Στην Βενετία, ψάχνοντας το Βυζάντιο
Το Βυζάντιο υπήρξε άτυχο: ελάχιστα από τα δημιουργήματά του σώζονται, για μια αυτοκρατορία που έζησε πάνω από χίλια χρόνια και είχε τέτοια ακτινοβολία. Πολλοί από τους θησαυρούς του σώζονται πια μόνο στην Δύση – και πουθενά δεν είναι περισσότεροι από ό,τι στην Βενετία.
Το βαπορέτο ήταν ο ευκολότερος τρόπος να μεταβώ από τον σταθμό του τρένου στην περιοχή που θα έμενα. Μπήκα σκουντουφλώντας, με την βαλίτσα και τις σακούλες –εγώ και το light travel είμαστε ασύμβατοι– και από θαύμα δεν έπεσα πάνω σε μια ανυποψίαστη γιαγιά. Καρφίτσα δεν έπεφτε. Το δρομολόγιο της γραμμής 1 κατεβαίνει το Κανάλ Γκράντε, την κεντρική υδάτινη λεωφόρο της Βενετίας, και διασχίζει την λιμνοθάλασσα μέχρι το Λίντο. Η Λάουρα, κομψότατη στην μπλε στολή του πληρώματος, έδενε τα πλοιάρια στον μώλο και, μαζί με έναν συνάδελφό της, έβαζε και αφαιρούσε την ξύλινη πλατφόρμα για την αποβίβαση και την επιβίβαση. Την ρώτησα σε ποια σκάλα έπρεπε να κατεβώ.
Με δυο λόγια
Εκείνη θα πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα – όσο με άφηνε η μάσκα να καταλάβω. Είχε κατάμαυρα μαλλιά και μελί μάτια. Ο συνάδελφός της, καστανός και γαλανομάτης, θα ήταν μετά βίας εικοσιδύο, ενώ και ο οδηγός του βαπορέτο δεν είχε πατήσει τα τριάντα. Η Λάουρα με ρώτησε από πού είμαι. Καθώς στην Βενετία μένουν πια ελάχιστοι ντόπιοι, την ρώτησα το ίδιο. «Απ’ την Σικελία είμαι – Μεγάλη Ελλάδα,θα έχουμε κοινούς προγόνους» γέλασε. «Αλλά ζω χρόνια εδώ. Μόνο οι γέροι είναι ντόπιοι πια. Οι περισσότεροι νέοι που θα δεις θα είναι φοιτητές ή μετανάστες, Ιταλοί και ξένοι.» Η Βενετία, το γνώριζα, δεν είναι πια ζώσα πόλη, αλλά σκηνικό. Ζει για να εξυπηρετεί τον τουρισμό.
«Μου είχαν υποσχεθεί την πόλη σχεδόν άδεια από τουρίστες, λόγω πανδημίας» είπα. «Αλλά βλέπω κοσμοσυρροή…» Το βαπορέτο είχαν κατακλύσει γερμανόφωνοι και γαλλόφωνοι. «Εγώ, μια φορά, δεν σου υποσχέθηκα τίποτα!» Γέλασε και πήγε να δέσει στην σκάλα. «Έχεις πάντως δίκιο, δεν θα βρεις ουρές πουθενά. Η πόλη είναι άδεια, για τα δεδομένα της φυσικά» είπε γυρίζοντας. «Και τι σε έφερε στην Βενετία;» «Ήλθα να ψάξω τα ίχνη του Βυζαντίου». Με κοίταξε καλά καλά. «Ήλθες να ψάξεις κάτι που πέθανε αιώνες πριν; Ένα ξεχασμένο απώτερο παρελθόν;» «Απώτερο ίσως, ξεχασμένο όχι» είπα με αυτοπεποίθηση. «Εξάλλου, τι καλύτερο να κάνεις σε μια πόλη που ζει από το παρελθόν της, από το να ασχοληθείς με αυτό; Γιατί όπως είπες και συ, το παρόν της δεν της ανήκει. Είναι σήμερα καταδικασμένη να ζει για τους άλλους, έχοντας χάσει τους κατοίκους της…».
Με κάρφωσε με τα μελί μάτια της. «Οι περισσότεροι έρχονται για να δουν τα έργα του Τιντορέτο και του Βερονέζε, την Αναγέννηση και το μπαρόκ. Είσαι περίεργο πλάσμα. Αλλά βέβαια δεν περίμενες εμένα να στο πω.» Πίσω απ’ την μάσκα φάνηκε πως χαμογελούσε σαρδόνια. «Α, πρέπει να κατεβείς! Αουρέλιο!» Φώναξε τον συνάδελφό της να μου πάρει μία τσάντα. Πήγε να δέσει στον μώλο και επέμενε να με βοηθήσει με την βαλίτσα.
Το Βυζάντιο –η Ρωμανία, όπως αποκαλούσαν την αυτοκρατορία οι κάτοικοί της– υπήρξε για αιώνες το πιο ανεπτυγμένο κράτος του χριστιανικού κόσμου. Διατηρούσε την αυτοκρατορική ιδέα της Ρώμης, με τους θεσμούς, τα σύμβολα και τα έθιμά της. Αυτό προσέδιδε στο κράτος, και ιδίως στην πρωτεύουσά του, αξιοζήλευτο πολιτικό κύρος. Ταυτόχρονα, η Ρωμανία ανέπτυξε μία τέχνη και έναν υλικό πολιτισμό που σαγήνευσε ανατολή και δύση. Πρόκειται για μία τέχνη υβριδική, τόσο στις μορφές όσο και στα υλικά και την αισθητική της. Παντρεύει την ελληνορωμαϊκή παράδοση με εκείνες της Περσίας και της Ανατολής, που δίνουν έμφαση στο χρώμα και την πολυτέλεια των υλικών. Τα έργα της διακρίνει η πρωτοτυπία και μία εξωτική, απόκοσμη ομορφιά.
Για αιώνες, η Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε το μέτρο της καλαισθησίας και της πολυτέλειας για μία ευρύτατη γεωγραφία. Διέδωσε, στην Ευρώπη και την Μέση Ανατολή, μία ιδιαίτερη αισθητική. Στην αρχιτεκτονική, αυτή περιλαμβάνει ψηφιδωτά με χρυσό φόντο, επένδυση των τοίχων με πλάκες χρωματιστών μαρμάρων (ορθομαρμάρωση) και των δαπέδων με μαρμαροθετήματα, διχρωμία με εναλλαγές τούβλων και πέτρας στις προσόψεις, που τις στολίζουν κεραμικά ή μαρμάρινα κοσμήματα. Τα καλλιτεχνήματα των εργαστηρίων της ήταν ανάρπαστα για την διακόσμηση ναών και ανακτόρων στην Δύση. Έμποροι τα εξήγαγαν και Αυτοκράτορες τα έστελναν ως διπλωματικά δώρα σε ξένους μονάρχες. Οι τελευταίοι ανέθεταν σε βυζαντινούς τεχνίτες την διακόσμηση των εμβληματικότερων κτιρίων των πόλεών τους με ορθομαρμάρωση και ψηφιδωτά.
Το Στέμμα του Αγίου Στεφάνου, το ιερότερο σύμβολο του ουγγρικού κράτους, κατασκευάσθηκε στην Κωνσταντινούπολη και δωρήθηκε από τον Μιχαήλ Ζ΄ΔούκαΜιχαήλ Ζ’ Δούκας (1071-1078) στον βασιλέα των Μαγυάρων (Ούγγρων), Γκέζα Α΄. Αμφότεροι παρίστανται στον διάκοσμό του, ο δεύτερος, χαρακτηριστικά, ως «Κράλης Τουρκίας» – καθώς οι Έλληνες της εποχής καλούσαν τους Μαγυάρους «Τούρκους». Το κοσμούν πολύτιμοι λίθοι και πλάκες με κλουαζονέΚλουασονισμός παραστάσεις από σμάλτο που εικονίζουν τον Ιησού και Αγίους. Ακόμη εντυπωσιακότερο είναι το Στέμμα του Μονομάχου, επίσης στην Βουδαπέστη. Κατασκευάσθηκε το 1042 στην Πόλη και εικονίζει, σε κλουαζονέ σμάλτο, τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ΜονομάχοΚωνσταντίνος Θ´ ο Μονομάχος (1042-1055) και την σύζυγό του Ζωή Πορφυρογέννητη (το ζεύγος έχει απαθανατισθεί σε ψηφιδωτό της Αγίας Σοφίας), την αδελφή της Θεοδώρα και χορεύτριες.
Τα έργα αυτά είναι χαρακτηριστικά της πολυτέλειας και καλαισθησίας της μεσοβυζαντινής τέχνης. Μέχρι να πέσει στα χέρια των Σταυροφόρων το 1204Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204), η Κωνσταντινούπολη είχε διατελέσει, για εννέα σχεδόν αιώνες, πλουσιότερη πόλη της χριστιανοσύνης. Ήταν ένα απέραντο μουσείο, όπου θησαυρίζονταν αριστουργήματα – όχι μόνο όσα είχαν παραγάγει τα ξακουστά εργαστήριά της αλλά και όσα, πολύ αρχαιότερα, είχαν αρπαχθεί από κάθε γωνιά της Αυτοκρατορίας για να στολίσουν τον Ιππόδρομο, τις πλατείες και τις λεωφόρους της. Η Ρωμανία ήταν κράτος υδροκέφαλο. Έτσι, η λεία των Σταυροφόρων ήταν από τις πλουσιότερες της ιστορίας, ενώ η μερίδα του λέοντος κατέληξε στην Βενετία. Κομψοτεχνήματα στολίζουν σήμερα τα σκευοφυλάκια ναών και χειρόγραφα τις βιβλιοθήκες μονών ανά την Ευρώπη. Η ίδια η Πόλη, από την άλλη, άδειασε από τους φορητούς θησαυρούς της, ενώ δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να ορθοποδήσει οικονομικά.
Το Βυζάντιο υπήρξε άτυχο: σειρά σεισμών και φυσικών καταστροφών και επάλληλες λεηλασίες και εξισλαμισμοί αφάνισαν τα περισσότερα δημιουργήματά του. Ελάχιστα σώζονται, για μια αυτοκρατορία που έζησε πάνω από χίλια χρόνια και είχε τέτοια ακτινοβολία. Στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, τα περισσότερα βυζαντινά μνημεία που σώθηκαν έχουν παραμορφωθεί. Κατ’ ιστορικό παράδοξο, οι βυζαντινές εκκλησίες στην Ιταλία (πολλές επαρχίες της οποίας έμειναν για αιώνες υπό την Κωνσταντινούπολη), που γλίτωσαν τους σεισμούς και τις επεμβάσεις του Ισλάμ, είναι πολύ καλύτερα διατηρημένες από εκείνες στην άλλοτε καρδιά της βυζαντινής επικράτειας.
Έτσι, η περιδιάβαση στην Ιταλία, αλλά και στα μουσεία της Ευρώπης, είναι απαραίτητη προκειμένου να αποκτήσει κανείς πληρέστερη εικόνα της ποικιλομορφίας και την καλαισθησίας της βυζαντινής τέχνης. Όχι, αυτή δεν περιορίζεται στις φορητές εικόνες και τις αγιογραφίες! Όσο κι αν το έχουμε λησμονήσει, τα αντικείμενα από κλουαζονέ σμάλτο, τα αγαλματίδια από ελεφαντόδοντο και ορυκτό κρύσταλλο, τα μεταξωτά υφαντά ήταν κάποτε ταυτισμένα με τα εργαστήρια της Κωνσταντινούπολης. Τέτοιοι θησαυροί μόνο στην Δύση σώζονται πια – πουθενά περισσότεροι απ’ όσοι στην Βενετία.
Σήμερα η Βενετία ταυτίζεται, στο μυαλό των περισσότερων, με την τέχνη της Αναγέννησης και του μπαρόκ. Παράλληλα, ο ρόλος της στην Τέταρτη ΣταυροφορίαΔ’ Σταυροφορία έχει κάνει την μνήμη των αιώνων που αποτελούσε κτήση της Ρωμανίας να ξεφτίσει. Τους πρώτους εκείνους αιώνες, όμως, η βυζαντινή αισθητική ρίζωσε στην λιμνοθάλασσα, καθιστώντας την ανοικτή στον άνεμο που ερχόταν από την Πόλη και την ΡαβένναΡαβέννα, κέντρο των βυζαντινών κτήσεων στην Ιταλία. Εδώ αναπτύχθηκε μια υβριδική αρχιτεκτονική, στην οποίαν το αποτύπωμα της βυζαντινής είναι πολύ εντονότερο απ’ ό,τι σε άλλες περιοχές της Ιταλίας.
Η περιοχή της λιμνοθάλασσας οικίσθηκε τον 5ο αιώνα από πρόσφυγες της απέναντι ακτής, όπου επέλαυναν οι ορδές των Ούνων. Μετά τις ιταλικές κατακτήσεις του Ιουστινιανού, πέρασε στην εξουσία της Κωνσταντινούπολης και εντάχθηκε στην Εξαρχία της ΡαβένναςΕξαρχάτο της Ραβέννας. Κύριο κέντρο της λιμνοθάλασσας ήταν τότε το Torcello, στο ομώνυμο νησί βόρεια της Βενετίας, και το Murano. Ο πληθυσμός της Εξαρχίας της Ραβέννας εξεγέρθηκε, το 726, κατά του αυτοκράτορα Λέοντος του ΊσαυρουΛέων Γ’ και του εικονομαχικού προγράμματός του, και δολοφόνησε τον Έξαρχο. Η λιμνοθάλασσα έμεινε, ωστόσο, πιστή στην Κωνσταντινούπολη και ο Καρλομάγνος την αναγνώρισε ως βυζαντινή κτήση το 814.
Στο Torcello και το Murano μπορεί κανείς να δει πώς, την εποχή της Εξαρχίας της Ραβέννας, ρίζωσε στην λιμνοθάλασσα η βυζαντινή τέχνη. Αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, ο καθεδρικός ναός του Torcello (Santa Maria Assunta) ιδρύθηκε από τον Έξαρχο της Ραβέννας το 639. Εξωτερικά δεν διαφέρει από οποιοδήποτε ρομανική βασιλική. Το εσωτερικό του όμως είναι εξόχως βυζαντινό. Αμέσως το βλέμμα τραβούν τα αντικριστά ψηφιδωτά, στην αψίδα του ιερού και στον τοίχο της εισόδου, αμφότερα του 11ου αιώνα. Στην πρώτη, πάνω σε ένα φόντο από χρυσές ψηφίδες, εικονίζεται η Οδηγήτρια, με τα αρχικά ΜΡ ΘΥ. Τον δεύτερο καλύπτει ψηφιδωτό της Καθόδου του Ιησού στον Άδη. Τα ακάνθινα κιονόκρανα στους κίονες των κλιτών, τα μαρμαροθετήματα στο δάπεδο, η ορθομαρμάρωση κάτω από τα ψηφιδωτά, με τα νερά του μαρμάρου που σχηματίζουν ταινίες ζιγκ ζαγκ, όλα φωνάζουν «Βυζάντιο». Η διπλανή εκκλησία της Santa Fosca, του 9ου αιώνα, θυμίζει, στο επάνω μέρος της, πρωτοβυζαντινό ναό.
Ψηφιδωτό της Θεοτόκου, αυτή την φορά στον τύπο της δεομένης, στολίζει τον χρυσό φόντο της αψίδας του ιερού της εκκλησίας της Θεοτόκου και του Αγίου Δονάτου στο Μουράνο, που έλαβε την σημερινή μορφή της τον 12ο αιώνα.
Στο εξωτερικό, η πρόσοψη του ιερού, με τις διακοσμητικές κόγχες, τα επάλληλα τόξα, την διχρωμία τούβλου και μαρμάρου και τον κεραμοπλαστικό διάκοσμο έχει έντονο το βυζαντινό αποτύπωμα. Το μεγάλο μέγεθος του κτιρίου και τα ρομανικά στοιχεία χαρακτηρίζουν τον ρυθμό αυτόν ρομανο-βυζαντινό, ή βενετο-βυζαντινό.
Το μαρμαροθετημένο δάπεδο του ναού περιλαμβάνει ψηφιδωτή παράσταση δύο παγωνιών να πίνουν νερό από κάνθαρο. Αγαπημένη παράσταση της βυζαντινής τέχνης, το παγώνι συμβολίζει την αθανασία και ο κάνθαρος με το νερό την Ζωοδόχο πηγή. Το ίδιο μοτίβο συναντάται σε ανάγλυφα σε πολλούς ναούς στο Βένετο.
Οι εκκλησίες του Torcello και του Murano διακοσμήθηκαν βυζαντινότροπα δύο αιώνες αφότου η λιμνοθάλασσα είχε ανεξαρτητοποιηθεί. Η αισθητική και τα πρότυπα της Ρωμανίας είχαν ριζώσει. Έμελλε να ανθίσουν ακόμη περισσότερο στην ίδια την Βενετία, που υποσκέλισε τις δύο πόλεις και αναδείχθηκε σε εμπορική και θαλασσοκράτειρα δύναμη της ανατολικής Μεσογείου. Το Murano έγινε απλή περιφέρειά της, και το 1291 η Γαληνοτάτη εγκατέστησε εκεί την υαλοβιομηχανία της. Το Torcello, από την άλλη, έσβησε σιγά σιγά, με μόνες τις δύο εκκλησίες του να μαρτυρούν την αλλοτινή ακμή του.
Πολύ πριν γοητεύσει την Ευρώπη ως κέντρο των τεχνών, της μουσικής και του θεάτρου, συνώνυμο της ομορφιάς, η Βενετία ξεκίνησε την ύπαρξή της ως μια δημοκρατία φιλόδοξων εμπόρων. Αυτοί ήταν συχνά αδίστακτοι και είχαν, ενίοτε, ληστρική συμπεριφορά. Η πρώτη πράξη που κατέγραψε την πόλη στα διεθνή χρονικά, το 828, ήταν μια θεαματική κλοπή. Δύο έμποροι της λιμνοθάλασσας, με την βοήθεια ντόπιων συνεργατών, έκλεψαν μέρος των λειψάνων του Ευαγγελιστή Μάρκου από την Αλεξάνδρεια. Σύμφωνα με τον θρύλο, τα έκρυψαν σε δοχείο με χοιρινό κρέας, ώστε να αποθαρρύνουν τυχόν έλεγχο από τους μουσουλμάνους τελωνειακούς. Το τέχνασμα πέτυχε. Στην Βενετία οικοδομήθηκε νέος ναός, για να στεγάσει τα λείψανα του Ευαγγελιστή. Μια κλοπή, λοιπόν, γέννησε τον ναό – σύμβολο της πόλης και της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας.
Η κλοπή έγινε για λόγους καθαρά πολιτικούς. Την εποχή εκείνη, η κατοχή, από μια πόλη, λειψάνων μορφών της Καινής Διαθήκης της προσέδιδε κύρος στο στερέωμα της εκκλησίας και, κατ’ ακολουθία, πολιτική βαρύτητα. Καθιστώντας την τόπο προσκυνήματος, της απέφερε και έσοδα. Η πράξη οδήγησε στην εκκλησιαστική χειραφέτηση της Βενετίας, νομιμοποιώντας και την πολιτική της ανεξαρτητοποίηση. Την πόλη κυβερνούσε ο δόγηςΔόγης, τίτλος που προέρχεται από το βυζαντινό αξίωμα του δούκα, διορισμένου από τον αυτοκράτορα τοπάρχη. Σταδιακά, ο δόγης αυτονομήθηκε από την Κωνσταντινούπολη και το αξίωμα έγινε αιρετό: τον εξέλεγαν οι προεστοί της πόλης.
Χαρακτηριστικό της πολιτικής βαρύτητας που έφερε η κατοχή των λειψάνων είναι πως η εκκλησία του Αγίου Μάρκου, που τα στέγασε, δεν αποτελούσε τον καθεδρικό ναό της Βενετίας. Ήταν ναός ανακτορικός, παρεκκλήσιο του ανακτόρου του δόγη, με το οποίο βρίσκεται σε χωρική συνέχεια και επικοινωνεί με εσωτερικά περάσματα. (Ο Άγιος Μάρκος έγινε καθεδρικός ναός της πόλης μόλις το 1807, αφού είχε μεσολαβήσει η κατάργηση της Γαληνοτάτης από τον Ναπολέοντα.)
Έτερη απόδειξη της πολιτικής σημασίας της κατοχής των λειψάνων είναι το σχέδιο που υιοθετήθηκε για τον ναό που τα στέγασε. Η αρχική εκκλησία κάηκε σε στάση το 976 και ανοικοδομήθηκε με πρότυπο τον ιουστινιάνειο ναό των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με μαρτυρία συγχρόνου της ανοικοδόμησης Ενετού μοναχού.
Το Αποστολείον ή Πολυάνδρειον, όπως ήταν γνωστό, φιλοξενούσε λείψανα των Αποστόλων, ενώ παράλληλα αποτελούσε αυτοκρατορικό μαυσωλείο. Εκεί βρίσκονταν οι τάφοι όλων των αυτοκρατόρων, από τον Μέγα Κωσταντίνο ως τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο (β. 962-1028). Ο ναός διατράνωνε την συνέχεια της αυτοκρατορικής εξουσίας και την σύνδεσή της με την θρησκεία, αποτελώντας έτσι το δεύτερο σημαντικότερο ιερό της Πόλης μετά τον πατριαρχικό ναό της Αγίας Σοφίας. Ο Άγιος Μάρκος δεν ήταν μεν ταφικό παρεκκλήσιο των δόγηδων, ήταν όμως η ανακτορική εκκλησία. Οι Βενετοί θέλησαν έτσι να υπογραμμίσουν την σύνδεση εξουσίας και θρησκείας, ενισχύοντας μέσω αυτής την αυθεντία του κράτους – αντίληψη εξόχως βυζαντινή. Το ιδιόμορφο σταυροειδές σχήμα των Αγίων Αποστόλων, με έναν κύριο τρούλο στο κέντρο του σταυρού και από έναν μικρότερο στο κάθε σκέλος, αναπαρήχθη στον Άγιο Μάρκο.
Από τους Αγίους Αποστόλους δεν σώζεται τίποτε, καθώς οι ναός κατεδαφίσθηκε λίγο μετά την Άλωση. Εικόνα του, με τους πέντε τρούλους και τον διάκοσμο από ψηφιδωτά και ορθομαρμάρωση, αποτυπώνεται σε δύο βυζαντινά χειρόγραφα.
Ιστορικοί έχουν επισημάνει πως ο Άγιος Μάρκος επείχε και την θέση του Ιπποδρόμου της Πόλης. Η κύρια πρόσοψή του, προς την πλατεία, με τις επάλληλες αψίδες και πόρτες, θυμίζει την σκηνή ρωμαϊκού θεάτρου. Ο εξώστης, που δεν συναντάται σε εκκλησία της Πόλης, λειτουργούσε τρόπον τινά ως το αυτοκρατορικό κάθισμα του Ιπποδρόμου. Ο Αυτοκράτωρ Ρωμαίων λάμβανε το χρίσμα στην Αγία Σοφία και παρουσιαζόταν πανηγυρικά στα πλήθη στον Ιππόδρομο, για να τον επευφημήσουν. Ο δόγης, αντίστοιχα, εκλεγόταν στο παρακείμενο ανάκτορο και παρουσιαζόταν από τον εξώστη του Αγίου Μάρκου, στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία.
Η εξωτερική όψη του ναού έχει αλλάξει τόσο, ύστερα από επάλληλες επεμβάσεις, ώστε να μην θυμίζει σε τίποτε την αρχική, βυζαντινή γραμμή. Αγνώριστο τον έκανε η προσθήκη ενός καταιγισμού γοτθικών σπειρών και διακοσμητικών, στα τέλη του 14ου και τις αρχές του 15ου αιώνα, και αργότερα μπαρόκ αγαλμάτων. Το αρχιτεκτονικό και αισθητικό ανακάτεμα έκανε τον ναό να μοιάζει, όπως παρατήρησε –όχι άδικα– ο Γκαίτε, με «κολοσσιαίο κάβουρα». Στο εσωτερικό διατηρείται κάπως το βυζαντινό μεγαλείο του ημίφωτος κάτω από τις χρυσές ψηφίδες των ψηφιδωτών, παρότι τα αρχικά, βυζαντινής τεχνοτροπίας, αντικαταστάθηκαν σε πολλά σημεία με δυτικότροπα.
Η βυζαντινή επιρροή είναι φανερή και στο παρακείμενο ανάκτορο του δόγη, με την εξίσου εκλεκτιστική αρχιτεκτονική, που παντρεύει βυζαντινά, αραβικά και γοτθικά στοιχεία. Το βυζαντινό, εν προκειμένω, δεν είναι άλλο από την διχρωμία της τοιχοποιΐας – κόκκινα τούβλα και λευκή πέτρα δημιουργούν σχέδια σταυρών μέσα σε ρόμβους, δίνοντας την εντύπωση ενός υφαντού που απλώνεται πάνω στους τοίχους.
Η τεχνική αυτή των δίχρωμων σχεδίων έχει βυζαντινή προέλευση – θυμίζει τις εκκλησίες της μεσοβυζαντινής και υστεροβυζαντινής περιόδου αλλά και το Ανάκτορο του Πορφυρογέννητου, της παλαιολόγειας περιόδου, στις Βλαχέρνες.
Το ανάκτορο απέκτησε την σημερινή του μορφή τον 15ο αιώνα, μετά την δεύτερη Άλωση της Κωνσταντινούπολης και το τέλος της Ρωμανίας. Η προσφυγή στην βυζαντινή αισθητική όταν το ίδιο το Βυζάντιο δεν υπήρχε πια δείχνει πόσο αυτή είχε ριζώσει στον υλικό πολιτισμό της Βενετίας. Εξίσου ενδεικτική είναι η χρήση, στο ανάκτορο, των διακοσμητικών ψευδο-οχυρώσεων κατά μήκος της οροφής, στοιχείο της αρχιτεκτονικής των ΦατιμιδώνΧαλιφάτο των Φατιμιδών στην Αίγυπτο. Η Βενετία ήταν ανέκαθεν στραμμένη στην Ανατολή, όπου πηγαινοέρχονταν συνεχώς οι έμποροί της και όπου διατηρούσε παροικίες και, μετά το 1204, αποικιακή αυτοκρατορία. Μαζί με τα εμπορεύματα και τα πλούτη τους, οι Βενετοί έμποροι έφεραν και τους αισθητικούς τρόπους της ανατολικής Μεσογείου.
Στον βυζαντινό υλικό πολιτισμό, που ήταν όπως είδαμε οικείος στην πόλη από τις καταβολές της, πρόσθεσαν στοιχεία της ισλαμικής αρχιτεκτονικής, που συνάντησαν στα εμπορεία της Αλεξάνδρειας, του Καΐρου και του Χαλεπίου. Όλα αυτά τα συνέθεσαν με τον γοτθικό ρυθμό, που μεσουρανούσε στην μεσαιωνική Ιταλία, και γέννησαν το βενετικό αρχιτεκτονικό υβρίδιο. Τα αποτελέσματά του είναι συνήθως πολύ πιο επιτυχημένα από τον αχταρμά της πρόσοψης του Αγίου Μάρκου. Πίσω από την εισαγωγή «ανατολίτικων» στοιχείων, ιδίως ισλαμικών, λανθάνει η ενετική φιλοδοξία για εμπορική και πολιτική πρωτοκαθεδρία στην Ανατολή. Η φιλοδοξία αυτή οδήγησε σε έναν ιδιότυπο μεσαιωνικό «οριενταλισμό», κάνοντας την βενετσιάνικη αρχιτεκτονική ξεχωριστή ανάμεσα σε εκείνες των ιταλικών πόλεων.
Οι Ενετοί σκαρφίσθηκαν χίλια τεχνάσματα για να δικαιολογήσουν την κλοπή των λειψάνων του Αγίου Μάρκου από την Αλεξάνδρεια. Ο ισχυρισμός πως οι μουσουλμάνοι θα κατέστρεφαν τον κοπτικό καθεδρικό ναό όπου φυλάσσονταν για τον κάνουν τζαμί χρησιμοποιήθηκε για να παρουσιάσει την κλοπή ως θεάρεστο έργο «σωτηρίας» των λειψάνων. Η πράξη εγκαινίασε μία πρακτική ληστρικής μεταχείρισης ιερών αντικειμένων σε όλη την λεκάνη της Μεσογείου. Στην ίδια την Βενετία, εγκαινίασε μία παράδοση κλοπής θησαυρών από την Ανατολή που κορυφώθηκε –αλλά δεν σταμάτησε– το 1204. Προκειμένου για αρχαιότητες, έμελλε να βρει μιμητές και πολύ αργότερα, ως την σύγχρονη εποχή.
Ο ηγετικός ρόλος της Βενετίας και του δόγη της Ενρίκο ΝτάντολοΕνρίκο Ντάντολο στην Τέταρτη Σταυροφορία χάρισε στην Γαληνοτάτη την μερίδα του λέοντος των λαφύρων της λεηλασίας της Κωνσταντινούπολης. Οι Ενετοί είχαν αρχίσει να επενδύουν με μάρμαρο τις προσόψεις του Αγίου Μάρκου από το 1169. Με την άφιξη ενός ποταμού λαφύρων μετά το 1204, η εκκλησία ντύθηκε με τα τρόπαια. Οι τοίχοι του σκευοφυλακίου ντύθηκαν ολόκληροι με πλάκες πολύχρωμων μαρμάρων και σπαράγματα – θωράκια και κομμάτια από αγίες τράπεζες εκκλησιών, με ανάγλυφα εμφανώς βυζαντινά. Οι τοίχοι του κυρίως ναού γέμισαν και αυτοί από σπαράγματα, έγιναν ένα κολοσσιαίο μαρμαροθέτημα.
Δύσκολο, τονίζουν οι αρχαιολόγοι, να ξεχωρίσεις ποια μάρμαρα προέρχονται από την λεία της Κωνσταντινούπολης και ποια λαφυραγωγήθηκαν –ή αγοράσθηκαν– αλλού στην Ανατολή. Αναμφίβολα λεία της Πόλης αποτελεί το σύμπλεγμα των τεσσάρων αγαλμάτων.Σύμπλεγμα της τετραρχίας από πορφυρίτη που παριστάνουν τους Τετράρχες, τους τέσσερις Ρωμαίους συναυτοκράτορες της περιόδου της Τετραρχίας (293-324). Το σύμπλεγμα βρισκόταν αρχικά στο Φιλαδέλφειον, μεγάλη πλατεία της Κωνσταντινούπολης πάνω στην Μέση Οδό. Οι Ενετοί υιοθέτησαν την πίστη των κατοίκων της Πόλης πως τα αγάλματα είχαν μαγικές δυνάμεις. Έτσι, τοποθέτησαν τους Τετράρχες στην γωνία των τοίχων του σκευοφυλακίου του ναού, ώστε να «προστατεύουν» τους εκεί φυλασσόμενους θησαυρούς (λάφυρα οι περισσότεροι από την Πόλη, όπως και οι ίδιοι οι Τετράρχες). Τα αγάλματα εντοιχίσθηκαν έτσι ώστε τα δύο να κοιτούν προς την πλατεία του Αγίου Μάρκου και δύο προς την Piazzeta και την θάλασσα, «φυλάσσοντας» την πρόσβαση από κάθε κατεύθυνση.
Δύο τετράγωνοι πεσσοί, με περίτεχνα φυτικά ανάγλυφα, προέρχονται από τον ναό του Αγίου ΠολυεύκτουΝαός του Αγίου Πολυεύκτου, κτίσμα της ιουστινιάνειας εποχής στην Πόλη. Ταυτοποιήθηκαν όταν ήλθαν στο φως τα ερείπια του Αγίου Πολυεύκτου το 1960, καταρρίπτοντας τον βενετσιάνικο μύθο ότι προέρχονταν από ναό της Άκο (Αγίου Ιωάννη της Άκρας) των Αγίων Τόπων. Οι πεσσοί ήταν τοποθετημένοι μπροστά στην σήμερα καταργημένη Πύλη της Θάλασσας του ναού, παραπέμποντας στους δύο κίονες που, κατά την Παλαιά Διαθήκη, βρίσκονταν μπροστά στην είσοδο του Ναού του Σολομώντα…
Αλλά το πιο διάσημο λάφυρο από τη Κωνσταντινούπολη είναι, χωρίς αμφιβολία, τα τέσσερα χάλκινα άλογα που αφαιρέθηκαν από τον Ιππόδρομο και τοποθετήθηκαν πανηγυρικά στο κέντρο του εξώστη του Αγίου Μάρκου. Η θεωρία που ήθελε τα άλογα να είναι έργο του κλασικού γλύπτη Λυσίππου έχει καταρριφθεί, καθώς χρονολογήθηκαν στην ρωμαϊκή εποχή. Άγνωστο πώς έφθασαν στον Ιππόδρομο της Πόλης, όπου είχαν συγκεντρωθεί αρχαιότητες από όλη την ανατολική Μεσόγειο. Η τοποθέτησή τους στον εξώστη του Αγίου Μάρκου επιβεβαιώνει την λειτουργία του τελευταίου ως κάτι αντίστοιχο του Καθίσματος του Ιπποδρόμου. Λίγο μετά την τοποθέτησή τους, η πλατεία μπροστά στην εκκλησία και η Piazzetta που από αυτήν οδηγεί στην λιμνοθάλασσα διαμορφώθηκαν, με πρότυπο τα αυτοκρατορικά fora της Κωνσταντινούπολης. Αποτέλεσαν το κέντρο του τελετουργικού του δημόσιου βίου της Γαληνοτάτης, φιλοξενώντας τις σημαντικότερες πολιτικές τελετές και θρησκευτικές λιτανείες.
Οι περιστάσεις της Πρώτης Άλωσης ήταν τραγικές για την Κωνσταντινούπολη και την Ρωμανία. Άφησαν βαθύ τραύμα στην ελληνική συλλογική συνείδηση και προκάλεσαν άσβεστο μίσος για τους δυτικούς, που κράτησε για αιώνες. Οι θησαυροί που κατέληξαν στην Βενετία και σε άλλες δυτικές πόλεις ήταν μέρος μόνο του πλούτου της Πόλης – άλλοι τόσοι, αν όχι πολλοί περισσότεροι, καταστράφηκαν από τους σταυροφόρους, που τους έσπασαν και έλιωσαν για να χρησιμοποιήσουν τα πολύτιμα μέταλλα και πέτρες. Με την γνώση των γεγονότων που έμελλε να ακολουθήσουν, όμως, γνωρίζουμε σήμερα πως εξαιτίας ακριβώς της αρπαγής τους, κάποιοι –έστω– θησαυροί γλίτωσαν την βέβαιη καταστροφή που τους έμελλε στην δεύτερη Άλωση του 1453Τα hoaxes της Άλωσης: «Η Πόλη δεν αλώθηκε, παραδόθηκε!» από τους Οθωμανούς.
Πραγματικός θησαυρός είναι το περίφημο Pala d’ Oro, το χρυσό τέμπλο στην Αγία Τράπεζα του Αγίου Μάρκου. Πρόκειται για μια σύνθεση από κλουαζονέ εικόνες από σμάλτο ασυνήθιστης δεξιοτεχνίας. Στην βάση της σύνθεσης, εκατέρωθεν της Θεοτόκου, εικονίζεται ο δόγης Ορντελάφο Φαλιέρ και η Ειρήνη, «Ευσεβεστάτη Αυγούστη». Δεν είναι άλλη από την την Ουγγαρέζα πριγκίπισσα Πιρόσκα, που μετονομάσθηκε Ειρήνη όταν παντρεύθηκε τον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό. Εκείνος εικονιζόταν αριστερά της Θεοτόκου, προτού οι Ενετοί αντικαταστήσουν το πρόσωπο (και το όνομά) του με εκείνο του δόγη Φαλιέρ. Η σύνθεση εκλάπη και μετεφέρθη ολόκληρη από το καθολικό της Μονής Παντοκράτορος της Κωνσταντινούπολης, κτήτορες της οποίας υπήρξαν ακριβώς ο Ιωάννης Κομνηνός και η Πιρόσκα-Ειρήνη (το ζεύγος εικονίζεται σε ψηφιδωτό στο υπερώο της Αγίας Σοφίας). Στο καθολικό της Μονής Παντοκράτορα ήταν και το ταφικό παρεκκλήσιο των Κομνηνών.
Οι Ενετοί πίστευαν πως η Pala d’ Oro προερχόταν από την Αγία Σοφία. Την ταυτοποίηση της προέλευσής τους έκανε η αποστολή του αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ ΠαλαιολόγουΙωάννης Η΄ Παλαιολόγος και του Πατριάρχη Ιωσήφ, που πέρασαν από την Βενετία καθ’ οδόν για τις διαπραγματεύσεις για την Ένωση των ΕκκλησιώνΣύνοδος Φλωρεντίας στην Φερράρα-Φλωρεντία (1438-1439). Σύμφωνα με όσα μαρτυρεί ο λόγιος κληρικός Σίλβεστρος Συρόπουλος, ο οποίος μετείχε στην αποστολή, τα μέλη της διάβασαν τις επιγραφές των εικόνων και αναγνώρισαν την Ειρήνη Κομνηνή και την προέλευση του έργου από την Μονή Παντοκράτορα. Ο Συρόπουλος περιγράφει, με αξιοπρέπεια, την «ἀθυμία καὶ λύπη καὶ κατήφεια» που τους πιάνει, καθώς αντικρίζουν τα λάφυρα που είχαν αφαιρεθεί από την πόλη τους…
Η Pala d’ Oro μας δίνει και μια ιδέα του πώς πρέπει να έμοιαζε το τέμπλο της Αγίας Σοφίας. Ο Χωνιάτης μιλά για «ἐκ πασῶν τιμίων ὑλῶν σύνθεμα συντετηγμένων πυρὶ καὶ περιχωρησασῶν ἀλλήλαις εἰς ἑνὸς ποικιλοχρόου κάλλους ὑπερβολήν», περιγραφή που παραπέμπει σε σμάλτο και τεχνική κλουαζονέ, ίδια με το σωζόμενο της Μονής Παντοκράτορα. Εκείνο, μαρτυρά ο ιστορικός «κατετεμαχίσθη καὶ διεμερίσθη τοῖς σκυλευταῖς», οι οποίοι ενδιαφέρονταν για τα πολύτιμα υλικά.
Το σκευοφυλάκιο του Αγίου Μάρκου περιέχει ορισμένα από τα ωραιότερα σωζόμενα κομψοτεχνήματα του υλικού πολιτισμού της Ρωμανίας. Ο επισκέπτης μένει άφωνος με τις φορητές εικόνες, και αυτές συνθέσεις από χρυσό και σμάλτο, τα γλυπτά από φυσικό κρύσταλλο, τα δισκοπότηρα από όνυχα και πολύτιμες πέτρες. Πρόκειται για μια τέχνη άφθαστη τόσο στην πολυτέλεια όσο και στην καλαισθησία. Η επίσκεψη προσφέρει μια φευγαλέα, έστω ματιά, σε έναν ολόκληρο κόσμο προ πολλού λησμονημένο, εκείνον της Ρωμανίας.
Πολλά άλλα σταυροφορικά κράτη απέκτησαν λάφυρα της Πόλης μετά την Τέταρτη Σταυροφορία, κανένα όμως δεν προσπάθησε να γίνει «Πόλη στην θέση της Πόλης» όπως η Βενετία. Ιδίως μετά το 1204, οι αρχές προσπαθούν να αναπλάσουν το αστικό τοπίο της Βενετίας κατ’ εικόνα και ομοίωση της Βασιλεύουσας. Τμήμα της προσπάθειας αυτής είναι, αναμφίβολα, και η τοποθέτηση, στο σημείο που η Piazzetta San Marco συναντά την λιμνοθάλασσα, των δίδυμων στηλών – λαφύρων και αυτών από την Κωνσταντινούπολη ή κάποια άλλη πόλη της Ανατολής. Την μία στέφει το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, την άλλη το άγαλμα του Θεοδώρου του Στρατηλάτη, που ήταν ο πολιούχος της πόλης μέχρι την άφιξη των λειψάνων του Ευαγγελιστή από την Αλεξάνδρεια…
Χάρη στην αρχιτεκτονική του, αλλά και στα λάφυρα που τον έντυσαν και εκείνα που θησαυρίζει, ο Άγιος Μάρκος είναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία βυζαντινής τέχνης του κόσμου. Αλλά τα λάφυρα του 1204 δεν θα τα βρεις μόνο στην πλατεία και την piazzetta του Αγίου Μάρκου. Κάποια ξεφυτρώνουν στα πιο αναπάντεχα μέρη. Έτσι, στον τοίχο του περιβόλου ενός ιδιωτικού μεγάρου, σε μια εσωτερική αυλή –δεν την λες πλατεία, τόσο μικρή που είναι– που φέρει το όνομα Campiello Angaran, έχει εντοιχισθεί μαρμάρινος δίσκος με ανάγλυφη παράσταση βυζαντινού αυτοκράτορα! «Πρόκειται για λάφυρο που προφανώς έφερε μαζί του, ιδιωτικά, κάποιος που συμμετείχε στην σταυροφορία» λέει η Κατερίνα Κορρέ, ιστορικός και συνεργάτης του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και μετα-Βυζαντινών Μελετών της ΒενετίαςΕλληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας | Υπουργείο Εξωτερικών. «Προφανώς κάπου το είδε, του άρεσε και το πήρε. Είναι απίστευτο!» Το ανάγλυφο πιστεύεται πως εικονίζει τον Ιωάννη Κομνηνό, τον οποίον «αποκεφάλισαν» στην Pala d’ Oro για να τον «αντικαταστήσουν» με τον δόγη Φαλιέρ.
Και δεν είναι μόνο τα λάφυρα. Σε όλη την πόλη, προσόψεις μεγάρων κοσμούνται με ορθομαρμάρωση. Δεν έχει σημασία αν τα παράθυρά τους είναι γοτθικά – πολλά τα άλλαξαν, εξάλλου, αργότερα. Κτίσθηκαν στον βενετο-βυζαντινό ρυθμό, με τις αισθητικές επιταγές που ήλθαν από την Ρωμανία. Κάποια μέγαρα κοσμούνται με ομφάλια από πολύχρωμα μάρμαρα. Άλλα με μαρμάρινα γλυπτά, η τεχνική των οποίων είναι απαράλλαχτη με εκείνη των βυζαντινών αναγλύφων σε μάρμαρο ή ελεφαντόδοντο. Πέραν του υλικού πολιτισμού, η επιρροή του Βυζαντίου επεκτείνεται και στον άυλο κόσμο. «Η Βενετία, μόνη πόλη στην Ιταλία, έχει το έθιμο να τιμά, ως αγίους, μορφές της Παλαιάς Διαθήκης» μου εξηγεί ο βυζαντινολόγος Φρέντερικ Λάουριτζεν (Frederick Lauritzen). «Η πόλη είναι γεμάτη εκκλησίες San Zaccaria, San Moisè (Μωϋσής), San Giobbe (Ιώβ), San Pantalon (Παντελεήμων), αφιερώσεις που δεν θα δεις αλλού στην Ιταλία ή τον καθολικό κόσμο. Πρόκειται για βυζαντινή και γενικότερα ανατολική επιρροή.»
Σύμφωνα με τον πατέρα Νικόλαο, ιερέα της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας που κατάγεται από το Μπρίντιζι, η βυζαντινή επιρροή είναι εμφανής και στην διάλεκτο του Βένετο, που έχει πλήθος ελληνικές λέξεις. «Η πιο γνωστή είναι το πιρούνι, που λέγεται piron στα βενετσιάνικα και όχι forchetta. Το πιρούνι, εξάλλου, το πρωτόφερε στην Βενετία η Μαρία Αργυλοπουλίνα, εγγονή του αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄ και ανηψιά του Βουλγαροκτόνου, που παντρεύτηκε τον γιο του δόγη Orseolo. Είχε τόσο σκανδαλίσει τους τότε Βενετσιάνους με τους τρόπους και την πολυτέλεια του βίου της» λέει ο ιερέας.
Η Βενετία ζυμώθηκε με την Ρωμανία για αιώνες. Άσχετο αν η ζύμωση αυτή ήταν συχνά αποτέλεσμα βίαιων περιστάσεων – όπως εξάλλου οι περισσότερες διαπολιτισμικές επαφές στην ιστορία. Μοιραία, η πιο βυζαντινή πόλη της Ιταλίας έμελλε, εν καιρώ, από αντίζηλος και εχθρός να γίνει προστάτιδα και καταφύγιο για τον ελληνισμό, όταν έπεσε το σκότος της οθωμανικής κυριαρχίας. Η αλλαγή αυτή ρόλου, από διώκτη σε μάνα, φάρο και παρηγοριά, είναι βέβαια μια άλλη, μακρά ιστορία. Δεν είναι πάντως τυχαίο που ο καρδινάλιος ΒησσαρίωνΒησσαρίων ο Τραπεζούντιος, Έλληνας της Τραπεζούντας και επιφανής λόγιος, στην επιστολή του προς τον δόγη και την γερουσία της Γαληνοτάτης με την οποία δωρίζει την πολύτιμη βιβλιοθήκη του στην βασιλική του Αγίου Μάρκου, χαρακτηρίζει την Βενετία «σχεδόν δεύτερο Βυζάντιο» και το μοναδικό μέρος στην Ιταλία όπου αισθάνεται «όπως στην Ρωμανία…». Ήταν το 1468, δεκαπέντε χρόνια μετά την δεύτερη –και οριστική– Άλωση της Κωνσταντινούπολης…