Η Αρχιτεκτονική της Παναγίας Παραμυθίας (Βλαχ Σαράϊ)
Tου Δρ. Συμεών Σολταρίδη
Στην αρθρογραφία για τον Ιερό Ναό της Παναγίας της Παραμυθίας ή της Παναγίας του Βλάχ-σαραϊ μεταξύ Μπαλατά και Φαναρίου, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η ευρύτερη περιοχή Φαναρίου αποτέλεσε πόλο έλξης των ηγετικών μορφών των Ορθόδοξων λαών την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που αποδέχονταν τον Πατριάρχη ως θρησκευτικό και πολιτικό ηγέτη, καθώς αυτός είχε οριστεί ο εκπρόσωπος όλων όσων ανήκαν στο μιλλέτ των Ρουμ, των Ρωμιών.
Στην περιοχή του Μπαλατά χτίζουν τα παλάτια τους, αρχοντικά οικήματα για την περίοδο παραμονής τους στην Πόλη, αλλά και ναούς για τον εκκλησιασμό τους. Ένας τέτοιος ναός ήταν και η Παναγία Παραμυθία.
Παρά το ότι αποτελούσε μέρος ενός μικρού σχετικά συγκροτήματος, εν τούτοις η ιστορική σπουδαιότητά του έγκειται στο γεγονός πως διετέλεσε Πατριαρχικός Ναός μετά την Μονή της Παμμακάριστου. Επίσης, όπως έχει σχολιαστεί εκτενώς στο προηγούμενο άρθρο, εκεί αναγνωρίστηκε η Πατριαρχική τιμή εκ μέρους της Συνόδου με χρυσόβουλο, η Πατριαρχική αξία της Εκκλησίας της Μόσχας. Εκεί αποφασίστηκε να είναι στα δίπτυχα η εκκλησία Μόσχας το πέμπτο Ορθόδοξο Πατριαρχείο κατά την τάξη και να αναγνωρίζει το «πρώτον» του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τέλος εκεί αποφασίσθηκε και η εφαρμογή του νέου ημερολογίου.
Για τους λόγους αυτούς αλλά και άλλους ο ναός αυτός θεωρείται σημαντικός και πρέπει να τυγχάνει σήμερα της ανάλογης προσοχής.
Οι αλλεπάλληλες καταστροφές που υπέστη, με τελευταία την φωτιά του 1974, κατέστρεψαν πλήρως τον ιστορικό αυτό Ναό. Σε πείσμα των καιρών και μετά την λήψη της σχετικής καταχώρησης του ακινήτου, του Ναού και των πέριξ αυτού κατεστραμμένων σήμερα χώρων, στη σελίδα του κτηματολογίου επ ονόματι του Βακουφίου της Παναγίας της Παραμυθίας, άνοιξε ο δρόμος για την αποκατάσταση ολόκληρου του συγκροτήματος. Τόσο του ναού όσο και των παρακείμενων εντός του αύλειου χώρου οικημάτων. Η επιτροπή εργάζεται πυρετωδώς για την συγκέντρωση οικονομικών πόρων με σκοπό να ανοικοδομηθεί εκ βάθρων.
Όσο κι αν θεωρείται μικρός ο ναός της Παναγίας Παραμυθίας, η αρχιτεκτονική και η ναοδομία του έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί αποτελεί ένα ιστορικό μνημείο με βαρύνουσα σημασία στην πορεία της ορθοδοξίας τόσο στην Πόλη όσο και πολύ πιο πέρα από τα στενά όριά της.
Ιδρύθηκε στην περιοχή που υπήρξε το κέντρο της Ορθοδοξίας. Κατά την Οθωμανική διοίκηση και πολιτική οι Ορθόδοξοι δεν χωρίζονταν σε έθνη, γράφει ο ιστορικός τέχνης Χαϊρή Φεχμή Γιλμάζ, καθώς για την Οθωμανική Αυτοκρατορία «οι Ορθόδοξοι ήταν ένα έθνος». Έτσι εμφανίζονταν στις πηγές . Για παράδειγμα «οι Ορθόδοξοι βλάχοι της Ρουμανίας ή της Μέσης και Ανατολικής Ανατολής ήταν ένα έθνος».
Την εποχή αυτή μιλούμε για μιλλέτ, με βάση το θρήσκευμα κι όχι τόσο την εθνοτική καταγωγή. Έτσι η περιοχή των παραλίων του Κεράτιου κόλπου, και κυρίως το Φανάρι, με πυρήνα το Πατριαρχείο, θεωρήθηκε το κέντρο ολόκληρου του ορθόδοξου κόσμου.
Ο Γκέρλαχ σημειώνει ότι ο Ναός του Βλάχ-σαραϊ, ανοικοδομήθηκε επάνω σε ανάκτορο τον 16 αιώνα για τους Πρίγκηπες της Βλαχίας. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ανοικοδομήθηκε το ανάκτορο. Λέγεται όμως ότι παραχωρήθηκε από τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν το 1529 στους Ηγεμόνες από την Βλαχία, αν και αυτή η πληροφορία δεν είναι ακριβής. Πάντως δωρίσθηκε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης από τους απογόνους των Ηγεμόνων της Βλαχίας και το 1587 έγινε η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου μετά την Παμμακάριστο.
Καθώς η περιοχή έχει μεγάλη κλήση έχουν κατασκευαστεί αναβαθμίδες για να δημιουργηθούν επίπεδα τμήματα και να υπάρξει δυνατότητα ανέγερσης οικοδομημάτων. Σε τέτοιες αναβαθμίδες είναι διαμορφωμένο και το ακανόνιστο οικόπεδο μέσα στο οποίο είναι κτισμένο και το Βλαχ-Σαράι. Η πρόσβαση στο κτήριο γίνεται μόνον από τον πρώτο αναβαθμό. Υπάρχει βέβαια και πλάγια είσοδος. Άξιος προσοχής είναι ένας μνημειώδης πλάτανος εντός της αυλής.
Στους «Κυανούς γερμανικούς χάρτες» της Πόλης, του έτους 1916, η περιοχή όπου βρίσκεται το κτήριο εμφανίζεται με λεπτομέρεια. Η οδός μπροστά από το ναό σημειώνεται ως «Ουλάχ Σαράϊ Κιλισεσί σοκαγί», δηλ. οδός της Βλαχικής Εκκλησίας, με λατινικά γράμματα.
Στον χάρτη ασφαλειών (πυροπροστασίας), που σχεδίασε ο τοπογράφος Ζακ Πέρβιτιτς, το 1929, για λογαριασμό της «Κεντρικής Διεύθυνσης των Ασφαλιστών της Τουρκίας» , το κτήριο του ναού και ο περιβάλλον χώρος του εμφανίζονται με μεγάλη λεπτομέρεια.
Σ’ αυτόν τον χάρτη η εκκλησία, που είναι το μεγαλύτερο κτήριο του συγκροτήματος, εμφανίζεται ως λιθόκτιστη κατασκευή, γκιαβγκίρι, ενώ δίπλα οι δύο πλευρές του κτηρίου σημειώνονται ως ξύλινες κατασκευές, που μπορεί να σχεδιάστηκαν ως «παρεκκλήσιον», όπως σημειώνεται στο χάρτη με ελληνική ονομασία. Μέσα στον αύλειο χώρο σημειώνεται η ύπαρξη τεσσάρων ξύλινων οικημάτων. Πρόκειται για διώροφες και μονώροφες κατασκευές.
Γενικά ο ναός αντικατοπτρίζει τις ιδιότητες της χριστιανικής αρχιτεκτονικής της περιόδου προ των Μεταρρυθμίσεων [δηλ. πριν από το 1839]. Όπως όμως σημειώνεται σε επιγραφή στα ελληνικά, που βρίσκεται σε τοίχο του ναού, την 1η Μαίου 1840 το κτήριο ανοικοδομήθηκε εξ αρχής. Έτσι συμπεραίνεται ότι ο ξύλινος νάρθηκας και οι άλλοι χώροι πρέπει να κτίστηκαν αυτή την περίοδο.
Ο Χαϊρή Φεχμή Γιλμάζ σε σχετική του μελέτη γράφει ότι ο Ναός στην πρώτη ανοικοδόμηση του ήταν αρχιτεκτονικά απλός και λιτός, ενώ οι Ναοί μετά το Τανζιμάτ κτίζονται πολύ διαφορετικά και λαμπρά.
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ozyegin Alssandro Camiz και η ομάδα του, σημειώνει ότι «η τοιχοποιία διαφέρει ως προς το κατασκευαστικό υλικό της αφού χρησιμοποιήθηκε διαφορετικό κονίαμα». Ενώ για τα θεμέλια της τοιχοποιίας υποστηρίζει ότι έχουν μια ειδική τεχνική που της δίδουν υπερβολική ανθεκτικότητα. Δεν παραλείπει δε να αναφερθεί και στην οροφή και να πει ότι «αφού ενδυναμωθούν οι τοίχοι πρέπει εκ νέου να κτισθεί η οροφή αφού μελετηθούν οροφές της ιδίας περιόδου».
Πριν την φωτιά στις αρχές της δεκαετίας του 1830 ο Ναός ήταν ξύλινος, ενώ ξύλινα ήταν τέμπλο, εικονοστάσι, θρόνος άμβωνας. Καταστράφηκαν στην φωτιά τα πάντα εκτός από την τοιχοποιία που ήταν «γκιαβγκίρι» δηλαδή πέτρινη. Το καμπαναριό είναι της περιόδου του Τανζιμάτ, δηλαδή του 1833. Όπως και ο νάρθηκας.
Την περίοδο αυτή ανοικοδομήθηκε με την οικονομική συνδρομή της κοινότητας Σαλματοβρουκίου και έφθασε μέχρι το 1974 όπου και πάλι καταστράφηκε από φωτιά. Τα σχετικά λοιπόν ευρήματα του Ναού και όχι των θεμελίων ανάγονται σε αυτή την εποχή.
Ο Ναός κατά τον αρχιτέκτονα Σάββα Τσιλένη ήταν «μια απλή τετράπλευρη λιθόκτιστη βασιλική με μια δίρριχτη σκεπή. Και συνεχίζει «Στο σκίτσο του Μήλλα διασώζεται ο τοίχος της δυτικής πλευράς, που προεξέχει των δύο πλάγιων πλευρών σε ανάμνηση για το πως ήταν το ξύλινο κτήριο που κάηκε το 1784. Τα κατακόρυφα στοιχεία που φαίνονται στην φωτό είναι οι θέσεις των ξύλινων κολωνών που στηριζόνταν τα ζευκτά της σκεπής και όταν κάηκαν έμεινα τα κενά στους τοίχους καπνισμένα….».
Ο αρχικός ναός είναι ορθογώνιος και είχε μια στρογγυλή αψίδα που προεξείχε προς την ανατολική πλευρά, που ήταν το ιερό Βήμα. Είχε ένα παράθυρο, ενώ στην συνέχεια ο ναός επεκτάθηκε σε τρία κλίτη με τρείς κόγχες που είχαν από ένα παράθυρο.
Ο ιστορικός τέχνης κ. Γιλμάζ στην μελέτη του σημειώνει ότι υπήρχαν τέσσερα παράθυρα βόρεια και τρία νότια τα οποία ήταν ημικυκλικά τοξωτά. Συνεχίζει ο κ. Γιλμάζ και τονίζει ότι αντί τετάρτου παραθύρου νότια υπήρχε πόρτα, όπως πόρτα υπήρχε και ανατολικά. Ενώ μικρή πόρτα υπάρχει και μία προς το ιερό Βήμα.
Σε άλλο σημείο σημειώνει «Ο ξύλινος νάρθηκας και στις δύο πλευρές και ο δυτικός τοίχος της νότιας εισόδου είναι επίσης λίθινος και ενσωματώνονται με τη δυτική πρόσοψη του ναού». Και συνεχίζει «Η δυτική πρόσοψη του ναού καταλήγει σε τριγωνικό αέτωμα λόγω της δίρριχτης στέγης του. Στο κέντρο της κορυφογραμμής της στέγης υπάρχει σταυρός εν είδη κορυφής.
Στην πρόσοψη υπάρχουν δύο σειρές από παράθυρα με λίθινα περίθυρα. Το παράθυρο που βρίσκεται στο κέντρο επάνω έχει κιγκλίδωμα, το οποίο στις ενώσεις των οριζοντίων και καθέτων ράβδων φέρει κύβους με κομμένες τις γωνίες. Στα δύο άλλα παράθυρά υπάρχουν κιγκλιδώματα που έχουν στις ενώσεις του ρομβοειδή ελάσματα. Τα κάτω παράθυρα είναι σχεδόν τετράγωνα».
Η λίθινη κατασκευή του κεντρικού ναού είναι από αργολιθοδομή και ανάμεσα υπάρχουν κομμάτια κομμένων ακανόνιστα οπτόπλινθων. Στις γωνίες τα τεμάχια του λίθου έχουν μεγαλύτερο μέγεθος. Ανάμεσα στα υλικά της τοιχοποιίας βρίσκονται σε μικρή ποσότητα μαύροι λίθοι, πράσινες ηφαιστειακές πέτρες και τεμάχια μαρμάρου.
Την οθωμανική εποχή μέχρι την έκδοση των διαταγμάτων των Μεταρρυθμίσεων στους χώρους λατρείας των μη μουσουλμάνων δεν επιτρέπονταν η χρήση ευγενούς οικοδομικού υλικού, όπως θεωρούνταν οι λαξευμένοι λίθοι και το μάρμαρο. Γι’ αυτό τον λόγο η λίθινη κατασκευή, εν γένει η τοιχοποιία, δίνει την εντύπωση ότι δομήθηκε με λίθους που συλλέχθηκαν επί τόπου.
Ενώ υποστηρίζει ότι η στέγη καλύπτεται εξωτερικά με τουρκικά κεραμίδια και μόνο ο ανατολικός και δυτικός τοίχος καλύπτονταν από κεραμίδια τύπου Μασσαλίας. Τέλος τονίζει ότι στο δάπεδο διακρίνονται διάφορα ίχνη δαπέδου. Γενικά χρησιμοποιούνται μαρμάρινες πλάκες.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι εκτός της ιστορικής αξίας ο ναός έχει μεγάλη αρχιτεκτονική σημασία μια και παρουσιάζεται μια ναοδομία η οποία φέρει στοιχεία Χριστιανικής και Οθωμανικής περιόδου.
Όλα τα παραπάνω κέντρισαν το ενδιαφέρον της εφοροεπιτροπής του Βακουφίου και μετά τις αγωγές και τις δίκες οι οποίες οδήγησαν στην καταγραφή του ακινήτου στο κτηματολόγιο υπέρ του Βακουφίου της εκκλησίας της Παναγίας της Παραμυθίας ξεκίνησαν σχετικές μελέτες επιδιόρθωσης του οικήματος. Έγιναν αρχαιολογικές έρευνες και ανασκαφές όπου βρέθηκαν τα θεμέλια. Προς το παρόν όμως σταμάτησαν λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων με αποτέλεσμα να καθυστερεί η ανάδειξη του Ναού. Οι προσπάθειες βέβαια δεν σταματούν κι η ελπίδα της ανακατασκευής του ιστορικού αυτού μνημείου παραμένει ζωντανή.