Σχόλιο για την απόφαση του Πρωτοδικείου Φλώρινας για το Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας.
Του Δρ. Αναστάσιου Βαβούσκου*
Εκδόθηκε στις 16 Μαρτίου 2023 η υπ’ αριθ. 41/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία τελικώς δικαίωσε το «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας» και ενέκρινε τη σύσταση του .
Η εκδοθείσα απόφαση είναι μακροσκελής και πολυσέλιδη. Για τον λόγο αυτόν θα επισημάνω ορισμένα από τα ζητήματα που έθιξε, αφού πρώτα δώσω, μία γενική εικόνα αυτής της δίκης, όπως αυτή προκύπτει από την ίδια την απόφαση.
Πρώτον, η δίκη «άνοιξε» με την άσκηση:
α) μίας ανακοπής, που ασκήθηκε από την Εισαγγελέα Πρωτοδικών Φλώρινας.
β) μίας τριτανακοπής, που ασκήθηκε από το νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «Παμμακεδονική Ένωση Μακεδονικού Αγώνα Ελλάδος – Αυστραλίας», που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη.
Υπέρ της ανακοπής της Εισαγγελέως Πρωτοδικών ασκήθηκαν τέσσερις πρόσθετες παρεμβάσεις από:
- από το νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «Σύνδεσμο Προάσπισης Μακεδονίας – Θράκης», που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη
- από τα νομικά πρόσωπα με την επωνυμία «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών», που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη, «Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο Φλώρινας ο Αριστοτέλης», που εδρεύει στην Φλώρινα και τον δικηγόρο Φλώρινας Αριστείδη Μίτκα
- από το νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού», που εδρεύει στην Αθήνα
- από τον Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοικήσεως Β΄ βαθμού – Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωμυμία «Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας».
Δεύτερον, η δίκη θα μπορούσε να είχε γίνει ερήμην του καθ’ ου η ανακοπή (και οι πρόσθετες παρεμβάσεις) και η τριτανακοπή. Και εξηγώ αμέσως γιατί. Κατά την απόφαση, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του «Κέντρου» παρέστη για να υποβάλλει αίτημα αναβολής, με τους ισχυρισμούς ότι δεν έχει προλάβει να προετοιμασθεί για την παρούσα δικάσιμο λόγω φόρτου εργασίας και ότι εκκρεμούν προς εκδίκαση ήδη άλλες δεκατρείς τριτανακοπές, υπονοώντας ότι σε περίπτωση μη αναβολής για συνεκδίκαση, θα υπήρχε κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων.
Το αίτημα απορρίφθηκε, διότι κρίθηκε, ότι είναι «πρωτίστως αορίστως προβαλλόμενο και σε κάθε περίπτωση ως νομικώς και ουσιαστικώς αβάσιμο». Και ενώ κανονικώς θα έπρεπε να το Δικαστήριο να κρίνει, ότι το καθ’ ου η ανακοπή και τριτανακοπή «Κέντρο» δεν παρίσταται και συνεπώς δικάζεται ερήμην, όπως προκύπτει από τη απόφαση «το καθ’ ου οι (τριτ)ανακοπές σωματείο παρέστη εν τέλει, δικονομικώς, κατά τη συζήτηση των συγκεκριμένων δικογράφων, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ο οποίος νομίμως κατέθεσε τις από 2/2/2023 έγγραφες προτάσεις». Και εγώ θέτω ένα απλό ερώτημα: Αφού ο πληρεξούσιος δικηγόρος παρέστη μόνο για την αναβολή, μην έχοντας χρόνο να προετοιμασθεί (δηλαδή να συντάξει τις σχετικές προτάσεις) και θεωρώντας ότι απαιτείται αναβολή της δικασίμου για συνεκδίκαση με την μέχρι τότε τελευταία χρονικώς τριτανακοπή, πως τελικώς παρέστη κανονικώς και κατέθεσε και προτάσεις, οι οποίες έγιναν δεκτές ενώ θα έπρεπε να δικασθεί ερήμην;
Τρίτον, το Δικαστήριο δέχθηκε την θεμελίωση εννόμου συμφέροντος μόνο για μία εκ των προσθέτων παρεμβάσεων, και ειδικότερα για αυτή που άσκησε η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, την οποία βεβαίως στη συνέχεια την απέρριψε επί της ουσίας. Για όλες τις υπόλοιπες πρόσθετες παρεμβάσεις έκρινε ότι δεν θεμελιώνουν έννομο συμφέρον και κατόπιν τούτου τις απέρριψε ως δικονομικώς απαράδεκτες, μην εξετάζοντας καν την ουσία των ισχυρισμών αυτών. Είναι δε αξιοσημείωτο, ότι η μία εκ των προσθέτων παρεμβάσεων που απορρίφθηκαν λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος ήταν αυτή της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, του γνωστού σε όλους για το επιστημονικό κύρος του σωματείου, το οποίο και δικαίως έχει αποκληθεί ως η «Ακαδημία της Βόρειας Ελλάδας».
Τέταρτον, το Δικαστήριο έκρινε ότι στα πλαίσια της συνταγματικώς κατοχυρωμένης σωματειακής ελευθερίας, για την αναγνώριση ή διάλυση ενός σωματείου δεν αρκούν «απλές μόνο υπόνοιες ή εντυπώσεις για τις προθέσεις ή τις τυχόν σκοπούμενες δραστηριότητες του σωματείου ως παράνομες ή αντικείμενες στην δημόσια τάξη, με βάση μόνο την φραστική διατύπωση του καταστατικού ή την ερμηνεία όρων τούτου».
Την απάντηση στην άποψη του Δικαστηρίου δεν θα την δώσω εγώ, αλλά το ίδιο το Καταστατικό του καθ’ ου οι ανακοπές «Κέντρου». Ειδικότερα:
Α) Η επωνυμία του «Κέντρου»
Η επωνυμία του εν λόγω σωματείου είναι «Κέντρο Μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα», η οποία – εκτός της ελληνικής -αποδίδεται και στην «μακεδονική γλώσσα», επιπροσθέτως δε και στην αγγλική γλώσσα. Όμως, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι τα νομικά πρόσωπα, που έχουν έδρα στην Ελλάδα, χρησιμοποιούν για την επωνυμία τους την ελληνική γλώσσα και συμπληρωματικώς την αγγλική για την περίπτωση υπάρξεως διεθνών σχέσεων.
Το πλέον σαφές παράδειγμα συνιστά ο ν. 2725/1999, που αφορά στα αθλητικά σωματεία (που υπάγονται στο Υπουργείο Πολιτισμού, όπως και το «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας»), ο οποίος με το άρθρο 8 απαιτεί, όπως η επωνυμία των σωματείων αυτών να διατυπώνεται στην ελληνική γλώσσα. Το μόνο σίγουρο είναι, ότι σε καμία περίπτωση η επωνυμία ενός σωματείου δεν διατυπώνεται για κύρια χρήση, πολλώ δε μάλλον για διεθνείς σχέσεις, σε μία οποιαδήποτε γλώσσα οποιασδήποτε άλλης χώρας και άσχετης με την γλώσσα της χώρας έδρας του σωματείου, όπως η «Μακεδονική», που κατά το άρθρο 1 πργφ. 3, εδ. γ΄, της Συμφωνίας των Πρεσπών, είναι η γλώσσα της χώρας της Βόρειας Μακεδονίας.
Β) Οι σκοποί του «Κέντρου»
Όπως προκύπτει από το οικείο καταστατικό, οι σκοποί του «Κέντρου» είναι:
1) η διατήρηση και καλλιέργεια της Μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα.
Όμως, βάσει της Συμφωνίας των Πρεσπών (άρθρο 3 πργφ. 1, εδ. γ΄) η «Μακεδονική γλώσσα» είναι η επίσημη γλώσσα του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας. Άρα, κατά την Συμφωνία των Πρεσπών, που είναι πλέον εθνικό δίκαιο, η γλώσσα που χαρακτηρίζεται ως «Μακεδονική» είναι η γλώσσα που ομιλείται εντός των γεωγραφικών ορίων του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας και μόνο από τους πολίτες αυτού. Και αντιστρόφως, κατά την Συμφωνία αυτήν επίσης, μόνο οι πολίτες του κράτους αυτού ομιλούν την «Μακεδονική γλώσσα».
Υπό αυτό το πλαίσιο, δεν νοείται πολίτης άλλης χώρας – πλήν των πολιτών της Βόρειας Μακεδονίας – να ομιλεί γλώσσα, που να χαρακτηρίζεται ως «Μακεδονική».
Έχοντας αυτά υπόψιν, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Πώς είναι δυνατόν, ένα νομικό πρόσωπο, που εδρεύει στην Ελλάδα να έχει ως σκοπό του – και αυτός ο σκοπός να είναι και νόμιμος – την διατήρηση εντός Ελλάδος μίας γλώσσας, η οποία κατά το ελληνικό δίκαιο δεν υπάρχει στην Ελλάδα; Όταν μάλιστα, όλλι γνωρίζουμε, ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να διατηρήσω κάτι, είναι αυτό να υπάρχει, πολλώ δε μάλλον για να το καλλιεργήσω, δηλαδή να το επαυξήσω και το επεκτείνω.
2) η υποστήριξη της εισαγωγής της μακεδονικής γλώσσας ως προαιρετικού μαθήματος σε δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια στην Ελλάδα, ιδίως στις Περιφέρειες της Δυτικής Μακεδονίας, της Κεντρικής Μακεδονίας και της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης.
Τα όσα ειπώθηκαν παραπάνω για τον πρώτο σκοπό, ισχύουν πολύ περισσότερο για τον δεύτερο. Από την στιγμή, που «Μακεδονική γλώσσα» δεν υπάρχει στην Ελλάδα, είναι ταυτοχρόνως αδύνατο να προταθεί και ως γλώσσα σε δημόσια Πανεπιστήμια. Και μάλιστα, όχι σε όλα γενικώς και αορίστως δημόσια Πανεπιστήμια αλλά μόνο σ’ αυτά που βρίσκονται σε συγκεκριμένες περιοχές της Ελλάδας και ειδικότερα στην Βόρεια Ελλάδα. Κάτι τέτοιο, εκτός των άλλων λόγων, δεν θα ήταν και ενέργεια αντισυνταγματική, αφού θα παραβίαζε την εκ του Συντάγματος κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας; Γιατί να στερηθούν του «προνομίου» αυτού οι φοιτητές π.χ. του Πανεπιστημίου Κρήτης; Για έναν και μοναδικό λόγο. Γιατί, ο σκοπός του «Κέντρου» δεν είναι αυτή καθεαυτή η διδασκαλία της συγκεκριμένης γλώσσας αλλά η μέσω αυτής προβολή προς τα έξω της υπάρξεως δήθεν «μακεδονικής» μειονότητας, η απόδειξη υπάρξεως της οποίας οδηγεί σε άλλα συμπεράσματα. Και αυτό το καταλαβαίνει ακόμη καλύτερα κανείς, αν διαβάσει τα «νόμιμα» μέσα, που απαριθμώνται στο Καταστατικό, και βάσει των οποίων επιτυγχάνονται οι σκοποί του. Τα μέσα αυτά είναι ιδίως:
- η παραγωγή διδακτικού υλικού, και οτιδήποτε άλλο συμβάλλει στην προώθηση και διάδοση της μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα.
- η οργάνωση της διδασκαλία της μακεδονικής γλώσσας σε πολίτες της Ελλάδας, ιδίως στις Περιφέρειες της Δυτικής Μακεδονίας, της Κεντρικής Μακεδονίας και της Ανατολικής Μακεδονίας, όπου ομιλείται η Μακεδονική γλώσσα.
- η συνεργασία του συλλόγου με άλλους συλλόγους που έχουν κοινούς στόχους, με την τοπική αυτοδιοίκηση και άλλους ειδικευμένους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς.
Πέραν των παραπάνω, της προσοχής του Δικαστηρίου διέλαθε και ένα άλλο στοιχείο. Ότι οι ιδρυτές του «Κέντρου» ως Έλληνες πολίτες, οφείλουν κατά την Συμφωνία των Πρεσπών (άρθρο 7 πργφ. 2), όταν χρησιμοποιούν τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας», εννοούν «…όχι μόνο η περιοχή και ο πληθυσμός της βόρειας περιοχής του Πρώτου Μέρους, αλλά και τα χαρακτηριστικά τους, καθώς και ο Ελληνικός πολιτισμός, η ιστορία, η κουλτούρα και η κληρονομιά αυτής της περιοχής από την αρχαιότητα έως σήμερα». Όμως, η «μακεδονική γλώσσα» που θέλουν να μας διδάξουν στην Μακεδονία και στην Θράκη, οι ίδιοι ομολογούν, ότι δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική. Και ερωτώ, ούτε αυτό το στοιχείο θεμελιώνει παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία από της επικυρώσεως της αποτελεί τμήμα της ελληνικής έννομης τάξεως;
Νομίζω, ότι μετά από τα παραπάνω, είναι σαφές, πως οι σκοποί του «Κέντρου» αλλά και τα νόμιμα μέσα για την επίτευξή τους μόνο «απλές υπόνοιες ή εντυπώσεις για τις προθέσεις ή τις τυχόν σκοπούμενες δραστηριότητες του σωματείου ως παράνομες ή αντικείμενες στην δημόσια τάξη, με βάση μόνο την φραστική διατύπωση του καταστατικού ή την ερμηνεία όρων τούτου» δεν είναι, όπως υποστήριξε εσφαλμένως το Πρωτοδικείο Φλώρινας.
Αντιθέτως, είναι αμάχητο τεκμήριο των προθέσεων και των σκοπουμένων δραστηριοτήτων του «Κέντρου».
Και αυτό σημαίνει, ότι το Πρωτοδικείο Φλώρινας έσφαλλε ως προς την κρίση του. Βεβαίως, εκκρεμούν ήδη προς εκδίκαση – κατά δήλωση του συναδέλφου και πληρεξουσίου Δικηγόρου του «Κέντρου» άλλες δεκατρείς ανακοπές. Αλλά εάν τις κρίνει η ίδια Δικαστής, δεν νομίζω, ότι θα αλλάξει κάτι, καθόσον θα έχει ήδη εκπεφρασμένη άποψη περί της επίδικης διαφοράς, από την οποία φυσιολογικώς και δεν θα αποστεί. Εκτός, αν η εκπεφρασμένη άποψη θέτει ζήτημα εξαιρέσεως της Δικαστού για μεροληπτική συμπεριφορά της (άρθρο 52 ΚΠολΔ πργφ. 1, περ. στ΄). Και για όσους θεωρούν τα παραπάνω υπερβολικά, ας διαβάσουν την ανάρτηση του «Κέντρου» στο Facebook μετά την έκδοση της αποφάσεως.
Συνεπώς, ραντεβού στο Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, εκτός αν αλλάξει στο εντωμεταξύ κάτι στο Πρωτοδικείο Φλώρινας. Και στο βάθος Άρειος Πάγος
*Ο Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος είναι Δικηγόρος, Άρχων Ασηκρήτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου και μέλος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. / *Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους.