Μέγας ευεργέτης Ανδρέας Συγγρός
Μία προσωπικότητα που κανείς ποτέ δεν κατάφερε να «διαβάσει»
Της Τόνιας Α. Μανιατέα*
… Μια μέρα τους κάλεσε στο χωριό Καλαδένδρι, στον Βόσπορο. Ήταν καμμιά δεκαριά, όλοι bon viveur, ανάμεσά τους και ο τότε διευθυντής της μυστικής αστυνομίας Σιβίνης και ο Ρεσίδ πασάς.
Στο μικρό σαλόνι καθόταν ντυμένη τουρκικά η Γαλλίδα φίλη του. Στη μέση του δωματίου υπήρχε μία όμορφη μπανιέρα. Σ΄ ένα του νεύμα εκείνη άρχισε να γδύνεται με αργές αέρινες κινήσεις. Έτσι έδειξε το θεσπέσιο κορμί της σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Ύστερα μπήκε στη μπανιέρα, την οποία δύο υπηρέτες άρχισαν να γεμίζουν με σαμπάνια. Όταν το σώμα καλύφθηκε, τους κάλεσε κοντά και τους ρώτησε: – Ε, τι λέτε τώρα; Είναι ωραία; -Ωραιοτάτη, απάντησαν εκείνοι με μία φωνή. -Τότε, λοιπόν, ας πιούμε εις υγείαν της, είπε εκείνος και, γεμίζοντας τα ποτήρια τους από τη σαμπάνια της μπανιέρας, τα πρόσφερε στους δύσπιστους φίλους του. Θέλοντας και μη, ήπιαν όλοι. Μετά από αυτό, βέβαια, θα έπρεπε να δείχνουν απόλυτη εμπιστοσύνη στις κρίσεις και τις προτιμήσεις του…
Ε, πώς να το κάνουμε; Ήταν ο Συγγρός!
(απόσπασμα από το βιβλίο «Ανδρέας Συγγρός» του οικονομολόγου Γ. Μπαζίλη)
Δεν είναι και κανένας γόης. Πρόσωπο ωοειδές και οστεώδες, μέτωπο πλατύ, μάτια γλαρά, ευκίνητα και εκφραστικά, πηγούνι προτεταμένο, καλυμμένο από πυκνά ξανθωπά γένια. Μάλλον κοντός αδύνατος, με κορμί κυρτό. Όταν περπατάει ή όταν βρίσκεται σε αμηχανία, βάζει το ένα χέρι πίσω στη ράχη του, λες και κάτι τον ενοχλεί εκεί…
Αλλά πώς να το κάνουμε; Είναι ο Συγγρός!
ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Η ΑΡΧΗ…
«Εγώ θα γίνω αφέντης. Εσύ θα είσαι πάντα υπηρέτης των άλλων…» είχε δηλώσει με αποφασιστικότητα στα 14 του, στον γιατρό πατέρα του, Δομένικο (Κυριακό), όταν εκείνος του πρότεινε να ακολουθήσει την ιατρική. Έτσι, αποφάσισε να στείλει τον μικρό Ανδρέα στην Κωνσταντινούπολη για να εκπαιδευτεί στο πλευρό του μεγαλέμπορου Νικόλαου Δαμιανού.
Εκείνη την εποχή, άλλωστε, στην οθωμανική πρωτεύουσα, μεγαλουργούσαν 120.000 Ρωμιοί κι έπειτα, εκεί βρισκόταν και ο μεγαλύτερος αδελφός του Ανδρέα, ο Γιώργης. Εργαζόταν ως εμποροϋπάλληλος στο κατάστημα του Ζωρζή Απαλλύρα. Η οικογένεια του γιατρού ήταν εγκατεστημένη στη Σύρο, ύστερα από μία ολιγόχρονη παραμονή στην Άνδρο. Στην πραγματικότητα, ο Κυριάκος και η σύζυγός του, η Νικολέττα Νομικού, ήταν Χιώτες, αλλά ταξίδεψαν στην Κωνσταντινούπολη, όταν εκείνος ανέλαβε την ιατρική παρακολούθηση της αδελφής του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄. Εκεί γεννήθηκαν τα δύο αγόρια τους και όταν ήρθε η στιγμή να φύγουν για την Άνδρο, ο Ανδρέας ήταν ακόμη μωρό. Πήρε τη βασική μόρφωση στο ορφανοτροφείο/σχολείο του Θεόφιλου Καΐρη. Μόλις το σχολείο έκλεισε, οι Τσιγγροί μετακόμισαν μόνιμα πια στη Σύρο.
Δεν ήταν ότι δεν έπαιρνε τα γράμματα, αλλά ήταν φιλάσθενος. Η εκπαίδευσή του γινόταν με εμπόδια. Πότε πυρετός, πότε αδυναμία… Έλειπε συχνά από το σχολείο. Όμως ήξερε από νωρίς τι θα κυνηγούσε στη ζωή του. Η ψυχή του αποζητούσε πλούτη και διακρίσεις και ήξερε ότι μόνα τα γράμματα δεν αρκούσαν να του τα εξασφαλίσουν. Έπειτα, ήταν λάτρης του γυναικείου φύλου και τούτο το χαρακτηριστικό δεν θα του επέτρεπε να επικεντρώσει τη σκέψη του στη μελέτη… Ο Δομένικος γνώριζε καλά το παιδί του. Ο Ανδρέας λίγα είχε πάρει από εκείνον. Στη μάνα του έμοιαζε περισσότερο. Ήταν κι ο χαϊδεμένος της. Η Νικολέττα, πολύ νεότερη από τον άνδρα της (κατά 21 χρόνια), ήταν ζωντανή, απαιτητική και σίγουρα όχι της δικής του ασκητικής ζωής.
Ο Τσιγγρός, πάντως, εκείνη τη χρονιά που ο γιος του κλείνει τα 14 του κι έχει αποφασίσει να τον στείλει στην Πόλη, τον στέλνει πρώτα στον συμπατριώτη και φίλο του, έμπορο Θόδωρο Ροδοκανάκη, για να δώσει στον νεαρό τις βάσεις… Ο Ροδοκανάκης τον τοποθετεί πλάι στον βασικό καταστιχάρη (λογιστή) του, Ζυγομαλά. Το μυαλό του Ανδρέα παίρνει στροφές. Πολύ γρήγορα μαθαίνει εμπορική λογιστική. Ο Ροδοκανάκης εντυπωσιάζεται. «Ο γιος σου θα πάει πολύ ψηλά», λέει στον Τσιγγρό.
Τον Οκτώβριο του 1845, ο αμούστακος ακόμα Ανδρέας, αφήνει το νησί και επιβιβάζεται σε ένα αυστριακό καράβι για την Κωνσταντινούπολη. Ένας ανοιχτός ορίζοντας ανοίγεται μπροστά του. Δεν βλέπει την ώρα…
Ο Δαμιανός εισάγει και εξάγει μετάξι, υφάσματα και αποικιακά είδη. Γραμματέας και αρχιλογιστής του είναι ο Κωνσταντίνος Ρουκάνης. Πλάι του τοποθετεί τον έφηβο Ανδρέα. Θα του μάθει να γράφει εμπορικές επιστολές και να κλείνει επαγγελματικά ραντεβού, θα τον μυήσει στο να διαπραγματεύεται συναλλαγές και να κλείνει εμπορικές συμφωνίες και ισολογισμούς… Όλα αυτά ακούγονται στον Ανδρέα κάπως κινέζικα, αλλά δεν πτοείται, παρά τις τακτικές προσπάθειες του Ρουκάνη να του ψαλιδίσει τις φιλοδοξίες, θυμίζοντάς του ποιος είναι το αφεντικό…. «Δεν θα γίνεις ποτέ άνθρωπος» του λέει κάποτε ο γραμματικός καταστιχάρης για να εισπράξει τη χολωμένη απάντηση του εφήβου: «Εγώ πάλι πιστεύω ότι μια μέρα θα είμαι το αφεντικό σου!».
Μήνες μετά την αντιπαράθεσή τους αλλάζει η ζωή και των δύο. Ο Ρουκάνης παραιτείται επειδή του προσφέρεται μία καλύτερη θέση σε άλλη εταιρεία και ο Ανδρέας, στα 17 του, τον αντικαθιστά. Η ευθύνη είναι μεγάλη, αλλά ο Δαμιανός τον βοηθά σαν παιδί του. Πολύ σύντομα, οι πολιτικές συγκυρίες της εποχής οδηγούν σε συνεταιρισμό με τον εξίσου σπουδαίο έμπορο Στρατή Βούρο. Αρχιλογιστής στη νέα εταιρεία, που διαθέτει πλέον κατάστημα και στη Μασσαλία, είναι ο 18χρονος Ανδρέας Τσιγγρός!
Είναι ήδη ένας δραστήριος, επιτυχημένος επαγγελματίας, εισπράττει έναν όχι ευκαταφρόνητο μισθό και νοικιάζει ένα συμπαθητικό δωμάτιο στης κόνας Ροζίνας, η οποία όμως έχει μία 16χρονη κόρη κι εκείνη μία φίλη, «πλάσμα θεσπέσιο, σεμνή καλλονή, άγγελος» κατά την περιγραφή του Ανδρέα. Η συναισθηματική… εμπλοκή απεμπολείται χάρη στην οξυδέρκεια της μητέρας της νεαρής. «Αν προχωρούσα, η επαγγελματική μου καταστροφή θα ήταν βεβαία…» θα μονολογήσει ο Ανδρέας χρόνια μετά, σε έναν απολογισμό της ζωής του.
Ο αέρας στα πανιά του νεαρού είναι ούριος. Οι συγκυρίες τον ευνοούν κι εκείνος δεν αφήνει ευκαιρία να πάει χαμένη. Η αποδημία του Δαμιανού από εσφαλμένη χρήση φαρμάκου τον οδηγεί στο τιμόνι της επιχείρησης, τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Ο Βούρος τον εμπιστεύεται και του ζητά να αναλάβει το πόστο του χαμένου συνεταίρου του, υπερδιπλασιάζοντας τον μισθό του. Ο Ανδρέας είναι ευτυχισμένος. Καλός ο μισθός (30.000 γρόσια τον χρόνο), αλλά καλύτερη η προοπτική… Δεν τον τρομάζει η ανηφόρα. Άλλωστε, αυτή θα τον οδηγήσει στην κορυφή. Στα 20 του χρόνια παθαίνει την πρώτη υπερκόπωση, αλλά δύο χρόνια μετά, ο Ανδρέας Τσιγγρός είναι ένα εργατικό, φιλόδοξο παλικάρι, που έχει πετύχει να είναι ο «Σία» στην επωνυμία της εταιρείας γενικού εμπορίου «Ε. Μ. Βούρος & Σία» με ποσοστό 4% και γεμάτος όνειρα για μία μακρά, δραστήρια, επικερδή διαδρομή.
Ο ΚΡΙΜΑΪΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΑΝΟΙΓΕΙ ΝΕΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΣΤΟΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟ ΕΜΠΟΡΟ – ΠΟΔΑΡΙΚΟ ΜΕ ΤΟ ΔΕΞΙ ΣΤΟΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΤΙΒΟ
Το 1853 η Ρωσία κηρύσσει τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, προφασιζόμενη την προστασία των ορθόδοξων πληθυσμών της. Ο εκδηλωμένος ενθουσιασμός και οι ελπίδες του σκλαβωμένου ακόμα ελληνισμού σε Ήπειρο και Θεσσαλία προκαλούν τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων Τουρκίας – Ελλάδας. Οι Τούρκοι διατάζουν τους Ρωμιούς υπηκόους της στην Πόλη να εγκαταλείψουν το έδαφός της μέσα σε 24 ώρες. Ο Ανδρέας καταλήγει στη Σύρο αναζητώντας τρόπο να … αλλάξει υπηκοότητα. Εξασφαλίζει ένα προσωρινό αμερικανικό διαβατήριο από έναν Αμερικανό διπλωμάτη και με τη βοήθεια μίας γνωριμίας του πατέρα του αποκτά κι ένα πλαστό ολλανδικό. Στη Σμύρνη ο γενικός πρόξενος βλέπει το «ολλανδικό» διαβατήριο του Τσιγγρού και ξεσπάει σε γέλια. «Πήγαινε και πάρε πίσω τα λεφτά, που έδωσες. Αυτό φωνάζει από μακριά ότι είναι πλαστό!» του λέει. Αλλά εδώ είναι Τουρκία και το μπαξίσι πάει κι έρχεται. Με λίγα γρόσια παραπάνω ο Ανδρέας αποκτά το δικαίωμα παραμονής του πολύ πιο εύκολα απ΄ όσο φανταζόταν. Το ίδιο και ο συνεταίρος του, Βούρος. Εκείνος, βλέπεις, έχει και τη ρωσική υπηκοότητα και για τους Ρώσους το χρονικό περιθώριο αποχώρησης από τα τουρκικά εδάφη είναι ενάμισης μήνας. Ως εκ τούτου, δεν χρειάστηκε καν να απομακρυνθεί. Οι δυο τους σμίγουν και πάλι στο έδαφος της Πόλης και συνεχίζουν ακάθεκτοι τις εμπορικές δραστηριότητες και μάλιστα σε ιδιαίτερα ευνοϊκό περιβάλλον καθώς οι ανάγκες των Άγγλων και των Γάλλων στρατιωτών, που βρίσκονται πια εκεί, γεννούν ζήτηση. Βούρος και Τσιγγρός εγγυώνται την προσφορά…
Τις μέρες εργάζεται σκληρά, κάνει γνωριμίες που θα του σταθούν πολύτιμες στο μέλλον και αναζητεί την ευκαιρία, που θα τον μπάσει στον τραπεζικό τομέα. Τις νύχτες διασκεδάζει. Ανταποκρίνεται σε καλέσματα των αριστοκρατών Ρωμιών της πόλης, φλερτάρει, μεθάει… Το καλοκαίρι του 1855 χάνει τον αδελφό του (κάποιοι λένε ότι δολοφονήθηκε, λόγω επαγγελματικής αντιζηλίας) και πέφτει σε βαρύ πένθος. Σε λίγο υποδέχεται στην Πόλη την 47χρονη μητέρα του, που αφήνει τον σύζυγό της στον ασκητικό, ολιγαρκή βίο του και αναζητεί τη ζωή κοντά στον επιτυχημένο γιο της.
Το μυαλό του Ανδρέα είναι ακονισμένο ξυράφι. Κάνει ανοίγματα σε καινούργιες αγορές, με πυξίδα το ένστικτο και την ικανότητά του να συνθέτει πολιτικές συνθήκες και εμπορικές ανάγκες. Εμφανίζει και πάλι σημάδια υπερκόπωσης, αλλά ο όγκος της δουλειάς στην Πόλη είναι τόσο μεγάλος, που -παρά τις επίμονες προειδοποιήσεις του γιατρού του («παίζεις με τη ζωή σου!») αδυνατεί να αποσυρθεί για να προστατέψει τον εαυτό του. Ευτυχώς, στη σωστή στιγμή, ο έτερος μέτοχος στην εταιρεία, ο επίσης Χιώτης Ζωρζής Πετροκόκκινος, ζητά από τον γαμπρό του, Αντώνη Βλαστό, που απασχολείται στα γραφεία της Μασσαλίας, να μετακομίσει στην Πόλη για να αποφορτίσει τον Τσιγγρό. Ο Ανδρέας εξακολουθεί να εργάζεται, αλλά ρίχνει τους ρυθμούς του. Η αλήθεια είναι ότι ο χαρακτήρας του δεν ευνοεί… Όσο προκαλείται από ανταγωνιστές του, τόσο ορμάει με πάθος στα ύπουλα και επικίνδυνα νερά του εμπορίου. Η μόνη τροχοπέδη του, ο επιφυλακτικός μεγαλομέτοχος Βούρος, θα εγκαταλείψει τον Ανδρέα με έναν μπαμπέσικο και αναξιοπρεπή θάνατο. Θα φύγει στα 57 του χρόνια από μία βασανιστική νόσο του νωτιαίου μυελού, που θα τον παραλύει κομμάτι κομμάτι…
Όσο ο Βούρος είναι άρρωστος, το μερίδιο του Ανδρέα στην εταιρεία (όπου στο μεταξύ έχουν μπει και άλλοι μουστερήδες) έχει αυξηθεί σημαντικά και η δραστηριότητά του βγαίνει πια και έξω από τα όρια της εταιρείας. Είναι πολύ πληθωρικός για να εγκλωβιστεί σε ένα περιοριστικό εταιρικό σχήμα. Είναι νέος, εργατικός, παραγωγικός, ήδη ευκατάστατος, με ισχυρές γνωριμίες και μέλλον που υπόσχεται πολλά ακόμη. Σαν πεισματάρης παίκτης, που διψά για τον τίτλο του νικητή, ο Τσιγγρός βάζει στοιχήματα με τον εαυτό του και πολεμάει να τα κερδίσει. Σα να γνωρίζει ότι το κέρδος του είναι εξασφαλισμένο, σα να έχει όλο τον κόσμο με το μέρος του, σα να μην αντιλαμβάνεται εμπόδια και ανταγωνισμούς, καλπάζει μόνο ενάντια στον εαυτό του για να φτάσει σε έναν τερματισμό, που δεν έχει εντοπίσει ακόμα. «Ένας μικροαστός που προσπαθεί να μπει στο ρουθούνι της ανώτερης τάξης, ένας αδίσταχτος τυχοδιώκτης που δεν σταματάει πουθενά, ένας καιροσκόπος» τον «λούζουν» πολλοί. Ουδείς όμως αμφισβητεί την εργατικότητα, το κοφτερό μυαλό, τη διορατικότητα και το επιχειρηματικό του ταλέντο.
Ταξιδεύει στην Ευρώπη, όπου πνέει άνεμος ανανέωσης και δημιουργίας, παρατηρεί, μελετάει, κάνει γνωριμίες, κλείνει εμπορικές συμφωνίες, ξημερώνεται με όμορφες γυναίκες… Στην Κωνσταντινούπολη ανακατεύεται με κρατικές δουλειές και μάλιστα σε απευθείας συναλλαγές με το τουρκικό Δημόσιο. Στην αρχή, καταφέρνει να συνεργαστεί με μία αχτύπητη τριανδρία στον τραπεζικό τομέα: τους Μαυροκορδάτους Στέφανο και Ελευθέριο και τον Αντώνιο Πίριαντζ. Αυτοί κάνουν αγοραπωλησίες συναλλαγματικών και αναλαμβάνουν ενοικιάσεις προσόδων. Η συγκεκριμένη δουλειά αφορά μία προκαταβολή, στο τουρκικό κράτος, 40 εκατομμυρίων γροσιών σε χαρτονόμισμα έναντι παραχώρησης φόρου Δεκάτης (τακτικός φόρος επί αγροτικής παραγωγής) σε διάφορα σαντζάκια (διοικητικές διαιρέσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους. Ο Τσιγγρός μπαίνει με τέσσερα εκατομμύρια γρόσια και κερδίζει ένα καθαρό εκατομμύριο φράγκα! Του ανοίγει, επιτέλους, η πόρτα που ονειρευόταν. Αυτή η δουλειά τού προσφέρει αναγνώριση στους κύκλους των σαράφηδων και των τραπεζιτών. Μία ακόμη επιτυχημένη συμφωνία -προμήθειας σιταριού, αυτή τη φορά- με την τουρκική κυβέρνηση σταθεροποιεί την παρουσία του ως υπολογίσιμης δύναμης…
Στο μεταξύ, ο Βούρος πεθαίνει και κάτι άσχετοι με τη δουλειά συγγενείς, που μπερδεύονται στα πόδια του Ανδρέα, του προκαλούν εκνευρισμό. Η λύση έρχεται με τη διάλυση της εταιρείας. Η εκκαθάρισή της αφήνει στον 30χρονο πια Τσιγγρό κινητή περιουσία αξίας 500.000 και ακίνητη 100.000 φράγκων. Η δεινή οικονομική κατάσταση των Οθωμανών, ωστόσο, σηματοδοτεί μία δική του εντυπωσιακή επικερδή διαδρομή αρχικά ως αγοραστή και διακινητή κρατικών ομολόγων και εντέλει ως άμεσου δανειστή της Αυτοκρατορίας, αντί φυσικά των ευνοϊκότερων για τον ίδιο όρων.
Ένας πρώτος στόχος για απόκτηση πλούτου έχει επιτευχθεί και φυσικά στην πορεία αναθεωρείται προς τα πάνω. Εκκρεμεί, ωστόσο, το θέμα του διψασμένου νησιώτη για διακρίσεις και αξιώματα. Στο εξής θα δουλεύει αγόγγυστα για την προβολή και την υστεροφημία του. Επί του παρόντος ανοίγει έναν κύκλο επίδειξης πλούτου, προκαλώντας τα δηκτικά σχόλια του περίγυρού του. Παραγγέλνει στη Βιέννη άμαξα Βικτώρια για τις διαδρομές του στην Πόλη (είναι ο πρώτος με άμαξα). «Η ψώρα του αμαξιού μας έλειπε, μας την έφερες κι αυτή…» σχολιάζουν οι κακές γλώσσες, οι οποίες, ωστόσο, ανταποκρίνονται με προθυμία στα τακτικά καλέσματα στο σπίτι του, με τα πολυτελή μπουφέ, όπου ρέει άφθονος ο καμπανίτης και αφθονούν τα εξεζητημένα εδέσματα. Ταυτόχρονα, αναπτύσσει πλούσια κοινωνική δράση με συμμετοχές σε επιτροπές σχολείων, κοινωφελών ιδρυμάτων και φιλολογικών συλλόγων αλλά και δωρεές, που καθιστούν τους αποδέκτες τούς καλύτερους διαφημιστές του.
Από νωρίς ονειρεύεται το ανώτατο ελληνικό παράσημο, αυτό του Μεγαλόσταυρου. Για την ώρα, του απονέμεται ένα μικρότερο παράσημο «επί τη διασώσει της βασιλίσσης Αμαλίας»! Για την ακρίβεια, όταν γίνεται η δολοφονική απόπειρα κατά της συζύγου του Όθωνα, ο Τσιγγρός βρίσκεται περί τα 1200 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, αλλά ο Έλληνας επιτετραμμένος στην Κωνσταντινούπολη τον καλεί και τον ορμηνεύει… Όλοι οι Έλληνες της διασποράς θα πρέπει με έναν τρόπο να δείξουν την ικανοποίησή τους για τη διάσωση της βασίλισσας! Καλό θα ήταν, του λέει, μέλη της ελληνικής παροικίας να ταξιδέψουν στην Αθήνα και να παρουσιαστούν «αυθορμήτως» στο παλάτι για να εκφράσουν την θερμή συμπαράστασή τους στην Αμαλία. Η πρότασή του στους συναδέλφους του εμπόρους και τραπεζίτες δεν γίνεται δεκτή με ιδιαίτερη θέρμη. Εντέλει βρίσκει κάποιους πρόθυμους και τους στέλνει στην Αθήνα μαζί με το ουκ ευκαταφρόνητο ποσό των 40.000 φράγκων, προκειμένου να ανεγερθεί ναός Αγίου Σώζοντος προς τιμήν του αγίου που έκανε το θαύμα του και σώθηκε η Αμαλία! Η οργάνωση του πράγματος αποφέρει στον Ανδρέα τον Αργυρούν Σταυρόν του Σωτήρος.
Κι εκεί που γιορτάζει την απόκτησή του, η χαρά του σκιάζεται από μία εκ των πολλών συντροφισσών του, η οποία του ανακοινώνει ότι περιμένει το παιδί του και ότι δεν προτίθεται να το… ξεφορτωθεί. Μόνο που και εκείνος δεν προτίθεται να την αποκαταστήσει. Η μητέρα του τον συμβουλεύει να φύγει από την Πόλη και να αφήσει την υπόθεση επάνω της, όπερ και γίγνεται. Ο Ανδρέας αφήνει τη δουλειά στα χέρια του συνεταίρου του και ταξιδεύει για μήνες συνδυάζοντας δουλειά και διασκέδαση. Όταν επιστρέφει, η αγαπημένη του μάνα έχει τακτοποιήσει την υπόθεση «αγοράζοντας» αδρά την εχεμύθεια της μητέρας του παράνομου καρπού, το οποίο παρεμπιπτόντως είναι αγόρι και δεν θα πάρει ποτέ το όνομα του πατέρα του, γιατί εκείνος -παρότι θα φροντίσει αφειδώς για τη σωστή μόρφωση και την αποκατάστασή του- δεν θα το αναγνωρίσει ποτέ. Η Νικολέττα δίνει στο παιδί το δικό της όνομα.
Ο πρόωρος θάνατος της μητέρας του από καρκίνο του στομάχου ανοίγει για τον Ανδρέα έναν νέο κύκλο αναζητήσεων. Την πενθεί έναν χρόνο ταξιδεύοντας πολύ, αυτή τη φορά μακριά από την Ευρώπη. Λέει ότι θα πάει στους Αγίους Τόπους να προσκυνήσει, να βαφτιστεί στον Ιορδάνη, να γίνει «χατζής». Πάει. Χατζής δεν γίνεται, αλλά προσεύχεται στον Πανάγιο Τάφο, παρακολουθεί κατανυκτικές λειτουργίες, κάνει δωρεές, γνωρίζει τον Πατριάρχη και δέχεται από τα χέρια του δίπλωμα και σταυρό με τίμιο ξύλο. Από τα Ιεροσόλυμα ταξιδεύει στην Αίγυπτο, περιηγείται στα μνημεία της και πληροφορείται την οικονομική κατάσταση του ντόπιου ελληνισμού, κυρίως τραπεζιτών και εμπόρων, που -μέσω κερδοσκοπίας- βιώνουν την απόλυτη ακμή σε αντίθεση με τους δυστυχείς φελάχους που εργάζονται αγόγγυστα για να αντεπεξέλθουν στην ανελέητη σπατάλη του Ισμαήλ πασά. Για τον Τσιγγρό, τα ταξίδια αυτά είναι πολύτιμα. Ζει για τη στιγμή, που θα ευνοήσει και τη δική του εμπλοκή στο παιχνίδι…
ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΒΑΦΤΙΖΕΤΑΙ ΣΥΓΓΡΟΣ – Η ΓΚΑΦΑ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΞΟΙΚΕΙΩΝΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ
Στην ουρά του μακροχρόνιου ταξιδιού του βάζει την Αθήνα. Λίγες μέρες θα μείνει, λέει, ίσα ίσα για να βολιδοσκοπήσει τις επενδυτικές προοπτικές, που μπορεί να προσφέρει η νεόκοπη πρωτεύουσα σε έναν δραστήριο επιχειρηματία. Θα μείνει οκτώ μήνες. Οι εξελίξεις στην ελληνική πρωτεύουσα «τρέχουν» και ο Τσιγγρός δεν τις προλαβαίνει… Εδώ γνωρίζει μόνον τον βουλευτή Δημήτρη Καλλιφρονά, που του τον είχαν συστήσει κάποτε στην Πόλη. Ο Καλλιφρονάς θα τον συστήσει, με τη σειρά του, ως «Ρωμιό, που λαμπρύνει το γένος εις την αλλοδαπή με την εντυπωσιακή επιχειρηματική του δραστηριότητα» στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο κι αυτός θα του προτείνει να δει τον υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης, τον Χαρίλαο Τρικούπη, για να συζητήσουν τα θέματα που απασχολούν τον απόδημο ελληνισμό. Ο οραματιστής υπουργός γοητεύει τον Τσιγγρό, ο οποίος από τη μακρά συζήτησή τους καταλαβαίνει ότι η «τριτοκοσμική» Ελλάδα, χτίζοντας τις δομές της, προσφέρει ευκαιρίες για επενδύσεις και μάλιστα πολύ περισσότερες από εκείνες που φανταζόταν ο ίδιος. Επιπλέον, η κοφτερή ματιά του διαβλέπει ότι αργά ή γρήγορα ο Τρικούπης θα βρεθεί να κυβερνάει τον τόπο. Συνεπώς, μία στενότερη σχέση μαζί του μόνο σε καλό θα μπορούσε να του βγει. Παρατείνει την παραμονή του στην Αθήνα. Άλλωστε, πρέπει να προσεγγίσει και τον βασιλιά της Ελλάδας… Μπαίνει στον ολιγομελή «καλό κύκλο» της πόλης, γνωρίζει σχεδόν το σύνολο των μελών του, προσκαλείται σε σουαρέ και συστήνεται πια ως Συγγρός. «Αυτό το Τσι-γγρός δεν ακούγεται καθόλου καλά»…
Αυτή την εποχή κάνει και την πρώτη του δωρεά στην Αθήνα. Ένας λόχος εθνοφυλάκων χρειάζεται 30 στολές. Αν σκεφτεί κανείς ότι το μέσο μεροκάματο ενός εργάτη είναι 3 δραχμές, οι 800 δραχμές που χρειάζονται για τις στολές, είναι ποσόν απλησίαστο. Ο Συγγρός, όμως, το προσφέρει και ανακηρύσσεται «λοχαγός της Εθνοφυλακής». Η προσφορά ισοδυναμεί με το κόστος μίας δικής του ξέφρενης βραδιάς του στο Παρίσι. Στην πραγματικότητα, είναι μία… επένδυση με προοπτική. Βλέπει μπροστά του τις απαιτούμενες για τη χώρα υποδομές. Δρόμοι, σιδηρόδρομοι, εγγειοβελτιωτικά έργα, τράπεζες, καταστήματα. Οι ευκαιρίες για πλουτισμό είναι πολλές και ο ίδιος, φυσικά, θα είναι παρών. Κι έπειτα είναι και το ζεστό και σπαρταριστό χρήμα. Μετοχές, χρεόγραφα, δάνεια… Η χώρα είναι παρθένα. Χρηματιστήριο δεν υπάρχει ακόμα. Αυτός, όμως, παίζει στα χέρια του τον χρηματιστηριακό τζόγο. Είναι οπαδός της ρήσης του Ρότσιλντ: «στο Χρηματιστήριο κάνεις ό, τι σε μία μπανιέρα με παγωμένο νερό. Μπαίνεις γρήγορα, βγαίνεις γρηγορότερα…».
Αν δεν γνωρίσει τον βασιλιά Γεώργιο, δεν φεύγει! Ο βασιλικός ευνοούμενος Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, που έχει συναντήσει ο Συγγρός σε κάποια κοσμική εκδήλωση, είναι αυτός που κανονίζει την παρουσίασή του μπροστά στον εστεμμένο. «Να του μιλήσεις γαλλικά. Συνήθως σ΄ αυτή τη γλώσσα μιλάει» τον συμβουλεύει ο Βαλαωρίτης κι ο Συγγρός, όταν βρίσκεται μπροστά στον Γεώργιο, σπεύδει να του πει στα γαλλικά πόσο μεγάλη τιμή του έκανε να τον δεχθεί. Τότε εκείνος τον διακόπτει αυστηρά. Η στιχομυθία που ακολουθεί κάνει τον Συγγρό να κοκκινίσει ως τις ρίζες των μαλλιών του… –«Είσθε ξένος, κύριε;» -«Όχι, βέβαια. Αλλά, ξέρετε, ζω στην Κωνσταντινούπολη και από συνήθεια…» – «Τότε μιλήστε μου για την Πόλη. Στα ελληνικά, φυσικά».
Μόλις ο Βαλαωρίτης ακούει τα παράπονα του Συγγρού για τον πάθημά του, ξεσπάει σε γέλια. Του εξηγεί ότι απλώς ο Γεώργιος μυρίστηκε τον φόβο του και προσπάθησε να τον διασκεδάσει… «Θα δεις πόσο αλλιώτικος θα είναι στην επόμενη συνάντησή σας» του λέει και η ιστορία τον επαληθεύει. Γεώργιος και Συγγρός θα γίνουν φίλοι. Τουλάχιστον, έτσι θα νομίσει ο Συγγρός, που στα στερνά του θα καταλάβει πως ό,τι και να κάνεις, ό,τι και να προσφέρεις για να κερδίσεις την εύνοια ενός εστεμμένου, το χρώμα του αίματός σου θα είναι πάντα διαφορετικό από το δικό του…
Επιστρέφει στην έδρα του, αλλά η πλώρη του δείχνει πια την Αθήνα, παρότι οι προοπτικές κέρδους στην Πόλη εξακολουθούν να διαγράφονται προκλητικές. Ο σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ συνεχίζει να ξοδεύει τεράστια ποσά τόσο για την εξαγορά του πάγιου τουρκικού χρέος όσο και για την κατασκευή θωρηκτού στόλου. Επιπλέον, οι καθημερινές ανάγκες του κράτους «τρέχουν» και καθιστούν τα έσοδα μικρότερα από τα έξοδα. Ως εκ τούτου, η Τουρκία καταφεύγει διαρκώς σε δανεισμό και ο Συγγρός δεν προτίθεται να αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη. Στήνει μία νέα εταιρεία. Θα βγάλει ό,τι είναι να βγάλει και θα μετακομίσει μετά. Άλλωστε, η Αθήνα εκεί είναι. Δεν φεύγει.
Η πρώτη συναλλαγή του Συγγρού με το ελληνικό κράτος γίνεται όταν εκείνος βρίσκεται ακόμα στην Πόλη. Κάποιος μικρομεσίτης τον πλησιάζει και του προτείνει να αγοράσει από την ελληνική κυβέρνηση ένα υπόλοιπο εθνικού δανείου. Το κάνει. Ως ευγνωμοσύνη, του απονέμεται από το ελληνικό κράτος ο Χρυσούς Σταυρός του Σωτήρος. Στο μεταξύ, τα επενδυτικά ανοίγματα στην Τουρκία εξακολουθούν να τού βγαίνουν. Τα κέρδη του αυξάνονται. Αλλά την οικονομική άνοιξη διαδέχεται ένας βαρύς χειμώνας με πολιτικές ανακατατάξεις, που φέρνουν ζημιά και χασούρα. Ασφαλώς, ο προσεκτικός Χιώτης έχει προβλέψει τα πάντα. Δεν είναι προικισμένος σε σωματικά προσόντα, αλλά διαθέτει πείσμα, δύναμη, θέληση και κυρίως, ένα εύστροφο διορατικό μυαλό. Ταξιδεύει πάλι στην Ευρώπη, κλείνει νέες συμφωνίες, μπαλώνει τις τρύπες, που έχουν ανοίξει οι κακοτυχίες, και πλέκει νέες προοπτικές… Με τούτα και μ΄ εκείνα έχει φτάσει τα 40 και η μοναχική ζωή τον έχει κουράσει. Ο αμετανόητος εργένης αλλάζει κοσμοθεωρία. Για πρώτη φορά σκέφτεται τον γάμο.
Το 1871 βρίσκει τον Συγγρό μέτοχο στην Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως. Είναι μία ανώνυμη εταιρεία, που έχει ιδρυθεί με πρωτοβουλία του μετά τη διάλυση της δικής του εταιρείας και ευθέως πλέον εμπορεύεται, τι άλλο; Χρήμα. Χρήμα, που δεν προέρχεται μόνο από τα Δημόσια της Τουρκίας και της Ελλάδας, αλλά και από εκείνα της Ρωσίας και της Αιγύπτου. Ο Συγγρός παίζει στα δάχτυλα τα χρέη και τις ανάγκες τους.
Όταν φτάνει στην Αθήνα, Βούλγαρης και Κουμουνδούρος προσπαθούν να βάλουν τάξη στην πολιτική και οικονομική αταξία της χώρας. Αυτό που προέχει για τον Συγγρό είναι να συναντήσει παλιούς φίλους, να κάνει καινούργιους και να βρει ένα σπίτι που να ανταποκρίνεται στον πλούτο και το όνομά του. Αν είναι και κοντά στα ανάκτορα, ας πούμε, στον λόφο της Μπουμπουνίστρας (Σύνταγμα), ακόμα καλύτερα. Στέκεται τυχερός. Στη βόρεια πλευρά του παλατιού η χήρα του Θόδωρου Ράλλη πουλάει ένα οικόπεδο. Είναι ιδανικό για εκείνον! Το αγοράζει αμέσως και αναθέτει στον δημοφιλή αρχιτέκτονα, Τσίλερ, που χτίζει σε όλη την Αθήνα, την ανέγερση και του δικού του σπιτιού. Το μέγαρο είναι «μνημείο πλούτου και επίδειξης». Τα υλικά, μάρμαρα, κρύσταλλα ακόμα και τα έπιπλα, έρχονται από το εξωτερικό. Διαθέτει σφαιριστήριο στο ισόγειο (!), δωμάτιο υπηρεσίας, αποθήκη, πλυσταριό και ασφαλώς στάβλους και αμαξοστάσιο για τα μεταφορικά μέσα των υψηλών προσκεκλημένων. Το 1889, σε αυτό το οίκημα θα φιλοξενηθούν αρκετοί καλεσμένοι στο γάμο του διαδόχου Κωνσταντίνου με τη Σοφία της Πρωσίας.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΛΑΥΡΙΟΥ – Ο ΓΑΜΟΣ – «ΕΥΚΟΛΟΤΕΡΑ ΧΑΡΙΖΩ, ΠΑΡΑ ΔΑΝΕΙΖΩ»
Τα… διαπιστευτήρια που υποβάλλει στους Έλληνες ως επιχειρηματίας είναι κακά για τον λαό. Θα στηρίξουν το γόητρο του έθνους επάνω σε χιλιάδες κατεστραμμένες οικογένειες. Φαίνεται, όμως, ότι τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η παρέμβαση του Συγγρού (με το αζημίωτο, ασφαλώς, για τον ίδιο) στο μείζον θέμα του Λαυρίου είναι η μόνη σωτήρια για το κράτος κι ας υπονομεύει το βιος των ανθρώπων.
Το αδιέξοδο προέκυψε όταν δημιουργήθηκε διένεξη μεταξύ της γαλλο-ιταλικής εταιρείας εκμετάλλευσης των μεταλλευμάτων του Λαυρίου και του ελληνικού Δημοσίου, σχετικά με το δικαίωμα αξιοποίησης και των υπολειμμάτων του μεταλλεύματος που βρίσκονταν επί του εδάφους και η αξία των οποίων δεν ήταν ευκαταφρόνητη. Η εταιρεία ισχυριζόταν ότι η σύμβαση που είχε υπογράψει συμπεριελάμβανε και αυτά, σε αντίθεση με το Δημόσιο, που αρνείτο ότι υπήρχε τέτοια πρόβλεψη. Ώσπου Γάλλοι και Ιταλοί ζήτησαν τη μεσολάβηση τρίτων υπέρ τους. Το θέμα τότε έφυγε εκτός εθνικών συνόρων και μετατράπηκε σε μείζον διπλωματικό ζήτημα, αποτελώντας αντικείμενο διαμαρτυριών, διακοινώσεων, συζητήσεων σε ξένα κοινοβούλια. Κάθε προσπάθεια συμβιβασμού έπεφτε στο κενό. Πολιτική και Τύπος -κατά κανόνα- κατέστησαν τη διεθνή κοινή γνώμη κοινωνό της υπόθεσης και την κατηύθυναν σε καταδίκη της ελληνικής θέσης, που επέμενε να αντιμάχεται «έναν αξιοσέβαστο επιχειρηματία ο οποίος ήρθε στη ρακένδυτη Ελλάδα για να προσφέρει ψωμί στον κόσμο της και έσοδα στα ταμεία της…». Μέσα στη γενική κατακραυγή, σαν βαλβίδα αποσυμπίεσης, ένας Ιταλός θεωρητικός στη Μπρέσια κυκλοφορεί σύγγραμμα 130 σελίδων (!) με τίτλο «Η Ελλάδα και η Ιταλία στο θέμα του Λαυρίου», με το οποίο λοιδορεί τις απαιτήσεις των ξένων βουλευτών διατυπώνοντας το δηκτικό ερώτημα τόσο προς τους συμπατριώτες του όσο και προς τους επίσης διαμαρτυρόμενους Γάλλους: Τι θα γίνει, λοιπόν; Θα φτάσετε στο σημείο να αποβιβάσετε στρατεύματα στον Πειραιά ή θα βομβαρδίσετε γι άλλη μια φορά την Ακρόπολη;
Ως προσωπικότητα διεθνούς κύρους, ο Συγγρός δέχεται την επίσκεψη πολλών σημαντικών προσώπων, αλλά κυρίως διπλωματικών εκπροσώπων των Γάλλων, των Ιταλών, αλλά και των Αυστριακών. Του ζητούν να μεσολαβήσει. Εκείνος βρίσκει τη λύση που θα του αφήσει κέρδος, θα σώσει το γόητρο της χώρας και θα ικανοποιήσει όλες τις πλευρές. Ή σχεδόν όλες…
Ανακοινώνει στον επικεφαλής, Σερπιέρι, της διεκδικήτριας εταιρείας το τρόπο με τον οποίο θα ικανοποιηθούν σε ρευστό και μετοχές οι απαιτήσεις του, χωρίς να χάσει το ελληνικό Δημόσιο. Εκείνος συμφωνεί και το σχέδιο μπαίνει σε εφαρμογή. Ο Συγγρός αγοράζει την εταιρεία, τη μεταβιβάζει στην Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως (της οποίας είναι μεγαλομέτοχος), ώστε να σταματήσει κάθε πίεση από τις ξένες κυβερνήσεις προς την Ελλάδα και τη μετοχοποιεί. Στο μεταξύ, οι φήμες περί ανυπολόγιστης αξίας του μεταλλεύματος επιφανείας, παίρνουν και δίνουν… Χιλιάδες μεροκαματιάρηδες τρέχουν να ρίξουν τις οικονομίες τους στα ακριβά υπολείμματα του Λαυρίου, που «εγγυώνται στον τόπο έναν δεύτερο χρυσό αιώνα του Περικλή»! Το καφενείο «η Ωραία Ελλάς» στη διασταύρωση των δρόμων Ερμού και Αιόλου και ορισμένα σαράφικα που εκτελούν χρέη Χρηματιστηρίου «πνίγονται» στο «χαρτί». Μετοχές των οποίων η αξία δεν ξεπερνά τα 20 φράγκα (22,5 δρχ.) φτάνουν να πωλούνται προς 240! Οι εισπράξεις ξεπερνούν κάθε προσδοκία. Σύντομα, όμως, το μπαλόνι θα σκάσει στον αέρα. Οι μικροεπενδυτές πολίτες πτωχεύουν, αλλά ο Σερπιέρι σώζει τα συμφέροντά του, η χώρα βγαίνει από το στόχαστρο της διεθνούς κατακραυγής και τα πνεύματα ηρεμούν. Ο Συγγρός, βέβαια, γίνεται στόχος του Τύπου και επιφανών της εποχής, που αγνοούσαν το σχέδιο και εξαπατήθηκαν και οι ίδιοι… Η απάντησή του τους αφήνει άναυδους: «όποιος περπατάει ανάμεσα στα γυαλιά, πρέπει να συνυπολογίζει και το ενδεχόμενο να προκαλέσει σπασίματα…». Όσο για τους δύσμοιρους μικροεπενδυτές, που ονειρεύτηκαν πλούτη, στα Απομνημονεύματά του, τους αποκαλεί ευκολόπιστους και αφελείς, που παρασύρθηκαν από κερδοσκόπους και πίστεψαν ότι είναι δυνατόν μία επιχείρηση παρατημένη από την αρχαιότητα να τους λύσει το οικονομικό πρόβλημα και να μετατρέψει από τη μία στιγμή στην άλλη τη χώρα τους σε γη της επαγγελίας…
Μία αντίστοιχη εξέλιξη θα έχει χρόνια μετά, η υπόθεση του έργου της αποξήρανσης της λίμνης Κωπαΐδα, καθώς και εκεί, μικροεπενδυτές, που ονειρεύονται εύκολο κέρδος, εμπιστεύονται τους κόπους τους σε «χαρτιά», που καταλήγουν φέιγ βολάν.
Οι επιφυλλίδες, πάντως, κατακεραυνώνουν και πάλι τον Συγγρό, αλλά εκείνος δεν πτοείται. Άλλωστε, έχει αποφασίσει με τον τρόπο του να ευχαριστήσει (ή να κατευνάσει τα οργισμένα πνεύματα) τον αθηναϊκό λαό για τη… συνδρομή του στην επίλυση του λαυρεωτικού προβλήματος. Σε οικόπεδο / δωρεά της Μονής Ασωμάτων αναλαμβάνει τα έξοδα ανέγερσης πτωχοκομείου, το οποίο θα έπρεπε να ανεγερθεί εδώ και χρόνια, αλλά δεν υπήρχαν χρήματα.
«Οι δωρεές γαληνεύουν τις συνειδήσεις» βγάζει τίτλο η εφημερίδα «Αιών», ενώ το σατιρικό περιοδικό «Μη Χάνεσαι» δημοσιεύει:
Και ο ψωμάς κι ο φούρναρης και ο στοιχειοθέτης, σε μετοχές και Λαύρια τον οβολό του χάνει κι εσκέφθη τότε ο Τσιγγρός, αυτός ο ευεργέτης, για τους πτωχούς το πνεύματι κατάστημα να κάνει…
Οι επαφές με πολιτικούς όλων των παρατάξεων είναι συχνές. Περισσότερο, βέβαια, με τον Τρικούπη, την πολιτική σκέψη του οποίου θαυμάζει και ακολουθεί. Είναι πια φίλοι. Στηρίζει κάθε του προσπάθεια, ενισχύει οικονομικά κάθε έργο υποδομής, που εκείνος περιλαμβάνει στα πολιτικά του προγράμματα. Αλλά, βέβαια, όχι με το αζημίωτο. Έτσι καθώς έχει ξανοιχτεί σε διάφορα επιχειρηματικά πεδία, ο Συγγρός βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξεχωρίσει την ευκαιρία, να επενδύσει και να κερδίσει. Αρκεί να έχει τη σωστή πληροφόρηση εκ των έσω… Επωφελείς συμφωνίες τού προσφέρει και η ιδιαίτερη σχέση του με τον Γεώργιο. Το δικό του σπίτι είναι το μόνο, που επισκέπτεται ο βασιλιάς. Και όσο βέβαια ασχολείται με τη Ελλάδα, εννοείται ότι δραστηριότητές του «τρέχουν» και σε άλλες χώρες, όπου είναι απλωμένο το επενδυτικό του ενδιαφέρον και όπου συχνά πυκνά βραβεύεται με διακρίσεις και παράσημα, ικανοποιώντας τη φιλοδοξία και την επιδειξιομανία του.
Ανήμερα του Πάσχα του 1875, ο Ανδρέας ντύνεται γαμπρός. Από καιρό το σκέφτεται, αλλά η Ιφιγένεια είναι η μόνη, που τον ενθαρρύνει να προχωρήσει στο… απονενοημένο, αυτός ένας ορκισμένος εργένης! Η Ιφιγένεια χήρα Αντωνιάδη και ήδη μητέρα ενός παιδιού, χιωτικής καταγωγής το γένος Μαυροκορδάτου, είναι γνωστή και θαυμαστή για την ομορφιά και την αρετή της, στοιχεία που γοητεύουν τον Συγγρό.
«Είναι σύντροφος του βίου καλή. Έχει σεμνότητα. Αν ποτέ δεν είμαι εντελώς ευτυχής, τούτο δεν θέλει προέρχεσθαι βέβαια από αυτήν. ΕΓΩ θα είμαι ανάξιος της γυναίκας μου, ένεκα του αθλίου χαρακτήρος μου, του νευρικού, ιδιότροπου και αψίκορου» γράφει στον φίλο του Σκουλούδη από τη Νάπολη, όπου βρίσκεται για τον μήνα του μέλιτος, ο οποίος εντέλει θα διαρκέσει χρόνο και πλέον. Πλούτη, διακρίσεις, αναγνώριση, ταξίδια, ευζωία… Το ζεύγος τα έχει όλα, εκτός από εκείνο που ποθεί πολύ και δεν μπορεί να αποκτήσει με χρήματα. Ένα παιδί. Παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες, ο γάμος αυτός δεν ευλογείται με έναν διάδοχο. Η Ιφιγένεια εγκυμονεί, αποβάλλει, αρρωσταίνει και υποφέρει από βαριά και επώδυνα συμπτώματα. Ο Ανδρέας δεν θέλει να πιστέψει ότι θα μείνει χωρίς παιδί που θα φέρει περήφανα και επίσημα το όνομά του και θα πάρει τη θέση του στην υψηλή κοινωνία, στην οποία με τόσο μόχθο κατάφερε ο ίδιος να μπει και να διακριθεί. Αναζητώντας την αιτία του κακού και έτσι καθώς είναι προληπτικός «καταφεύγει σε ξεματιάσματα, τάματα και αγαθοεργίες». Συμμετέχει στις Εταιρείες Ερυθρού Σταυρού και «υπέρ των εν πολέμω τραυματιών», οργανώνει εράνους και προσφέρει χρήματα σε αναξιοπαθούντες, δωρίζει μεγάλα ποσά για την κατασκευή «υπνωτηρίων δι απόρους», στέλνει χρήματα στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για την κάλυψη των αναγκών του.
Διάγει βίο μυθιστορηματικό, έχει ζυμωθεί και ανταποκριθεί με επιτυχία στις προκλήσεις και τις δοκιμασίες, αριθμεί στη φαρέτρα του πλήθος γνωριμιών με τις πλέον εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής και έχει αποθησαυρίσει πολύτιμη γνώση για τους ανθρώπους, τις ανάγκες και τις μύχιες σκέψεις τους. Αλλά δεν έχει μπει στην πολιτική. Ακόμα, τουλάχιστον…
Σε μία περίοδο έντονης πολιτικής αστάθειας με κυβερνήσεις ολίγων ημερών Κουμουνδούρου, Δηλιγιάννη, Βάλβη, Τρικούπη να διαδέχονται η μία την άλλη, αυτός ο τελευταίος, έχοντας στο πλάι του τον «πολιορκητικό κριό» Συγγρό με την οικονομική δύναμη και τις γνωριμίες στη διεθνή σκηνή, προσπαθεί να εξασφαλίσει πόρους για να δημιουργήσει το κράτος υποδομών που ονειρεύεται και να εμπεδώσει σταθερότητα και ασφάλεια στους πολίτες. Ο Συγγρός από τη μία μεσολαβεί σε ξένους επενδυτές για τη σύναψη δανείων με την κυβέρνηση και από την άλλη, «χτυπάει» δημόσια έργα, που γνωρίζει ότι θα γεμίσουν τα ταμεία των εταιριών του. Ο Τρικούπης τον γνωρίζει πια σαν την παλάμη του. Ξέρει ότι τροφοδοτείται από τέτοιους είδους… συναλλαγές, αλλά δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Άλλωστε, ξέρει καλά ότι η μηχανή δεν δουλεύει όταν δεν λαδώνεται… Η χώρα χρειάζεται υποδομή και χρήμα δεν υπάρχει. Το παγκόσμιο σκηνικό είναι σε αναστάτωση και η αντιπαράθεση των αντίπαλων στρατοπέδων μέσα στη Βουλή αποσταθεροποιούν διαρκώς την πολιτική σκηνή της Ελλάδας. Ο βασιλιάς κατευθύνεται από τα συμφέροντά του, οι κυβερνήσεις εναλλάσσονται και ο λαός άγεται και φέρεται από τις εκάστοτε διεθνείς και εθνικές πολιτικές συγκυρίες. Η κατάσταση έχει κουράσει τους πολίτες και έχει τελματώσει την οποιαδήποτε πρόοδο. Κι αυτός ο ιδιόρρυθμος Χιώτης, που από τη μία ευεργετεί με δωρεές και από την άλλη δείχνει φιλοχρήματος, αλλά απολαμβάνει και να τζογάρει, έχει μία ξεκάθαρη φιλοσοφία, την οποία διατυπώνει κάποτε σε συμπατριώτη του όταν αυτός ο τελευταίος του ζητά να βοηθήσει το νησί τους στην κατασκευή λιμανιού, διαθέτοντας ένα κεφάλαιο με μικρό τόκο. «Τι εννοείς με μικρό τόκο; Η φιλοπατρία χαρίζει όταν θέλη, δεν δανείζει όμως ειμή όταν πρόκειται να ικανοποιηθεί το συμφέρον της, είτε εν τη απολαύσει ωφελειών χονδρών, με ανάλογους κινδύνους, είτε ωφελειών σχετικώς μικρών, αλλά τότε απαιτεί πληρεστάτην ασφάλειαν!» του λέγει.
Κάθε Δευτέρα δέχεται στο μέγαρό του για απογευματινό τσάι την υψηλή κοινωνία και ταυτόχρονα εξασκεί και το… χόμπι του, που είναι τα συνοικέσια. Ουκ ολίγα ειδύλλια μπλέκονται στα πολυτελή σαλόνια του ζεύγους Συγγρού κι εκείνος το απολαμβάνει…
Τον Μάρτιο του 1881, σε μια λαμπρή τελετή στην οποία παρίστανται και οι βασιλείς, θεμελιώνεται ο «Ευαγγελισμός» με την οικονομική συνδρομή των συνεταίρων εμπόρων και τραπεζιτών Συγγρού και Κορωνιού (11.200 και 16.800 δρχ. αντίστοιχα), του βασιλιά (11.200 δρχ.) και άλλων μικρότερων χορηγών, που ανταποκρίθηκαν στο αίτημα της επιτροπής Κυριών «υπέρ της ανέγερσης του θεραπευτηρίου».
Μόλις ολοκληρωθεί το κεντρικό κτήριο, ο Συγγρός θα επανέλθει με μία νέα γενναιότερη προσφορά 125.000 δραχμών για την ανέγερση της αριστερής πτέρυγας. Είναι η χρονιά που η Θεσσαλία προσαρτάται στο ελληνικό κράτος και ο Συγγρός με τη συμμετοχή της Εθνικής Τράπεζας ιδρύει την Τράπεζα της Ηπειροθεσσαλίας.
«Εις το χαρίζειν είμαι ευκολώτερος του δανείζειν» διακηρύσσει όταν του ζητούν δάνειο και μπαίνει στο στόχαστρο του Τύπου όταν γίνεται γνωστό από… καραμπόλα ότι μέλος της Χιώτικης οικογένειας Σκυλίτση προσέφερε διακριτικά μεγάλο ποσό για την ανοικοδόμηση των σχολείων του νησιού, που έχουν καταστραφεί από μεγάλο σεισμό. «Έτσι εννοούμε τη φιλανθρωπίαν, χωρίς διατυμπανισμούς και τρικούβερτη ρεκλάμα» «καρφώνει» σε δημοσίευμά της εφημερίδα… Αλλά ο μέγιστος εφιάλτης του Συγγρού αυτή την εποχή, είναι ο Σουρής. Μέσα από εμπνευσμένους στίχους του ο σατιρικός ποιητής δεν χάνει την ευκαιρία να λοιδορεί τον βίο και τα έργα του τραπεζίτη. Αλλά ο Σουρής έχει κι ένα προσωπικό θέμα. Ο Συγγρός έχει εναντιωθεί στον γάμο του με τη Μαρία Κωνσταντινίδου, το γένος Ροδοκανάκη, επειδή ο ποιητής είναι «φτωχός με αβέβαιο μέλλον…». Σύντομα ο Χιώτης θα μετανιώσει πικρά για τη εκείνη τη συμβουλή του. Η Μαρία θα παντρευτεί τον καλό της και εκείνος θα συνεχίσει να χτυπάει αλύπητα τον Συγγρό, ώσπου τον αναγκάζει να αναθεωρήσει. «Τελικά το μικρό σου κεφαλάκι ήταν πολύ σοφότερο από τα δικά μας τα μεγάλα και πήρες τον άνθρωπο που σου χάρισε αθάνατο όνομα» λέει στη Μαρία, παρουσία του συζύγου της, και ο Σουρής κατεβάζει τον… βαρύ οπλισμό.
«ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΑΝΩΤΕΡΟΣ, ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΦΑΙΝΕΣΑΙ» – Η «ΑΠΟΚΛΗΡΩΣΙΣ» ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ…
Με το έναν ή με τον άλλον τρόπο, με εταιρείες δικές του ή ανώνυμες στις οποίες συμμετέχει, ο Συγγρός είναι παντού. Σε έργα, σε τράπεζες, σε ναυπηγεία… Οι συγκυρίες ευνοούν τις προβλέψεις του, το κύρος του είναι αδιαπραγμάτευτο, η υψηλή κοινωνία τον υπολογίζει και οι πολιτικοί, όταν βρίσκονται στην κυβέρνηση τον στηρίζουν και όταν γίνονται αντιπολίτευση τον κατακεραυνώνουν. Άσε που με τις διεθνείς γνωριμίες του ουκ ολίγες φορές «ξελασπώνει» τη χώρα από διακρατικές εμπλοκές που υπονομεύουν την ασφάλειά της. Του έχουν απονεμηθεί παράσημα. Αλλά κοπιάζει για να διατηρήσει το πρεστίζ του. Όταν ο μεγαλέμπορος, εφοπλιστής και τραπεζίτης Βαλλιάνος προσφέρει στην κυβέρνηση ένα εκατομμύριο φράγκα για την ανέγερση της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ο Συγγρός στάζει δηλητήριο… «Δεν μπορεί κανείς να ζήσει σε αυτόν τον τόπο! Τόσα χρόνια να εργάζεσαι να αποκτήσεις τον τίτλο του φιλογενούς και να σου έρχεται ένας απ΄ έξω με το εκατομμύριο και να σου χαλά ό,τι εδούλευες»!
Ο Τρικούπης τον πιέζει να πάρει ρόλο στην πολιτική σκηνή. Εκείνος διστάζει, όχι τόσο επειδή δεν διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα, αλλά κυρίως επειδή θεωρεί ότι δεν έχει το σωστό «λέγειν» για να υποστηρίξει μέσα στη Βουλή και να μην υπονομεύσει την εικόνα που με τόσο κόπο έχτιζε. Πολλές φορές, άλλωστε, έχει δηλώσει ότι «δεν αρκεί μόνο να είσαι για να κερδίζεις τον κόσμο, πρέπει και να φαίνεσαι. Έτσι μόνο καταλαβαίνει την ανωτερότητά σου…». Εντέλει, ο Τρικούπης τον πείθει. Θα κατέβει στη Σύρο και μάλιστα ανεξάρτητος, χωρίς να ενταχθεί σε κανένα κόμμα. Οι κακές γλώσσες ξαναπιάνουν δουλειά… «Ο Συγγρός κατέρχεται εις τον αγώνα εν Σύρω, φέρων αντί παντός εκλογικού προγράμματος, το έμβλημα “ισχύς μου η αγάπη του… χρυσού μου”».
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 7ης Απριλίου του 1885 είναι για τον Συγγρό η καλύτερη απάντηση στα κακά σχόλια. Εκλέγεται.
Είναι πλέον ένας ανεξάρτητος βουλευτής σε κυβέρνηση Δηλιγιάννη. Τα οικονομικά της χώρας είναι κακά, η εμπιστοσύνη των ξένων έχει κλονισθεί, δανειστές πρόθυμοι δεν υπάρχουν, ο Συγγρός, με τη επιρροή του, προσπαθεί να πείσει ότι η Ελλάδα έχει παρουσιάσει έργο την τελευταία τριετία, αλλά ο πρωθυπουργός δεν είναι και ιδιαίτερα δημοφιλής στους κεφαλαιούχους της διεθνούς αγοράς. Ο Δηλιγιάννης καταφεύγει σε εσωτερικό δανεισμό με μικρή επιτυχία και στο μεταξύ ένας πόλεμος προοιωνίζεται στα βόρεια της χώρας. Η υπό τουρκική κατοχή Ανατολική Ρωμυλία επαναστατεί και κηρύσσει την ένωσή της με τη Βουλγαρία. Με παρέμβαση του Γεωργίου, η Ελλάδα κρατιέται μακριά από το πολεμικό πεδίο, αλλά το όλο σκηνικό είναι βούτυρο στο ψωμί του Συγγρού. Οι ομολογίες των δανείων πέφτουν κι όποιος έχει χρήμα αγοράζει τώρα αξίες και περιμένει… Μπροστά στο αδιέξοδο, ο Δηλιγιάννης παραιτείται και αναλαμβάνει εκ νέου ο Τρικούπης, ο οποίος δηλώνει πως «η Ελλάς θέλει να ζήσει και θα ζήσει» προχωρώντας χωρίς καθυστέρηση σε δανεισμό από τις τοπικές τράπεζες και προκηρύσσοντας εκλογές για την ανάδειξη μιας κυβέρνησης με σαφή και σταθερή εντολή. Οι δωρεές του Συγγρού συνεχίζονται, αντίστοιχα και τα δώρα στον βασιλιά και το διάδοχό του, που ενηλικιώνεται. Ο κόσμος της υψηλής αριστοκρατίας είναι ένα άλλο σύμπαν, παράλληλο με τη χώρα, που αναστενάζει. Στο μεταξύ, ο Χιώτης τραπεζίτης χρηματοδοτεί την αποπεράτωση του δημοτικού θεάτρου, αλλά με δικαίωμα εκμετάλλευσής του για 25 χρόνια.
Στις δημοτικές εκλογές της 5ης Ιουλίου 1887 και αφού η βουλευτική του θητεία έχει παρέλθει, ο Συγγρός κατεβαίνει για δήμαρχος Αθηναίων. Εκείνος λείπει στο εξωτερικό, αλλά η υποψηφιότητά του κατατίθεται δι αντιπροσώπων φίλων του! Εξ αυτού ακυρώνεται και η νίκη του. Κατά την προεκλογική περίοδο, κυκλοφορεί στους δρόμους της πόλης φωτογραφία του τραπεζίτη υποψηφίου, κάτω από την οποία παρατίθενται μία προς μία δωρεές και αγαθοεργίες του. Πτωχοκομεία, «Ευαγγελισμός», φυλακές, το Αμαλίειο Οργανοτροφείο, το θέατρο, πεζοδρόμια, το Μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας κ.α. «Είναι εξ εκείνων οίτινες δίδουν μίαν ελιά και λαμβάνουν ένα τουλούμι λάδι» σχολιάζει ο Τύπος. «Είναι υπερόπτης και εγωιστής» ψιθυρίζουν «εμπιστευτικά» συνεργάτες του. Αλλά ό,τι κι αν είναι, για όποιους λόγους κι αν προσφέρει, ο Συγγρός έχει πια ριζωθεί στη ζωή του τόπου ως ο κυματοθραύστης των δεινών. «Ακόμα κι αν προσπαθεί να καταλαγιάσει την ένοχή συνείδησή του, έχει δωρίσει στην Ελλάδα υποδομές, που δεν θα μπορούσε από τα δικά της ισχνά ταμεία να αποκτήσει» αντιπαραθέτουν οι υποστηρικτές του.
Στο μεταξύ, το μεγάλο έργο της διάνοιξης της διώρυγας της Κορίνθου, που έχει ανατεθεί σε ξένη εταιρεία από το 1882 και αποτελεί σημαντικό κομμάτι της αναπτυξιακής πολιτικής του Τρικούπη παρουσιάζει εμπλοκή.
Η «Διεθνής Εταιρεία Διώρυγας Κορίνθου», που «τρέχει» το έργο εφτά χρόνια τώρα, αντιμετωπίζει πρόβλημα με το ελληνικό Δημόσιο και κηρύσσει στάση πληρωμών. Ο Συγγρός ζητάει από τον Τρικούπη να επέμβει κι εκείνος συμφωνεί. Το σχέδιό του Χιώτη, αυτή τη φορά, είναι να συστηθεί μία ελληνική εταιρεία στην οποία θα παραχωρηθούν όλα τα δικαιώματα της υπάρχουσας και η οποία θα αναλάβει την ολοκλήρωση αντί έκδοσης και πώλησης ομολογιών με υποθήκη τη διώρυγα. Με την αποπεράτωση του έργου και τη λειτουργία του θα πληρώνονται οι τόκοι των ομολογιών και του κεφαλαίου και από ό,τι περισσεύει ποσοστό 75% θα δίνεται στην παλιά εταιρεία και 25% στη νέα, πρόεδρος της οποίας είναι ο Συγγρός. Ανακατεύοντας και… μαγειρεύοντας ο δαιμόνιος τραπεζίτης παραδίδει το έργο ολοκληρωμένο, αλλά μετρά και ένα όχι ευκαταφρόνητο κέρδος στο ταμείο του. Σπεύδουν να τον καταχερίσουν οι εφημερίδες, αλλά οι συγκυρίες τις προλαβαίνουν… Μία μεγάλη φωτιά τον Σεπτέμβριο του 1890 στη Θεσσαλονίκη προκαλεί τεράστιες καταστροφές. Ο Γεώργιος ζητά από τον φίλο του να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη. Ο Συγγρός ανοικοδομεί το νοσοκομείο και το μητροπολιτικό μέγαρο. Ο βασιλιάς του προσφέρει την αναγνώριση που ονειρευόταν. Τον Μεγαλόσταυρο.
Η αλληλοβοήθεια κράτους και Συγγρού συνεχίζεται. Τον μίτο των δωρεών και ευεργεσιών έχει πιάσει και η Ιφιγένεια, που προεδρεύει του Ευαγγελισμού και χρηματοδοτεί κάμποσες δράσεις υπέρ ορφανών και πτωχών. Ο Συγγρός ακούει τη σύζυγό του και ανοίγει το… πουγκί. Κάποτε, της εκμυστηρεύεται ότι θα ήθελε να προσφέρει στην πόλη έναν δρόμο, που να φέρει το όνομα του και να τον θυμίζει στις επόμενες γενιές. (Η οδός θα χαραχτεί το 1876, επί δημαρχίας Π. Κυριακού και η Ιφιγένεια θα φροντίσει να παραδοθεί σε κυκλοφορία μετά τον θάνατο του συζύγου της, το 1904, με μόνο όρο στη δωρεά: να φέρει ισοβίως το όνομα «Λεωφόρος Ανδρέα Συγγρού»).
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του γράφει τα απομνημονεύματά του και ετοιμάζει τη διαθήκη του. Παραπονιέται στην Ιφιγένεια ότι όσα κι αν έκανε για τον τόπο, δεν του αναγνωρίστηκε η προσφορά του. Με τη διαθήκη του, όμως, ουδείς, θα αμφισβητήσει τις ευεργεσίες του! Ακόμα και στο τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του, ο Συγγρός επιδιώκει υστεροφημία με μία εντυπωσιακή ανταγωνιστική διάθεση! Έχει αποφασίσει ότι θα είναι ο πρώτος και ο μόνος που θα αφήσει στον τόπο του τέτοιο πλούτο!
Στις 12 Φεβρουαρίου του 1896 παραδίδει στον συμβολαιογράφο τη διαθήκη του. Αφήνει στην Ιφιγένεια την κατοικία τους πλάι στ΄ ανάκτορα, ένα σπίτι που εσχάτως αγόρασε επί της οδού Ακαδημίας και το σεβαστό ποσό των 60.000 αγγλικών λιρών. Κληροδοτεί χρήματα στους βασιλόπαιδες, στην αδελφή του Τρικούπη, Σοφία, στους υπηρέτες του και σε συγγενείς του και μία τεράστια κτηματική έκταση στον βασιλιά Γεώργιο. Στον γιο που δεν αναγνώρισε ποτέ, αφήνει χρήματα και ισόβια επικαρπία των κτημάτων του στην Εύβοια και τη Θεσσαλία. Επιπλέον, αφήνει σημαντικά ποσά στις δομές, που έχει χτίσει, στο Πτωχοκομείο, το Δημοτικό Νοσοκομείο, το εργαστήριο απόρων γυναικών, το ορφανοτροφείο Χατζηκώστα, το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, το Δρομοκραΐτειο και το Ωδείο Αθηνών. Τέλος, κληροδοτεί στο κράτος κτήματα και χρήματα για να χτιστούν σχολεία και να βελτιωθούν οι φυλακές. Από το σύνολο της περιουσίας του κληροδοτεί περί τα 24 εκατ. φράγκα τα οποία εντέλει θα αυξηθούν, καθώς το Δημόσιο κληρονομεί και τα ελληνικά χρεόγραφα, που σε δύσκολες περιόδους είχε αγοράσει εκείνος αντί ισχνών ποσών και αργότερα απέκτησαν μεγάλη αξία.
Αλλά η ζωή κρύβει εκπλήξεις και μια τέτοια επιφυλάσσει για τον Συγγρό έναν χρόνο μετά τη σύνταξη της διαθήκης του. Εκείνος βέβαια θα την ερμηνεύσει ως μέγιστο μάθημα ζωής και τέτοιο θα είναι. Αρχές του 1897, λοιπόν, και το Κρητικό Ζήτημα είναι εξέλιξη. Ο τραπεζίτης βρίσκεται στο παλάτι και συζητά με τον Γεώργιο. Του λέει ότι, κατά τη δική του εκτίμηση, καλό θα ήταν να μπει επικεφαλής του στρατού και να διεκδικήσει ό,τι ανήκε στη χώρα. Τότε ο Γεώργιος θιγμένος του απαντά: «Είναι αύθαδες, εσύ, ένας απλούς πολίτης, να δίνεις συμβουλές στον βασιλέα σου!».
Την επομένη κιόλας ο Συγγρός συντάσσει έναν κωδίκελλο με τον οποίο συμπληρώνει, ή καλύτερα διορθώνει, τη διαθήκη του. Με αυτόν, ακυρώνει όλα τα κληροδοτήματα προς τη βασιλική οικογένεια, σημειώνοντας «μετά ωριμωτέραν σκέψιν εθεώρησα αύθαδες εκ μέρους μου να κληροδοτώ εγώ, ένας απλούς πολίτης, Βασιλικάς Υψηλότητας»!
Φεύγει από τη ζωή στις 13 Φεβρουαρίου του 1899 πλήρης εμπειριών, δράσης και προσφοράς, αλλά επισήμως άκληρος και γι αυτό μόνο παραπονούμενος. Την ημέρα της αποδημίας του κλείνουν τα σχολεία και στην κηδεία του παρίσταται σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος της χώρας, άπαντες οι οικονομικοί παράγοντες και πλήθος κόσμου. Σε βαρύ κλίμα πένθους τον συνοδεύουν όλοι μαζί στην ύστατη κατοικία του, στο Α΄ Νεκροταφείο.
Ό,τι κι αν έκανε, ό,τι κι αν προκάλεσε, ο νεκρός δεδικαίωται. Κι όταν ανοίγει πια η διαθήκη του, ο Σουρής δημοσιεύει:
«Τι διαθήκη πάνσοφος, τι διαθήκη πρώτη του ζάμπλουτου του Χιώτη… Κάθε δύστυχος ζητιάνος και καλύβι πτωχικό έχει στου Συγγρού τα πλούτη το δικό του μερδικό. Να το χρυσάφι σαν βροχή κι η λίρα σαν χαλάζι να πλούτος, όπου βάλσαμο παρηγοριάς σταλλάζει… Τρέχουν χείμαρροι χρυσοί… Θεός σχωρέστον είπαν όλοι, Θεός σχωρέστον πες κι εσύ».
Κανείς δεν θα μάθει πόσοι τον συγχώρεσαν. Μετά την κηδεία, όμως, φάνηκε πως πολλοί δεν είχαν συγχωρήσει τον δήμαρχο, τον Καλλιφρονά. Επειδή δεν θεώρησε απαραίτητο να ντύσει με μαύρα κρέπια τους φανούς…
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
ΟΙ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ – Αντ. Μακρυδημήτρης (Εκδ. Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ-Αθήνα, 1997)
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ – ΝΕΩΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 1881-1910 (Εκδ. ΔΟΜΗ – Αθήνα)
ΠΕΡΙΓΕΛΩΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ – Λ. Λούβη (Εκδ. ΒΙΒΛΙΟΠΟΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ Ι.Δ.ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε. – Αθήνα, 2002)
ΑΝΔΡΕΣ ΣΥΓΓΡΟΣ – Γ. Μπαζίλη (Εκδ. Δημιουργία – Αθήνα, 1996)
ΑΘΗΝΑ, Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία – Θ.Γιοχάλα/Τ.Καφετζάκη (Εκδ. ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ Ι.Δ.ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε. – Αθήνα, 2021)
«ΕΘΝΙΚΟΙ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ – Τα πλούτη του έθνους», Εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – ΙΟΣ, 1997
ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΩΝ «ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ» – ψηφιακό αρχείο
Ε.Λ.Ι.Α. – Επιστολές Συγγρού προς Σκουλούδη και Καράβα
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη
Εθνική Πινακοθήκη
*Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ