Το ιστορικό και εθνολογικό μόρφωμα της Ουκρανίας
Του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Ἁγίου Βλασίου Ιεροθέου*
Παρακολουθοῦμε μέ θλίψη τόν τελευταῖο καιρό τόν σκληρό πόλεμο μεταξύ Ρωσίας καί Οὐκρανίας, ὁ ὁποῖος ἐξελίσσεται μέ μεγαλύτερη σκληρότητα, πού δέν δικαιολογεῖται ἄν ὑποτεθῆ ὅτι ἔχουν κοινή καταγωγή καί εἶναι ἕνας λαός.
Ὑπάρχουν Ρῶσοι πού ἰσχυρίζονται ὅτι πρόκειται γιά ἀδελφοπόλεμο, δηλαδή πόλεμο μεταξύ ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ λαοῦ. Αὐτό, ὅμως, δέν μπορεῖ νά ἐξηγηθῆ ἀπό τό μῖσος πού ὑπάρχει μεταξύ τους, ἀφοῦ οἱ Οὐκρανοί θέλουν τήν ἀνεξαρτησία τους καί ἀγωνίζονται σκληρά, καί οἱ Ρῶσοι προβαίνουν σέ σκληρές ἐνέργειες προκειμένου νά κάμψουν τήν ἀντίσταση τῶν Οὐκρανῶν.
Τό θέμα αὐτό, δηλαδή τό μῖσος πού ὑπάρχει μεταξύ τους, μέ ἀπασχόλησε καί μέ ἀπασχολεῖ καί προσπαθῶ νά βρῶ κάποια αἰτία. Βέβαια, πρίν λίγο καιρό μέ ἄλλο κείμενό μου ἀναφέρθηκα στό ὅτι οἱ Οὐκρανοί εἶναι ἕνας ἄλλος λαός, μέ δική του γλώσσα, δικά του ἤθη καί ἔθιμα, καί πάντοτε τά τελευταῖα χρόνια ἀναζητοῦσε τήν αὐτονομία του καί κυρίως τήν ἀνεξαρτησία του (Βλέπε Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου «Ρωσία καί Οὐκρανία» Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση – Τεῦχος 280 Νοέμβριος 2019, Κύριο ἄρθρο). Ὅμως, ἤθελα νά βρῶ περισσότερα στοιχεῖα γιά τήν ἱστορία μεταξύ τῶν δύο λαῶν, Ρώσων καί Οὐκρανῶν, καί μέ τό παρόν ἄρθρο θά παραθέσω μερικά ἐνδεικτικά στοιχεῖα.
Κατ’ ἀρχάς εἶναι γνωστόν ὅτι οἱ Ρώς εἶναι ἕνας Σκανδιναβικός λαός, καί στούς Ἀνατολικούς Ρωμαίους ἦταν γνωστοί μέ τό ὄνομα Βάραγγοι. Γίνεται, ὅμως, συζήτηση κατά πόσον οἱ Ρώς εἶναι Βάραγγοι ἤ Σλάβοι. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ Ρώς εἶναι Σκανδιναβοί, καί ἄλλοι ὅτι εἶναι Σλάβοι.
Ἐκεῖνο πού ἐπικρατεῖ στήν ἱστορία εἶναι ὅτι στόν χῶρο μεταξύ τῆς Βαλτικῆς θάλασσας καί τῆς Μαύρης θάλασσας, πρίν τόν 9ο μ.Χ. αἰώνα πού ἐμφανίσθηκαν οἱ Ρώς, κατοικοῦσαν ἀνατολικές σλαβικές φυλές καί μετά τήν ἐμφάνισή τους ἀναμείχθησαν οἱ δύο λαοί. Οἱ πρῶτοι Σλάβοι κάτοικοι τῆς περιοχῆς κάλεσαν τούς Ρώς νά κυβερνήσουν μαζί τους τήν περιοχή, καί οἱ ἴδιοι οἱ Ρώς αὐτοχαρακτηρίζονταν ὡς Σκανδιναβοί Βίκινγκς.
Πῶς, ὅμως, ἐξελίχθηκαν τά πράγματα στήν ἱστορία ὡς πρός τίς σχέσεις μεταξύ Οὐκρανῶν καί Ρώσων;
Ἀναζητώντας ἕνα ἐπιστημονικό κείμενο μελέτησα τό βιβλίο τῆς Γιάννας Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη μέ τίτλο «Ἡ αὐτοκρατορική Ρωσία (1613-1917)», μέσα στό ὁποῖο βρῆκα ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα γιά τό θέμα αὐτό. Ἡ κ. Γιάννα Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη «σπούδασε Σλαβική Φιλολογία καί Ἱστορία τῆς Ἀνατολικῆς καί Νοτιοανατολικῆς Εὐρώπης στά Πανεπιστήμια τῆς Πράγας καί τοῦ Münster. Εἶναι καθηγήτρια Ἱστορίας καί Πολιτισμοῦ Σλαβικῶν Λαῶν στό Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης».
Στό βιβλίο της μέ τίτλο «Ἡ αὐτοκρατορική Ρωσία (1613-1917)» κάνει μιά ἐπισκόπηση τῶν τριῶν αἰώνων τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ρωσίας. Σέ αὐτούς τούς τρεῖς αἰῶνες διακρίνονται τρεῖς ἐνδιάμεσοι σταθμοί, ἤτοι πρῶτον ὁ 17ος αἰώνας ἀπό τό 1613-1689, δεύτερον ἀπό τά τέλη τοῦ 17ου αἰώνα μέχρι τόν Κριμαϊκό πόλεμο, δηλαδή τό 1689 ἕως τό 1856 καί τρίτον ἀπό τόν Κριμαϊκό πόλεμο ἕως τήν Ὀκτωβριανή Ἐπανάσταση, δηλαδή ἀπό τό 1856 ἕως τό 1917.
Σέ κεφάλαιο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ βλέπει κανείς καί ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα γιά τήν Οὐκρανία καί τό «Κράτος τοῦ Κιέβου» σέ σχέση μέ τούς Ρώσους καί τούς Πολωνούς – Λιθουανούς. Μερικά ἀπό αὐτά θά παρουσιασθοῦν στήν συνέχεια.
Γράφεται ὅτι «ὁ γεωγραφικός χῶρος τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας ἀποτελοῦσε, ἀπό τό δεύτερο μισό τοῦ 9ου ἕως τόν 13ο αἰώνα, μέρος ἐκείνου τοῦ μεσαιωνικοῦ ρωσικοῦ κράτους πού εἶναι γνωστό στήν ἱστοριογραφία μέ τήν ὀνομασία ὡς “Κράτος τοῦ Κιέβου”, “Ρωσία τοῦ Κιέβου” ἤ “Κιεβική Ρωσία”. Τό κράτος αὐτό εἶχε πληθυσμό πολυεθνικό μέ σαφῆ ὅμως ὑπεροχή τοῦ σλαβικοῦ στοιχείου. Ὡστόσο, οἱ Σλάβοι αὐτοί δέν ἀποτελοῦσαν ἀκόμη διαμορφωμένα ἔθνη, τά ἔθνη τῶν σημερινῶν Ρώσων, Οὐκρανῶν ἤ Λευκορώσων. Συνεπῶς ἡ ἱστορία τοῦ κράτους τοῦ Κιέβου ἀποτελεῖ μιά κοινή ἱστορική περίοδο καί γιά τούς τρεῖς αὐτούς σλαβικούς λαούς. Ἡ διάκρισή τους καί ἡ διαμόρφωση σέ Ρώσους, Οὐκρανούς καί Λευκορώσους ἀντίστοιχα ἔγινε ἀργότερα, κατά τούς 14ο – 17ο αἰῶνες γιά τούς δύο πρώτους, ἀπό τόν 19ο αἰώνα γιά τούς Λευκορώσους» (Γιάννα Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη, Ἡ Αὐτοκρατορική Ρωσία (1613-1917), Gutenberg Ἀθήνα, 2008, σελ. 65).
Τό ἀπόσπασμα αὐτό εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικό. Πρίν τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας κατοικοῦσαν διάφορα σλαβικά φῦλα, κατέρχονταν ἀπό τήν Σκανδιναβία οἱ Ρώς καί ἀνεμείχθησαν μεταξύ τους. Ἀπό τόν 9ο ἕως τόν 13ο αἰώνα σχηματίζεται ἕνα Κράτος μέ κέντρο τό Κίεβο πού εἶχε «πολυεθνικό πληθυσμό» μέ «ὑπεροχή τοῦ σλαβικοῦ στοιχείου». Οἱ Σλάβοι δέν ἀποτελοῦσαν τότε τρία διαμορφωμένα Ἔθνη ἤτοι Ρῶσοι, ἤ Οὐκρανοί ἤ Λευκορῶσοι, πράγμα πού ἔγινε ἀργότερα.
Αὐτό «τό Κράτος τοῦ Κιέβου διαλύθηκε κάτω ἀπό τίς ἐπιθέσεις τῶν μογγολο-ταταρικῶν στρατευμάτων κατά τά ἔτη 1234/1240» (Ἔνθ. ἀν. σελ. 65). Τότε τά μογγολο-ταταρικά στρατεύματα κατέκτησαν τήν πόλη τοῦ Κιέβου, κατέστρεψαν τά κεντρικά καί ἀνατολικά τμήματα τοῦ Κράτους αὐτοῦ, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐρημώσουν οἱ περιοχές αὐτές ἀπό ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι κατέφυγαν στήν Βορειοανατολική Ρωσία ἤ πρός τά νοτιδυτικά, στήν Ἐπαρχία Γαλικία-Βαλανία (Ἔνθ. ἀν. σελ. 65).
Στήν συνέχεια ἀπό τό δεύτερο μισό τοῦ 13ου αἰῶνος τό Δουκάτο τῆς Λιθουανίας προσέλαβε «ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἐδαφῶν τοῦ διαλυμένου πλέον κιεβικοῦ κράτους, ἐνῶ τό ὑπόλοιπο προσαρτήθηκε στήν Πολωνία, ἡ περιοχή τῆς Γαλικίας-Βολονίας, γεωγραφικά στά ἄκρα ὡς πρός τήν Πολωνία, τήν Λιθουανία καί ἀργότερα τή Ρωσία καί τήν Ὀθωμανική αὐτοκρατορία, ἄρχισε νά ὀνομάζεται Οὐκρανία (δηλαδή “ἀκριτική περιοχή”) καί νά ἔχει χωριστή ἀπό τούς Ρώσους ἐξέλιξη, πού ὁδήγησε στή δημιουργία τοῦ σλαβικοῦ ἔθνους τῶν Οὐκρανῶν μέ δική του γλώσσα καί ἱστορική συνείδηση» (Ἔνθ. ἀν. σελ. 65-66).
Καί τό ἀπόσπασμα αὐτό εἶναι ἐνδεικτικό τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης τῆς περιοχῆς τῆς Οὐκρανίας. Δηλαδή, μετά τήν κατάλυση τοῦ Κράτους τοῦ Κιέβου ἀπό τά μογγολο-ταταρικά στρατεύματα τόν 13ο αἰώνα οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς αὐτῆς διασπάσθηκαν, ἄλλοι ἔφυγαν στήν Βορειοανατολική Ρωσία καί συνέβαλαν στήν διαμόρφωση τοῦ Κράτους τῆς Μόσχας, καί ἄλλοι προσαρτήθηκαν στήν Λιθουανία καί τήν Πολωνία τόν 14ο αἰώνα. Στά γεωγραφικά ἄκρα μεταξύ Λιθουανίας – Πολωνίας, Ρωσίας καί Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἀποτελέσθηκε ἡ Οὐκρανία πού σημαίνει «ἀκριτική περιοχή» καί δημιουργεῖται τό σλαβικό Ἔθνος τῶν Οὐκρανῶν μέ ἰδιαίτερη γλώσσα καί συνείδηση, πού διαφέρει ἀπό τήν Ρωσία.
Στήν συνέχεια τόν 15ο αἰώνα «ὅταν ἡ μεγάλη μογγολο-ταταρική αὐτοκρατορία ἄρχισε νά ἐξασθενεῖ» αὐτό τό σλαβικό ἔθνος, «διασπάστηκε σέ πολλά τμήματα» καί βέβαια αὐτό «ἐπέτρεψε στό κράτος τῆς Μόσχας νά ἀπαλαγεῖ τό 1480 ἀπό τόν μογγολικό ζυγό καί στή συνέχεια νά κατακτᾶ παραμεθόριες οὐκρανικές (καί λευκορωσικές) περιοχές ἀπό τό πολωνο-λιθουανικό κράτος» (Ἔνθ. ἀν. σελ. 66-67).
Στά τέλη τοῦ 15ου αἰῶνος στίς «παραμεθώριες περιοχές τῆς Οὐκρανίας ἄρχισαν νά ἐμφανίζονται ὁμάδες ἐλεύθερων πολεμιστῶν, οἱ λεγόμενοι Κοζάκοι». «Ἡ λέξη κοζάκοι/κοζάκος εἶναι τουρκο-ταταρικῆς προέλευσης. Πραγματικά οἱ πρῶτοι Κοζάκοι ἦταν Τατάροι καί Τοῦρκοι. Ὡστόσο, τόν 16ο αἰώνα μεγάλο μέρος τῶν Κοζάκων ἦταν πλέον σλαβικῆς καταγωγῆς ἤ πρώην ἀγρότες ἤ ἄλλοι φυγάδες ἀπό τά φτωχότερα στρώματα τῶν πόλεων, οἱ ὁποῖοι, ἐγκατέλειψαν τόν γαιοκτήμονα ἤ τόν ἰδιοκτήτη τους καί μετοίκησαν στό ἔδαφος τῶν Κοζάκων, ζώντας ὡς εὐκαιριακοί ἀγρότες, ψαράδες, κτηνοτρόφοι ἤ κυνηγοί» (Ἔνθ. ἀν. σελ. 67).
Οἱ Κοζάκοι ἦταν ἐμπειροπόλεμοι καί «ὑπηρετοῦσαν ὀργανωμένοι σέ βοηθητικά στρατιωτικά σώματα εἴτε ὡς μισθοφόροι στά πολωνικά, κρατικά ἤ ἰδιωτικά στρατεύματα εἴτε συμμαχοῦσαν μέ τούς Τατάρους τῆς Κριμαίας». Ἐπεδίωκαν τήν ἐξασφάλιση τῶν προνομίων τους καί ἐπέκταση τῶν ἐδαφῶν τους καί «ἀποτελοῦσαν ἕνα στοιχεῖο βίαιο, ἀνεξέλεγκτο καί ἀναξιόπιστο, καί συνήθιζαν νά συμπληρώνουν τά ἔσοδά τους μέ ληστρικές ἐπιθέσεις στά γειτονικά κράτη» (Ἔνθ. ἀν. σελ. 68).
Στά ἐδάφη τῶν Κοζάκων τῆς Νότιας καί Νοτιοανατολικῆς σήμερα Οὐκρανίας, ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰῶνος αὐξήθηκε ἡ εἰσροή ἀγροτῶν ἀπό τήν Πολωνία καί ἄρχισαν διενέξεις μεταξύ τους. «Τήν κοινωνική ἔνταση αὔξανε καί τό γεγονός ὅτι οἱ Κοζάκοι ἄρχισαν νά ἐμφανίζονται ὡς προστάτες τῆς ὀρθοδοξίας, ἑπομένως τοῦ οὐκρανικοῦ ὀρθοδόξου πληθυσμοῦ ἔναντι τῶν ρωμαιοκαθολικῶν Πολωνῶν, καί ἀντίστοιχα ἡ προσπάθεια τῆς Πολωνίας νά ἐλέγξει τούς Κοζάκους περιορίζοντας ἕως ἕναν βαθμό τά παλαιά προνόμιά τους» (Ἔνθ. ἀν. σελ. 69).
Στήν συνέχεια οἱ Κοζάκοι ἐξεγέρθησαν ἐναντίον τῶν Πολωνῶν τούς ὁποίους νίκησαν καί ἕνα μέρος τῆς Οὐκρανίας ὀργανώθηκε σέ ἀνεξάρτητο κρατικό μόρφωμα. Αὐτό ἔγινε τό 1648. «Οἱ Κοζάκοι καί ἀγρότες ξεσηκώθηκαν καί ἐπέφεραν στόν πολωνικό στρατό βαριά ἦττα. Χιλιάδες Πολωνοί γαιοκτήμονες εὐγενεῖς καί ὑπάλληλοί τους, πού ἦταν συνήθως Ἑβραῖοι, καθώς καί καθολικοί ἱερεῖς βρῆκαν τό θάνατο. Ἡ ἐπιτυχής ἔκβαση τῆς ἐξέγερσης σήμαινε ὅτι ἕνα μέρος τῆς Οὐκρανίας ὀργανώθηκε σέ ἀνεξάρτητο κρατικό μόρφωμα τό ὁποῖο στήν ἱστοριογραφία ὀνομάζεται συνήθως ἀταμανάτο (= hetmanat)» (Ἔνθ. ἀν. σελ. 69).
Ὅμως, αὐτό τό «ἀνεξάρτητο ἱστορικό μόρφωμα» τῶν Κοζάκων στήν Οὐκρανία, κάτω ἀπό τίς διαταγές τοῦ Χμελνίτσκι, δέν μποροῦσε εὔκολα νά διατηρήση τήν ἀνεξαρτησία του, γι’ αὐτό ὁ ἀταμάνος Χμελνίτσκι ζήτησε προστασία ἀπό τήν Μόσχα. Στήν ἀρχή ὁ Τσάρος Ἀλέξιος «δίσταζε νά ἀνταποκριθεῖ στίς πολλαπλές του παρακλήσεις, φοβούμενος ἕναν πόλεμο μέ τήν Πολωνία – Λιθουανία». Ὅμως, τό 1654 «ἐνέδωσε ὁ Τσάρος καί δέχθηκε τόν ὅρκο πίστης καί ὑποταγῆς τῶν Κοζάκων καί τοῦ Κρατιδίου τους (= τοῦ ἀταμανάτου), γιά τό ὁποῖο τό Κράτος τῆς Μόσχας χρησιμοποίησε στήν συνέχεια τήν ὀνομασία “Μικρή Μόσχα”». «Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1667-1764 τό ἀταμανάτο κατόρθωσε νά διατηρήσει μιά σχετική αὐτονομία στό πλαίσιο τοῦ Κράτους τῆς Μόσχας» (Ἔνθ. ἀν. σελ. 70).
Μέ τόν θάνατο τοῦ ἡγέτη τους τοῦ Χμελνίτσκι ὑπῆρξαν διαμάχες μεταξύ τῶν Κοζάκων τοῦ Κρατιδίου αὐτοῦ ἄν θά ἦταν «φιλορωσικό» «ἤ ἄν θά ἦταν σκοπιμότερη ἡ ἐπιλογή τῆς πολωνικῆς ἤ καί ὀθωμανικῆς προστασίας» πού θά τούς ἐξασφάλιζε περισσότερα προνόμια καί ἐδάφη (Ἔνθ. ἀν. σελ. 71-72).
Οἱ διαμάχες τῶν Κοζάκων γιά τά ἀξιώματα καί γιά τήν πολιτική, γιά τόν προσανατολισμό τοῦ Κρατιδίου ὁδήγησαν τελικά στήν διχοτόμηση τῆς Οὐκρανίας. Ἡ ἐξέλιξη τοῦ θέματος εἶναι ἐνδιαφέρουσα.
«Ἡ Ρωσία καί ἡ Πολωνία – Λιθουανία, οἱ ὁποῖες βρίσκονταν σέ πολεμική σύγκρουση ἀπό τό 1654, συνομολόγησαν τό 1667 στό χωριό Ἀνδρούσοβο ἀνακωχή καί μοίρασαν τήν Οὐκρανία. Ἡ Ρωσία κράτησε τό ἀταμανάτο τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς τοῦ Δνείπερου, καθώς καί τήν πόλη τοῦ Κιέβου στήν ἀριστερή ἀκτή τοῦ ποταμοῦ καί ἡ Πολωνία – Λιθουανία πῆρε ἕνα μεγάλο μέρος τῆς Οὐκρανίας δυτικά ἀπό τόν Δνείπερο. Μία ἄλλη περιοχή τῆς σημερινῆς Νότιας Οὐκρανίας, ἐκείνη ἡ “Ζάποροτσκα Σίτς”, δηλαδή “ἡ περιοχή πέραν τῶν καταρρακτῶν”, πού ἀποτελοῦσε τό κέντρο τῆς κοζακικῆς ζωῆς καί δύναμης, ἔγινε προτεκτοράτο καί τῶν δύο χωρῶν. Ὁ χωρισμός αὐτός τῆς Οὐκρανίας μεταξύ Πολωνίας καί Ρωσίας κράτησε περίπου τά ἑπόμενα τριακόσια χρόνια. Ἡ συμφωνία τῆς ἀνακωχῆς τοῦ 1667 ἐπιβεβαιώθηκε μέ τή συνθήκη εἰρήνης τοῦ 1686, μέ τήν ὁποία ὅμως περιῆλθε ἀποκλειστικά στή ρωσική ἐπικυριαρχία καί ἡ “περιοχή πέραν τῶν καταρρακτῶν”, δηλαδή ἡ “Ζάποροτσκα Σίτς”.
»Τό ἀταμανάτο διατήρησε τήν κάπως περιορισμένη αὐτονομία του στό πλαίσιο τῆς Ρωσικῆς αὐτοκρατορίας γιά ἀκόμη ἕναν αἰώνα, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε ἐνῶ ἡ Ζάποροτσκα Σίτς διατήρησε τή σχετική αὐτονομία της ἕως τό 1709. Στή συνέχεια οἱ δύο αὐτές αὐτόνομες ὀντότητες ἐνσωματώθηκαν ἀπολύτως διοικητικά στή Ρωσική αὐτοκρατορία καί οἱ Κοζάκοι ἔγιναν τακτικά μέλη τοῦ ρωσικοῦ στρατοῦ. Στήν πολωνική Οὐκρανία τά στρατεύματα τῶν Κοζάκων διαλύθηκαν τό 1699 καί ἐδῶ ἡ περιοχή ἐνσωματώθηκε στή διοίκηση τοῦ πολωνο-λιθουανικοῦ κράτους. Νέα διχοτόμηση τῆς Οὐκρανίας ἔγινε στά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, ὅταν ἡ Πολωνία – Λιθουανία μοιράστηκε ἀνάμεσα στήν Πρωσία, τήν Αὐστρία καί τή Ρωσία» (Ἔνθ. ἀν. σελ. 72-74).
Ἀπό τά προηγούμενα φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ γεωγραφικός χῶρος τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας κατοικεῖτο στό παρελθόν ἀπό Σλάβους, Ρώς – Σκανδιναβούς – Ρώσους, Λευκορώσους, ἦταν ἕνας «πολυεθνικός πληθυσμός» στόν ὁποῖο ὑπερεῖχε τό σλαβικό στοιχεῖο. Κατά καιρούς διεκδικεῖτο ἀπό τούς Μογγόλους – Τατάρους, τούς Λιθουανούς, τούς Πολωνούς, τούς Κοζάκους καί τούς Ρώσους. Ἦταν ἕνας χῶρος διαρκῶν πολέμων καί διεκδικήσεων. Μετά τήν κατάρρευση τῶν Κοζάκων τόν 17ο αἰώνα ἡ Οὐκρανία χωρίστηκε μεταξύ τῆς Ρωσίας καί τῆς Πολωνίας – Λιθουανίας.
Παλαιότερα, σέ κείμενο πού μνημόνευσα στήν ἀρχή τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ μέ τίτλο «Ρωσία-Οὐκρανία», ἔχοντας ὡς ἀναφορά τό βιβλίο τῆς Anne Applebaun μέ τίτλο «κόκκινος λιμός», σημείωσα τό πῶς ἡ σημερινή Οὐκρανία τόν 18ο ἕως τόν 20ό αἰώνα ἀνῆκε στήν Ρωσική Αὐτοκρατορία, ἐνῶ προηγουμένως τά ἐδάφη της ἀνῆκαν στήν Πολωνία καί μάλιστα στήν Πολωνολιθουανική Ἕνωση, καί ὅτι τό Οὐκρανικό Ἔθνος εἶναι ἕνα «ἐναλλακτικό ἔθνος ἀπό τήν Ρωσία, καί κατά καιρούς τόσο οἱ Πολωνοί ὅσο καί οἱ Ρῶσοι ἐπεδίωκαν νά ὑπονομεύσουν ἤ νά ἀρνηθοῦν τήν ὕπαρξη τοῦ οὐκρανικοῦ ἔθνους». Γι’ αὐτό ἡ Τσαρική Αὐτοκρατορία ἐπιδίωκε μέ ποικίλους τρόπους νά ἐκρωσίση τήν οὐκρανική ταυτότητα. Αὐτό συνεχίσθηκε καί μετά τήν πτώση τῆς Τσαρικῆς Αὐτοκρατορίας.
Μάλιστα, ὅταν τό 1917 κατέρρευσε ἡ Ρωσική Αὐτοκρατορία καί τό 1918 κατέρρευσε καί ἡ Αὐστροουγγαρική Αὐτοκρατορία οἱ Οὐκρανοί θέλησαν νά ἐγκαθιδρύσουν ἕνα ἀνεξάρτητο Οὐκρανικό Κράτος καί ἦλθαν σέ αἱματηρές συγκρούσεις μέ τούς Πολωνούς καί τούς Ρώσους. Τήν 1 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1917 τό οὐκρανικό ἐθνικό κίνημα ἔκανε μιά μεγάλη διαδήλωση μέ κεντρικό σύνθημα «ἐλεύθερη Οὐκρανία σέ μιά ἐλεύθερη Ρωσία», μέ τό ὁποῖο σαφέστατα ζητοῦσε μιά αὐτονομία. Ὅμως, αὐτήν τήν προσπάθεια τήν κατέλυσε ὁ κόκκινος Στρατός, οἱ Μπολσεβίκοι.
Ἀργότερα, καί συγκεκριμένα τό 1991 ἡ Οὐκρανία κήρυξε τήν ἀνεξαρτησία της καί σχηματίσθηκε τό ἐλεύθερο Οὐκρανικό Κράτος. Ὅμως, ἡ Ρωσία δέν ἀφήνει νά ὀρθοποδήση αὐτό τό Κράτος μέ ἀποτέλεσμα νά βλέπουμε ὅσα συμβαίνουν σήμερα στόν χῶρο τῆς Οὐκρανίας.
Ἡ σύντομη αὐτή ἱστορική διαδρομή καταρρίπτει πολλούς «μύθους» πού διαδίδονται στίς ἡμέρες μας.
Πολλοί Ρῶσοι, καί μάλιστα ὑψηλόβαθμοι, ἰσχυρίζονται ὅτι «οἱ Οὐκρανοί εἶναι Ρῶσοι, εἶναι ἀδελφοί μας». Ὅμως, οἱ Οὐκρανοί εἶναι ἕνα ἄλλο Ἔθνος μέ διαφορετικά ἤθη καί ἔθιμα, γλώσσα καί παραδόσεις μέ ἀναμείξεις πολλῶν λαῶν. Τό Κίεβο χαρακτηρίστηκε ὡς «Μικρή Ρωσία» τόν 17ο αἰώνα, ὅταν οἱ Κοζάκοι δήλωσαν ὄρκο καί ὑποταγή στούς Ρώσους καί δέν ὀνομάζονταν ἔτσι ἀπό τόν 9ο αἰώνα.
Ἔπειτα, ὁ γεωγραφικός χῶρος τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας δέν ἦταν ἀπό τήν ἀρχή Ρωσικός, ἀλλά ἦταν ἕνας χῶρος στόν ὁποῖο ζοῦσαν πολλές λαότητες, ἤτοι Σλάβοι, Σκανδιναβοί, Πολωνοί, Λιθουανοί, Μογγόλοι, Τάταροι, Κοζάκοι κ. ἄ.
Ἀκόμη, ὁ γεωγραφικός αὐτός χῶρος διεκδικεῖτο ἀπό πολλούς, κυρίως ἦταν χῶρος διαμάχης μεταξύ Οὐκρανῶν καί Ρώσων, μεταξύ Οὐκρανῶν καί Πολωνῶν – Λιθουανῶν, μεταξύ Πολωνῶν κάι Ρώσων, καί σημαντικό ρόλο ἔπαιξαν οἱ Μογγόλοι, οἱ Τάταροι καί οἱ Κοζάκοι.
Ἡ ἱστορία, ἡ ὁποία ἐρευνᾶται ἀπό ἐπιστήμονες, καταρρίπτει ἰδεολογίες, μύθους, σκοπιμότητες, προπαγάνδες καί ἀποκαθιστᾶ τά πράγματα στήν θέση τους. Οἱ Οὐκρανοί εἶναι ἕνας βασανισμένος λαός πού ὑπέφερε διά μέσου τῶν αἰώνων καί ὑποφέρει στίς ἡμέρες μας. Ἔτσι, δικαιολογεῖται τό μῖσος τους ἐναντίον τῶν Ρώσων, ἀφοῦ θέλουν νά ζήσουν ἐπί τέλους ἐλεύθεροι σέ μιά ἐλεύθερη καί ἀνεξάρτητη Πατρίδα. Μέσα σέ αὐτήν τήν ἐλεύθερη Πατρίδα πρέπει νά ζήσουν μέ δημοκρατικό τρόπο, καί οἱ Ρῶσοι πού βρίσκονται στήν Οὑκρανία. Ἔτσι γίνεται σέ ὅλα τά σύγχρονα δημοκρατικά Κράτη, ἀφοῦ οἱ κάτοικοί τους αἰσθάνονται ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ ἐθνότητα κάθε ἀνθρώπου καί ἄλλο ἡ ταυτότητα τοῦ πολίτη στήν χώρα τήν ὁποία ζῆ.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους/ Πηγή: parembasis.gr