Οι εκλογές για την ανάδειξη του νέου Αρχιεπισκόπου
Του Γιαννάκη Λ. Ομήρου*
Η εθνική παράδοση της Εκκλησίας της Κύπρου είναι βαριά. Στις 9 Ιουλίου 1821 ο Τούρκος διοικητής της Κύπρου, Κουτσιούκ Μεχμέτ, αποφάσισε, κατόπιν εγκρίσεως της Υψηλής Πύλης, να εκτελέσει 486 προεστούς της Κύπρου, μητροπολίτες, ηγούμενους, ιερομόναχους, δασκάλους, τους οποίους θεωρούσε επικίνδυνους. Εκτέλεσε τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό και άλλους τρεις μητροπολίτες, τον Πάφου Χρύσανθο, τον Κιτίου Μελέτιο και τον Κυρηνείας Λαυρέντιο, αλλά και άλλους προκρίτους και λαϊκούς.
Η θυσία του Εθνομάρτυρα Αρχιεπισκόπου Κυπριανού σφραγίζει διαχρονικά τον Εθναρχικό Ρόλο της Εκκλησίας της Κύπρου.
Τόσο στην εποχή της οθωμανικής κατοχής όσο και αργότερα στην εποχή της βρετανικής αποικιοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο, ούτε παράδοξο ότι επικεφαλής του εθνικοαπαλευθερωτικού – αντιαποικιακού αγώνα του 1955 – 59, ετέθη ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο Γ! ως Εθνάρχης. Ο οποίος μάλιστα με την εγκαθίδρυση της κυπριακής ανεξαρτησίας το 1960, ανεδείχθη με λαϊκή ψήφο ως ο πρώτος Πρόεδρος της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ασφαλώς η εκκοσμίκευση της πολιτικής εξουσίας μετά τον θάνατο του Προέδρου Μακαρίου περιόρισε δραστικά τον ρόλο της Εθναρχούσας Εκκλησίας. Χωρίς να αποδυναμώσει εντελώς το ρόλο της στη δύσβατη πορεία της Κύπρου στο άλυτο Κυπριακό πρόβλημα, ιδιαίτερα μετά την εθνική τραγωδία του 1974. Την προδοσία του πραξικοπήματος και την επακολουθήσασα τουρκική εισβολή.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος ο Β’, που έφυγε από τη ζωή στις 7 Νοεμβρίου ήταν ο δεύτερος επικεφαλής της Κυπριακής Εκκλησίας μετά τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Προηγήθηκε ο Χρυσόστομος ο Α’, μια έντονη προσωπικότητα, φλογερός ιεράρχης, με ρητορική δεινότητα και καλλιέπεια λόγου, με συχνές και αιχμηρές παρεμβάσεις στο εθνικό πρόβλημα της Κύπρου που έφταναν και σε ρήξη με την πολιτική ηγεσία.
Ο Χρυσόστομος ο Β’, που ανήλθε στο θρόνο του Αποστόλου Βαρνάβα μέσα από μια περιπετειώδη εκλογική διαδικασία, εξακολούθησε να διεκδικεί ρόλο στη διαχείριση του Κυπριακού. Αυτός ο ρόλος όμως, ήταν σαφώς εξασθενημένος καθώς η εδραίωση του κοσμικού κράτους, με την πάροδο του χρόνου, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για παρεμβάσεις προηγούμενων εποχών.
Οι δρομολογηθείσες εκλογές για την ανάδειξη νέου Αρχιεπισκόπου σηματοδοτούν την είσοδο της Κυπριακής Εκκλησίας σε μια νέα εποχή.
Δεδομένων των γεωπολιτικών ανακατατάξεων και της άμεσης αμφισβήτησης του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως της έδρας της Ορθοδοξίας από το Πατριαρχείο της Μόσχας και υπό το φως της διελκυστίνδας που υπήρξε στην Ιερά Σύνοδο της Κυπριακής Εκκλησίας για το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας Ουκρανίας .
Η έλευση στην Κύπρο του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, για να προστεί στην κηδεία του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, σε αντίθεση με την εκκωφαντική απουσία εκπροσώπου της Ρωσικής Εκκλησίας, αποτέλεσε ιστορικό γεγονός, καθώς υπήρξε η πρώτη επίσκεψη Οικουμενικού Πατριάρχη, ύστερα από αιώνες. Κυρίως όμως η επίσκεψη αυτή υπογράμμισε την τεράστια σημασία που αποδίδει το Οικουμενικό Πατριαρχείο στον «Αρχιεπίσκοπο Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου», όσο και στη διασφάλιση μιας διαδοχής που δεν θα αμφισβητεί ούτε κατ’ ελάχιστον την πρωτοκαθεδρία που κέκτηται το «Φανάρι» στην ορθοδοξία.
Ένα θέμα που εγείρεται συχνά στον δημόσιο διάλογο είναι αυτό του λεγόμενου χωρισμού κράτους και Εκκλησίας. Όσοι το εγείρουν αγνοούν ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας λόγω της δικοινοτικότητας του χαρακτήρα του διασφαλίζει απολύτως αυτό τον χωρισμό. Σε αντίθεση με την Ελληνική Πολιτειακή τάξη στην οποία ισχύει το σύστημα «της Νόμω κρατούσης πολιτείας» με τον εκάστοτε Υπουργό Παιδείας και θρησκευμάτων να έχει σημαντικές εξουσίες στη λειτουργία και τις δομές της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Συνεπώς, άλλο η θεσμική δυνατότητα της Εκκλησίας να παρεμβαίνει στις κρατικές υποθέσεις, που είναι απολύτως ανύπαρκτη δυνάμει του ισχύοντος συνταγματικού πλαισίου και άλλο η προθυμία της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας να λαμβάνει υπ’ όψιν τις θέσεις της Εκκλησίας επί ορισμένων θεμάτων. Για παράδειγμα αποτελεί μύθο ότι ο Υπουργός Παιδείας πρέπει να έχει τη συγκατάθεση του Αρχιεπισκόπου προκειμένου να διοριστεί.
Ωστόσο, ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος και ευρύτερα η Εκκλησία της Κύπρου, είναι αδιανόητο να μην εκφράζει απόψεις και θέσεις για το ζήτημα επιβίωσης του Κυπριακού Ελληνισμού. Η διαχρονική εθνική παράδοση, η ιστορία και οι θυσίες μαρτύρων της Εκκλησίας της Κύπρου για την υπεράσπιση του Ελληνισμού στην Κύπρο όχι μόνο της παρέχουν δικαίωμα λόγου, αλλά της επιβάλλουν να τοποθετείται και να εκφέρει άποψη για τα δρώμενα του ανοικτού εθνικού προβλήματος. Τουλάχιστον, όσο παραμένει άλυτο το Κυπριακό.
*Πρώην πρόεδρος της Βουλής. /Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους