Είναι κανονική η οργανωμένη προβολή της υποψηφιότητας Μητροπολιτών για τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο;
Του Δρ. Αναστασίου Βαβούσκου*
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του ηλεκτρονικού τύπου, μέλη του πληρώματος της Εκκλησίας της Κύπρου συνέστησαν Πρωτοβουλίες – Ομάδες Στήριξης, για να προωθήσουν τις υποψηφιότητες για τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της Κύπρου των υπό αυτών υποστηριζομένων Μητροπολιτών.
Η πρωτοβουλία αυτή, ανεκτή μεν υπό το πρίσμα της ανθρώπινης αλληλεγγύης και της πραγματώσεως των «πιστεύω» κάποιων συνανθρώπων μας, δεν είναι ανεκτή από το Κανονικό Δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Για να είμαι ειλικρινής, έχει στηλιτευθεί αυστηρότατα και «κάθετα». Ειδικότερα:
Η σύνοδος της Σαρδικής ήταν αυτή που αντιμετώπισε το θέμα με τον 2ο κανόνα της, κατά τον οποίο: «Όσιος επίσκοπος είπεν· Ει δε τις τοιούτος ευρίσκοιτο μανιώδης η τολμηρός, ως περί των τοιούτων δόξαι τινά φέρειν παραίτησιν, διαβεβαιούμενον από του πλήθους εαυτόν κεκομίσθαι γράμματα, δήλόν εστιν, ολίγους τινάς δεδυνήσθαι, μισθώ και τιμήματι διαφθαρέντας, εν τη εκκλησία στασιάζειν, ως δήθεν τον αυτόν έχειν επίσκοπον αξιούντας. Καθάπαξ ούν τας τοιαύτας ραδιουργίας και τέχνας ου δεκτέας, αλλά μάλλον κολαστέας είναι νομίζω, ώστε μηδένα τοιούτον μηδέ εν τω τέλει λαικής γούν αξιούσθαι κοινωνίας. Ει τοίνυν αρέσκει η γνώμη αύτη, αποκρίνασθε. Απεκρίναντο· Τα λεχθέντα ήρεσεν».
Τι προκύπτει από τον κανόνα; Η σύνοδος ήταν προφανώς αποδέκτης πληροφοριών, ότι επίσκοποι που επιθυμούν να αναλάβουν την διαποίμανση συγκεκριμένης επισκοπής, απευθύνονταν στο πλήρωμα αυτής και τους ζητούσαν να συντάξουν επιστολές στηρίξεως της υποψηφιότητας τους με τις οποίες να ισχυρίζονται, ότι ο συγκεκριμένος επίσκοπος είναι ο καταλληλότερος για την επισκοπή τους. Στις μέρες μας, βεβαίως, η μέθοδος της αποστολής επιστολής διευρύνεται, συμπεριλαμβανομένου παντός μέσου, το οποίο δύναται μαζικώς να γνωστοποιήσει σε ευρύτερο κύκλο προσώπων την οργανωμένη στήριξη του πληρώματος υπέρ της υποψηφιότητας συγκεκριμένου υποψηφίου. Συνεπώς, υπό την έννοια «γράμμα» θα νοηθούν ενδεικτικώς:
α) τα μαζικά emails
β) τα διαφημιστικά σποτς, καθώς και αναρτήσεις (post και stories) στα social media
γ) συλλογικές εν γένει δράσεις υπέρ του υποψηφίου.
Για τον λόγο αυτόν, και αφού συζήτησε το θέμα, αποφάσισε, ότι τέτοιες «ραδιουργίες» και «τέχνες» από «μανιώδεις» και «τολμηρούς» επισκόπους δεν είναι απλώς «οὐ δεκτέες» αλλά «κολαστέες» και ότι οι επίσκοποι που πράττουν αυτό να μην μεταλαμβάνουν ούτε και προ του θανάτου τους, ήτοι ισόβια ακοινωνησία. Η δε αυστηρότητα της επιβαλλομένης ποινής έγκειται στο γεγονός, ότι η ίδια η σύνοδος εξέλαβε ως αυτονόητο και αυταπόδεικτο, ότι η επιδίωξη από τον «μανιώδη» και «τολμηρό» επίσκοπο αυτού του είδους της υποστηρίξεως εκ μέρους του πληρώματος επιτεύχθηκε μετά από χρηματισμό αυτού από τον ενεργούντα επίσκοπο.
Με το λεκτικό του ανωτέρω κανόνα, συνετάγησαν μέσω της ερμηνείας τους υπό τον κανόνα όχι μόνο οι κανονολόγοι Ι. Ζωναράς, Θ. Βαλσαμών και Α. Αριστηνός αλλά και το Πηδάλιον. Προς αποφυγή όμως παραθέσεως κατ΄ επανάληψιν ταυτοσήμων απόψεων, θα παραθέσω ενδεικτικώς και αντιπροσωπευτικώς την ερμηνεία του Πηδαλίου: «Ακόλουθος είναι ο παρών Κανών με τον ανωτέρω. Λέγει γαρ, ότι, ανίσως τινάς Αρχιερεύς ήναι τόσον πολλά αυθάδης, και τολμηρός, ώστε οπού και ύστερον από τον ανωτέρω κανόνα τολμήσει να μετατεθή από μίαν επαρχίαν εις άλλην, και διά να φανή πως δεν είναι τάχα υπεύθυνος εις το επιτίμιον του κανόνος, ανθίσταται και λέγει, ότι έλαβε γράμματα από τον λαόν της επαρχίας εκείνης προσκαλεστικά διά να γένη εις αυτούς Αρχιερεύς. Αν τούτο, λέγω, γένη, φανερόν είναι, ότι αυτός εμεταχειρίσθη τέχνην, και πανουργίαν, και με αργύρια, διαφθείρας ολίγους τινάς από την επαρχίαν εκείνην, τους έπεισε να κάμνουν ταραχάς, και να τον ζητούν Επίσκοπον. Διά τούτο αι τοιαύται δολιότητες και τέχναι πρέπει τόσον πολλά να παιδεύωνται, ώστε οι ταύτας ποιούντες να μη αξιώνονται ούτε εις τον θάνατόν τους να κοινωνούσι, και να μεταλαμβάνουν, όχι ωσάν Επίσκοποι, αλλ’ ούτε ωσάν απλώς λαικοί. Ανάγνωθι και τον ιδ΄ Αποστολικόν».
Είναι, λοιπόν, ηλίου φαεινότερον, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διά των συνοδικών οργάνων της απέκλεισε και καταδίκασε ταυτοχρόνως με τον αυστηρότερο και πλέον σαφή τρόπο, αυτού του είδους τις πρακτικές, θεωρώντας μάλιστα ως αυτονόητη στην πρακτική αυτή την αντικακανονική σύμπραξη και συνέργεια υποψηφίων επισκόπων και πληρώματος. Αν τώρα, αναλογιστούμε, ότι στην περίπτωση της εκλογής του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, δεν μιλάμε για μεταπήδηση επισκόπου από μία επισκοπή σε μία άλλη – οπότε θα είχαμε σύμπραξη μόνο με τον πλήρωμα της χηρευούσης επισκοπής – αλλά για μεταπήδηση από μία επαρχία στον Θρόνο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου, τότε καταλαβαίνουμε νομίζω όλοι, ότι η κατά τους Πατέρες της συνόδου της Σαρδικής η κατακριτέα σύμπραξη πληρώματος – επισκόπου αφορά πλέον το σύνολο του πληρώματος της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Έχουμε δηλαδή ένα γενικευμένο και διευρυμένο φαινόμενο, το οποίο εξ ορισμού πολλαπλασιάζει και επαυξάνει αναλόγως το πεδίο εφαρμογής του 2ου κανόνα της συνόδου της Σαρδικής.
Και όλα αυτά, έχοντας το κατά την προαναφερθείσα κανονική διάταξη αμάχητο τεκμήριο, ότι υποκρύπτεται βέβαιος χρηματισμός του πληρώματος από τον ενδιαφερόμενο και συμπράττοντα επίσκοπο. Και επισημαίνω, προς αποφυγή πάσης παρεξηγήσεως, ότι σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζω ούτε υπαινίσσομαι, ότι προβαλλόμενοι υποψήφιοι Αρχιερείς προέβησαν σε πράξεις χρηματισμού. Τα αναφέρει ο 2ος κανόνας και είναι η άποψη των Πατέρων της συνόδου θεσμοθετημένη ως στοιχείο, μη επιδεχόμενο απόδειξη δι’ οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου. Τι σημαίνει αυτό από πλευράς Κανονικού Δικαίου; Ότι άπαξ και έλαβε χώρα οργανωμένη και μαζική προβολή και υποστήριξη της υποψηφιότητας συγκεκριμένου υποψηφίου Αρχιερέα για τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της Εκκλησίας της Κύπρου, θεωρείται δεδομένος ο χρηματισμός των προσώπων, που οργάνωσαν την προβολή αυτή.
Αυτό μας οδηγεί σε μία διαπίστωση. Ότι οι υποψήφιοι για τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο, θέτοντας την υποψηφιότητα τους, ανέλαβαν βαρύτατες υποχρεώσεις και ευθύνες απέναντι στην Εκκλησία, των οποίων όμως το εύρος – όπως αποδεικνύεται – δεν γνωρίζουν ή φαίνεται να μην συνειδητοποιούν, δίνοντας την μέγιστη προσοχή τους στην προβολή του προσώπου τους ως υποψηφίου.
Ανθρώπινο μεν, αντικανονικό και συνεπώς παράνομο δε!!
Η επίλυση του προβλήματος εναπόκειται πλέον στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου.
Αυτό που εγώ θα τονίσω, ολοκληρώνοντας αυτό το άρθρο, είναι ότι δυστυχώς η άποψη μου για την ανάγκη καταργήσεως της συμμετοχής του λαϊκού στοιχείου στην εκλογή του Αρχιεπισκόπου Κύπρου – και όχι μόνον αυτού – επαληθεύεται δυστυχώς από τα ίδια τα πράγματα.
*Ο Αναστάσιος Βαβούσκος είναι διδάκτορας του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Δικηγόρος και Άρχων Ασηκρήτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας./ Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους.