Η Ιταλία ημιπροεδρική Δημοκρατία με πρόεδρο τον Ντράγκι;
Της Rachel Sanderson*
Στους 10 μήνες από τότε που έγινε πρωθυπουργός, ο Μάριο Ντράγκι έφερε στην Ιταλία μια περίοδο γενναιόδωρης σταθερότητας, πρωτοφανή τα τελευταία χρόνια.
Έτσι, το να τον κρατήσει η χώρα σε μια θέση εξουσίας – οποιαδήποτε θέση – για όσο το δυνατόν περισσότερο, έχει καταστεί “μάντρα” στους ιταλικούς πολιτικούς και επιχειρηματικούς κύκλους. Είναι μια αυξανόμενη ανησυχία, δεδομένης της ιστορικής επισφάλειας των κυβερνήσεων και κυβερνητικών συνασπισμών στη χώρα.
Η Ιταλία κόμβος για το ευρωπαϊκό μέλλον
Παρόλο που η Γερμανία και η Γαλλία είναι οι μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος εξαρτάται από το εάν η Ιταλία – η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία – μπορεί να αναπτυχθεί μετά από μια οικονομική στασιμότητα δύο δεκαετιών.
Το περασμένο έτος, υπό τον Ντράγκι, είδε την Ιταλία να σημειώνει ανάπτυξη 6,3%. Ο ίδιος παρείχε τη σταθερότητα και την ώθηση για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται από τις Βρυξέλλες σε αντάλλαγμα για περισσότερα από 200 δισεκατομμύρια ευρώ (226,4 δισεκατομμύρια δολάρια) κονδυλίων της ΕΕ για την μετά την πανδημία ανάκαμψη.
Σύμφωνα με τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του, ο ευκολότερος δρόμος για μια εκτεταμένη εποχή Ντράγκι είναι εκείνος του να μεταπηδήσει γρήγορα στην προεδρία της Ιταλίας. Η θέση δεν έχει εκτελεστικές αρμοδιότητες, ωστόσο, εάν επιλεγεί από το ιταλικό κοινοβούλιο τον Φεβρουάριο, θα μπορούσε να κρατήσει το αξίωμα για επτά χρόνια, αποτελώντας ένα είδος ύπατου εγγυητή για τη χώρα μέσα στην ευρύτερη σφαίρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του κόσμου.
Από την εποχή που διοικούσε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, γίνεται λόγος για το ενδιαφέρον του Ντράγκι για την “τελετουργική” αρχηγία του κράτους στην πατρίδα του. Άφησε αυτή τη φιλοδοξία του να διαφανεί σε συνέντευξη Τύπου του για το τέλος του έτους, στις 22 Δεκεμβρίου, όταν περιέγραψε τον εαυτό του ως “παππού στην υπηρεσία του κράτους”. Είναι υποψήφιος χωρίς υπολογίσιμους αντιπάλους, εάν το επιθυμεί, προκειμένου να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Εκείνο όμως που μοιάζει ως εύκολη επιλογή έχει και εγγενείς κινδύνους.
Κίνδυνοι
Ο πρώτος είναι ότι οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η ακροδεξιά θα ήταν ο πλέον πιθανός νικητής εάν προκηρύσσονταν εκλογές στις αρχές του 2022 – εκλογές που θα μπορούσαν να συμβούν σύντομα εάν ο Ντράγκι μετέβαινε στην Προεδρία. Αντιθέτως, εάν του δοθεί άλλος ένας χρόνος, μια κεντροαριστερή ηγετική ομάδα, υπό τον πρώην πρωθυπουργό Ενρίκο Λέτα, η οποία θριάμβευσε στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές, θα έχει περισσότερο χρόνο για να ξαναχτισει τη δυναμική της στην εθνική πολιτική σκηνή.
Ως πρόεδρος, ο Ντράγκι θα αναλάμβανε ένα αξίωμα το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει επιρροή-κλειδί. Ήταν ο Σέρτζιο Ματαρέλα, ο απερχόμενος πρόεδρος, που κάλεσε τον Ντράγκι να ηγηθεί μιας διακομματικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας εν μέσω της κρίσης της πανδημίας, επειδή οι πολιτικοί της χώρας δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν μεταξύ τους. Χωρίς τον Ντράγκι, η πολιτική εξουσία θα παραμείνει κατακερματισμένη.
Οι πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν τα βασικά κόμματα – από την ακροδεξιά έως την κεντροαριστερά – περίπου στο 20% των ψήφων το καθένα. Αυτό είναι πιθανό να σημαίνει πιο δύσκολους συνασπισμούς και ασταθείς κυβερνήσεις – άρα έναν ολοένα και πιο ισχυρό πρόεδρο της χώρας. Το κύρος του Ντράγκι σίγουρα θα ενίσχυε περαιτέρω το αξίωμα.
Ωστόσο η Ιταλία είναι μια κλασική κοινοβουλευτική δημοκρατία, σε αντίθεση με τη Γαλλία – όπου η πολιτική ζωή περιστρέφεται γύρω από την Προεδρία της Δημοκρατίας. Η ισχυροποίηση του αξιώματος του προέδρου θα δημιουργούσε κι εκείνη τις δικές της εντάσεις. Η επίμαχη μεταπήδηση του Ντράγκι περιγράφεται ήδη ως αυγή μιας “ημιπροεδρικής” Ιταλικής Δημοκρατίας – και όχι με θετικούς τόνους. Διάφορα πρόσωπα στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, συμπεριλαμβανομένου του βουλευτή της Λέγκας, Τζιανκάρλο Τζορτζέτι, συγκρίνουν μια πιθανή προεδρία Ντράγκι με εκείνη του Σαρλ Ντε Γκωλ στη Γαλλία μετά την καταστροφή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μια Ιταλία ως ημιπροεδρική Δημοκρατία, ωστόσο, είναι σε μεγάλο βαθμό φαντασίωση: είναι νομικά αδύνατο χωρίς σαρωτικές αλλαγές στο σύνταγμα της χώρας. Μια προεδρία με εκτελεστικές εξουσίες – ακόμη μη ρητά διατυπωμένες – παραβιάζει τις προθέσεις ενός καταστατικού χάρτη ο οποίος συντάχθηκε το 1948 προκειμένου να αποτρέψει μια αναβίωση αυταρχικών μονοπρόσωπων εξουσιών όπως εκείνη του Μπενίτο Μουσολίνι. Αυτό εξακολουθεί να ισχύει ακόμη και εάν ο πρόεδρος της χώρας έχει πιστωθεί ιστορικά τη σωτηρία του ευρώ.
Ο Giuseppe Franco Ferrari, ειδικός στο συνταγματικό δίκαιο στο Πανεπιστήμιο Bocconi του Μιλάνου, σημειώνει με ειρωνικό τρόπο ότι “ένας πρόεδρος δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και άτυπος πρωθυπουργός στο πλαίσιο του ιταλικού συστήματος διακυβέρνησης”. Τα ποσοστά αποδοχής του Ντράγκι είναι υψηλά – στο 65%, σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις – ωστόσο, εάν η ανάδειξή του στην προεδρία δεν είναι άψογη και χωρίς αναταράξεις, ακόμη και η δημοτικότητά του μπορεί να αποδειχθεί ευάλωτη έναντι του ολοένα και πιο βίαιου, λαϊκιστικού κινήματος “κατά του κατεστημένου”, το οποίο αναπτύσσεται στην Ιταλία.
Προκλήσεις
Η Ιταλία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει και άλλες προκλήσεις πέρα από ακόμη ένα έτος πανδημίας. Στο εσωτερικό, η λίστα υποχρεώσεων περιλαμβάνει τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, την διεκπεραίωση άλλων νομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, την ανταπόκριση σε ένα τέταρτο κύμα της πανδημίας της Covid-19 και την πώληση της προβληματικής τράπεζας Monte dei Paschi di Siena.
Ο κατάλογος των δύσκολων έργων στο εξωτερικό είναι εξίσου τρομακτικός: επείγουσα επαναδιατύπωση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, επιδίωξη στενότερων σχέσεων με τη Γερμανία σε ανάλογη κατεύθυνση με τη συνθήκη φιλίας που υπεγράφη τον περασμένο μήνα με τη Γαλλία, ανάγκη για μια ισχυρότερη ευρωπαϊκή άμυνα εν όψει της αυξανόμενης πίεσης από τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Φυσικά, εάν ο Ντράγκι παραμείνει πρωθυπουργός, κάποιος άλλος πρέπει να εκλεγεί πρόεδρος – ακόμη κι αν είναι ένας άλλος τεχνοκράτης, όπως ο νυν υπουργός Οικονομικών Ντανιέλε Φράνκο. Η κύρια ανησυχία είναι ότι η θέση θα μπορούσε να πάει στον ατιμασμένο μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης και πρώην πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι — αν και οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο είναι μειωμένες, δεδομένου ότι είναι απίθανο να κερδίσει τα απαραίτητα δύο τρίτα του κοινοβουλίου.
Λύση
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, θα είναι και πάλι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθεί υποψήφιος καλύτερος από τον Ντράγκι για να διατηρήσει την ειρήνη στο εσωτερικό της κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Η Ιταλία χρειάζεται απόλυτα μια σταθερή κυβέρνηση μέχρι το τέλος της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου το 2023, προκειμένου να διατηρήσει ή να υπερβεί τον στόχο της να έχει ενισχύσει το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες ετησίως έως το 2026.
Η ισχυρότερη ανάπτυξη είναι το κλειδί για να διατηρηθεί βιώσιμο το τεράστιο φορτίο χρέους της Ιταλίας, ιδίως όταν ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της χώρας έκλεισε πέρυσι στο 160%.
Υπάρχει ωστόσο μια επιλογή που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τόσο την Ιταλία όσο και την Ευρώπη: ο Ντράγκι να παραμείνει πρωθυπουργός μέχρι το τέλος της θητείας της κυβέρνησής του το 2023, να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις και να φροντίσει η Ιταλία να δαπανήσει αποτελεσματικά τα μεταπανδημικά κονδύλια διάσωσης της ΕΕ.
Μετά από αυτήν την περίοδο, μπορεί να ξεφύγει από το “γάτζωμα” της ιταλικής πολιτικής σκηνής, καθώς η θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα είναι διαθέσιμη το 2024, όταν και θα τελειώνει η θητεία της Ursula von der Leyen. Είναι ένας εκτελεστικός ρόλος ο οποίος αναμφισβήτητα ταιριάζει περισσότερο στη φιλοδοξία, την επιρροή και το όραμά του για μια πιο ολοκληρωμένα ενωμένη Ευρώπη.
Και τότε θα είναι ακόμη έναν χρόνο νεότερος από τον Τζο Μπάιντεν όταν ανέλαβε πρόεδρος των ΗΠΑ.
*H Rachel Sanderson είναι Αυστραλή πολιτικός και υπουργός Παιδικής Προστασίας στο Υπουργείο Μάρσαλ από τις 22 Μαρτίου 2018./ Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους
Πηγή: BloombergOpinion/capital.gr