«Η Ευρώπη είναι θύμα της ρωσικής επεκτατικότητας στην Ουκρανία»
Συνέντευξη στο CNN Greece του Λέκτορα Διεθνών Σχέσεων του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, Γιώργου Τζογόπουλου.
Για τις ρωσικές απειλές κατά της Ελλάδας , μετά την απέλαση των 12 Ρώσων διπλωματών και την προειδοποίηση της Μόσχας για «κίνηση που θα έχει συνέπειες» αλλά και τί σημαίνει η υπεροχή της Ρωσίας στον πόλεμο σε επίπεδο διαπραγματεύσεων, μιλά στο CNN Greece ο Λέκτορας Διεθνών Σχέσεων του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, Γιώργος Τζογόπουλος.
Ο κ. Τζογόπουλος αναλύει το «χειρότερο σενάριο του πολέμου» σε περίπτωση ρωσικής υπεροχής στην Ουκρανία, καθώς αυτό θα έχει άμεσες συνέπειες στην Ευρώπη. Δύο είναι τα θέματα που θα προκύψουν: Πρώτον, η παγίωση του πολέμου και δεύτερον, η δραματική προσφυγική και ενεργειακή κρίση στα ευρωπαϊκά κράτη.
«Οι Ευρωπαίοι είμαστε τα θύματα της ρωσικής επεκτατικότητας. Κι αυτό συμβαίνει, εάν το δούμε από οικονομικής πλευράς, ενώ η Αμερική, ως υπερδύναμη χώρα, βλέπει το ζήτημα καθαρά γεωπολιτικά», εξηγεί ο κ. Τζογόπουλος και προσθέτει:
«Φαίνεται πως η Ρωσία δεν θέλει μόνο να αποκτήσει τον έλεγχο στις ανατολικές περιοχές της χώρας, αλλά και να προβεί σε μια συζήτηση για τη γενική διευθέτηση του θέματος με τη Δύση, κυρίως με την Αμερική. Η συζήτηση αυτή αφορά στα οπλικά συστήματα, τον αφοπλισμό καθώς και τις συμφωνίες που σχετίζονται με συμβατικά όπλα. Είναι μια πολύ δύσκολη κατάσταση σε ότι αφορά τις συνεννοήσεις που πρέπει να γίνουν», λέει ο ίδιος και τονίζει ότι «το πρόβλημα πλέον ξεφεύγει από την Ουκρανία».
Ευνοημένος ο Πούτιν από τον πόλεμο
«Η Ρωσία επιδιώκει να πετύχει μια συζήτηση για την «αρχιτεκτονική της ασφάλεια» και να επιβάλει τους δικούς της όρους», εκτιμά ο κ. Τζογόπουλος.
Από τη μια, η Μόσχα ζητά την ουδετεροποίηση της Ουκρανίας και στοχεύει στον απόλυτο έλεγχο ορισμένων περιοχών που αποτελούν «κλειδιά» για την οικονομία της.
«Αφού τα πετύχει αυτά, θα προχωρήσει και πάλι τις διαπραγματεύσεις, αλλά από θέση ισχύος αυτή τη φορά. Από την άλλη η Δύση δεν μπορεί να δεχτεί τους όρους του Πούτιν και γι΄ αυτό ο πόλεμος είναι σε εξέλιξη. Από άποψη σκληρής ισχύος ο Πούτιν είναι ευνοημένος αυτή τη στιγμή από τον πόλεμο», λέει ο κ. Τζογόπουλος, «κι ας μην πέτυχε αυτό που ήθελε στο Κίεβο».
Για τον ίδιο είναι δύσκολο να γνωρίζουμε τον αρχικό στρατηγικό στόχο του Βλαντίμιρ Πούτιν εντός της Ουκρανίας.
«Ωστόσο, από τη στιγμή που συνεχίζει να αποκτά στρατιωτική επιρροή μέσα στη χώρα, αυξάνεται και η επιρροή που ασκεί, πολύ περισσότερο από το 2014. Διότι έχει πάρει τον έλεγχο σε περιοχές που δεν είχε, με εξαίρεση την Κριμαία. Άρα, η Ρωσία έχει πετύχει στόχους που ήθελε εξαρχής να πετύχει. Εάν συνεχίσει να κερδίζει εδάφη, τότε οι διαπραγματεύσεις θα γίνουν πιο απαιτητικές και, όπως όλα δείχνουν, είναι διατεθειμένη να προχωρήσει σε ένοπλη βία για να πετύχει αυτό που θέλει. Οι διαπραγματεύσεις γίνονταν και πριν την εισβολή αλλά δεν είχαν οδηγήσει σε κάποιο συμβιβασμό. Τώρα που έγινε η εισβολή προφανώς η Ρωσία θα ζητήσει περισσότερα».
«Η Ευρώπη εξαρτάται ενεργειακά από τη Ρωσία»
Σχετικά με την έκβαση του πολέμου ο Γιώργος Τζογόπουλος, δεν είναι αισιόδοξος ως προς την εξεύρεση λύσης.
«Εδώ πρέπει να διαφοροποιήσουμε τη θέση της Ευρώπης από της Αμερικής. Διότι, η Αμερική δεν εξαρτάται από τη Ρωσία, εν αντιθέσει με την Ευρώπη που είναι πάρα πολύ εξαρτημένη από τη Ρωσία. Η Μόσχα όσο περισσότερα θα πετυχαίνει στον πόλεμο τόσο περισσότερα θα διεκδικεί στις διαπραγματεύσεις. Και το αντίθετο. Όσο περισσότερο αποδυναμωθεί στον πόλεμο τόσο περισσότερο θα μειωθεί η επιχειρηματολογία της στις διαπραγματεύσεις».
Ο καθηγητής εξηγεί γιατί ο πόλεμος επηρεάζει άμεσα την Ευρώπη και όχι την Αμερική.
«Το θέμα είναι ότι δεν υπάρχουν υποδομές προκειμένου να απεξαρτητοποιηθεί η Ευρώπη από την Ρωσία. Υπάρχουν αγωγοί που συνδέονται με την Ρωσία και αυτό δεν αλλάζει από τη μία ημέρα στην άλλη. Η εισαγωγή ενέργειας από άλλες χώρες μπορεί να επιτευχθεί και ήδη συμβαίνει, όπως αποφασίστηκε πρόσφατα και στη Σύνοδο Ευρώπης – Αφρικής. Δηλαδή, να τροφοδοτείται η Ευρώπη με αέριο από τη Νηγηρία, την Αγκόλα και άλλες χώρες. Όμως το πρόβλημα είναι το εξής: Η Ρωσία συνδέεται με την Ευρώπη με αγωγούς, αλλιώς είναι εξαιρετικά δύσκολο να φτάσει με τα πλοία το καύσιμο. Αυτό είναι το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε οι Ευρωπαίοι. Ενώ η Αμερική δεν εξαρτάται από την Ρωσία», επισημαίνει ο κ. Τζογόπουλος.
«Η Τουρκία ρισκάρει και ενίοτε κερδίζει»
Όσον αφορά τη στάση της Τουρκίας έναντι στον πόλεμο της Ουκρανίας αλλά και το γεγονός ότι μετά τη φιλοξενία των διαπραγματεύσεων στο έδαφός της, η Άγκυρα επιθυμεί να αναλάβει ρόλο εγγυήτριας δύναμης, ο καθηγητής είπε:
«Η Τουρκία παραδοσιακά ακολουθεί μια πολιτική αυτονομίας στην εξωτερική πολιτική. Τα τελευταία 6 χρόνια, μετά το πραξικόπημα, έχει αποκτήσει μεγαλύτερη διάσταση. Η Τουρκία προσπαθεί να εξισορροπεί μεταξύ Δύσης και Ρωσίας. Αυτό από τη μία έχει ρίσκο και από την άλλη έχει και κέρδη στην εξωτερική πολιτική. Μέχρι στιγμής σε ότι αφορά τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις φαίνεται πως δικαιώνεται. Διότι οι ΗΠΑ επενδύουν στην Τουρκία λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Και από την άλλη, η Τουρκία εξακολουθεί να διατηρεί μία καλή επικοινωνία με τη Ρωσία», εξηγεί ο κ. Τζογόπουλος.
Οι απειλές της Ρωσίας προς την Ελλάδα
Η απέλαση από την Ελλάδα 12 μελών της ρωσικής και των προξενικών αποστολών ως πρόσωπα μη αρεστά στην Ελλάδα (personae non gratae), έγινε στο πλαίσιο της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής προκειμένου να ασκήσουν περαιτέρω πίεση στη Ρωσία λόγω της εισβολής στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με τον κ. Τζογόπουλο, «είναι μια πολιτική των κρατών μελών της ΕΕ να απελαύνουν Ρώσους διπλωμάτες τις τελευταίες ημέρες. Όσον αφορά τις ελληνορωσικές σχέσεις έχουν εισέλθει σε δύσκολη περίοδο. Όμως αυτό συμβαίνει λόγω του πολέμου. Πριν από την εισβολή η Ελλάδα και η Ρωσία είχαν προχωρήσει σε μία τεράστια προσπάθεια για να βελτιώσουν τις σχέσεις τους μετά την κρίση του ’18. Τώρα άλλαξαν πάλι τα δεδομένα. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι παγκόσμιο», λέει ο ίδιος και εξηγεί ότι:
«Αυτό που αναμένουμε από τη Ρωσία είναι αντίστοιχου είδους κυρώσεις, δηλαδή να απελάσει Έλληνες διπλωμάτες, όπως είχε γίνει και το 2018. Επίσης, αναμένουμε σκληρή ρητορική σε επίπεδο δημοσίου λόγου και πιστεύω ότι θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο η κατάσταση, όπως είδαμε να συμβαίνει και στο παρελθόν. Είναι εύλογη αυτή η ρητορική σε περίοδο πολέμου».