Συνεργασία Πανεπιστημίου Κύπρου και Ινστιτούτου των Μεδίκων Φλωρεντίας
Ο Καθηγητής Βασίλειος Σύρος μιλά για το ερευνητικό του έργο και και για το πως λειτουργεί σήμερα ένας Έλληνας πανεπιστημιακός σε μια μεγάλη παγκοσμιοποιημένη κοινότητα
Με σκοπό την ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τη επικείμενη συνεργασία ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και το Ινστιτούτο των Μεδίκων στην Φλωρεντία, ο Πρύτανης, Καθηγητής Τάσος Χριστοφίδης συναντήθηκε με τον Διευθυντή του προγράμματος Early Modern Greek Culture Programme στην Ιταλία, Καθηγητή Βασίλειο Σύρο. Συζητήθηκαν τρόποι και δυνατότητες σύσφιγξης των δεσμών του Ανώτατου Ακαδημαϊκού Ιδρύματος με την ιταλόφωνη πανεπιστημιακή και ερευνητική κοινότητα.
Το Early Modern Greek
ΦΩΤΟ: Καθηγητής Τάσος Χριστοφίδης (α) και Καθηγητής Βασίλειος Σύρος (δ).
Βασίλειος Σύρος – «Η Ιστορία είναι ο καθρέφτης του εαυτού και του παρόντος μας»
Ο διαπρεπής ιστορικός μιλά για τους έλληνες λόγιους της Αναγέννησης, για την Ελλάδα του σήμερα, τις ανθρωπιστικές επιστήμες αλλά και για το χάσμα που πολλές φορές εντοπίζεται μεταξύ της πανεπιστημιακής κοινότητας και της ευρύτερης κοινωνίας
Αν googlάρεις τον Βασίλειο Σύρο, Διευθυντή του Early Modern Greek Culture Program στο Medici Archive Project στη Φλωρεντία της Ιταλίας και εταίρο στο Clare Hall στο Πανεπιστήμιο του Cambridge στο Ηνωμένο Βασίλειο με κύρια ερευνητικά και διδακτικά ενδιαφέροντα στη μεσαιωνική και πρώιμη νεωτερική ευρωπαϊκή, εβραϊκή και ισλαμική πολιτική σκέψη, θα απορήσεις για το πώς παρά το νεαρό της ηλικίας του έχει ήδη αναπτύξει μια τόσο έντονη επιστημονική δράση σε κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου όπως το Στάνφορντ, το Χάρβαρντ, το Κολούμπια, τα πανεπιστήμια του Σικάγο, του Μίσιγκαν, και πρόσφατα της Ναβάρρα στην Ισπανία.
Αν, όμως, τον συναντήσεις στο κέντρο της Αθήνας, να περπάτα υπό καταρρακτώδη βροχή χωρίς ομπρέλα και αδιάβροχο, μεταξύ του υπουργείου Εξωτερικών, του Ιδρύματος Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη και της Βουλής των Ελλήνων και αντιληφθείς το πάθος με το οποίο μιλά για την επιστήμη του, τότε η παραπάνω απορία σού λύνεται αυτοστιγμεί.
Mπορείτε να εντοπίσετε, πίσω στα παιδικά σας χρόνια, το χρονικό εκείνο σημείο ή την αφορμή που σας έκανε να ακολουθήσετε τον δρόμο στον οποίο σας συναντούμε σήμερα;
Από μικρή ηλικία ανέπτυξα έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία. Όταν ήμουν στη δευτέρα γυμνασίου συμμετείχα σε έναν τοπικό διαγωνισμό στη γενέτειρά μου στην Ιτέα, στην περιοχή των Δελφών και συνέγραψα μια ιστορία της πόλης.
Είχα την καλή τύχη το δοκίμιο μου να βραβευτεί κάτι που μου ενθάρρυνε πολύ ως παιδί να εντρυφήσω αργότερα σε διάφορες πτυχές της ελληνικής ιστορίας.
Το δεύτερο σημείο καμπής θα το εντόπιζα την εποχή που μετακομίσαμε οικογενειακώς στην Αθήνα και άρχισα στην τρίτη γυμνασίου να ασχολούμαι με το πώς λειτουργεί ο κρατικός μηχανισμός, οι διάφορες υπηρεσίες κλπ. Και το τρίτο καταλυτικό γεγονός ήταν η απόφασή μου μια ανοιξιάτικη μέρα που θυμάμαι σαν σήμερα, όταν ήμουν στην πρώτη λυκείου να επιλέξω στις πανελλαδικές εξετάσεις τον κλάδο της ιστορίας και όχι την ιατρική όπως συζητάγαμε στο σπίτι.
Οι γονείς σας πώς αντέδρασαν;
Αντέδρασαν αρχικά με αμηχανία αλλά με υποστήριξαν στο σχέδιο μου. Άλλωστε και οι ίδιοι ως εκπαιδευτικοί ήταν πολύ ανοιχτοί και είχαν αισθανθεί ότι είχα κλίση προς τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες.
Δεν μετάνιωσα ποτέ για την απόφασή μου να στραφώ προς την ιστορία, αν και στο πλαίσιο της έρευνάς μου ασχολούμαι συχνά με τη χρήση των οργανικών μεταφορών οι οποίες τονίζουν τις αντιστοιχίες ανάμεσα σε μια πολιτική κοινότητα και το ανθρώπινο σώμα.
Ο αδερφός μου, ο οποίος ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη, σπούδασε ιατρική και διαπρέπει στον χώρο της καρδιολογίας, όποτε στο σπίτι έχουμε αποκτήσει τελικά και έναν γιατρό.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος στόχος, η βασικότερη αναζήτηση του ερευνητικού σας έργου αυτήν την περίοδο;
Στο επίκεντρο της έρευνάς μου παραμένει η διερεύνηση των πολιτικών ιδεών, ιδιαίτερα στην περίοδο της Αναγέννησης. Στην παρούσα φάση, εστιάζω στη συμβολή των Ελλήνων στην αναγεννησιακή και νεώτερη Ιταλία και Ευρώπη γενικότερα στη διάδοση νέων και πληροφοριών για τις ισλαμικές αυτοκρατορίες των Οθωμανών και των Σαφαβίδων (μια σημαντικής δυναστείας η οποία κυβέρνησε στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Περσίας από τον 16ο μέχρι τον 18ο αιώνα).
Το δεύτερο αντικείμενο είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητο και ελπίζω τους επόμενους μήνες, στη διάρκεια της παραμονής μου στο Πανεπιστήμιο του Cambridge στο Ηνωμένο Βασίλειο να παρουσιάσω τα πρώτα ευρήματα της έρευνάς μου σε πιο συστηματική μορφή.
ΦΩΤΟ: medici.org/early-modern-greek-culture
Έχετε ασχοληθεί εκτενώς με του Έλληνες λόγιους της Αναγέννησης. Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για τη ζωή, τα πιστεύω των λογίων εκείνης της περιόδου αλλά και για το πως λειτουργεί σήμερα ένας Έλληνας πανεπιστημιακός, όπως εσείς, σε μια μεγάλη παγκοσμιοποιημένη κοινότητα;
Στην Αναγέννηση, ειδικά μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την ίδρυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίες υπήρξε ένα σημαντικό κύμα μετανάστευσης προς διάφορες χώρες της Ευρώπης. Σε αυτό το κύμα συμμετείχαν και πολλοί λόγιοι οι οποίοι υπήρξαν φορείς νέων ιδεών, γνώσης και κειμένων σχετικά με τον οθωμανικό κόσμο και εκλήθησαν να διδάξουν ή να εισέλθουν στις αυλές διάφορων ηγεμόνων και να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι θα έπρεπε να ενταχθούν σε νέες κοινωνίες.
Όσο και αν ακουστεί παράξενο, η εποχή στην οποία ζούμε παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την Αναγέννηση. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε νέους κόσμους. Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας και η μεγαλύτερη ευκολία και άνεση με την οποία ταξιδεύει κανείς συνέβαλαν αποφασιστικά στην επικοινωνία και διάδραση ανθρώπων από διαφορετικά πολιτισμικά συμφραζόμενα. Καίριο ρόλο σε αυτές τις εξελίξεις διαδραμάτισαν, όπως και στην Αναγέννηση, οι διανοούμενοι και πανεπιστημιακοί οι οποίοι συχνά αποκτούν πολλαπλές ταυτότητες με βάση τα βιώματά τους και την δραστηριοποίησή τους σε διάφορα συγκείμενα στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης κοινότητας της γνώσης και των ιδεών.
Πολλές φορές, εύλογα κατά τη γνώμη μου, μιλάμε για τον ρόλο που θα πρέπει να έχουν τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας στον τρόπο που γενικότερα διαμορφώνεται και εξελίσσεται μια κοινωνία. Πώς οραματίζεστε τον δικό σας ρόλο;
Οφείλω να ομολογήσω ότι έχει απασχολήσει και έμενα πολύ το πώς τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας επηρεάζουν τη λειτουργία και ανάπτυξη μιας κοινωνίας.
Σε ότι αφορά τη δική μου συμβολή, φιλοδοξώ μέσω της εξέτασης των πολιτικών θεωριών και ιδεών του παρελθόντος να διαφωτίσω το υπόβαθρο σύγχρονων εξελίξεων. Συνάμα αποσκοπώ στο να καταδείξω ότι η ιστορία προσφέρει ένα πλαίσιο αναφοράς, ή, για να το θέσω με μεταφορικούς όρους, ένα είδος καθρέφτη η χρήση του οποίου μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλυτέρα τους εαυτούς μας και το παρόν.
Επιπλέον, θεωρώ ότι έχουμε ως μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας την υποχρέωση να προάγουμε την επικοινωνία ανάμεσα σε διάφορες κοινωνίες. Η δουλειά μου εκκινεί από την παραδοχή ότι υπάρχει μια ομάδα ερωτημάτων και θεμάτων στην ιστορία του πολιτικού στοχασμού πέρα από οποιαδήποτε γεωγραφικά, πολιτισμικά ή θρησκευτικά όρια τα οποία αποτελούν και ένα από τα κλειδιά για την εξοικείωση με άλλους πολιτισμούς.
Έχετε το προνόμιο να ζείτε τη σύγχρονη Ελλάδα και από απόσταση αλλά και από κοντά μέσα από τις συχνές επισκέψεις σας σε αυτήν. Σε ποιο σημείο πιστεύετε ότι βρισκόμαστε σήμερα;
Τα τελευταία χρόνια επισκέπτομαι την Ελλάδα σε τακτικά διαστήματα και έχω ίσως μια πληρέστερη εικόνα της κατάστασης, ειδικά μετά την οικονομική κρίση. Έχω την εντύπωση ότι η ελληνική ερευνητική κοινότητα κάνει εξαιρετική δουλειά πάντα σε αναλογία με τους διαθέσιμους πόρους, οι οποίοι είναι αρκετά περιορισμένοι σε σχέση με πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα στο εξωτερικό.
Επίσης, υπάρχει γνήσιο ενδιαφέρον για αναστοχασμό γύρω από κοινωνικά ζητήματα, λάθη τα οποία συνέβησαν στο παρελθόν και τη θέση της Ελλάδας στον σύγχρονο κόσμο.
Έχω φύγει από την Ελλάδα εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά κάθε φορά που επιστρέφω διαπιστώνω ότι τόσο η Αθήνα όσο και η Θεσσαλονίκη, μια πόλη την οποία βρίσκω από πολλές απόψεις συναρπαστική, προσφέρουν μια ποιότητα ζωής την οποία κανείς σε λίγες πόλεις στην Ευρώπη μπορεί να απολαύσει αν δεν διαθέτει αρκετά χρήματα.
Για παράδειγμα, η ελληνική κουζίνα είναι μοναδική και υπάρχουν εστιατόρια με προσιτές τιμές τα οποία δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από αντίστοιχα στο εξωτερικό ακόμη και στην Ιταλία μια χώρα που γνωρίζω σχετικά καλά.
Αν και η αυτοκριτική είναι ένα πολύ υγιές στοιχείο, εμείς οι Έλληνες είμαστε πολλές φορές υπέρμετρα σκληροί με τους εαυτούς μας. Χωρίς να θέλω να γενικεύσω, νομίζω ότι ο Έλληνας διαθέτει ακόμη το φιλότιμο, τη φιλοξενία, το αίσθημα δικαιοσύνης και ένα κριτικό πνεύμα απέναντι σε εδραιωμένες αντιλήψεις και δομές.
Αυτά τα γνωρίσματα αν καλλιεργηθούν και διοχετευτούν με κατάλληλο και ισορροπημένο τρόπο δίνουν μια ξεχωριστή ταυτότητα ή ακριβέστερα δυναμική. Θα ισχυριζόμουν ότι οι Έλληνες σήμερα σε σύγκριση με το παρελθόν χαρακτηρίζονται από έναν μεγαλύτερο κοσμοπολιτισμό. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι υπάρχει ένας τόσο μεγάλος αριθμός διακεκριμένων επιστημόνων ή στελεχών επιχειρήσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό με άρτια επιστημονική κατάρτιση και αξιοζήλευτη γλωσσομάθεια οποίος είναι δυσανάλογος με τον πληθυσμό της χώρας.
Το αντικείμενό σας ανήκει στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες, οι οποίες όμως γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο πως βιώνουν μία εντονότατη κρίση. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό και ποιο κρίνετε πως θα είναι το μέλλον τους;
Οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες διέρχονται μια βαθιά κρίση η οποία εκτιμώ ότι αντανακλά και συσχετίζεται με γενικότερες ζυμώσεις οι οποίες συντελούνται στις σύγχρονες κοινωνίες. Η ανάγκη για γρήγορα και απτά αποτελέσματα είναι ένας από τους παράγοντες που δίνουν το προβάδισμα σε επιστημονικούς κλάδους οι οποίοι έχουν μεγαλύτερη εφαρμοσιμότητα. Ωστόσο, για να είμαι δίκαιος θα ήθελα να τονίσω ότι η κρίση των Ανθρωπιστικών Επιστημών οφείλεται σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό και στον τρόπο με τον οποίο υπηρετούμε τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες και το χάσμα ανάμεσα στα πανεπιστήμια και την ευρύτερη κοινωνία.
Πώς θα ορίζατε το χάσμα αυτό;
Το χάσμα αυτό είναι απότοκο της αποτυχίας μιας μεγάλης μερίδας όσων ασχολούνται με τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες να αναπτύξουν έναν ουσιαστικό διάλογο με την κοινωνία και να μεταφέρουν τις γνώσεις τους σε ένα ευρύτερο κοινό. Τα πανεπιστήμια έχουν εξελιχθεί σε γυάλινους, αδιαφανείς πύργους και η γνώση που παράγεται από την επιστημονική έρευνα έχει ως αποδέκτη έναν κύκλο ειδικών και στερείται κοινωνικού αντικρίσματος.
Μία άλλη βασική αιτία έγκειται στο ότι σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες επιστήμες, στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες εργάζεται κανείς για μεγάλα διαστήματα μόνος του δίχως να είναι απαραίτητο να συμμετέχει σε συλλογικά εγχειρήματα. Αυτό οδηγεί σε μια μορφή μοναχικότητας και πολύ συχνά κυοφορεί αντι-κοινωνικές, εγωκεντρικές συμπεριφορές.
Ένας από τους κύριους λόγους που δέχτηκα να αναλάβω τη διεύθυνση του Early Modern Greek Culture Program στο Medici Archive Project στη Φλωρεντία παράλληλα με την πανεπιστημιακή μου ιδιότητα ήταν ακριβώς η επιθυμία να πραγματοποιήσω ένα άνοιγμα στην κοινωνία, να δραπετεύσω από τις αγκυλώσεις και τα στεγανά του πανεπιστημίου και να αναζητήσω τρόπους με τους οποίους η ερευνητική μου δράση μπορεί να γίνει κοινωνικά πιο χρήσιμη.
Κλείνοντας θα ήθελα να σας υποβάλλω ένα υποθετικό, αν όχι σουρεαλιστικό, ερώτημα…
Αν είχατε τη δυνατότητα να οργανώσετε ένα δείπνο με δύο πρόσωπα του Μεσαίωνα ή της Αναγέννησης και δύο προσωπικότητες από τον 20 αιώνα ως σήμερα, ποιους θα επιλέγατε και ποια θα ήταν τα τρία βασικά θέματα της μεταξύ σας συζήτησης;
Θα μπορούσα να φανταστώ ένα δείπνο ή συμπόσιο στη Φλωρεντία κάτω από τον πανέμορφο ουρανό της Τοσκάνης με τον Niccolò Machiavelli, τον Έρασμο, τον Mahatma Gandhi και την Margaret Thatcher το οποίο θα περιστρεφόταν γύρω από τη σχέση πολιτικής και ηθικής, τα οφέλη και όρια του οικονομικού φιλελευθερισμού και τη βιωσιμότητα και το μέλλον του κράτους πρόνοιας. Και ένα πενταπλό espresso παρακαλώ!
ΠΗΓΗ: “ΤΟ ΒΗΜΑ” των Αθηνών