Οι διακοινοτικές συνομιλίες της Βιέννης
Το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή το καλοκαίρι του 1974 άλλαξαν άρδην την πορεία των ενδοκυπριακών συνομιλιών, οι οποίες είχαν ξεκινήσει το 1968. Οι διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν την περίοδο εκείνη και συνεχίζονται μέχρι και σήμερα πρέπει να ερμηνευτούν μέσα στο πλαίσιο της δεδομένης θέσης ισχύος της Τουρκίας, λόγω των τετελεσμένων που είχε θέσει η τουρκική στρατιωτική κατοχή στο περίπου 38% του εδάφους της Κύπρου. Παρά τις οδυνηρές παραχωρήσεις και τη σταδιακή «προσαρμογή» της ελληνοκυπριακής πλευράς στις τουρκικές – τουρκοκυπριακές αντιλήψεις για το μέλλον της Μεγαλονήσου, το Κυπριακό δεν έχει οδηγηθεί σε λύση.
Λίγο πριν από το πραξικόπημα είχε διαφανεί ουσιαστική σύγκλιση θέσεων, αφού με το προσχέδιο συμφωνίας των Μιχαήλ Δεκλερή και Ορχάν Αλτικαστή προνοούνταν ενιαίο κράτος με στοιχεία τοπικής και κοινοτικής αυτοδιοίκησης σε ζητήματα που άπτονταν της λεγόμενης «χαμηλής» πολιτικής. Στις 23 Ιουλίου 1974 ο Γλαύκος Κληρίδης, ο οποίος είχε αναλάβει καθήκοντα προέδρου της Δημοκρατίας μετά την παραίτηση του επικεφαλής του πραξικοπηματικού καθεστώτος Νίκου Σαμψών, πρότεινε στον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς την επιστροφή στο Σύνταγμα Ζυρίχης – Λονδίνου. Στη Διάσκεψη της Γενεύης (11-13 Αυγούστου 1974) και αφού είχε προηγηθεί η απόρριψη της πρότασης Κληρίδη, η τουρκική πλευρά κατέθεσε δύο χάρτες, σύμφωνα με τους οποίους το 34% του κυπριακού εδάφους περιερχόταν υπό τουρκική διοίκηση. Τα εδάφη αυτά θα έπρεπε να εκκενωθούν από τον ελληνοκυπριακό πληθυσμό. Ο Κληρίδης ζήτησε προθεσμία 36 ωρών για να επιστρέψει στην Κύπρο για διαβουλεύσεις, αλλά οι τουρκικές αποφάσεις είχαν ληφθεί: ο δεύτερος Αττίλας ξεκίνησε στις 14 Αυγούστου 1974 και όταν ολοκληρώθηκε η Τουρκία είχε στην κατοχή της περίπου το 38% του κυπριακού εδάφους. Τα νέα δεδομένα καταδείκνυαν την αδήριτη πραγματικότητα για την ελληνική πλευρά: από το αίτημα για ένωση και, στη συνέχεια, το ανεξάρτητο κράτος, το νέο πλαίσιο θα ήταν η ομοσπονδία και ο γεωγραφικός διαχωρισμός.
Τουρκική κωλυσιεργία με σκοπό την εδραίωση των τετελεσμένων
Στις δύο συσκέψεις κορυφής στο υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα, μεταξύ της κυπριακής και της ελλαδικής πολιτικής ηγεσίας (30 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1974) οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν στις επιλογές της διπεριφερειακής και της πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας. Το γεγονός πάντως που θα αποδεικνυόταν κομβικό για τη μελλοντική πορεία του Κυπριακού ήταν η μονομερής ανακήρυξη «ομόσπονδου κράτους» από το τουρκοκυπριακό «υπουργικό συμβούλιο» και τη «Βουλή» στα Κατεχόμενα τον Φεβρουάριο του 1975, πράξη που, υπό την καθοδήγηση της Τουρκίας, απολάμβανε την καθολική στήριξη των Τουρκοκυπρίων. «Πρόεδρος του ομόσπονδου κράτους» αναλάμβανε ο Ντενκτάς.
Στις 28 Απριλίου 1975 στη Βιέννη ξεκίνησε νέος κύκλος ενδοκυπριακών διαπραγματεύσεων υπό την επίβλεψη του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Κουρτ Βαλντχάιμ, ο οποίος ολοκληρώθηκε στις 3 Μαΐου 1975 και κατέληξε στη σύσταση συνταγματικής επιτροπής εμπειρογνωμόνων για εξέταση του προβλήματος των εξουσιών και των τρόπων λειτουργίας της κεντρικής κυβέρνησης. Ακολούθησαν τρεις κύκλοι συνομιλιών το 1975, δύο στη Βιέννη, στις 5 Ιουνίου και τις 31 Ιουλίου, και μία στη Νέα Υόρκη, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα.
Πάγια αντίληψη που επικρατούσε την εποχή αυτή στους κύκλους των διαπραγματευτών της ελληνοκυπριακής πλευράς, ήταν πως στρατηγικός στόχος της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων ήταν η κωλυσιεργία στις συνομιλίες, με απώτερο σκοπό την εδραίωση και νομιμοποίηση των τετελεσμένων γεγονότων στο νησί. Υπό την ίδια προοπτική θα έπρεπε να αποκλειστεί και οποιαδήποτε λύση του Κυπριακού μέσω παραχωρήσεων από την τουρκική πλευρά. Πιο συγκεκριμένα, θεωρείτο πως η τουρκική πλευρά αρνείτο να υποβάλει ολοκληρωμένες προτάσεις, όπως επιτακτικά ζητούσαν οι Ελληνοκύπριοι, με το πρόσχημα ότι πρώτα έπρεπε να λυθεί το πρόβλημα των εξουσιών της κεντρικής κυβέρνησης. Χρησιμοποιώντας το επιχείρημα αυτό, οι Τούρκοι μπορούσαν να μην προχωρούν σε συγκεκριμένες προτάσεις και, ταυτόχρονα, να αποφεύγουν τη διεθνή κριτική. Από τη μεριά της, η ελληνοκυπριακή πλευρά είχε προκρίνει τη στρατηγική της προώθησης προτάσεων αυστηρά μέσα στο πλαίσιο των ψηφισμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Το πρώτο ήμισυ του 1976 σημαδεύτηκε από σημαντικές εσωτερικές εξελίξεις που επέδρασαν άμεσα στη διαχείριση του Κυπριακού από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Ο τέταρτος κύκλος συνομιλιών στη Βιέννη (ο πέμπτος συνολικά μετά τη συνάντηση της Νέας Υόρκης) ξεκίνησε στις 17 Φεβρουαρίου και κατέληξε με τη συμφωνία των δύο πλευρών για μελλοντική γραπτή ανταλλαγή προτάσεων. Οπως όμως έγινε δημόσια γνωστό, ο Γλαύκος Κληρίδης, εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής πλευράς στις διακοινοτικές συνομιλίες, είχε μυστικά –χωρίς να ενημερώσει τον πρόεδρο Μακάριο και το Εθνικό Συμβούλιο– αναλάβει δέσμευση προς τον Ντενκτάς να του υποβάλει πρώτος τις ελληνοκυπριακές προτάσεις. Το σκάνδαλο έλαβε μεγάλες διαστάσεις, με αποτέλεσμα ο Κληρίδης να υποχρεωθεί να υποβάλει παραίτηση από τη θέση του εκπροσώπου στις συνομιλίες, αλλά και από την προεδρία της Βουλής. Στις 13 Απριλίου 1976 γνωστοποιήθηκε από το κυπριακό υπουργείο Εξωτερικών πως τη θέση του Ελληνοκύπριου εκπροσώπου στις διακοινοτικές συνομιλίες θα αναλάμβανε ο Τάσσος Παπαδόπουλος. Κύριοι σύμβουλοι του Παπαδόπουλου θα ήταν ο Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης και η Στέλλα Σουλιώτη.
Θεμελιωδώς αποκλίνουσες οι προτάσεις των δύο πλευρών
Με την ανάληψη των καθηκόντων του ο Παπαδόπουλος απέστειλε επιστολή στον Χαβιέ Περέζ ντε Κουεγιάρ, ειδικό εκπρόσωπο του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ για το Κυπριακό, με την οποία ασκούσε δριμεία κριτική στην τακτική του Ντενκτάς για την πρότασή του περί της συγκρότησης «Μεταβατικής κοινής κυβέρνησης». Αυτή, κατά τον Παπαδόπουλο, στόχευε στην υπονόμευση της διεθνώς αναγνωρισμένης Κυπριακής Δημοκρατίας. Παράλληλα, ο αρχηγός της ελληνοκυπριακής διαπραγματευτικής ομάδας υπογράμμιζε ότι το «Τουρκικό ομόσπονδο κράτος της Κύπρου» δεν αναγνωριζόταν από τον ΟΗΕ και ήταν νομικά ανύπαρκτο. Ο Παπαδόπουλος έδινε έμφαση στην πάγια τακτική των Τουρκοκυπρίων να αποφεύγουν την κατάθεση συγκροτημένων και ολοκληρωμένων προτάσεων, ιδίως στο εδαφικό ζήτημα. Τόνιζε, μάλιστα, ότι η τακτική αυτή απέκλειε τη συνολική διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος. Γι’ αυτό, κύριο μέλημα της ελληνοκυπριακής πλευράς ήταν η προσέλκυση συμμάχων, μέσω συνεχούς ενημέρωσης για τα τεκταινόμενα στην Κύπρο, ώστε να πιεστεί η τουρκική πλευρά να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με ουσιαστικές προτάσεις.
Σημείο καμπής στο Κυπριακό αποτέλεσε, στις αρχές του 1977, η σύναψη συμφωνίας υψηλού επιπέδου Μακαρίου – Ντενκτάς, με την παρουσία του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Κουρτ Βαλντχάιμ, η οποία αποτελούσε καίρια μετατόπιση της στάσης της ελληνοκυπριακής πλευράς, αφού ο Μακάριος αποδεχόταν την ομοσπονδοποίηση της Κύπρου, που αποτελούσε σταθερό αίτημα της τουρκικής πλευράς. Ο Μακάριος φρόντισε να διευκρινίσει ότι με την έννοια της «ομοσπονδίας» εννοούσε την ύπαρξη ενιαίου κράτους και όχι δύο ξεχωριστών κρατών με χαλαρούς δεσμούς μεταξύ τους, όπως, ενδεχομένως, εννοούσαν την έννοια της «ομοσπονδίας» οι Τούρκοι.
Ως απόρροια της συμφωνίας υψηλού επιπέδου επισκέφθηκε την Κύπρο στα τέλη Φεβρουαρίου 1977 ο Κλαρκ Κλίφορντ, απεσταλμένος του Αμερικανού προέδρου για το Κυπριακό, με στόχο να προβάλει τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στην προώθηση του ενδοκυπριακού διαλόγου πάνω στις αρχές Μακαρίου – Ντενκτάς. Με αφορμή την πρόταση του Αμερικανού απεσταλμένου για τον σχεδιασμό χαρτών και από τις δύο πλευρές, ώστε να υπάρχουν απόλυτα συγκεκριμένες προτάσεις κατά τη διάρκεια των επικείμενων συνομιλιών στη Βιέννη, η ελληνοκυπριακή πλευρά ανέδειξε την τεράστια σημασία της κοινής αντίληψης που έπρεπε να έχουν οι δύο πλευρές ως προς τον στόχο της ενοποίησης της Κύπρου, υπονοώντας ξεκάθαρα ότι η τουρκική πλευρά στόχευε στον διαχωρισμό της.
Στις 31 Μαρτίου 1977 πραγματοποιήθηκαν στη Βιέννη, για άλλη μια φορά, συναντήσεις εκπροσώπων των δύο κοινοτήτων, υπό την προεδρία του Βαλντχάιμ. Ο Παπαδόπουλος κατέθεσε χάρτη, βάσει του οποίου η ελληνοκυπριακή πλευρά αποδεχόταν τη διζωνικότητα της Κύπρου. Η απόφαση για την πρόταση αυτή είχε ληφθεί σε συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου της 17ης Φεβρουαρίου 1977. Την αντίθεσή του στην πρόταση για διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία εξέφρασε στα πλαίσια του Εθνικού Συμβουλίου ο Βάσος Λυσσαρίδης. Και αυτές οι συνομιλίες κατέρρευσαν γρήγορα. Σύμφωνα με την ελληνοκυπριακή πλευρά, το σύνολο των τουρκοκυπριακών προτάσεων βασιζόταν στο εσφαλμένο αξίωμα ότι υπήρχαν δύο ξεχωριστά κράτη στην Κύπρο και αυτά θα παρέδιδαν μέρος των εξουσιών τους στην Ομοσπονδία. Αντίθετα, αυτό που υπήρχε, κατά τους Ελληνοκύπριους, ήταν μία ενοποιημένη Δημοκρατία της Κύπρου, η οποία θα μετατρεπόταν σε Ομοσπονδία. Οι συνομιλίες της Βιέννης αποτέλεσαν κομβικό σημείο των ατέρμονων κύκλων διακοινοτικών συνομιλιών υπό την αιγίδα του ΟΗΕ μετά το 1974 και άφηναν όλα τα μείζονα προβλήματα του Κυπριακού εκκρεμή: το εδαφικό, το προσφυγικό, η δομή του κράτους, το περιουσιακό, η δομή της διακυβέρνησης και τα ζητήματα της πολιτικής ισότητας και των εγγυήσεων θα παρέμεναν ανεπίλυτα, περνώντας από ποικίλες φάσεις και διαφοροποιήσεις, αφήνοντας ανοιχτή έως σήμερα τη μεγαλύτερη «πληγή» του σύγχρονου ελληνισμού.
* Ο κ. Λυκούργος Κουρκουβέλας είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Διαχείρισης Λιμένων και Ναυτιλίας του Πανεπιστημίου Αθηνών./ ΠΗΓΗ: “Καθημερινή” Αθηνών
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΦΩΤΟ ΠΑΝΩ: Ο ειδικός αντιπρόσωπος του γ.γ. του ΟΗΕ, Χαβιέ Περέζ ντε Κουεγιάρ, παραδίδει τις προτάσεις του στον Κύπριο διαπραγματευτή Τάσσο Παπαδόπουλο μετά τις συνομιλίες της Βιέννης. Φωτ. ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΤΑΣΣΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ