Το αρχαίο DNA ρίχνει περισσότερο φως στην ιστορία, σύμφωνα με τρεις νέες μελέτες
Τρεις νέες επιστημονικές μελέτες αρχαίου DNA, με τη συμμετοχή πολλών Ελλήνων επιστημόνων και επικεφαλής έναν Έλληνα της διασποράς, παρουσιάζουν την πιο ολοκληρωμένη μέχρι σήμερα παλαιογενετική ιστορία του λεγόμενου Νότιου Τόξου, της περιοχής που θεωρείται το “λίκνο του Δυτικού πολιτισμού” και η οποία περιλαμβάνει την Ελλάδα, εκτεινόμενη από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Ανατολία (σημερινή Τουρκία), την Ποντική Στέππα, τη Μέση Ανατολή (Λεβάντε) και τη Δυτική Ασία.
Μέχρι πρόσφατα το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας ιστορίας του Νότιου Τόξου βασιζόταν σε αρχαιολογικά ευρήματα και σε ιστορικές περιγραφές. Πλέον οι πρόοδοι στην “ανάγνωση” (αλληλούχιση) του αρχαίου γενετικού υλικού παρέχουν μια νέα σημαντική πηγή πληροφοριών για το παρελθόν. Οι νέες μελέτες θεωρούνται ένα σημαντικό ορόσημο για την αρχαιογενετική έρευνα, αν και οι ερμηνείες των ευρημάτων πιθανώς αποτελούν μια πρόκληση για περαιτέρω μελέτη στο μέλλον.
Οι έρευνες, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό “Science”, ανέλυσαν τα αρχαία γονιδιώματα 777 ανθρώπων των τελευταίων 11.000 ετών από την ευρύτερη περιοχή (μεταξύ αυτών αρκετών ατόμων από την ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου κατά τη μυκηναϊκή εποχή) και αποκαλύπτουν πόσο πολύπλοκη είναι η ιστορία των πληθυσμών από τις πρώιμες γεωργικές κοινωνίες μέχρι τα χρόνια μετά τον Μεσαίωνα.
Οι τρεις μελέτες, με επικεφαλής τον Έλληνα γενετιστή Ιωσήφ Λαζαρίδη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, συνεργάτη του διακεκριμένου καθηγητή γενετικής David Reich, “χτίζουν” μια λεπτομερή γενετική ιστορία του Νότιου Τόξου από την Νεολιθική εποχή (περίπου 10.000 χρόνια π.Χ.) μέχρι την Οθωμανική περίοδο (περίπου 1.700 μ.Χ.), ρίχνοντας φως στις πολύπλοκες μεταναστεύσεις και αλληλεπιδράσεις μεταξύ πληθυσμών, βγάζοντας το συμπέρασμα ότι μέχρι τώρα είχε δοθεί μια μάλλον ανακριβής εικόνα για τους πρώιμους Ινδο-Ευρωπαϊκούς πολιτισμούς.
Η πρώτη μελέτη (“Η γενετική ιστορία του Νότιου Τόξου: Μια γέφυρα μεταξύ Δυτικής Ασίας και Ευρώπης”) εστιάζει στην περίοδο πριν 5.000 έως 1.000 π.Χ. και, μεταξύ άλλων, αποκαλύπτει μεγάλες γενετικές ανταλλαγές ανάμεσα στην Ευρωσιατική Στέπα (κυρίως τους ποιμενικούς λαούς Γιαμνάγια της Ποντικής Στέπας της τρίτης χιλιετίας π.Χ.) και στο Νότιο Τόξο και φωτίζει περισσότερο την προέλευση της ινδο-ευρωπαϊκής γλώσσας. Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι Γιαμνάγια εγκαινίασαν μια αλυσίδα μεταναστεύσεων που συνέδεσαν την Ευρώπη με την Ανατολή. Μερικοί μάλιστα βαλκανικοί λαοί πριν 4.500-5.000 χρόνια όφειλαν σχεδόν όλα τα γονίδια τους σε αυτές τις μετακινήσεις.
Οι Γιαμνάγια εκτιμάται ότι έφθασαν στην Ελλάδα μεταξύ 1500-1000 π.Χ. Οι προερχόμενοι από τις στέπες σύντομα αναμίχθηκαν με ντόπιους, με αποτέλεσμα την ανάδυση διαφόρων γλωσσών (ελληνική, αλβανική, αρμενική κ.α.). Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι ότι όλοι οι αρχαίοι ομιλητές Ινδο-Ευρωπαϊκών γλωσσών έλκουν την καταγωγή τους και από τους Γιαμνάγια, η επέκταση των οποίων προς το Νότιο Τόξο άφησε τα ίχνη της στο DNA των ανθρώπων της περιοχής κατά την Εποχή του Χαλκού.
Η δεύτερη μελέτη (“Μια γενετική έρευνα στην αρχαία και μεσαιωνική ιστορία της Νότιας Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας”) εστιάζει στην πιο πρόσφατη ιστορία του Νότιου Τόξου, ρίχνοντας περισσότερο φως στη δημογραφία και στη γεωγραφική προέλευση των Μυκηναίων, των Ρωμαίων κ.α.
Ένα τμήμα των Μυκηναίων – αλλά όχι όλοι – θεωρείται ότι έχουν καταγωγή από μετανάστες προερχόμενους από τις στέπες. Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι ενώ οι Μυκηναίοι είχαν στο αίμα τους εν μέρει καταγωγή και από τις στέπες (σε αναλογία περίπου 1:10), αυτό δεν ίσχυε για τους Μινωίτες της Κρήτης, που όμως είχαν γενετική επίδραση από τα ανατολικά. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις αναφέρεται ότι υπήρξε εκτεταμένη γενετική ποικιλομορφία όσον αφορά την καταγωγή των ανθρώπων που σχετίζονται με αυτούς τους δύο πολιτισμούς.
Η μελέτη εκτιμά ότι η γενετική επίδραση της στέπας στους πληθυσμούς του Αιγαίου ήταν σχετικά μικρή. Η αναλογία της γενετικής καταγωγής των Μυκηναίων από πληθυσμούς τύπου Γιαμνάγια εκτιμάται ότι ήταν περίπου το ένα τρίτο (1/3) του επιπέδου που υπήρχε στα Βαλκάνια στα βόρεια, το ήμισυ (1/2) του γενετικού ποσοστού της στέπας στην Αρμενία στα ανατολικά και το ένα πέμπτο (1/5) έως ένα όγδοο (1/8) της γενετικής συνεισφοράς της στέπας στη Κεντρική/Βόρεια Ευρώπη.
Επίσης η νέα μελέτη παρέχει βάσιμες ενδείξεις ότι η Αθήνα και η γενικότερα η Αττική είχαν δεχτεί λιγότερους μετανάστες από τα βόρεια, κάτι που φαίνεται να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς των αρχαίων Αθηναίων. Ακόμη, η γένεση της ελληνικής γλώσσας συνδέεται αφενός με τις άλλες ινδο-ευρωπαϊκές γλώσσες μέσω της κοινής καταγωγής από τις στέπες, αφετέρου με τους λαούς του Αιγαίου που είχαν προϋπάρξει των ομιλητών της πρωτο-ελληνικής.
Η τρίτη μελέτη (“Αρχαίο DNA από τη Μεσοποταμία δείχνει διακριτές Νεολιθικές μεταναστεύσεις στην Ανατολία”) αναλύει το πρώτο αρχαίο γενετικό υλικό (προ της εμφάνισης της κεραμικής) από τη νεολιθική Μεσοποταμία, θεωρούμενη ως επίκεντρο της νεολιθικής γεωργικής “επανάστασης”. Τα ευρήματα δείχνουν δύο διακριτά κύματα μεταναστεύσεων από την καρδιά της Εύφορης Ημισελήνου προς τα δυτικά και τη ΝΑ Ευρώπη.
Στις μελέτες συμμετείχαν επίσης οι Έλληνες ερευνητές Αναγνώστης Αγγελαράκης, Ανδρέας Μπερτσάτος, Μαρία-Ελένη Χοβαλοπούλου, Στέλλα Χρυσουλάκη, Παναγιώτης Καρκάνας, Ιωάννης Λυριτζής, Νίκος Παπαδημητρίου, Νίκος Παπακωνσταντίνου, Αναστασία Παπαθανασίου, Αθανάσιος Σιδέρης και Σεβαστή Τριανταφύλλου.