Λακκί (Portolago): Το αριστούργημα που κληρονομήσαμε και καταστρέφουμε
Πόσο παραμελημένος μπορεί να είναι ένας αρχιτεκτονικός θησαυρός; Πόσο θαμμένος στην αδιαφορία, παρότι λάμπει στο φως του ήλιου; Το Λακκί της Λέρου δίνει την απάντηση.
Του Αλέξανδρου Μασσαβέτα*
Πόσοι, άραγε, γνωρίζουν την ύπαρξη στην Ελλάδα ενός οικισμού-μνημείου του ιταλικού ρασιοναλισμού-Ιταλική Ρασιοναλιστική Αρχιτεκτονική στα Δωδεκάνησα;
Προσωπικά, πρωτάκουσα για το Λακκί το 2006 στο πιο απίθανο μέρος: σε ένα ιστορικό καφενείο στο Γκόνταρ της Αιθιοπίας. Το κέντρο της πόλης εκείνης είναι μία συμφωνία από τολμηρές καμπύλες, επιβλητικές εισόδους και προσόψεις σε παστέλ χρώματα. Το κτίσματα αυτά, ένα αρμονικό αρχιτεκτονικό σύνολο, αποτελούν το σημαντικότερο έργο που άφησε πίσω της η σύντομη ιταλική κατοχή της Αιθιοπίας (1936-1941).
Με την συνταξιδιώτη μου, φωτογράφο Αθηνά Καζολέα, ανακηρύξαμε εντυπωσιασμένοι το Γκόνταρ την ωραιότερη πόλη της Αιθιοπίας. Το ιστορικό καφενείο, έργο κι εκείνο της ιταλικής κατοχής, ήταν γεμάτο καθρέφτες. Μια αρχαία ιταλική μηχανή του εσπρέσο και η φωτογραφία του Χάιλε Σελάσσε στον τοίχο έμοιαζε να έχει παγώσει τα πάντα στα 1940.
Σε ένα τραπέζι ήταν αφημένο ένα φωτογραφικό λεύκωμα για την Ασμάρα, πρωτεύουσα της ανεξάρτητης σήμερα Ερυθραίας. Γνωρίζαμε για την Ασμάρα, την ομορφότερη πρωτεύουσα της Αφρικής, κτισμένη ολόκληρη σχεδόν στον ιταλικό ρασιοναλισμό του μεσοπολέμου. Ήταν όνειρο και των δυο μας να την δούμε, αλλά τα σύνορα Αιθιοπίας και Ερυθραίας ήταν κλειστά και δεν υπήρχε τρόπος να πάμε ως εκεί. Κοιτούσαμε τις φωτογραφίες με την Αθηνά, συζητώντας ζωηρά.
Ο Τεουόντρος, που καθόταν μόνος στο διπλανό τραπέζι, κοστουμαρισμένος και σοβαρός, μας έπιασε την κουβέντα. Αρχιτέκτων, διηύθυνε πρόγραμμα της δημαρχίας του Γκόνταρ για την αποκατάσταση των ιταλικών κτιρίων. «Δεν έχει πια τόση σημασία πώς φυτεύτηκαν στην Αιθιοπία. Σημασία έχει ότι έγιναν δικά μας και ομορφαίνουν τις πόλεις μας. Πασχίζουμε να τα διατηρήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε.»
Έδειξε προς το φωτογραφικό λεύκωμα. Η Ασμάρα, μας είπε, ήταν το διαμάντι της ιταλοκρατίας στην Ανατολική Αφρική. Την είχε επισκεφθεί όταν η Ερυθραία αποτελούσε ακόμη επαρχία της Αιθιοπίας. «Τώρα… μας είναι απροσπέλαστη» είπε μελαγχολικά. Ονειροπολούσε κοιτώντας τις φωτογραφίες των κτιρίων της.
«Νομίζω θα μου είναι ευκολότερο να έλθω στην Ελλάδα παρά να ξαναπάω στην Ερυθραία» είπε. «Το ‘χω όνειρο να δω τα ιταλικά κτίρια στην Ρόδο και το Portolago… Πώς τα συγκρίνετε με αυτά που είδατε εδώ;» Τα ιταλικά κτίρια της Ρόδου τα ήξερα και τα θαύμαζα. Το Portolago δεν το είχα ακούσει ποτέ. Τον κοίταξα με το βλέμμα της αγελάδας.
«Σήμερα το λέτε, νομίζω, Λακκί. Μη μου πεις πως δεν έχεις πάει!» Καταντράπηκα. «Δεν έχεις δει το Portolago στην ίδια σου την χώρα και έφτασες ως εδώ; Και θες να μου πας στην Ασμάρα;» Ο Τεουόντρος ξέσπασε στο σπαρταριστό γέλιο με το οποίο οι Αιθίοπες σπάνε τον πάγο. «Ανάποδα το ‘πιασες! Ξεκίνα απ’ το σπίτι!» Το ίδιο βράδυ έψαξα, στο βασανιστικά αργό αιθιοπικό διαδίκτυο, φωτογραφίες του Λακκιού. Έμεινα με το στόμα ανοικτό.
Στην Λέρο, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον Νίκο Φωκά και την Ιωάννα Ασμενιάδου. Δεν υπάρχει περίπτωση να περάσεις λίγες μέρες στο νησί και να μην πέσεις πάνω τους. Κυκλοφορούν πάντα με μηχανή – ο Νίκος με μια βέσπα στην οποία επιβαίνει και η Πρίζα, το γνωστότερο τετράποδο του νησιού, με εκτενές φαν κλαμπ μεταξύ των δίποδων ανηλίκων της Λέρου. Όλοι την γνωρίζουν, όλοι την χαιρετούν, όλοι την ταΐζουν.
Ο Νίκος έχει την συνήθεια, όποτε εμφανίζεται με την βέσπα και την Πρίζα στο ραντεβού, να κορνάρει τρεις φορές. Θα έπρεπε να το έχω συνηθίσει και να το περιμένω, αλλά καταφέρνει, ακόμα και σήμερα, να μου παγώνει το αίμα. Τον ξέρουν όλοι με το επώνυμό του – «ο Φωκάς». «Ακόμα και η αδελφή μου “Φωκά” με φωνάζει». Παρά το άμεσα αναγνωρίσιμο κεφαλονίτικο επώνυμο έχει και λέρικη φύτρα: η εκ μητρός γιαγιά του, Αλεξάνδρα Αγγέλου, ήταν Αλεξανδρινή με καταγωγή από το νησί. «Η γιαγιά περνούσε τον μισό χρόνο εδώ κι ερχόμουν κάθε καλοκαίρι».
Η Ιωάννα, πάλι, είναι Σαλονικιά. Γνωρίστηκαν στην Αθήνα. Όταν της πρότεινε να πάνε διακοπές στην Λέρο, απόρησε. «Μόνο για το ψυχιατρείο είχα ακούσει. “Μα έχει σπίτια στην Λέρο;” ρώτησα. Νόμιζα πως ήταν κάτι σαν την Σπιναλόγκα! Πρώτη φορά ήλθα το ΄95.» Τους γνώρισα για πρώτη φορά στην Αθήνα, στο σπίτι της Μαρίας Φακίδη, μητέρας του Νίκου. Με την Μαρία μας έφεραν σε επαφή τα κοινά μας ενδιαφέροντα για την Πόλη, την Μικρά Ασία και την Μέση Ανατολή. Σύντομα, με την Ιωάννα και τον Νίκο θα μας έδενε μια δέσμη άλλων, κοινών, ενδιαφερόντων. Και πρωτίστως η Λέρος και το Λακκί!
Από τα τρία εγγόνια της Αλεξάνδρας, ο Φωκάς ήταν που δέθηκε περισσότερο με την Λέρο. Σε εκείνον άφησε η γιαγιά το εξοχικό, το ωραιότερο κατ’ εμέ σπίτι του νησιού. Σε μια πλαγιά κοντά στο Λακκί, βλέπει στο βυζαντινό κάστρο και τον κόλπο στο Παντέλι. Οι δυο τους το γέμισαν βιβλία, δίσκους και έργα τέχνης. Δεκαετία και πλέον αφότου πρωτάκουσα για το Portolago, έφθανα επί τέλους στην Λέρο και το «Φωκόσπιτο». Στην φωτισμένη με κεριά βεράντα με την παυσίλυπη θέα του κάστρου, η Ιωάννα μου μίλησε για την μετοικεσία τους και το ντοκιμαντέρ που γύρισε για το Portolago.
«Ο πατέρας μου ήταν πολιτικός μηχανικός και είχα ανέκαθεν μία τριβή με τα κτίρια. Όταν είδα το Λακκί, έπαθα πλάκα. Τα κτίρια μοιάζουν σύγχρονα, κι ας είναι ογδόντα ετών! Περπατώντας έβλεπα φαντάσματα και ιστορίες παντού…» Σπούδασε πληροφορική στο Λονδίνο και, όταν γνώρισε τον Φωκά, εργαζόταν σε εταιρεία του χώρου. «Το όνειρό μου, όμως, ήταν η σκηνοθεσία. Έτσι, γράφτηκα τα απογεύματα στο ΙΕΚ Α
Η αποφοίτησή της από την σχολή σκηνοθεσίας συνέπεσε με μια περιπέτεια υγείας, που την ώθησε να αλλάξει πορεία. «Παραιτήθηκα απ’ το γραφείο και αφιερώθηκα σε αυτό που πραγματικά θέλω. Εργάστηκα ως διευθύντρια ;παραγωγής μιας σειράς ντοκιμαντέρ για αρχαιολογικούς χώρους για την ΕΡΤ. Η ιδέα να γυρίσω ντοκιμαντέρ για το Portolago ωρίμαζε μέσα μου.»
Το καλοκαίρι του ΄13 η ΕΡΤ έκλεισε και η Ιωάννα έμεινε χωρίς δουλειά. Η κρίση χτύπησε και τον Φωκά. «Εργαζόμουν ως μεσίτης, αλλά η αγορά ακινήτων πάγωσε. Δεν είχαμε κάτι να μας κρατά στην Αθήνα. Η γιαγιά είχε πεθάνει το ’12 και το σπίτι εδώ ήταν άδειο.» Αρχικά περνούσαν τον μισό χρόνο στην Λέρο, όπου η Ιωάννα στρώθηκε στην έρευνα. Τον Μάρτιο του ’17 εγκαταστάθηκαν μόνιμα.
Το ντοκιμαντέρ της, Portolago: Φαντάσματα στο Αιγαίο, προβλήθηκε το ’17 στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης και απέσπασε το δεύτερο βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Καστελόριζου και βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ στο φεστιβάλ GrecDoc στο Παρίσι. Η ίδια έλαβε τιμητική διάκριση στο Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ στην Χαλκίδα.
Η Ιωάννα και ο Φωκάς μου ξεκλείδωσαν τις πόρτες της μνήμης του Λακκιού, αλλά και εκείνες όσων αγωνίζονται να την διαιωνίσουν. Ευτυχώς, αυτοί είναι ήδη πολλοί, ενώ κάθε χρόνο στην υπόθεση διάσωσής του αφιερώνονται νέα πρόσωπα. Όλα ερωτεύονται την Λέρο και τα μυστικά της.
Μια σταλιά οικισμός το Λακκί, μεγάλη η σημασία του όμως για την ιστορία της αρχιτεκτονικής. «Ό,τι βλέπεις οικοδομήθηκε την δεκαετία του ’30» λέει η Ιωάννα. «Τα Δωδεκάνησα τα κατέλαβαν οι ΙταλοίΙ ταλοκρατία στα Δωδεκάνησα το 1912, κατά τον ιταλοτουρκικό πόλεμο, αλλά το καθεστώς τους ήταν μετέωρο ώσπου να τα αποδώσει επισήμως στην Ιταλία η Συνθήκη της Λωζάννης, το ΄23.»
Τα Δωδεκάνησα αποτέλεσαν επαρχία του βασιλείου της Ιταλίας και όχι αποικία, εξηγεί ο ιστορικός τέχνης Κάρλο Φιλίππο ντ’ Αμίκο, που ήλθε στην Λέρο φιλοξενούμενος κοινού φίλου. «Οι ντόπιοι απέκτησαν την ιταλική ιθαγένεια, κάτι που δεν ίσχυσε στην Ερυθραία ή την Λιβύη.» Βρίσκονταν, βέβαια, αποκομμένοι από την ηπειρωτική Ιταλία, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά.
«Το 1922 διορίζεται κυβερνήτης ο διπλωμάτης Μάριο Λάγκο, ώστε να συντονίσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα υποδομών» σημειώνει η Ιωάννα. Στις 18 Οκτωβρίου 1923 ο Λάγκο έρχεται στην Λέρο με τον διάσημο αρχιτέκτονα Φλορεστάνο ντι Φάουστο. Έργα του τελευταίου κοσμούν την Ρόδο και την Κω, πόλεις στην Ιταλία και στις άλλοτε αποικίες της, Αλβανία και Λιβύη.
«Κατά την επίσκεψη ανακοινώνεται η ίδρυση του οικισμού και της αεροναυτικής βάσης Portolago. Θεωρώ την ημερομηνία τα γενέθλια του Portolago. Το τοπωνύμιο είναι λογοπαίγνιο. Αφενός παραπέμπει στον κόλπο, που έχει στενό άνοιγμα και μοιάζει με λίμνη (lago), αφετέρου στο επώνυμο του κυβερνήτη.» Έτσι, το Portolago ιδρύεται για την εξυπηρέτηση της βάσης· σχεδιάζεται εκ του μηδενός στην ελώδη έκταση του Λακκιού.
«Με την δημιουργία της ιταλικής αποικιακής αυτοκρατορίας ξέσπασε αγώνας Ιταλών και Βρετανών για τον έλεγχο της Μεσογείου» εξηγεί η Ιωάννα. «Οι Βρετανοί είχαν βάσεις στην Μάλτα, την Κύπρο, την Αίγυπτο. Οι Ιταλοί εστίασαν στον κόλπο του Λακκιού, δεύτερο μεγαλύτερο της Μεσογείου (μετά της Μάλτας). Στα Λέπιδα, απέναντι από το Λακκί, εγκαταστάθηκε η αεροναυτική βάση Gianni Rossetti, η μεγαλύτερη στην ανατολική Μεσόγειο.»
«Io ti saluto vado in Abissinia»: ιταλικό τραγούδι του 1935 για τον Πόλεμο της Αβησσυνίας, την ιταλική δηλ. εισβολή στην Αιθιοπία. Η Λέρος και το Λακκί αποτέλεσαν σταθμό στην πορεία των στρατιωτικών δυνάμεων προς την Αιθιοπία.
Στήθηκε μία τεράστια πολεμική μηχανή, με ναυτικό, πεζικό, αεροπορία. Πυροβολαρχίες διάσπαρτες στα υψώματα του νησιού προστάτευαν τις εγκαταστάσεις – σώζονται σήμερα ερειπωμένες. «Ο Τσώρτσιλ αποκάλεσε την Λέρο “Μάλτα του Αιγαίου”. Από εδώ απέπλευσε το Delfino, το υποβρύχιο που τορπίλισε την Έλλη το 1940…»
Στο Portolago και τις βάσεις ζούσαν, κάποια στιγμή, 10.000 Ιταλοί, στρατιωτικοί αλλά και δημόσιοι υπάλληλοι, κάποιοι με τις οικογένειές τους. «Τα Δωδεκάνησα ήταν ιταλική επαρχία απομονωμένη στην άκρη του Αιγαίου· οι αρχές φρόντισαν να δημιουργήσουν όλες τις ανέσεις, ώστε να μην αισθάνονται οι εδώ Ιταλοί αποκομμένοι.»
Το Portolago απέκτησε σχολείο, κινηματοθέατρο, ξενοδοχείο, ενώ η ακτογραμμή διαμορφώθηκε σε lungomare περιπάτου. Οικοδομήθηκαν στον ιταλικό ρασιοναλισμό, που ταυτίσθηκε με την «φασιστική εικοσαετία» (1922-1943). Τα εδώ κτίρια δεν έχουν όμως σχέση, ως προς την κλίμακα, με τα αντίστοιχα στην Ιταλία ή τις αποικίες της. Ούτε καν με τα μνημειώδη δημόσια κτίρια του Φλορεστάνο ντι Φάουστο στην Ρόδο. Μπροστά τους οι μορφές στο Λακκί μοιάζουν μικροσκοπικές και απέριττες, «νησιώτικες».
«Ο ντι Φάουστο επέβλεπε εξ αποστάσεως» εξηγεί η Ιωάννα. «Τα σχέδια ήλθαν από την Ιταλία, στην ανέγερση όμως χρησιμοποιήθηκαν ντόπιοι μάστορες και υλικά. Έτσι, προσάρμοσαν τον ρασιοναλισμό στην λέρικη παράδοση, τον μπόλιασαν με την λέρικη ψυχή.» Ο ιστορικός της αρχιτεκτονικής Βασίλης Κολώνας, στο βιβλίο Ιταλική Αρχιτεκτονική στα Δωδεκάνησα, κάνει λόγο για «μεσογειακό ρασιοναλισμό» χαμηλών τόνων, υπογραμμίζοντας την μορφολογική συνάφεια της μοντέρνας με την κυβιστική αρχιτεκτονική των νησιών της Μεσογείου: λευκές επιφάνειες, κύβοι, επίπεδες στέγες.
Το Portolago είναι μια ποίηση γεωμετρίας, με τους στίχους γραμμένους σε τολμηρές ευθείες και καμπύλες. «Στα Δωδεκάνησα και τις αποικίες συνέρρευσαν νεαροί αρχιτέκτονες που ζητούσαν ελευθερία να πειραματισθούν, ξεφεύγοντας από τον αυστηρότερο έλεγχο και την πολιτικοποίηση στην Ιταλία» σημειώνει ο Κάρλο Φιλίππο. «Το Portolago ειδικά αποτελούσε μοναδική ευκαιρία, ως tabula rasa του ρασιοναλισμού.»
Καταπλήσσει η λιτότητα και, ταυτόχρονα, η τόλμη των μορφών. Κάθε δημόσιο κτίριο έχει διαφορετική μορφή, ώστε να είναι άμεσα αναγνωρίσιμο. Από κοινού συνθέτουν, μαζί με τα σπίτια και τα καταστήματα, ένα αρμονικό όλο. Αυτό θυμίζει την «μεταφυσική πόλη» που συχνά ζωγραφίζει ο ντε Κίρικο: καμπύλες, κυκλικοί πύργοι, αψίδες, μακριές σκιές. Όπως κι εκεί, η ποικιλομορφία των οικοδομημάτων κάνει τον χώρο να μοιάζει με θεατρικό σκηνικό.
Συχνά αναρωτήθηκα ποιο οικοδόμημα αγαπώ περισσότερο. Η Ιωάννα, για λόγους ευνόητους, προτιμά το κινηματοθέατρο Roma (1936-38) του Αρμάντο Μπερναμπίτι.
Εντυπωσιάζει με το ασυνήθιστο ημικύκλιο της πρόσοψης, την οποίαν ο Κολώνας αντιπαραβάλλει με τον «Κόκκινο Πύργο» του ντε Κίρικο (1913). Η ομοιότητα είναι τέτοια, ώστε υποψιάζεσαι πως τον πίνακα είχε ο Μπερναμπίτι κατά νου σχεδιάζοντάς το. Αποτελεί ενιαίο συγκρότημα με το ομώνυμο ξενοδοχείο, του ιδίου αρχιτέκτονα.
Το δημοτικό σχολείο του Ροντόλφο Πετράκο (1934-37) μαγεύει με την σειρά των αψίδων και το ημικύκλιο, που κρύβει εσωτερική αυλή. Εκείνος έκτισε και το εμβληματικότερο αρχιτεκτόνημα του Portolago, την Αγορά (1934-36), με κυκλικό αίθριο στο κέντρο, διακοσμητική στεφάνη στην οροφή και πύργο ωρολογίου. Ο τελευταίος είναι σαφής παραπομπή, κατά τον Κολώνα, στην «μεταφυσική πόλη» του ντε Κίρικο.
Οι κοιτώνες των στρατευσίμων είναι πολύ μεγαλύτεροι – καθένας έπρεπε να στεγάσει εκατοντάδες άνδρες. Οι βαθμοφόροι και οι δημόσιοι υπάλληλοι, πάλι, κατοικούσαν σε κουκλίστικες μονοκατοικίες στο Portolago και τα Λέπιδα.
Ο Κάρλο Φιλίππο κατόρθωσε να επισκεφθεί την Ασμάρα, με μία ομάδα Ιταλών αρχιτεκτόνων και ιστορικών τέχνης – κάτι για το οποίο τον ζηλεύω φρικτά! Η σύγκριση της Ασμάρας με το Λακκί ήταν αναπόφευκτη. Όχι βέβαια της αρχιτεκτονικής, που είναι εκεί πολύ πιο πρωτοποριακή, ή των μεγεθών – η Ασμάρα σχεδιάστηκε ως μεγάλη πόλη, πρωτεύουσα της «πρωτότοκης» ιταλικής αποικίας, της Ερυθραίας. Η σύγκριση αφορά στην μεταχείριση των μνημείων ένθεν και ένθεν, στο καθεστώς προστασίας και την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής κληρονομίας. Είναι ελάχιστα κολακευτική για την Λέρο και την Ελλάδα.
«Η Ερυθραία είναι μια ελεεινή δικτατορία και μια χώρα φτωχή, με ελάχιστους πόρους. Παρά τις όποιες δυσκολίες των τελευταίων ετών, η Ελλάδα είναι χώρα και κονωνία βαθύπλουτη συγκριτικά. Κι όμως, στην Ασμάρα τα κτίρια βρίσκονται σε εξαιρετική κατάσταση» τόνισε ο ιστορικός τέχνης. «Το καθεστώς τα προστατεύει ως κόρη οφθαλμού και το ιστορικό κέντρο της Ασμάρα έχει συμπεριληφθεί Asmara Architecture – A World Heritage στην παγκόσμια κληρονομία της UNESCO. Έτσι, η αρχιτεκτονική του ρασιοναλισμού έγινε brand που διαφημίζει την Ερυθραία – παρότι η χώρα, για σειρά λόγων, δεν είναι ανοικτή στον τουρισμό. Εδώ, αντίθετα, πρυτανεύει η αδιαφορία. Πολλά κτίρια μαδάνε εγκαταλελειμμένα, ενώ άλλα έχουν παραμορφωθεί και γίνει αγνώριστα. Είναι θλιβερό…»
Μεταξύ αυτών που που έδρασαν στην Λέρο ήταν και ο αξιωματικός του στρατού, πολιτικός μηχανικός Όντο Καζαλόττι. Έργο του, το υπερσύγχρονο νοσοκομείο της βάσης (1935-36), στον οικισμό του Portolago, που εξυπηρετούσε ολόκληρο το νησί. Επιστρέφοντας στην Ιταλία, γνώρισε την Ελληνίδα σύζυγό του, την ζωγράφο Νίκη Μαντωνανάκη, που σπούδαζε στην Φλωρεντία. Απέκτησαν την μοναχοκόρη τους, την γνωστή δημοσιογράφο Ελιζαμπέτα Καζαλόττι, σε προχωρημένη ηλικία. Σε μία αστεία σύμπτωση, η Ελιζαμπέτα, μεγαλωμένη στην Ιταλία, παντρεύθηκε Έλληνα και ζωγράφο, τον Διαμαντή Αϊδίνη. Εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου εκείνη είναι ανταποκρίτρια της RAI.
Όσο κι αν σκαλίσαμε με την Ελιζαμπέτα το αρχείο του Όντο, φωτογραφίες του Portolago δεν βρήκαμε. Βρήκαμε όμως το σχέδιό του για το νοσοκομείο και, στα ημερολόγιά του, σειρά σκίτσων του από την κατεχόμενη Ελλάδα.
Ο Όντο Καζαλόττι πολέμησε στον ισπανικό εμφύλιο (1936-39) με τους εθνικιστές του Φρανθίσκο Φράνκο. Επέστρεψε στην Ελλάδα με τις ιταλικές δυνάμεις και βρέθηκε στην Πύλο. Το ’43, όταν ο Μουσολίνι ανετράπη και η Ιταλία πέρασε στους Συμμάχους, συνελήφθη από τα γερμανικά στρατεύματα. Αρνήθηκε να ενταχθεί σε αυτά και τον έστειλαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου έπαθε φυματίωση.
«Ο μπαμπάς δεν μιλούσε ποτέ για τον πόλεμο» λέει η Ελιζαμπέτα. «Και δεν ξαναπήγε ποτέ στην Λέρο.» Ούτε η ίδια έχει πάει. Χρόνια κάναμε παρέα χωρίς να γνωρίζω την οικογενειακή ιστορία με την Λέρο. «Θα ήθελα πολύ να δω το νοσοκομείο» λέει. Αυτό χτυπήθηκε κατά τους βομβαρδισμούς της Λέρου στον πόλεμο αλλά αποκαταστάθηκε και σήμερα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα νοσοκομεία της Δωδεκανήσου.
Οι πρώτοι βομβαρδισμοί του Portolago έγιναν από τους Άγγλους με την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο. Οι σοβαρότερες καταστροφές σημειώθηκαν μόλις η Ιταλία εγκατέλειψε τον Άξονα και οι Γερμανοί επιτέθηκαν να κυριεύσουν την Λέρο και την ιταλική βάση στα Λέπιδα. Η Μάχη της Λέρου ξεκίνησε στις 26 Σεπτεμβρίου του ’43, όταν η Λούφτβαφε βύθισε στον κόλπο του Λακκιού τρία αντιτορπιλικά, το ελληνικό Βασίλισσα Όλγα, το βρετανικό Intrepid και το ιταλικό MAS 534.
Το νησί βομβαρδιζόταν καθημερινά επί 52 μέρες – χτυπήθηκε 190 φορές! Η πτώση του, τον Νοέμβριο, ήταν η τελευταία γερμανική νίκη του πολέμου. Η μάχη ενέπνευσε το γνωστό μυθιστόρημα Τα Κανόνια του Ναβαρόνε και την ομώνυμη ταινία. Ίχνη της παραμένουν διάσπαρτα στο νησί: σε πολλά σημεία βρέθηκα να κολυμπώ με τα συντρίμμια γερμανικών αεροπλάνων σκόρπια στον βυθό, τρία-τέσσερα μόλις μέτρα από κάτω μου.
Μεταπολεμικά, η στάση των αρχών έναντι των Ιταλών κατοίκων των Δωδεκανήσων υπήρξε μικρόψυχη – κάνοντάς τους τον βίο αβίωτο με διοικητικά μέτρα (κλείσιμο ιταλικών σχολείων, επιβολή της βάπτισης στο ορθόδοξο δόγμα κ.λπ.) και με χίλιες μικρές προσβολές, τους ανάγκασαν να φύγουν. Έτσι τα νησιά έχασαν, αν μη τι άλλο, ένα σημαντικό ανθρώπινο κεφάλαιο. Εργοστάσια και βιοτεχνίες, που συντηρούσαν μια ανθούσα τοπική οικονομία, γρήγορα έκλεισαν. Τραγική η ειρωνεία: λίγα χρόνια μετά την ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα, χιλιάδες κάτοικοί της έφυγαν οικονομικοί μετανάστες, ιδίως προς την Αυστραλία και την βόρεια Αμερική.
Η δε στάση των αρχών έναντι της κτιριακής υποδομής της ιταλικής περιόδου υπήρξε χρησιμοθηρική. Τα κτίρια της άλλοτε ιταλικής βάσης στα Λέπιδα φιλοξένησαν τις Βασιλικές Τεχνικές Σχολές, από το ’49 ως το ’64. «Δίδασκαν Λεριοί μάστορες, που είχαν αποκτήσει σημαντική τεχνογνωσία επί ιταλοκρατίας, φθάνοντας να επισκευάζουν μέχρι και αεροπλάνα!» Το 1957 αφίχθη η «Αποικία Ψυχοπαθών Λέρου». Το αίσχος του ψυχιατρείου δυσφήμισε το νησί, προστατεύοντάς το ταυτόχρονα: το γλίτωσε από τον μαζικό τουρισμό, που ξέρασε τόνους κακοχυμένου τσιμέντου πάνω στην Ρόδο και την Κω – η χείριστη κληρονομία της ελληνικής διοίκησης από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Απέναντι στα κτίρια του Λακκιού πρυτάνευσε η αδιαφορία: μια ελληνοκεντρική θεώρηση τα αντιμετώπιζε ως «ξένο σώμα». Οι ίδιες οι αρχές προκάλεσαν καταστροφές. «Ένας πρώην δήμαρχος κατεδάφισε την Casa del Balilla (έδρα φασιστικής νεολαίας) του Μπερναμπίτι (1933) για να κτίσει πολυκατοικία. Στο κτίριο του τελωνείου στεγάζεται η Λέσχη Αξιωματικών στο ισόγειο. Προσέθεσαν σειρά γύψινα κάγκελα στο μπαλκόνι του ορόφου, που τον άφησαν μετά να ρημάξει και σφάλισαν τα παράθυρά του. Δεν έχουν κανέναν σεβασμό για το κτίριο, αντί να το φτιάξουν ξοδεύουν ένα σωρό χρήματα να κτίσουν τοίχους που το κρύβουν» λέει με παράπονο η Ιωάννα. Η αγορά, παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες αποκατάστασής της, παραμένει σε κακή κατάσταση.
Περπατώντας στο Λακκί, ο επισκέπτης ενίοτε δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τα ιταλικά κτίσματα. Ο λόγος δεν είναι μόνο πως οι γραμμές τους τα κάνουν να μοιάζουν εξαιρετικά μοντέρνα. Τα περισσότερα έχουν υποστεί σοβαρές κακοποιήσεις – τα ανοίγματα στα παράθυρα αντικαταστάθηκαν με μεγαλύτερα, προστέθηκαν μπαλκόνια και στέγες άσχετα με τον αυθεντικό ρυθμό του οικοδομήματος, θυρώματα από αλουμίνιο, σύγχρονες ταμπέλες.
Στο κέντρο του Λακκιού οι προσθήκες και τα κακόγουστα χρώματα με τα οποία βάφτηκαν τα ιστορικά κτίρια προκαλούν μια οπτική κακοφωνία, ελάχιστα κολακευτική για τους σημερινούς κατοίκους του. Κληρονόμησαν έναν θησαυρό μοναδικής αρχιτεκτονικής σημασίας και επί δεκαετίες κάποιοι εξ αυτών τον κατατρώνε σαν τερμίτες, προσβάλλοντας την ιστορία και την αισθητική ταυτόχρονα.
Εντύπωση πάντως προκαλεί πως δεν πειράχθηκαν στα δημόσια κτίρια τα πλακάκια με τον ιταλικό βασιλικό θυρεό και τους φασιστικούς πελέκεις. «Τα παρήγαγε η κεραμοτεχνία ICARO, που ίδρυσαν οι Ιταλοί στην Ρόδο» λέει η Ιωάννα. «Μου φαίνεται απίστευτο ότι γλίτωσαν τα εθνόσημα του Μουσολίνι. Στην Ιταλία τα καθαίρεσαν παντού» λέει ο Κάρλο Φιλίππο. «Το μέρος είναι εσταντανέ μιας άλλης εποχής. Η πατίνα της παρακμής το κάνει ακόμη πιο γοητευτικό.»
Ελάχιστοι στην Ιταλία γνωρίζουν για το Portolago, λέει ο ιστορικός τέχνης. «Και πολλοί από αυτούς που γνωρίζουν δεν θέλουν να ξέρουν. Ακούν Μουσολίνι και τρέχουν!» προσθέτει η Ιωάννα. «Δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να βρω ενδιαφέρον στην Ιταλία για το ντοκιμαντέρ. Τώρα τελευταία έχει αρχίσει η στάση αυτή να αλλάζει.»
Με την κρίση του μεταναστευτικού, σε κτίρια στα Λέπιδα που αφέθηκαν να ρημάξουν μετά το κλείσιμο του ψυχιατρείου στοιβάχθηκαν μετανάστες. «Θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν τους κοιτώνες για να τους στεγάσουν σε πιο ανθρώπινες συνθήκες, σώζοντας και τα κτίρια που θα μας μείνουν όταν το μεταναστευτικό θα έχει τελειώσει. Αντ’ αυτού, οι αρχές δαπάνησαν μια περιουσία για κοντέινερ, που σε λίγο θα αχρηστευθούν» παρατηρεί η Ιωάννα.
Τραγική είναι η κατάσταση στις πυροβολαρχίες. Κάποιες τις κοσμούν τοιχογραφίες, που ζωγράφισαν Ιταλοί και Γερμανοί στρατιώτες. «Τις χρησιμοποιούν οι βοσκοί. Τα κατσίκια και οι φωτιές που ανάβουν οι βοσκοί για να ζεσταθούν έχουν προκαλέσει μεγάλες καταστροφές» λέει η Ιωάννα. «Κανείς δεν επιχειρεί να τους σταματήσει, για να μην δυσαρεστηθούν οι βοσκοί. Αλλού στην Ελλάδα λένε τους ψηφοφόρους γίδια, στην Λέρο λέμε πως τα ίδια τα γίδια είναι ψηφοφόροι! Δεν τα βάζει μαζί τους κανείς.»
Ένας βασικός λόγος που την έσπρωξε να γυρίσει το ντοκιμαντέρ ήταν η τεκμηρίωση, στην διάθεση των αρχών και της ευρύτερης κοινωνίας. «Ολόκληρη η Λέρος –το Λακκί, η βάση, οι πυροβολαρχίες– είναι ανοικτό μουσείο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πρέπει η Ελλάδα να επιδιώξει την συμπερίληψή του στην Λίστα Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.» Η Ιωάννα είναι ιδρυτικό μέλος του Πολιτιστικού Συλλόγου Portolago, που ενώνει όσους ενδιαφέρονται για την ιστορία και την προστασία του Λακκιού. Σχεδιάζουν σειρά εκδηλώσεων για τα εκατό χρόνια από την ίδρυση του Λακκιού και τα ογδόντα χρόνια της Μάχης της Λέρου, το 2023.
Ένα πρώτο βήμα προς την σωτηρία των μνημείων συντελέσθηκε την περσινή χρονιά. Κατόπιν επίσκεψής της στην Λέρο τον Σεπτέμβριο, η Λίνα Μενδώνη κίνησε, σε χρόνο ρεκόρ, τις διαδικασίες και το Λακκί και τα Λέπιδα, που δεν είχαν υπαχθεί σε κανένα καθεστώς προστασίας, ανακηρύχθηκανΛέρος: Οι οικισμοί Λακκί και Λέπιδα χαρακτηρίστηκαν ως ιστορικοί τόποι από το Υπουργείο Πολιτισμού | Η ΡΟΔΙΑΚΗ τον Οκτώβριο «ιστορικοί τόποι.» «Πολλοί ήλθαν και πολλά είπαν στο παρελθόν, αλλά η Μενδώνη δεν αστειεύεται» λέει ο Φωκάς. «Ήταν το απαραίτητο πρώτο βήμα» λέει η Ιωάννα, το ντοκιμαντέρ της οποίας ζήτησε η υπουργός για να το μελετήσει.
Εκεί που όσοι αγαπάμε το Λακκί και την Λέρο αισθανθήκαμε μία αισιοδοξία, ήλθε το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου να τα κάνει θάλασσα – ξανά. Φθάνοντας σήμερα στο Λακκί, βλέπεις, στην απέναντι πλευρά του κόλπου, το τοπίο να έχει υποστεί μια ανεπανόρθωτη καταστροφή. Ξύρισαν την λοφογραμμή και οικοδόμησαν «πολυκατοικίες» από κοντέινερ για την στέγαση των μεταναστών. Περπατώντας στο lungomare του Λακκιού, εισπράττεις μια μούντζα ορθάνοιχτη, περίοπτη, όλη δική σου, από την απέναντι λοφογραμμή, που μοιάζει με κάτι ανάμεσα σε λατομείο και τσαντίρ μαχαλά.
«Για άλλη μια φορά προτίμησαν την λύση των κοντέινερ αντί της αποκατάστασης των ιστορικών κτιρίων για την στέγαση των προσφύγων» διαμαρτύρεται η Ιωάννα. Η ανοικοδόμηση σε περιοχή κηρυγμένη ως «ιστορικό τόπο» και σε φυσικό τοπίο θα έπρεπε να έχει προκαλέσει συναγερμό. Πρόκειται για την επιτομή του παραλογισμού της ελληνικής διοίκησης, όταν ένα υπουργείο αναγνωρίζει καθεστώς προστασίας σε έναν τόπο και ένα άλλο υπουργείο τον καταστρέφει.
Οι ψίθυροι για τα κίνητρα της κατασκευής δίνουν και παίρνουν στο νησί, για πολλοστή φορά, και είναι ελάχιστα κολακευτικοί για τις αρχές – σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Η Μενδώνη είχε ζητήσει από τις δημοτικές αρχές να «κάνουν κάτι για τα κατσίκια» ώστε να προστατευθούν οι πυροβολαρχίες στα υψώματα. Φαίνεται πάντως ότι τα κατσίκια θα τιθασευθούν ευκολότερα από τους κρατούντες.
Τόσα χρόνια έχουν περάσει και το όνειρο να επισκεφθώ την Ασμάρα παραμένει ανικανοποίητο. Τα ιταλικά αρχιτεκτονήματα στην Λιβύη έγιναν και αυτά «μη προσβάσιμα». Μου μένει όμως, για παρηγοριά, το Λακκί, το αρχιτεκτονικό δώρο, «λεία» θα μπορούσαμε να πούμε, μιας ιστορικής περιπέτειας των Δωδεκανήσων, που η Λέρος την βίωσε με μεγαλύτερη από τα λοιπά νησιά ένταση.
Όσοι γνωρίσαμε και μελετήσαμε το Λακκί, θα συνεχίσουμε να φωνάζουμε μέχρι να προστατευθεί –επί τέλους!– από ασυνείδητους κατοίκους, περιφερόμενα κατσίκια και αμφιλεγόμενους πολιτικούς.