Του Νίκου Κωνσταντάρα*
Το 2022, εκατονταετηρίδα της Μικρασιατικής Καταστροφής, θα είναι μια δύσκολη χρονιά, όχι μόνο λόγω θλιβερών αναμνήσεων, αλλά επειδή η Ιστορία παραμένει ζωντανή, πολυδιάστατη και δύσκολα διαχειρίσιμη. Η μνήμη διαμορφώνει αντιλήψεις και συμπεριφορές. Η πραγματικότητα μας δείχνει ότι ό,τι και αν κάνουμε εμείς, ό,τι κι αν πιστεύουμε, μοιραζόμαστε τον χώρο και τον χρόνο με άλλους που δεν έχουν τις ίδιες αντιλήψεις, τις ίδιες καταβολές, τις ίδιες αφορμές για τη σημερινή τους συμπεριφορά. Ενώ οι Ελληνες θα συλλογίζονται και θα συζητούν για χαμένες πατρίδες, για τον ρόλο ξένων δυνάμεων στην ήττα, για τα τραγικά λάθη των διχασμένων Ελλήνων που υπονόμευσαν την εκστρατεία, οι Τούρκοι θα γιορτάζουν τη νίκη που οδήγησε στην κατάργηση του θεσμού του σουλτάνου και, τον Οκτώβριο του 1923, στην ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας.Ο πόλεμος που έληξε το καλοκαίρι του 1922 με την ήττα των Ελλήνων σήμανε την ίδρυση τουρκικού εθνικού κράτους μέσα από τα συντρίμμια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ήττα, όμως, και η έλευση των προσφύγων σήμανε και μια σημαντική νέα αρχή για το ελληνικό κράτος και έθνος, με τις συνέπειές της να διαμορφώνουν την κοινωνία που γνωρίζουμε σήμερα. Οπως επισήμανε σε πρόσφατο άρθρο του ο καθηγητής Αγγελος Χανιώτης, «η τραυματική εμπειρία της ήττας και η εγκατάσταση των προσφύγων διαμόρφωσαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τη λογοτεχνία, τη μουσική, τη γαστρονομία και γενικά τη σημερινή μας ταυτότητα από ό,τι η Επανάσταση του ᾿21» («Κ», 5.12.2021).
Οι νέες συνθήκες στην Ελλάδα επηρέασαν και την πολιτική και την πορεία της χώρας στο εσωτερικό και τις διεθνείς σχέσεις. Παρά την οδυνηρή ήττα, η Ελλάδα εμπλουτίστηκε με έναν νέο πληθυσμό που έφερε γνώσεις, τέχνες και τη θέληση να επιβιώσει. Απαλλάχθηκε και από τη Μεγάλη Ιδέα, καθώς οι περισσότεροι αλύτρωτοι Ελληνες τώρα βρίσκονταν εντός των συνόρων του ελληνικού κράτους. Το 1897, η ήττα στον πόλεμο με την Τουρκία ήταν αφορμή για μια συντονισμένη προσπάθεια ανάκαμψης και εκσυγχρονισμού της χώρας, η οποία οδήγησε στον θρίαμβο των Βαλκανικών Πολέμων. Η ήττα του 1922 ανάγκασε τους Ελληνες να επικεντρωθούν στην ανάπτυξη της χώρας τους, βασιζόμενοι στις δυνάμεις τους. Ετσι δημιουργήθηκε η Ελλάδα που γνωρίζουμε. Η Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 αποδείχθηκε σοφή και βιώσιμη, επιτρέποντας στην Ελλάδα και την Τουρκία να ορίσουν τις μεταξύ τους σχέσεις, όπως όρισε τα σύνορα του τουρκικού κράτους με όλους τους γείτονές του. Το 1922, λοιπόν, ήταν καθοριστική χρονιά και για τις δύο χώρες, αφετηρία για την εξέλιξη της καθεμιάς και για τις μεταξύ τους σχέσεις. Εκατό χρόνια αργότερα, η βάση αυτή δοκιμάζεται από μια ανερμάτιστη Τουρκία, η οποία βρίσκεται στη δίνη των πολλών αντιφάσεών της. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναμοχλεύει μίση και πάθη του λαού του, τάζοντας μεγαλεία και καταδεικνύοντας συνεχώς εχθρούς για να δικαιολογήσει την απουσία θριάμβων. Στο εσωτερικό, οι φυλακές είναι γεμάτες απ’ όποιους θεωρούνται επικίνδυνοι από το καθεστώς, οι θεσμοί υποτάσσονται στις βουλές του προέδρου, ενώ η οικονομία (που δεν υποτάσσεται, παρά τις εντολές του Ερντογάν) ξεφεύγει από τον έλεγχο. Η Τουρκία παραβιάζει τα σύνορα που έθεσε η Συνθήκη της Λωζάννης, με περιοχές υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή στη Συρία και το Ιράκ (όπως από το 1974 στην Κύπρο), ενώ ασκεί «διπλωματία» μέσω στρατιωτικής βίας και απειλών στην ευρύτερη περιοχή. Οσον αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο, η λεκτική βία και οι απειλητικές κινήσεις πιθανότατα θα κλιμακωθούν το 2022, καθώς ο Ερντογάν έχει ανάγκη να δείξει πυγμή και επεκτατική στρατηγική σε όλους τους τομείς, καθώς πλησιάζουν οι εκλογές που πρέπει να γίνουν το 2023 το αργότερο και δημοσκοπήσεις τον δείχνουν να χάνει έδαφος.
Εκατό χρόνια μετά την οδυνηρότερη ήττα, οι Έλληνες μπορούν να χαίρονται για την πρόοδο που έκαναν, να γνωρίζουν την ευθύνη τους να οδηγήσουν τη χώρα προς το καλύτερο.
Ηδη, τα τελευταία χρόνια η Τουρκία επιχειρεί να αλλάξει τη Συνθήκη της Λωζάννης. Πληθαίνουν οι κραυγές του Ερντογάν και των εθνικιστών συμμάχων του ότι θα «ρίξουν τους Ελληνες στη θάλασσα, όπως το ’22». Είτε καταφέρει να γλιτώσει την οικονομική κατάρρευση είτε όχι, είτε μπορέσει να πνίξει την εσωτερική αντίδραση στην πολιτική του είτε όχι, ο Ερντογάν θα έχει ανάγκη την κατασκευή εχθρών και την πόλωση – για να δικαιολογεί και την εμμονή στην πολιτική του, αλλά και την αποτυχία της. Η επέτειος του 1922 είναι χρυσή ευκαιρία για τον Τούρκο πρόεδρο να οδηγήσει τον λαό του ακόμη πιο μακριά από την πραγματικότητα, από την αντίληψη του σήμερα, από τις ανάγκες του μέλλοντος. Με τις φαντασιώσεις που επιβάλλει στον λαό του, με την ακραία επιθετικότητά του, εντείνει τη μισαλλοδοξία και τον εθνικισμό. Ετσι, η Τουρκία θα βασανίζεται για δεκαετίες στις σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών εθνικών και κοινωνικών ομάδων της, στις σχέσεις με τους γείτονές της.
Η επέτειος του 1922 βρίσκει την Τουρκία σε οπισθοδρόμηση και την Ελλάδα να επιχειρεί να εξέλθει από τις διπλές πληγές της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας. Η χώρα ακόμη βασανίζεται από την ευκολία με την οποία οι πολιτικοί διχάζουν τον κόσμο μέσα από υπερβολές και υστεροβουλία. Ομως, 100 χρόνια μετά την οδυνηρότερη ήττα, οι Ελληνες μπορούν να χαίρονται για την πρόοδο που έκαναν, να αντιλαμβάνονται τους κινδύνους της εποχής, να γνωρίζουν την ευθύνη τους να οδηγήσουν τη χώρα προς το καλύτερο.
*ΠΗΓΗ: “Καθημερινή” Αθηνών/ Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους