με την εθνική Ουγγαρίας, ο Πούσκας κατέκτησε το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο το 1952 στο Ελσίνκι (γι’ αυτό και η ομάδα ονομάστηκε «Αράντσιπατ», που σημαίνει «χρυσή ομάδα» στα ουγγρικά) και έπαιξε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954, που έμεινε στην ιστορία ως «Το θαύμα της Βέρνης», επειδή οι Γερμανοί «γύρισαν» το εις βάρος τους 2-0 και νίκησαν τους Ούγγρους με 3-2. Στην ιστορία έχουν μείνει νίκες της «Αράντσιπατ», όπως το 6-3 επί της Αγγλίας μέσα στο Γουέμπλεϊ (1953) και το 7-1 πάλι επί της Αγγλίας στη Βουδαπέστη (1954), με τον Πούσκας να έχει φυσικά πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στη Βουδαπέστη βρίσκει τον Πούσκας στο εξωτερικό, σε περιοδεία με τη Χόνβεντ. Ο «καλπάζων συνταγματάρχης» είχε ήδη αποφασίσει να μην επιστρέψει στην πατρίδα του και να αναζητήσει ομάδα στη Δυτική Ευρώπη. Παρότι αρχικά βρέθηκε πολύ κοντά στην Εσπανιόλ και μάλιστα έπαιξε σε κάποια φιλικά, ο 29χρονος εμιγκρές δεν έμεινε στη Βαρκελώνη, αλλά ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου η Γιουβέντους και η Μίλαν επιθυμούσαν διακαώς να τον εντάξουν στη δύναμή τους. Υπολόγιζε, όμως, χωρίς την UEFA, η οποία του επέβαλε διετή αποκλεισμό κι έτσι το 1958 επέστρεψε στην Ισπανία και εντάχθηκε στο δυναμικό της Ρεάλ Μαδρίτης.Ο Πούσκας είχε κλείσει τα 31, όταν αποκτήθηκε από τη «Βασίλισσα», αλλά παρέμενε ασυναγώνιστος. Εκεί βρήκε δύο ισάξιους παρτενέρ, τον Αλφρέδο ντι Στέφανο και τον Ρεμόν Κοπά και πανηγύρισε την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1959 και το 1960. Την πρώτη χρονιά ήταν τραυματίας κι έχασε τον τελικό με τη Ρεμς, αλλά το 1960 έδωσε το παρών κι έγραψε ιστορία. Στο 7-3 επί της Άιντραχτ Φρανκφούρτης, ο Πούσκας πέτυχε τέσσερα γκολ και ο Ντι Στέφανο τρία, ρεκόρ που φυσικά παραμένουν μέχρι σήμερα και πιθανότατα δεν πρόκειται ποτέ να καταρριφθούν. Ο Ούγγρος πέτυχε χατ-τρικ και στον τελικό του 1962, όμως, η Ρεάλ έχασε 5-3 από την Μπενφίκα.
Συνολικά, με τη φανέλα των «μερένγκες» ο Φέρεντς Πούσκας κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα και έπαιξε σε 180 αγώνες της «πριμέρα ντιβιζιόν», σημειώνοντας 156 γκολ, ενώ στην Ευρώπη σκόραρε 35 φορές σε 39 ματς. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ισπανία πήρε την υπηκοότητα και με την εθνική ομάδα έλαβε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962. Έπαιξε σε τέσσερα ματς, χωρίς να πετύχει γκολ.
Ένας τρίτος δεσμός του Πούσκας με τη χώρα μας εντοπίζεται στην Αυστραλία, καθώς οδήγησε την Ελλάδα Μελβούρνης στην κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1991, τότε που η ομάδα αυτή αποτελείτο σχεδόν εξ ολοκλήρου από έλληνες ομογενείς.
Εκτός από την Ελλάδα και την Αυστραλία, ο Φέρεντς Πούσκας δούλεψε ως προπονητής στην Ισπανία (Χέρκουλες 1967, Αλαβές 1968-1969), στις ΗΠΑ (Γκόλντεν Γκέιτ, 1967-1968), τον Καναδά (Βανκούβερ, 1968), τη Χιλή (Κόλο Κόλο, 1975-1976), τη Σαουδική Αραβία (1976-1977), την Αίγυπτο (Αλ Μασρί, 1979-1982), την Παραγουάη (Σολ ντε Αμέρικα 1985-1986, Σέρο Πορτένιο 1986-1989) και την Εθνική Ουγγαρίας το 1993.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταλαιπωρήθηκε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Πέθανε από πνευμονία σε νοσοκομείο της Βουδαπέστης, στις 17 Νοεμβρίου 2006.