Ήχησαν και πάλι οι σειρήνες, θυμίζοντας την συμπλήρωση 47 χρόνων από την εισβολή του “Ατίλλα” και την συνεχιζόμενη κατοχή
Συμπληρώνονται σήμερα 47 χρόνια από την αποφράδα ημέρα της τουρκικής εισβολής, τις συνέπειες της οποίας βιώνει ακόμη η Κύπρος. Ο κυπριακός λαός καταδικάζει σήμερα το έγκλημα και τιμά τους πεσόντες.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, συνοδευόμενος από τον Υπουργό Άμυνας, θα παραστεί, αρχικά, στις 8:00 π.μ. σε επιμνημόσυνη δέηση στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας και ακολούθως, στις 10 π.μ. στο ετήσιο μνημόσυνο για όσους έπεσαν κατά την τουρκική εισβολή, στον Ιερό Ναό Αποστόλου Βαρνάβα, στην Αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία. “Η εισβολή από την Τουρκία στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974, συνεχίζει να αποτελεί πρόκληση κατά των θεμελιωδών αξιών και της παγκόσμιας κοινότητας. Προσηλωμένοι στο Διεθνές Δίκαιο, συνεχίζουμε τον αγώνα”, δήλωσε ο πρόεδρος Αναστασιάδης. Στις 9:00 το βράδυ ο Πρόεδρος Αναστασιάδης θα είναι ο κύριος ομιλητής στην εκδήλωση μνήμης και τιμής των πεσόντων κατά την τουρκική εισβολή στο Προεδρικό Μέγαρο. Πολιτικά κόμματα και οργανώσεις έχουν εκδώσει ανακοινώσεις καταδίκης της εισβολής.
Σαν σήμερα, στις 20 Ιουλίου 1974, εισέβαλε στρατιωτικά στην Κύπρο παραβιάζοντας τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Την πρώτη αυτή φάση του εγκλήματος ακολούθησε και δεύτερη στις 14 Αυγούστου 1974 με την Τουρκία να ολοκληρώνει το έγκλημα της κατά της Κύπρου και του λαού της. Σε αυτή τη φάση καταλήφθηκε η πόλη της Αμμοχώστου.
Ο κατακτητής πάτησε τα ιερά χώματα της γης μας, θάνατος, πόνος, προσφυγιά, βιασμοί, αγνοούμενοι, εγκλωβισμένοι και σήμερα, 47 χρόνια μετά, πατά το πόδι του ξανά με τον Τούρκο Πρόεδρο να εξαπολύει απειλές για το Βαρώσι.
Ως αποτέλεσμα της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής και κατοχής, 162.000 Ελληνοκύπριοι εκτοπίστηκαν και έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα. Αντίσκηνα, προσφυγικοί καταυλισμοί παντού και τα παιδιά με συσσίτια.
Αρχικά, 20.000 Ελληνοκύπριοι και Μαρωνίτες επέλεξαν να μην εγκαταλείψουν τα σπίτια τους αλλά υποχρεώθηκαν σταδιακά να εγκαταλείψουν τις κατεχόμενες περιοχές όπου διέμεναν. Ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων και Μαρωνιτών που ζουν σήμερα στο κατεχόμενο μέρος έχει μειωθεί στους 300.
Η πιο τραγική συνέπεια της εισβολής είναι το δράμα των αγνοουμένων και των συγγενών τους που ακόμη καρτερούν κάθε ώρα και στιγμή να μάθουν για την τύχη των αγαπημένων τους προσώπων. Χιλιάδες Ελληνοκύπριοι είχαν συλληφθεί και κρατηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Κύπρο από τον Τούρκους στρατιώτες και παραστρατιωτικούς, που ενεργούσαν υπό τις οδηγίες του τουρκικού στρατού. Επιπρόσθετα, πάνω από 2000 αιχμάλωτοι πολέμου είχαν μεταφερθεί παράνομα και κρατηθεί σε φυλακές στην Τουρκία. Κάποιοι από αυτούς εξακολουθούν να αγνοούνται. Εκατοντάδες άλλοι Ελληνοκύπριοι, τόσο στρατιώτες όσο και πολίτες (περιλαμβανομένων ηλικιωμένων, γυναικών και παιδιών) εξαφανίστηκαν σε περιοχές υπό τουρκική κατοχή και μέχρι σήμερα αγνοείται η τύχη τους. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν καλά τεκμηριωμένες μαρτυρίες ότι τα αγνοούμενα πρόσωπα θεάθηκαν για τελευταία φορά εν ζωή στα χέρια του τουρκικού στρατού ή των παραστρατιωτικών ομάδων, που ενεργούσαν υπό τις οδηγίες και την ευθύνη των τουρκικών δυνάμεων κατοχής. Η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους προσπαθεί να δώσει απαντήσεις στο δράμα αυτό με εκταφές και ταυτοποιήσεις οστών αγνοουμένων.
Η Τουρκία έθεσε υπό παράνομη στρατιωτική κατοχή το 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο και κατέχει μέχρι σήμερα, συνεχίζοντας την ίδια πολιτική, περιφρονώντας τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων και ψηφίσματα άλλων διεθνών οργανισμών.
Συνεχίζει την συστηματική πολιτική εποικισμού του κατεχομένου τμήματος της Κύπρου και την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς του ιστορικού αυτού νησιού της Μεσογείου, στοχεύοντας μεταξύ άλλων στην εξάλειψη κάθε ελληνικού και χριστιανικού στοιχείου που υπήρχε για αιώνες.
Διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού διεξάγονται από το 1975 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με την τελευταία προσπάθεια να πραγματοποιείται στο τέλος Απριλίου στη Γενεύη.
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, κατώτερη των περιστάσεων σε προσέλευση κόσμου ήταν η χθεσινοβραδυνή εκδήλωση , που οργάνωσε ο Δήμος Αμμοχώστου, ιδιαίτερα συγκρινόμενη με εκείνη των αντιεμβολιαστών στο προεδρικό , που κατέληξε στους βανδαλισμούς στο συγκότημα “Δίας”. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να προκαλέσει μεγάλο προβληματισμό.
Ο Δήμαρχος της κατεχόμενης πόλης, Σίμος Ιωάννου, εξέφρασε την εκτίμηση ότι “σήμερα φτάσαμε στην πιο δύσκολη στιγμή, όχι μόνο για την Αμμόχωστο, αλλά για ολόκληρη την Κύπρο” , προσθέτοντας πως, ” αν χαθεί ό,τι απέμεινε από την πόλη, θα είναι η ταφόπλακα για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.
Σε ομιλία του στην εκδήλωση διαμαρτυρίας στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αμμοχώστου στη Δερύνεια, ο Δήμαρχος ανέφερε ότι «σήμερα είμαστε ξανά εδώ με τα παιδιά και τα εγγόνια μας, να βροντοφωνάξουμε στην Τουρκία και τους εγκάθετους της ότι η Αμμόχωστος δεν ανήκει ούτε στην κατοχική δύναμη, ούτε στον Ερντογάν, ούτε στον Τατάρ» αλλά σ’ αυτούς που γεννήθηκαν και αναγιώθηκαν «στα σπίτια και τις γειτονιές της, σε αυτούς που την έκτισαν, που την έζησαν, που την έκαναν καμάρι της Κύπρου μέχρι που η κατοχική δύναμη την κατέστησε όμηρο και πόλη φάντασμα».
Πρόσθεσε ότι «η προσπάθεια της Τουρκίας να αλλάξει το status quo της περίκλειστης περιοχής της Αμμοχώστου άρχισε εδώ και 2 χρόνια, αρχικά με τις επισκέψεις αξιωματούχων της Τουρκίας και του ψευδοκράτους στην περίκλειστη περιοχή και την διοργάνωση συμποσίων. Σταδιακά-σταδιακά με τη μέθοδο της σαλαμοποίησης έφθασαν στο σημερινό αποτέλεσμα».
Είναι σαφές, συνέχισε «ότι η Τουρκία θα προσπαθήσει μέσω των ευκαιριών που θα δώσει στους Αμμοχωστιανούς να πάρουν πίσω τις περιουσίες τους, να θέσει ένα οριστικό τέλος στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού, με βάση το συμφωνημένο πλαίσιο του ΟΗΕ, σε μια προσπάθεια να οδηγηθούμε σε λύση δύο κρατών. Η επιστροφή υπό Τουρκοκυπριακή διοίκηση σε καμιά περίπτωση δεν διασφαλίζει και δεν εγγυάται μια σταθερή και νομικά κατοχυρωμένη αποκατάσταση των περιουσιών».
Πρέπει, υπέδειξε, «το κράτος λόγω της τουρκικής κατοχής και της μη λύσης, να εξασφαλίσει στους πρόσφυγες, το θεμελιώδες δικαίωμα της αποκατάστασης τους, στα σπίτια και στις περιουσίες τους. Όσο αυτό δεν είναι εφικτό, έχει υποχρέωση να προχωρήσει στην εισαγωγή σχεδίου για την σταδιακή κάλυψη της απώλειας χρήσης των περιουσιών τους στα κατεχόμενα». Πρόσθεσε πως «η Δημοκρατία στο πλαίσιο της ισότητας οφείλει σαν μέτρο πολιτικής, κοινωνικής και νομικής υποχρέωσης, να κατανέμει ισότιμα το βάρος της απώλειας χρήσης που προκύπτει από την εισβολή και κατοχή των περιουσιών των προσφύγων».
Εξάλλου, σε επιστολή προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, που επιδόθηκε από τον Δήμαρχο της κατεχόμενης Αμμοχώστου σε αξιωματούχο της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, στο οδόφραγμα της Δερύνειας, αφού επαναλαμβάνεται η έκκληση που του απηύθυναν στις 7 Ιουνίου 2021, τονίζεται πως «προφανώς ο χρόνος τελειώνει για το λαό της Κύπρου. Η υπόθεση των Βαρωσίων μετατρέπεται σε μια παγκόσμια υπόθεση, η οποία θα δείξει εάν θα επικρατήσει τελικά ο νόμος της ζούγκλας ή εάν ο πολιτισμένος κόσμος θα βρει τρόπους να βάλει τέλος στις παράνομες φιλοδοξίες του Προέδρου Ερντογάν, που επιθυμεί να αναβιώσει μια προ καιρού τελειωμένη αυτοκρατορία τον 21ο αιώνα».
Στην επιστολή τίθεται το ερώτημα «πώς μπορεί η διεθνής κοινότητα να ανέχεται και με μια έννοια, ακούσια, να ενθαρρύνει και να εγκρίνει πράξεις που μοιάζουν με πειρατικές και μεσαιωνικές επιθέσεις; Πώς θα αντιδρούσε η διεθνής κοινότητα εάν αυτό συνέβαινε στο Λονδίνο, το Παρίσι ή τη Λισαβώνα; Πώς θα αντιμετώπιζαν οι εφαρμοστές του νόμου ανά το παγκόσμιο τους παρείσακτους και τους κλέφτες; Ποια ποινή πρέπει να επιβληθεί σε κάποιον ο οποίος αρπάζει όχι απλά μια περιουσία αλλά ολόκληρη τη ζωή του άλλου, 47 ολόκληρα χρόνια; Πρέπει να επιβραβευτούν κοιτάζοντας από την άλλη πλευρά τώρα που παίζεται η τελευταία πράξη της “νομιμοποίησης” κλεμμένων περιουσιών»;
Προστίθεται ακόμα ότι «ο λαός της Αμμοχώστου και ο λαός της Κύπρου, Έλληνες, Τούρκοι, Μαρωνίτες, Αρμένιοι και Λατίνοι, δεν αποδέχονται τη λύση δύο κρατών, ούτε ότι το σημερινό καθεστώς είναι βιώσιμο και μπορεί να κρατήσει για πάντα. Ο λαός μας είναι υπέρ μιας επανενωμένης Κύπρου όπως έχει περιγραφεί από τα Ηνωμένα Έθνη και θεωρούμε πως οποιαδήποτε αλλαγή στο καθεστώς της Αμμοχώστου εκτός των προνοιών των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών θα ήταν εξαιρετικά επιβλαβής, για να μην πούμε θανάσιμη, για τη διαδικασία επίτευξης συνολικής λύσης και πρέπει να αποφευχθεί».