Χάθηκε το 6,8% της αγοραστικής δύναμης των Κυπρίων
‘Εκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας Κύπρου: Η πτωτική τάση του πραγματικού μισθού και η υποτίμηση της εργασίας βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη.
Η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Κύπρο βρίσκεται σε επίπεδα 6,8% χαμηλότερα από ό,τι την περίοδο 2006-2012, αναφέρει η έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας Κύπρου (ΙΝΕΚ) , που παρουσιάστηκε την Τετάρτη από τον επιστημονικό συνεργάτη του ΙΝΕΚ Ηλία Ιωακείμογλου, σε εκδήλωση που διοργάνωσε διαδικτυακά η ΠΕΟ. Η πτωτική τάση του πραγματικού μισθού και η υποτίμηση της εργασίας βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη, σημειώθηκε κατά την παρουσίαση.
Όπως έδειξε με σχετικό γράφημα, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού είχε υποχωρήσει στο -11% το 2014 μετά την εφαρμογή των μνημονίων. Με τη βελτίωση της κυπριακής οικονομίας τα έτη 2015-2019 αυτή άρχισε να ανακάμπτει για να φτάσει στο -3,3% σε σχέση με το 2006-2012. Η πανδημία έριξε ξανά την αγοραστική δύναμη σε πολύ χαμηλά επίπεδα, από τα οποία έχει αρχίσει ήδη να ανακάμπτει. Ωστόσο η εξέλιξη αυτή είναι σε εξέλιξη, καθώς μέχρι σήμερα εξακολουθεί να απέχει 6,8% από αυτό που ήταν το 2006.
Την ίδια στιγμή, το ΑΕΠ ανέκαμψε πλήρως στο επίπεδο του 2019, αλλά οι μισθοί δεν επανήλθαν, ενώ με την παρέμβαση του πληθωρισμού στην αγοραστική δύναμη, αυτή φαίνεται να μειώνεται εκ νέου.
Αντίθετα, το εισοδηματικό μερίδιο του κεφαλαίου στο προϊόν παρουσιάζει εντυπωσιακή αύξηση με βάση τα διαγράμματα που παρουσιάστηκαν. Φαίνεται ότι στο τέλος της πρώτης φάσης της υγειονομικής κρίσης το εισοδηματικό μερίδιο του κεφαλαίου αυξάνεται με γρήγορη και έντονη τάση, που φαίνεται ότι θα συνεχιστεί.
Ο κ. Ιωακείμογλου ανέφερε ότι στην Κύπρο από το 2002 παρατηρούταν μία σταθερότητα στη διανομή του προϊόντος ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Αυτό καταργήθηκε με την εφαρμογή των μνημονίων. Από το 2015 το εισόδημα του κεφαλαίου αυξήθηκε γρήγορα σε σχέση με το σύνολο των αμοιβών εργασίας και έφτασε το 2021 να αυξηθεί κατά 41% από το 2006. Αντίθετα το σύνολο των αμοιβών της εργασίας αυξήθηκε μόνο κατά 6% την ίδια περίοδο.
Σημειώνεται ότι το σύνολο των αμοιβών εργασίας δεν αντανακλά τον μέσο πραγματικό μισθό. Αντίθετα, τα στοιχεία δείχνουν ότι παρόλο που σήμερα καταβάλλονται 6% περισσότεροι μισθοί, ο μέσος μισθός έχει μειωθεί κατά 6,8%. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα εργάζονται περισσότερα άτομα, με χαμηλότερους μισθούς, αποδεικνύοντας και με αυτό τον τρόπο την υποτίμηση της εργασίας.
Στο επιχείρημα ότι η αύξηση των μισθών πιθανώς να οδηγούσε σε αύξηση των τιμών, κάνοντάς τις λιγότερο ανταγωνιστικές, ο κ. Ιωακείμογλου απαντά ότι παρόλο που η ανταγωνιστικότητα που προκύπτει από τη μείωση του κόστους εργασίας αυξήθηκε κατά 17%, η ανταγωνιστικότητα των τιμών βελτιώθηκε μόνο κατά 7%. Αντίθετα, αυτό που αυξήθηκε ήταν το μέσο περιθώριο κέρδους.
Στη συνέχεια, σύγκρινε τις ετήσιες αποδοχές ανά μισθωτό στην Κύπρο με τις υπόλοιπες χώρες της Νότιας Ευρώπης. Από τη σύγκριση προκύπτει ότι οι μισθοί στην Κύπρο είναι χαμηλότεροι από την Ιταλία και την Ισπανία και μεγαλύτεροι από Πορτογαλία και Ελλάδα. Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα δεν αυξήθηκαν ποτέ οι μισθοί μετά τα μνημόνια, ενώ στην Πορτογαλία φαίνεται να υπάρχει αυξητική τάση, που πιθανώς σύντομα να ξεπεράσουν τους μισθούς της Κύπρου.
Ένα άλλο σημαντικό οικονομικό μέγεθος που αναλύεται στην έκθεση είναι η ανεργία. Αναλύοντας τα δεδομένα των τελευταίων 15 ετών, ο κ. Ιωακείμογλου συμπεραίνει ότι για την Κύπρο φαίνεται ότι η «ανεργία ισορροπίας», το σημείο δηλαδή στο οποίο φαίνεται να επέρχεται ουσιαστική μεταβολή στον συσχετισμό δυνάμεων εργασίας-κεφαλαίου για διαπραγμάτευση του μισθού, φαίνεται να είναι στο 7,5%.
Σημείωσε επίσης ότι οι βραχυχρόνια και μακροχρόνια άνεργοι στην Κύπρο ανέρχονται στους 35.000. Ωστόσο, όταν συνυπολογιστούν και οι αποθαρρυμένοι και υποαπασχολούμενοι, τότε ο αριθμός αυτός διπλασιάζεται. Σημείωσε, ότι παρόλο που το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε αισθητά με την ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας από το 2015 και μετά, η υποαπασχόληση και η μακροχρόνια ανεργία παραμένουν σε ψηλά επίπεδα.
Όσον αφορά τα μακροοικονομικά στοιχεία που αναλύονται στην έκθεση, ο κ. Ιωακείμογλου στάθηκε σε δύο σημεία. Το πρώτο αφορά τη σύγκριση του πραγματικού ΑΕΠ με το δυνητικό. Ανέφερε ότι όταν το πραγματικό ΑΕΠ μιας οικονομία υπερβεί το δυνητικό ΑΕΠ, αρχίζουν τα προβλήματα: Ψηλός πληθωρισμός, μεγαλύτερες εισαγωγές, προβλήματα στο εμπορικό ισοζύγιο. Ανέφερε ότι η κυπριακή οικονομία το 2018, ακολουθώντας μία πολιτική που δεν ήταν «φρόνιμη», όπως τη χαρακτήρισε, εξάντλησε τις δυνατότητές της να αναπτύσσεται χωρίς προβλήματα. Σήμερα βρισκόμαστε σε μία κατάσταση που η χώρα θα έχει να αντιμετωπίσει συνθήκες που ευνοούν τον πληθωρισμό, ο οποίος είναι ήδη ψηλός από εξωγενείς παράγοντες. «Αν η κυπριακή οικονομία συνεχίσει να αναπτύσσεται με τον τρόπο του 2015-2019 θα έχει και εσωτερικές συνθήκες, επικίνδυνες για τον εσωτερικό πληθωρισμό», ανέφερε και πρόσθεσε ότι αν μία κυβέρνηση οδηγεί τη χώρα σε παράλογες καταστάσεις με ελλείμματα, χρειάζονται διορθωτικές κινήσεις για τις οποίες το τίμημα θα καταβάλει ο κόσμος.
Σημείωσε ότι στην Κύπρο κατά την τελευταία ανάπτυξη της οικονομίας, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ήταν κατά 40% χαμηλότερες σε σχέση με το 2010.
Ιδιαίτερη ανησυχία όμως εξέφρασε για το τεράστιο έλλειμμα ύψους 9,1% του ΑΕΠ που παρατηρείται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Κύπρου. Ανέφερε ότι αυτό είναι το μεγαλύτερο στην ΕΕ, ακολουθούμενο από τη Ρουμανία και την Ελλάδα με 4,9% και 4,1% αντίστοιχα.
Σημείωσε, ότι όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θελήσει να εφαρμόσει ξανά την πολιτική που ακολουθούσε πριν την πανδημία, η Κύπρος θα υποχρεωθεί να ασκήσει πολιτικές για τη διόρθωση αυτών των μεγεθών. Ανέφερε ότι αντίστοιχο έλλειμμα παρουσιαζόταν και πριν το 2013 (τότε ήταν γύρω στο 15%). Εξέφρασε την ανησυχία του γιατί δεν φαίνεται να συζητείται το θέμα επαρκώς στην Κύπρο, είπε.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση για το πώς αντιμετωπίζεται το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, απάντησε ότι είναι πια αποδεκτό και από τους διεθνείς οργανισμούς ότι αυτό γίνεται μέσα από την πολιτική αναδιανομής του εισοδήματος σε βάρος των μεγάλων εισοδημάτων.
Βάζοντας την έκθεση στο διεθνές οικονομικό πλαίσιο, ανέφερε ότι διεθνώς βρισκόμαστε σε φάση εξόδου από την υγειονομική κρίση. Στις περισσότερες χώρες η έξοδος πραγματοποιείται με απόπειρα υποτίμησης της εργασίας. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια υπάρχει μεγάλος πληθωρισμός 3%, οι τιμές των πρώτων υλών έχουν εκτοξευτεί, κάτι που οδηγεί σε αρρυθμίες στην παραγωγή, το χρέος των χωρών είναι αυξημένο και υπάρχει αυξημένη ρευστότητα στη διεθνή οικονομία, με επιπτώσεις που αναβάλλονται από τους διεθνείς οργανισμούς, επειδή γνωρίζουν ότι αν περιορίσουν τη ρευστότητα ανεβάζοντας τα επιτόκια, αυτό θα είναι το έναυσμα για μια σειρά αρνητικών αποτελεσμάτων.
Από την άλλη, η διατήρηση της ρευστότητας οδηγεί σε χαμηλά επιτόκια και αυτό οδηγεί σε ζημιές μια μεγάλη μερίδα του κεφαλαίου. Σε βάθος χρόνου αυτό θα ανατραπεί, οι Κεντρικές Τράπεζες θα συγκεντρώσουν πίσω τη ρευστότητα και η παγκόσμια οικονομία θα μπει σε δύσκολη φάση, όπου και οι ταξικές αντιθέσεις θα οξυνθούν σε μεγάλο βαθμό.
Το σύστημα αδυνατεί να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας, που από το 2008 και μετά είναι στάσιμη σε όλες τις χώρες. Ο μόνος τρόπος για να αυξήσει την κερδοφορία το κεφάλαιο, είναι να στραφεί ενάντια στην εργασία και να μοιράσει το μερίδιό της στο προϊόν.
Στην Κύπρο και την Ελλάδα αυτή η προσπάθεια είχε προηγηθεί της πανδημίας. Σε άλλες χώρες έχουν ξεκινήσει παρόμοιες διαδικασίες. Σημείωσε ότι στις περισσότερες χώρες η υποτίμηση της εργασίας και η αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου γίνονται σιωπηλά και αυτό δίνει λίγες ελπίδες για την ανατροπή της κατάστασης.
Κατέληξε ότι «η νομισματική διαχείριση παγκόσμιας οικονομίας θα δημιουργήσει συνθήκες αντιπαράθεσης κεφαλαίου και εργασίας».
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τα χρέη των επιχειρήσεων, ο κ. Ιωακείμογλου είπε ότι αποτελεί υπόθεση εργασίας αν οι επιχειρήσεις θα ήταν διατεθειμένες να αυξήσουν τους μισθούς, αν δεν υπήρχαν τα χρέη τους.
Σε άλλη ερώτηση σχετικά με τους παράγοντες που επηρεάζουν τις αυξήσεις στους μισθούς, απάντησε ότι αυτοί είναι το ποσοστό ανεργίας, θεσμικοί παράγοντες και ιδεολογικοί. Σημείωσε ότι σήμερα οι μισθοί είναι χαμηλότεροι, παρά σε άλλο χρονικό σημείο με ίδιο ποσοστό ανεργίας. Επομένως, επηρεάζουν και οι άλλοι δύο παράγοντες το ύψος του μισθού. Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στους ιδεολογικούς παράγοντες, αναφέροντας ότι η ιδεολογική επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού οδηγεί τους εργαζόμενους να θεωρούν δική τους ευθύνη την ανεργία.
Επιπρόσθετα, απαντώντας σε επιχείρημα για την περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού σε περίπτωση ανόδου των μισθών, ανέφερε ότι ανάμεσα στο κόστος εργασίας και τις τιμές, παρεμβάλλεται το περιθώριο κέρδους. Αν υπάρχει περιθώριο να μειωθούν τα κέρδη, τότε μπορούν να αυξηθούν οι μισθοί χωρίς να αυξηθεί ο πληθωρισμός.
Σε ερώτηση του γραμματέα της ΠΑΣΥΔΥ κατά πόσο η συγκυρία ευνοεί τη διεκδίκηση αυξήσεων στους μισθούς, απάντησε ότι η ανάλυση δείχνει ότι είμαστε σε κρίσιμο σημείο και αν δεν υπάρξουν δυνάμεις για να υπάρξουν αυξήσεις θα συνεχιστεί η διαδικασία υποτίμησης της εργασίας. Άρα είναι η στιγμή για να ενταθούν οι προσπάθειες για διεκδικήσεις, σημείωσε.
Σε χαιρετισμό που απηύθυνε ο Γενικός Διευθυντής του ΙΝΕΚ Παύλος Καλοσυνάτος ανέφερε ότι το βασικό συμπέρασμα της έκθεσης είναι ότι η επαναφορά των εισοδημάτων στα επίπεδα του 2019 δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Η πρόταση της έκθεσης είναι για μία νέα στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης του ΑΕΠ, με κινητήρια δύναμη την αύξηση των μισθών.
Η Γενική Γραμματέας της ΠΕΟ Σωτηρούλα Χαραλάμπους ανέφερε ότι ο κοινωνικός διάλογος για τη θέσπιση κατώτατου μισθού βρίσκεται σε εξέλιξη, ενώ πρέπει να διασφαλιστεί ότι όπου υπάρχουν κλαδικές συμβάσεις αυτές πρέπει να εφαρμόζονται σε όλο τον κλάδο.
Ζήτησε επίσης μέτρα κατά της ακρίβειας και απόδοση της ΑΤΑ, καθώς και διεύρυνση της κοινωνικής πολιτικής, ως μηχανισμό δικαιότερης ανακατανομής εισοδήματος.
Σε παρέμβασή της μετά την παρουσίαση της έκθεσης, ανέφερε ότι το γεγονός ότι αυξάνεται η απασχόληση αλλά δεν βελτιώνεται η θέση των εργαζομένων οφείλεται στην «απορρύθμιση»: στις άτυπες μορφές απασχόλησης με ευελιξίες, στη μείωση του ποσοστού εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις.
Πηγή: ΚΥΠΕ