Γερμανία: Το τελευταίο debate των αρχηγών πριν από τις εκλογές
Το ελληνικό αντίο στην Άνγκελα Μέρκελ
Χωρίς εκπλήξεις εξελίχθηκε ο χθεσινοβραδινός «Γύρος των Ελεφάντων», η συζήτηση που διοργάνωσαν τα δύο κανάλια της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD και ZDF με τη συμμετοχή των επικεφαλής των κομμάτων στις εκλογές της Κυριακής.
Οι Άρμιν Λάσετ (CDU), Μάρκους Ζέντερ (CSU), Όλαφ Σολτς (SPD), Αναλένα Μπέρμποκ (Πράσινοι), Κρίστιαν Λίντνερ (FDP), Αλίς Βάιντελ (AfD) και Γιανίνε Βίσλερ (Αριστερά) εμφανίστηκαν αποφασισμένοι να μην κάνουν το «λάθος» που θα μπορούσε να τους στοιχίσει ψήφους.
Όπως σχολίασε μετά τη συζήτηση η εφημερίδα Bild, κανένας αναποφάσιστος δεν αποφάσισε μετά την εκπομπή και κανένας από αυτούς που έχουν ήδη ψηφίσει επιστολικά δεν μετάνιωσε την ψήφο του.
Οι υποψήφιοι πάντως δεν απέφυγαν να εκφράσουν την προτίμησή τους για τις μετεκλογικές συνεργασίες. Ο κ. Λάσετ δήλωσε ότι θα ήθελε μια κυβέρνηση υπό την Χριστιανική Ένωση, αποφεύγοντας να μιλήσει για τους πιθανούς εταίρους.
Αντιθέτως ο κ. Ζέντερ, ο οποίος δήλωσε πεπεισμένος ότι η Ένωση θα κερδίσει τις εκλογές, τάχθηκε υπέρ ενός συνασπισμού «Τζαμάικα», με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους.
Ο κ. Σολτς από την πλευρά του προτίμησε να παρακαλέσει τους πολίτες, να αποφασίσουν υπέρ του ιδίου ως επικεφαλής της επόμενης κυβέρνησης.
Η κυρία Μπέρμποκ περιορίστηκε να επαναλάβει ότι θέλει μια «κλιματική κυβέρνηση».
Ο κ. Λίντνερ παραδέχθηκε ότι «από άποψη περιεχομένου» η συνάφεια είναι μεγαλύτερη σε έναν συνασπισμό «Τζαμάικα» και η κυρία Βίσλερ αντέτεινε: «Κύριε Λάσετ, δεν θα σας κάνουμε Καγκελάριο και κύριε Λίντνερ, δεν θα σας κάνουμε υπουργό Οικονομικών», αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα ήθελε κυβέρνηση SPD, Πρασίνων και Αριστεράς.
Η κυρία Βάιντελ, παρά το γεγονός ότι όλοι απορρίπτουν κάθε πιθανότητα συνεργασίας με την AfD, δήλωσε ότι θα ήθελε το κόμμα της να συμμετάσχει σε κυβερνητικό σχήμα.
Οι εκπρόσωποι της Χριστιανικής Ένωσης, Άρμιν Λάσετ και Μάρκους Ζέντερ, προσπάθησαν για μία ακόμη φορά να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι μια κυβέρνηση «SPD, Πρασίνων, Αριστεράς» θα έκανε «ζημιά» στη χώρα και πρόκειται για μια «επιλογή κατεύθυνσης» για τη Γερμανία. «Αυτό θα πρέπει να το γνωρίζουν οι πολίτες. Με μια αστική κυβέρνηση θα είναι τελικά καλύτερα, τόσο για το μέλλον όσο και για την ανανέωση και τη σταθερότητα» της Γερμανίας, τόνισε ο κ. Ζέντερ.
Ο ένας από τους συντονιστές της συζήτησης είχε έντονη αντιπαράθεση με την επικεφαλής υποψήφια της AfD για το θέμα του κλίματος. «Το κόμμα σας λέει στο εκλογικό του πρόγραμμα ότι οι θερμές περίοδοι οδηγούσαν πάντα σε άνθηση της ζωής και του πολιτισμού. Η κλιματική αλλαγή έχει θετικές συνέπειες», ρώτησε ο δημοσιογράφος, προκαλώντας αμηχανία στην Αλίς Βαϊντέλ, η οποία έπειτα από αρκετή πίεση, απάντησε ότι «η κλιματική αλλαγή υπήρχε πάντα και δεν είναι λόγος να διαλύσουμε τον βιομηχανικό μας πυρήνα».
Σε μια πιο ανάλαφρη στιγμή, οι συμμετέχοντες εκλήθησαν να δηλώσουν τι έχουν απαρνηθεί για χάρη του κλίματος. Ο Μάρκους Ζέντερ δήλωσε ότι πήρε το τρένο από το Μόναχο για το Βερολίνο και ότι έχει περιορίσει την κατανάλωση κρέατος – «κάτι δύσκολο για Βαυαρό», όπως είπε -, ο Άρμιν Λάσετ δήλωσε ότι κάνει το ίδιο, «αλλά κάπως λιγότερο» και οδηγεί ηλεκτρικό αυτοκίνητο, η Αναλένα Μπέρμποκ ότι μετακινείται σε όλη την προεκλογική εκστρατεία με το ηλεκτρικό λεωφορείο του κόμματός της, ενώ ο Κρίστιαν Λίντνερ, αφού τόνισε ότι η συζήτηση αυτή είναι λάθος, καθώς δεν έχουν όλοι οι πολίτες τη δυνατότητα να εγκαταλείψουν κάποια «άνεση» διότι πιθανότατα δεν την είχαν ποτέ, αποκάλυψε ότι ο ίδιος είναι κλιματικά ουδέτερος, καθώς κάθε χρόνο πληρώνει όσους τόνους CO2 κατανάλωσε. Ο Όλαφ Σολτς δήλωσε ότι αγοράζει τοπικά προϊόντα, αλλά παραδέχθηκε ότι η ζωή του πολιτικού κάνει πολύ δύσκολη την οικονομία του CO2, καθώς υπάρχουν πολλές μετακινήσεις μεγάλης συνοδείας. Η Γιανίνε Βίσλερ ότι μετακινείται με μέσα μαζικής μεταφοράς όταν είναι εφικτό. Ακόμη και η Αλίς Βάιντελ δήλωσε ότι όταν δεν είναι απαραίτητο το αυτοκίνητο προτιμά να μετακινείται με το ποδήλατο – αλλά περισσότερο για οικονομικούς λόγους.
Μεταξύ των θεμάτων που τέθηκαν ήταν και το «φρένο χρέους», το οποίο ανεστάλη προσωρινά για να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Λάσετ και Ζέντερ επιθυμούν την διατήρησή του. Ο βαυαρός πρωθυπουργός προειδοποίησε μάλιστα εναντίον της εξέλιξης της ΕΕ σε ένωση χρέους.
Έντονη αντιπαράθεση είχαν ο Κρίστιαν Λίντνερ με την Αλίς Βάιντελ, η οποία τάχθηκε υπέρ των στενότερων σχέσεων με την Κίνα, και ο Μάρκους Ζέντερ επίσης με την εκπρόσωπο της AfD, την οποία κατηγόρησε για ενθάρρυνση των ακραίων αρνητών του νέου κορονοϊού.
Οι αρχηγοί των κομμάτων – ή «Γύρος των Ελεφάντων» – είθισται να συναντάται στην δημόσια τηλεόραση και το βράδυ των εκλογών, για μια πρώτη αξιολόγηση του εκλογικού αποτελέσματος.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ
************************************************
Το ελληνικό αντίο στην Άνγκελα Μέρκελ
Αυτές τις μέρες στους διαδρόμους της ελληνικής Βουλής οι γερμανικές εκλογές είναι ένα βασικό θέμα συζήτησης. Παρά το γεγονός ότι το θρίλερ με τα μνημόνια έχει τελειώσει από το 2018, παρά το γεγονός ότι η ζόρικη και αλλόκοτη εμπειρία της πανδημίας έχει επισκιάσει σχεδόν τα πάντα, το ενδιαφέρον για το ποιος θα κυβερνήσει στο Βερολίνο, ποιος θα είναι το επόμενο άτυπο αφεντικό της Ευρωζώνης είναι τεράστιο. Με τις προτιμήσεις να ξεπερνούν τα κομματικά στεγανά, σε αντίθεση με τις εκλογές σε άλλες χώρες. Δεν είναι αυτονόητο, για παράδειγμα, τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας να μην στέλνουν τις ευχές τους στον ομοϊδεάτη τους Άρμιν Λάσετ, καθώς το ζητούμενο είναι η μόνιμη χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας, κάτι που ο Χριστιανοδημοκράτης υποψήφιος έχει αποκλείσει.
Ωστόσο – κι αυτό είναι ασυνήθιστο- το ενδιαφέρον δεν επικεντρώνεται πρωτίστως σ’ αυτό που έρχεται, αλλά σ’ αυτήν που φεύγει. Για κανέναν απερχόμενο ηγέτη δεν έχουν γίνει τόσα αφιερώματα στον ελληνικό Τύπο, δεν έχουν γραφτεί τόσα άρθρα, δεν έχουν ετοιμαστεί τόσοι αποχαιρετισμοί, όσα για την Άνγκελα Μέρκελ. Ούτε καν για τον Μπάρακ Ομπάμα, που φρόντισε να περάσει από την Ακρόπολη το 2016, πριν αποχωρήσει οριστικά από τον Λευκό Οίκο. Άλλωστε και ο 44ος Αμερικανός πρόεδρος είχε αφήσει τα… κλειδιά του ελεύθερου κόσμου στα χέρια της Μέρκελ- κι όχι του Ντόναλντ Τραμπ.
Άγκελα Μέρκελ & Αλέξης Τσίπρας: Προσωπική χημεία
Αγαπητή δεν ήταν ποτέ η Μέρκελ στην Ελλάδα, ελάχιστοι μπόρεσαν να της συγχωρήσουν την απροθυμία της να δράσει εγκαίρως όταν ξέσπασε η ευρωκρίση, καθώς είχε πάντα στο μυαλό της την επόμενη τοπική εκλογική αναμέτρηση στη Γερμανία. Αυτές τις καθυστερήσεις οι άνθρωποι στην Ελλάδα τις πλήρωσαν ακριβά – και γι’ αυτό κατηγορούν τη χαλκέντερη καγκελάριο δεξιοί και αριστεροί, συστημικοί και “αγανακτισμένοι”. Το μόνο που έκανε τη Μέρκελ να φαντάζει κάποιες στιγμές συμπαθητική στα μάτια των κοινών θνητών, στο απόγειο της ευρωκρίσης, ήταν η σύγκριση με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που οι περισσότεροι Έλληνες δεν αποδέχθηκαν ποτέ από την ημέρα που ανέλαβε το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών – και ατύπως τα ηνία του Eurogroup.
Στο πολιτικό επίπεδο, πάλι, όλοι οι Έλληνες πρωθυπουργοί που συνυπήρξαν με την Άνγκελα Μέρκελ – κι ήταν πολλοί – θέλησαν να βρουν έναν τρόπο επικοινωνίας μαζί της, με τον Αντώνη Σαμαρά να το προσπαθεί το 2014 πιο σκληρά απ’ όλους και να παίζει το χαρτί του αριστερού κινδύνου. Ένα χαρτί που έχει παίξει επανειλημμένα και η Μέρκελ, τελευταία φορά μάλιστα κατά την αποχαιρετιστήρια ομιλία της στη γερμανική Βουλή στο τέλος Αυγούστου. Κι όμως την καλύτερη σχέση την έχτισε η Μέρκελ με τον Αλέξη Τσίπρα, αυτόν που προεκλογικά έλεγε “Go back μαντάμ Μέρκελ”. Εν μέρει διότι, παρά τις έντονες πολιτικές διαφορές τους, ταίριαξε η προσωπική χημεία τους, κάτι που ήταν ορατό από την πρώτη επίσκεψη Τσίπρα στην καγκελαρία. Αλλά κι επειδή η Μέρκελ είχε αυτή την αναπάντεχα ηρωική στάση απέναντι στους πρόσφυγες το φθινόπωρο του 2015 – κάτι που έκανε τους αριστερούς που τη «μισούσαν» να της βγάλουν το καπέλο, τουλάχιστον για το σύντομο διάστημα που επέμεινε στην πολιτική του καλωσορίσματος κόντρα στις πιέσεις του κόμματός της.
Καθώς έχουν γραφτεί εκατομμύρια λέξεις στον ελληνικό Τύπο για τη Μέρκελ, σχεδόν όλοι οι Έλληνες ξέρουν ότι είναι μια προσγειωμένη γυναίκα, που ξέρει πόσο κάνει ένα κιλό πατάτες – και το εκτιμούν. Ξέρουν ακόμη ότι είναι μια ισχυρή πολιτικός, που διαπραγματεύεται μέχρι τελικής πτώσεως, που επιδιώκει συμβιβασμούς, προς το συμφέρον της χώρας της βεβαίως. Ξέρουν ότι δεν είναι φιλάρεσκη κι έχουν ακούσει ότι δεν είναι αλαζονική. Βέβαια αυτή είναι η εμπειρία των Γερμανών από τη Μέρκελ, όχι των Ελλήνων που βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια κάπως διαφορετική αλαζονεία από την αρχή της κρίσης, όταν πρωθυπουργός ήταν ο Γιώργος Παπανδρέου.
Η Μέρκελ, πριν κόψει το 2011 μαζί με τον τότε Γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί τα φτερά του Παπανδρέου στις Κάννες, είχε συμφωνήσει με τον Έλληνα πρωθυπουργό να κάνουν κάτι για να αντιμετωπίσουν το αντιγερμανικό κλίμα στην Ελλάδα. Κάτι σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών, κατά προτίμηση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Μόνο που η Μέρκελ αποφάσισε να αναθέσει τον ευαίσθητο αυτό ρόλο στον Χανς-Γιόαχιμ Φούχτελ, έναν πολιτικό που σύντομα έγινε για τους Έλληνες η ενσάρκωση του “άσχημου Γερμανού”, χωρίς να νοιαστεί εάν αυτή η επιλογή της θα έθιγε πολλούς, επιβαρύνοντας περαιτέρω το αντιγερμανικό κλίμα. Η κυρίαρχη ερμηνεία τότε στην Ελλάδα ήταν ότι η Μέρκελ απλά προσπάθησε να ξεφορτωθεί έναν όχι ιδιαίτερα αγαπητό υφυπουργό της κυβέρνησής της, και τον έστειλε στους… υπηκόους της του Νότου.
Η ευρωπαϊκή υπέρβαση της Μέρκελ
Στις Βρυξέλλες οι αποφάσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης
Όταν εκείνο το σκληρό καλοκαίρι του 2015 η Μέρκελ φρέναρε τον Σόιμπλε, που ήθελε να σπρώξει την Ελλάδα έξω από την Ευρωζώνη, πολλοί στην Ελλάδα είδαν στη στάση της καγκελαρίου την προσπάθεια να διατηρήσει τη συνοχή της Ε.Ε. Και μίλησαν για τη “μεγάλη Ευρωπαία¨. Ωστόσο, οι πεπεισμένοι ευρωπαϊστές τής καταλογίζουν ότι όλα αυτά τα 16 χρόνια δεν είχε όραμα για την Ευρώπη και ότι δεν έκανε τίποτε για να την πάει ένα βήμα μπροστά, παρά το γεγονός ότι για το μεγαλύτερο διάστημα της θητείας της ήταν με απόσταση η πιο ισχυρή ηγέτιδα της Ένωσης.
Η Μέρκελ δεν πάτησε ποτέ το γκάζι και το περιβόητο “βήμα- βήμα” της στην αντιμετώπιση των προκλήσεων αποδείχθηκε πολλές φορές τουλάχιστον αντιπαραγωγικό. Μόνο η τελευταία της στροφή, η στήριξή της στο Ταμείο Ανάκαμψης απέναντι στις συνέπειες της κορωνοκρίσης, αντιμετωπίζεται και στην Ελλάδα ως μια πολύ σημαντική συμβολή στην Ευρώπη. Ο φόβος το 2020 ήταν ότι η Μέρκελ θα στοιχιζόταν με τους “φειδωλούς” του Βορρά, αλλά τον τελευταίο χρόνο της στην καγκελαρία έκανε τη μεγάλη υπέρβαση. Με τους κυνικούς να επισημαίνουν μετά από αυτό στο ελληνικό πολιτικό σύστημα ότι “Μέρκελ θα λέτε και θα κλαίτε”.
ΠΗΓΗ: DW (Κάκη Μπαλή, Αθήνα)