Η καθοριστική συνεισφορά του Νίκου Πουλαντζά στη σύγχρονη σκέψη
Η αυτοκτονία του Νίκου Πουλαντζά στις 3 Οκτωβρίου 1979 έβαλε πρόωρα ίσος τέλος σε μια από τις πιο πρωτότυπες διαδρομές στη σύγχρονη σκέψη. Όμως, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι πρόλαβε να παράγει ένα έργο που ακόμη και σήμερα συζητιέται στη διεθνή συζήτηση, εντός και εκτός μαρξισμού.
Τα πρώτα βήματα
Γεννημένος στην Αθήνα το 1936, ο Νίκος Πουλαντζάς, γιος καθηγητή της Νομικής Σχολής Αθηνών, θα έχει εξαιρετικές επιδόσεις ως μαθητής και εκμεταλλευόμενος τη δυνατότητα να δώσει για μπακαλορεά στο Γαλλικό Ινστιτούτο θα μπει νωρίτερα στη Νομική Σχολή, την οποία και θα τελειώσει το 1957 (χρόνια που για τυπικούς λόγους θα πάρει και το απολυτήριο του Γυμνασίου).
Ήδη από τα φοιτητικά χρόνια του είναι πολιτικοποιημένος και θα συμμετέχει μάλιστα και στις μεγάλες διαδηλώσεις για το Κυπριακό. Θα φύγει για μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία και θα περάσει δύο εξάμηνα στη Χαϊδελβέργη και το Μόναχο. Θα τις ολοκληρώσει στη Γαλλία με μια μεγάλη διατριβή πάνω στη φιλοσοφία του δικαίου με τίτλο Nature des choses et droit. Essai sur la dialectique du fait et de la valeur, που θα εκδοθεί το 1965. Ένα βιβλίο εντυπωσιακό που αποτυπώνει τον τρόπο που στις αρχές της δεκαετίας του 1960 είναι περισσότερο επηρεασμένος από έναν πιο «ιστορικιστικό» μαρξισμό που έδινε μεγάλη έμφαση στην έννοια της πράξης.
Ούτως ή άλλως, η βαθιά του γνώση των συζητήσεων για το δίκαιο και το κράτος, είναι κάτι που θα φανεί και στα επόμενα έργα του.
Η εμφάνιση του Πουλαντζά στα θεωρητικά πράγματα
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Πουλαντζάς είναι στο Παρίσι και συνδέεται με τον κύκλο του σπουδαίου περιοδικού Les Temps Modernes (τότε υπό τη διεύθυνση της Σιμόν ντε Μποβουάρ). Σε αυτή την περίοδο ο Πουλαντζάς έχει δύο μεγάλες θεωρητικές συναντήσεις, που με έναν τρόπο όρισαν και την μετέπειτα πορεία του. Η πρώτη είναι με το έργο του Γκράμσι, γράφοντας για το Les Temps Modernes μια μακροσκελές κείμενο που αποτυπώνει ιδιαίτερη γνώση της μέχρι τότε συζήτηση για τον Γκράμσι. Η άλλη είναι με το έργο του Λουί Αλτουσέρ, που το 1965 κυκλοφορεί δύο ιδιαίτερα σημαντικά βιβλία, το Για τον Μαρξ (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής) και τον συλλογικό τόμο Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο (στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, αλλά είναι πλέον εξαντλημένο).
Οι δυο αυτές συναντήσεις οδηγούν τον Πουλαντζά σε μια σημαντική θεωρητική στροφή ως προς το πώς προσεγγίζει το κράτος και την πολιτική εξουσία, σε μια πρωτότυπη σύνθεση που συνδυάζει τις «τομές» που φέρνει ο Αλτουσέρ ως προς τη σύλληψη του ιστορικού υλισμού αλλά και της φιλοσοφίας, με την επίγνωση της σχετικής αυτονομίας και της συνθετότητας του πολιτικού επιπέδου.
Μια γεύση μάλιστα αυτής της παραγωγής θα έχει και το ελληνικό κοινό όταν το 1966 ο Πουλαντζάς θα συμμετέχει στην Εβδομάδα Σύγχρονης Σκέψης που διοργάνωσε η ΕΔΑ.
Το αποτέλεσμα της πρώτης φάσης της θεωρητικής του εργασίας αποτυπώνονται στο έργο Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις (στα ελληνικά θα κυκλοφορήσει το 1975 από τις εκδόσεις Θεμέλιο).
Βιβλίο εντυπωσιακό για τη συνεκτικότητα αποτυπώνει έναν στοχαστή που προσπαθεί να διατυπώσει μια μαρξιστική θεωρεία του κράτους και του πολιτικού επιπέδου, με τρόπο που να αποφεύγει μια ιστορικιστική μεταφυσική που να αντιμετωπίζει το κράτος ως «έκφραση» του οικονομικού επιπέδου. Ταυτόχρονα, ο Πουλαντζάς αρνείται και μια «λειτουργιστική» θεώρηση του κράτους που θα κατέληγε να το δει ως εργαλείο ή που θα εντόπιζε τον ταξικό χαρακτήρα του όχι στα «δομικά» χαρακτηριστικά αλλά στην παρουσία γόνων της ανώτερης τάξης στις κορυφές του. Θα έχει μάλιστα και έναν μακρύ διάλογο με τον Ραλφ Μίλιμπαντ από τις στήλες του σημαντικού αγγλικού μαρξιστικού περιοδικού New Left Review.
Η ενασχόληση με το φασιστικό φαινόμενο
Ο Πουλαντζάς μέσα στη δεκαετία του 1960 και ενώ βρίσκεται στη Γαλλία γίνεται μέλος του παράνομου ακόμη ΚΚΕ και στη διάσπαση θα ταχθεί με το ΚΚΕ Εσωτερικού. Όμως, η οργάνωση Παρισιού του ΚΚΕ Εσωτερικού στη δικτατορίας θα αποτελεί στην πραγματικότητα μια αριστερή τάση και αυτό αποτυπώνεται και στην αρθρογραφία του περιοδικού Αγώνας που κυκλοφορούσε τότε στο Παρίσι. Ο Πουλαντζάς θα ασχοληθεί ιδιαίτερα με τον χαρακτήρα της δικτατορίας των συνταγματαρχών, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι ήταν ένα «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» αλλά όχι ένα φασιστικό καθεστώς με μαζικές οργανώσεις.
Αυτά τα ερωτήματα θα τον οδηγήσουν στη συγγραφή της δεύτερης μονογραφίας του με τίτλο Φασισμός και Δικτατορία (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θεμέλιο), το 1970. Μία από τις σημαντικότερες αναμετρήσεις μαρξιστή στοχαστή με το φασιστικό φαινόμενο, το βιβλίο αποτυπώνει ταυτόχρονα και την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση του Πουλαντζά απέναντι στα όρια του οικονομισμού του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος.
Το κράτος και οι κοινωνικές τάξεις
Στη συνέχεια ο Πουλαντζάς στρέφεται σε δύο κρίσιμα ερωτήματα. Το πρώτο αφορά τις κοινωνικές τάξεις. Ο Πουλαντζάς διατυπώνει μια πρωτότυπη μαρξιστική θεωρία των κοινωνικών τάξεων που δεν επικεντρώνει στο εισόδημα ή στο στάτους αλλά στις παραγωγικές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων μέσα στην παραγωγή. Αυτό του επιτρέπει να διατυπώσει και ένα ιδιαίτερα επιδραστικό σχήμα για τα στρώματα τα διανοητικής εργασίας για τα οποία υποστήριξε ότι ανήκουν στη νέα μικροαστική τάξη.
Ταυτόχρονα, μελετώντας του μετασχηματισμούς του κράτους, συμπεριλαμβανομένης της σημασίας της διεθνοποίησης του καπιταλισμού και του πώς οι συσχετισμοί εντός της «εσωτερικεύονται» εντός των εθνικών κρατών, ο Πουλαντζάς πρωτοδιατυπώνει το σχήμα του για το κράτος ως υλική συμπύκνωση ενός ταξικού συσχετισμού δύναμης. Αυτή η «σχεσιακή» σύλληψη του κράτους, σε σύγκρουση με κάθε «εργαλειακή» θεώρηση του κράτους θα είναι μια από τις πιο κομβικές συνεισφορές του στη σύγχρονη σκέψη.
Όλα αυτά θα αποτυπωθούν και βιβλίο του Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό που κυκλοφόρησε στα Γαλλικά το 1974 (στα ελληνικά θα κυκλοφορήσει λίγα χρόνια μετά από τις εκδόσεις Θεμέλιο).
Ταυτόχρονα, θα παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις εξελίξεις με τις πτώσεις των δικτατορικών καθεστώτων σε Ελλάδα και Ισπανία και την «Επανάσταση των Γαρυφάλλων» στην Πορτογαλία και θα ασχοληθεί με αυτά στο βιβλίο του Η κρίση των δικτατοριών του 1975 (στα ελληνικά θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Παπαζήση).
Η κρίση του κράτους και η αριστερή στρατηγική
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 ο Πουλαντζάς είναι πολύ ενεργός όχι μόνο στη συζήτηση για το Κράτος – ενδεικτικός και ο τόμος που επιμελήθηκε το 1976 για την «Κρίση του κράτους» (στα ελληνικά κυκλοφόρησε λίγο αργότερα από τις εκδόσεις Παπαζήση), αλλά καις τη συζήτηση για την αριστερή στρατηγική.
Είναι η εποχή του «Ευρωκομμουνισμού» και ο Πουλαντζάς θα διεκδικήσει μια τοποθέτηση που θα αποκληθεί «αριστερός ευρωκομμουνισμός». Αυτό σημαίνει ότι ταυτόχρονα θα θεωρεί ότι όντως ανοίγονταν δρόμοι για μια δημοκρατική μετάβαση στον σοσιαλισμό, όμως ταυτόχρονα θα επιμένει ότι αυτό δεν συνεπάγεται μια «ομαλή» διεργασία, αλλά μια διαδικασία συνεχών ρήξεων που θα προϋποθέτει και μια διαρκή ανάδυση κινημάτων και διεκδικήσεων «από τα κάτω».
Η «συζήτηση για το Κράτος» στην περίοδο 1976-1979 θα είναι η τελευταία ίσως μεγάλη μαρξιστική συζήτηση που αφορούσε ταυτόχρονα και απτά ζητήματα πολιτικής στρατηγικής για τα μεγάλα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα και ο Πουλαντζάς θα είναι στο κέντρο της, συνομιλώντας με τον Αλτουσέρ και τον Μπαλιμπάρ στη Γαλλία (αλλά και τον Ντανιέλ Μπενσαΐντ και τον Ανρί Βεμπέρ), αλλά και τον παρεμβάσεις όπως του Πιέτρο Ινγκράο στην Ιταλία.
Το Κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός
Το τελευταίο βιβλίο του Νίκου Πουλαντζά κυκλοφόρησε το 1978 και είχε τίτλο Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός (στα ελληνικά θα κυκλοφορήσει το 1984 από τις εκδόσεις Θεμέλιο). Το πιο προχωρημένο σημείο στο οποίο έφτασε ο Πουλαντζάς ως προς τη θεωρία του κράτους αποτελεί προέκταση του σχήματός του για το κράτος ως συμπύκνωση ενός ταξικού συσχετισμού δυνάμεων, όμως την ίδια στιγμή προσφέρει μια εξαιρετικά πρωτότυπη θεώρηση του πώς το κράτος παρεμβαίνει στην οικονομία και την κοινωνική ζωή, πώς «κωδικοποιεί» στρατηγικές, παράγει λόγους και γνώση και διαμορφώνει την «κοινότητα του έθνους». Το βιβλίο θα συζητηθεί ιδιαίτερα για το τελευταίο κεφάλαιο του που αναφέρεται σε έναν δημοκρατικό σοσιαλισμό, με τον Πουλαντζά να θεωρεί ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί το κλασικό σχήμα για την εξ εφόδου κατάληψη της κρατικής εξουσίας (που το αποδίδει στον Λένιν και ως έναν βαθμό ακόμη και στο Γκράμσι) προς όφελος μιας αντίληψης που συνδυάζει τους δημοκρατικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς με τους θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, σε μια διπλή οριοθέτηση και από μια μεταρρυθμιστική τοποθέτηση αλλά και τον κίνδυνο ενός κρατικιστικού «ολοκληρωτισμού». Άλλωστε, είναι από τους πρώτους που καταγράφει τον μετασχηματισμό των καπιταλιστικών κρατών σε αυτό που ονομάζει «αυταρχικό κρατισμό» και που δεν τον θεωρεί ανταγωνιστικό προς τον αναδυόμενο ήδη τότε οικονομικό νεοφιλελευθερισμό.
Ένα έργο που συζητιέται ακόμη
Παρότι η αυτοκτονία του έβαλε πρόωρο τέλος σε αυτή την εξαιρετικά δημιουργική διαδρομή, το έργο του θα συνεχίσει να συζητιέται όλα τα επόμενα χρόνια. Σε αυτό συντελεί η πρωτοτυπία της προσέγγισής του, το γεγονός ότι είχε τη διορατικότητα να δει τάσεις που αργότερα θα γίνουν σαφείς, η διαλεκτική και σχεσιακή αντίληψή του για την εξουσία και το κράτος που αναγνωρίζει τη διαρκή παρουσία και επίδραση των κινημάτων, αλλά και το ίδιο το ανοιχτό ερώτημα ενός σοσιαλισμού που να μπορεί να συνδυάζει τον κοινωνικό μετασχηματισμό και την απαλλαγή από τις εκμεταλλευτικές και αλλοτριωτικές καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, αλλά με όρους επέκτασης και εμπέδωσης της δημοκρατίας και της αυτόνομης κοινωνικής δράσης.
Ένας δημόσιος διανοούμενος
Είτε στο Παρίσι, είτε στην Αθήνα της μεταπολίτευσης ο Νίκος Πουλαντζάς ήταν και ένας δημόσιος διανοούμενος με συχνές παρεμβάσεις και αρθρογραφία είτε για ζητήματα θεωρίας είτε για ζητήματα πολιτικής στρατηγικής και τακτικής. Αρκετές από τις παρεμβάσεις θα δημοσιευτούν και στις σελίδες των Νέων και του Βήματος.
* Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους/ Πηγή: in.gr