Πέθανε στην προσφυγιά ο ποιητής Στ. Ζυμπουλάκης
Ύστερα από πολύμηνη ασθένεια έφυγε από την ζωή ο ποιητής και μουσικός Στέφανος Ζυμπουλάκης. Γεννήθηκε το 1941 στην Αμμόχωστο. Σπούδασε στην Ελληνική Σχολή Μουσικής στην Αθήνα κιθάρα, βιολί και σολφέζ. Μετά τον βίαιο εκτοπισμό του από την Αμμόχωστο, τον Αύγουστο του 1974,ζούσε στην Λάρνακα.
Επίσης, ο Ζυμπουλάκης σπούδασε Αρχιτεκτονικό σχέδιο στο Bennet College of Sheffield, στην Αγγλία
Είχε μακρά θητεία και προσφορά στην ποίηση, τη μουσική και την ευρύτερη πολιτιστική ζωή της πόλης του Ζήνωνα. Για το ποιητικό του έργο, μέρος του οποίου έχει μεταφραστεί στα γαλλικά, τιμήθηκε πρόσφατα στη Γαλλία.
Σε στίχους του Στέφανου Ζυμπουλάκη έχει κυκλοφορήσει ο ψηφιακός δίσκος «Της Φαμακούστας», με μουσική του Βασίλη Χατζηλουκά και με ερμηνευτή τον Κώστα Χατζηχριστοδούλου. Για τον ψηφιακό αυτό δίσκο τιμήθηκε από τον Δήμο Αμμοχώστου το 2006.
Το ποιητικό του έργο περιλαμβάνει εννιά ποιητικές συλλογές. Στο συγγραφικό του έργο συμπεριλαμβάνεται και μία μελέτη για τον ποιητή Παύλο Μεράνο, (Ανάτυπο από το λογοτεχνικό περιοδικό Κυπριακός Λόγος, Λευκωσία 1971). Αξιόλογη είναι επίσης η συμβολή του και στον τομέα της λογοτεχνικής κριτικής. Οι τέσσερις τόμοι, σε πολυγραφημένη έκδοση, με τον χαρακτηριστικό τίτλο Ανθολόγιο Λογοτεχνικής Κριτικής (1980, 81, 84 και 87), που εκδόθηκαν από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Λάρνακας, όπου εργάστηκε ο Στέφανος Ζυμπουλάκης από το 1974-1996, αποτελούν μια σημαντική πηγή βιβλιογραφικής καταγραφής των λογοτεχνικών κριτικών της κυπριακής λογοτεχνίας της περιόδου 1977-1984, όπως αυτές εντοπίζονταν από τον συγγραφέα στον καθημερινό τύπο και στα λογοτεχνικά και άλλα περιοδικά της Κύπρου.
Όλες σχεδόν οι κριτικές που αφορούν το έργο των σημαντικότερων σύγχρονων Κύπριων λογοτεχνών, οι οποίοι εξέδωσαν έργα τους σ’αυτή τη χρονική περίοδο, μπορούν να αναζητηθούν στους τέσσερις αυτούς τόμους, όπου οι λογοτέχνες μας ταξινομούνται με αλφαβητική σειρά.
Ο διακεκριμένος Λαρνακέας , Λούης Περεντός , έγραψε για τον αείμνηστο Ζυμπουλάκη:
“Τον Στέφανο Ζυμπουλάκη έφερε στη Λάρνακα ο εκτοπισμός του 1974. Δε θυμάμαι πώς ακριβώς ξεκίνησε η γνωριμία μας. Σίγουρα κάπου ανάμεσα στη συναναστροφή μας με το Φοίβο Σταυρίδη και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Δήμου Λάρνακας. Αυτός από τη θέση του υπεύθυνου της Δημοτικής Βιβλιοθήκης κι εγώ από τη συνεχή ανάμειξη με ανθρώπους των γραμμάτων. Μέχρι το 1974 λειτουργούσαμε την μπουάτ ΤΡΟΧΟΣ, που αποτελούσε το χώρο όπου κάθε Δευτέρα βράδυ μαζευόμασταν οι νέοι κι οι νέες και διοργανώναμε κάθε είδους καλλιτεχνική εκδήλωση.
Ο Στέφανος είχε αρχίσει την προσπάθεια για να στήσει ένα κέντρο μουσικής. Συνεργάζεται και με το Λύκειο Ελληνίδων Αμμοχώστου, διοργανώνουν μουσικά απογεύματα, συμμετέχει σα μέλος στην Ορχήστρα Εγχόρδων του ΡΙΚ και συμμετέχει στη Λυρική Σκηνή Κύπρου.
Πριν προσληφθεί στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Λάρνακας, κύριο του μέλημα ήταν να εξασφαλίσει προσωρινές έστω συνθήκες διαβίωσης της οικογένειάς του. Γυρίζει τα σχολεία της πόλης και χορδίζει μουσικά όργανα, συμπληρώνει φόρμες για έκδοση διαβατηρίων, μερικοί παλιοί φίλοι τον ενισχύουν οικονομικά για να συντηρίσει την οικογένειά του. Για το θέμα αυτό συχνά αναφερόταν με αγάπη κι ευγνωμοσύνη.
Λειτουργεί το Κέντρο Μουσικής του Trinity College του Λονδίνου, διοργανώνει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη , την εμπλουτίζει με τόμους, τη μετατρέπει σε δανειστική και εφαρμόζει σύστημα αρχειοθέτησης.
Συμμετέχει σε πολλές επιτροπές για τη διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων, όπως εκείνες της Γιορτής του Κατακλυσμού. Εκεί γνωρίζει όλους σχεδόν του λαϊκούς ποιητές της Κύπρου και από τη θέση αυτή διευρύνει το φάσμα των γνώσεών του για την Κυπριακή λογοτεχνία.
Σιγά-σιγά προσαρμόζεται και αγαπά την πόλη του Ζήνωνα. Η δοκιμασία του 1974 και μετά τον κάνει να ζει, να σκέφτεται και να προγραμματίζει με νέα δεδομένα. Ζει την αμφισβήτηση, την ανασφάλεια, την αγωνία για την επιστροφή. Φροντίζει για το μεγάλωμα και το μέλλον των παιδιών του με πάθος.
Για δώδεκα χρόνια ασχολείται με την λογοτεχνική παρουσίαση-κριτική στο περιοδικό ΜΟΡΦΩΣΙΣ κι επίσης συμμετέχει στην πνευματική ομάδα των περιοδικών ΚΥΚΛΟΣ και ΛΑΡΝΑΚΑ. Η συνεργασία του με τις ομάδες αυτές ήταν παραγωγική και από τη θέση του Διευθυντή της Δημοτικής Βιβλιοθήκης πρόσφερε πολλά στη συλλογή πληροφοριών και αναφορών για διάφορα θέματα υπό έκδοση.
Εύκολα δημιουργούσε φιλίες με ανθρώπους που είχαν τα ίδια ενδιαφέρονται. Νύχτες συζητήσεων, που συχνά κατέληγαν, που αλλού, στη φυγή με το χαλί της μουσικής. Ο Στέφανος, και κάποτε μαζί με τα δυο του παιδιά να παίζουν κιθάρα και βιολί. Πόσο ανθρώπινο, αλήθεια, αλλά και πόσο μαγευτικό. Ο άνθρωπος που έχασε, αυτός που ξεκίνησε από την αρχή, να παίζει στα χέρια του με πάθος την αιώνια μουσική. Έτσι κάπως τέλειωναν οι συναντήσεις μας.
Για τη δουλειά που έκανε στη Λάρνακα με το Κέντρο Μουσικής, το 1986 του απονέμεται από το Δούκα του ΚΕΝΤ η ανώτατη διάκριση του επίτιμου μέλους του Μουσικού Κολλεγίου του Trinity College του Λονδίνου.
Πολλοί μαθητές τον είχαν σαν πρότυπο δασκάλου. Μεγάλωσαν, διέπρεψαν, έγραψαν μουσική κι έχουν οι ίδιοι Σχολές Μουσικής. Ο Στέφανος μιλούσε με πολλή περηφάνεια για όλα του τα πνευματικά παιδιά.
Δε θ’αναφερθώ στην ποιητική ή μουσική του παραγωγή. Αυτό θα το κάνουν οι ειδικοί.
Ιδιαίτερη συνεργασία είχαμε στο ΔΗΜΗΤΡΙΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ, που ξεκίνησε να λειτουργεί το 1973 και μέχρι το 1983 ήταν ο πλέον δραστήριος πολυχώρος για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις. Εκεί ο Στέφανος παρουσιαζόταν συχνά με την Ορχήστρα Εγχόρδων Λάρνακας-Αμμοχώστου και με την Ορχήστρα του Μουσικού Κέντρου Λάρνακας του Trinity College Λονδίνου.
Ζούσε συνέχεια ανάμεσα στον αέρα της καθημερινότητας, στα κλαδιά της μουσικής και στο φάρμακο της ποίησης. Την επιστροφή δεν την έζησε ο φίλος μου ο Στέφανος και η Εύη. Ούτε κι άλλοι πολλοί φίλοι. Μείναμε να χαζεύουμε τις ειδήσεις με την ελπίδα μιας έστω ουτοπικής λύσης.
Μερικοί καλοί παλιοί μας φίλοι έφυγαν από τη ζωή. Τους θυμώμαστε και τους μιλάμε στα κρυφά τις νύχτες. Όπως θα κάνουμε και τώρα με τον Στέφανο.
Οι δικές μας γενιές έκαναν το καθήκον τους ανάλογα με τα μέσα και τα εφόδια που πήραμε από τις οικογένειες και τους δασκάλους μας. Μπορεί η ζωή να φάνηκε σκληρή και να μας άλλαξε την πορεία. Νοιώθω, όμως , ότι κάναμε αυτά που έπρεπε να κάνουμε.
Πιστέυω ότι ο Στέφανος Ζυμπουλάκης υπερέβη κατά πολύ τις δυνάμεις του. Έδωσε στην οικογένεια και στην πολιτεία πιο πολλά απ’ όσα πήρε. Σκάλισε τους τοίχους της Τέχνης τη δική του προσφορά. Άφησε απογόνους στη μουσική παιδεία.
Η Λάρνακα ευτύχησε, που με αφορμή τη δοκιμασία του 1974 είχε τον Συτέφανο ενεργό πολίτη. Τα υπόλοιπα θα τα κρίνει ο χρόνος και ο Θεός”.