Ένας αρχιμαφιόζος αποκαλύπτει την διαπλοκή της κυβέρνησης Έρντογαν με τον υπόκοσμο
Ο Σεντάτ Πεκέρ (Sedat Peker) καταρρίπτει την θέση του Έρντογαν περί «κάθαρσης» της Τουρκίας από το βαθύ κράτος
Του Αλέξανδρου Μασσαβέτα*
(ΠΗΓΗ: Insidestory.gr)
Τα βίντεο του αυτοεξόριστου Σεντάτ Πεκέρ στο YouTube για την κυβέρνηση Έρντογαν έχουν προκαλέσει πολιτικό σεισμό, ενώ αναζωπύρωσαν μία συζήτηση που μετρά πολλές δεκαετίες στην Τουρκία, σχετικά με το παρακράτος – την αδιάσειστη σταθερά της τουρκικής πολιτικής ζωής.
Μέσα σε λιγότερο από μήνα, τα βίντεο που ο αρχιμαφιόζος Σεντάτ Πεκέρ (Sedat Peker) ανήρτησε στο YouTube έχουν αποκτήσει εκατομμύρια φανατικών θεατών. Καθένα έχει μακρά διάρκεια και περιλαμβάνει καταγγελίες που παγώνουν το αίμα των περισσότερων πολιτών.
Δεκάδες εκατομμύρια τα παρακολουθούν και, όπως συμβαίνει με τις πλέον επιτυχημένες σειρές του Netflix, ζητούν επιμόνως νέα επεισόδια. Αυτοεξόριστος στο Ντουμπάι, ο Πεκέρ είναι διαβόητος ακροδεξιός, εκτελεστής του παρακράτους και επιφανές μέλος του τουρκικού υποκόσμου. Οι αποκαλύψεις του έχουν, φυσικά, προκαλέσει πολιτικό σεισμό.
Με δυο λόγια
Η παρέλαση από ονόματα και στοιχεία σκιαγραφεί την διαπλοκή της κυβέρνησης Έρντογαν με το οργανωμένο έγκλημα. Πρόκειται για μείζον χτύπημα, σε μια περίοδο μάλιστα που η δημοτικότητα του προέδρου έχει πληγεί σοβαρά από την οικονομική κρίση και την κακοδιαχείριση της πανδημίας. Παράλληλα, οι αποκαλύψεις αναζωπύρωσαν μία συζήτηση που μετρά πολλές δεκαετίες στην Τουρκία – εκείνη σχετικά με το παρακράτος, ή «βαθύ κράτος» κατά τον χρησιμοποιούμενο όρο. Ως τέτοιο περιγράφεται το σύστημα από σκιώδεις κλίκες στρατιωτικών και πολιτικών, ακροδεξιών κυρίως πεποιθήσεων, που διαπερνούν πολιτικά κόμματα, την ιεραρχία των μυστικών υπηρεσιών και δυνάμεων ασφαλείας και τον υπόκοσμο.
Από την δεκαετία του 1970 αποτελεί σταθερή πεποίθηση στην Τουρκία πως η «πραγματική εξουσία» βρίσκεται όχι στην εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά στις εν λόγω κλίκες, που έχουν καθοριστικό ρόλο στην χάραξη της κρατικής πολιτικής. Έκτοτε, η συζήτηση περί «βαθέος κράτους» επανέρχεται κατά τακτά διαστήματα στην επικαιρότητα, όποτε έρχονται στο φως αποκαλύψεις για τις σχέσεις κράτους και μαφίας. Εξίσου παλιά και εδραιωμένη είναι στην τουρκική κοινή γνώμη και η πεποίθηση πως το «βαθύ κράτος» έχει ίδια συμφέροντα που τα επιβάλλει στην κρατική πολιτική, ενώ επιβιώνει την στιγμή που εκλεγμένες κυβερνήσεις αντικαθίστανται από στρατιωτικά καθεστώτα και τούμπαλιν.
Η εξάρθρωση των «συμμοριών του βαθέος κράτους» υπήρξε σταθερή προεκλογική υπόσχεση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ταγίπ Έρντογαν. Στα 19 χρόνια εξουσίας του, ο Έρντογαν θα ισχυρισθεί πως έδωσε τέλος στην κηδεμονία που το στράτευμα ασκούσε στην πολιτική, με σειρά συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, αλλά και πως εξάρθρωσε το «βαθύ κράτος» με τις επιχειρήσεις κατά της (υποτιθέμενης) τρομοκρατικής οργάνωσης Εργκένεκον-Υπόθεση Εργκένεκον και αργότερα κατά των Γκιουλενιστών, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016Απόπειρα πραξικοπήματος το 2016 στην Τουρκία.
Στα βίντεό του, ωστόσο, ο Σεντάτ Πεκέρ καταρρίπτει κάθε ισχυρισμό του Έρντογαν περί δήθεν «κάθαρσης» της Τουρκίας από το βαθύ κράτος. Και τι δεν έχει καταγγείλει τις τελευταίες εβδομάδες. Κατηγορεί στελέχη του ΑΚΡ, αλλά και παλαιούς πολιτικούς που συνεργάζονται με αυτό, για βιασμούς, δολοφονίες, εμπορία ναρκωτικών, διαρπαγή δημόσιας περιουσίας, αποστολή όπλων σε τζιχαντιστές στη Συρία, ενώ ισχυρίζεται πως σειρά εγκλημάτων που ο ίδιος διέπραξε τα εξετέλεσε ύστερα από επίμονη απαίτηση των αρχών.
Η ύπαρξη του «βαθέος κράτους» είναι πολύ παλιά υπόθεση – μετρά αιώνα και πλέον, υποστηρίζουν πολλοί αναλυτές. Την ύστερη οθωμανική περίοδο, το κράτος συχνά στρατολόγησε κακοποιά στοιχεία ή ίδρυσε μυστικές οργανώσεις προκειμένου να φέρουν σε πέρας τις «βρώμικες δουλειές» του και να αφανίσουν πρόσωπα ή πληθυσμούς που θεωρούσε «εχθρικούς». Ο Τζεγκίζ Ακτάρ, αυτοεξόριστος στην Ελλάδα πολιτικός επιστήμων, θεωρεί την «Ειδική ΟργάνωσηSpecial Organization (Ottoman Empire)» (Teşkilât-ı Mahsusa) η οποία ανέλαβε τον συντονισμό της εξόντωσης των Αρμενίων της Αυτοκρατορίας, απαρχή του σημερινού «βαθέος κράτους» της Τουρκίας. «Στην οργάνωση αυτή έχουμε για πρώτη φορά ξεκάθαρη συνεργασία των κρατικών αρχών με κακοποιούς» λέει.
Την ηγεσία της οργάνωσης ανέλαβαν στελέχη του Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος των Νεοτούρκων», με ακροδεξιές θέσεις, ενώ σε αυτήν συμμετείχαν σώματα ενόπλων ατάκτων Κούρδων και Κιρκάσιων, αλλά και δεκάδες καταδικασθέντες εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου. «Με την συμμετοχή τους στην οργάνωση και τις γενοκτόνες σφαγές που διεξήγαγε, οι εγκληματίες εξασφάλιζαν χάρη από τις αρχές για τα εγκλήματά τους» εξηγεί ο Ακτάρ. Ο πανεπιστημιακός και ακτιβιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Μπασκίν Οράν, επίσης θεωρεί πως οι σφαγές των Αρμενίων έδωσαν την ευκαιρία για την σύμπραξη του κράτους με την μαφία. «Μια ιδιαιτερότητα των ανατολικών επαρχιών ήταν η φεουδαρχία των αγάδων, η πλέον οργανωμένη μαφία του οθωμανικού κράτους» εξηγεί. «Οι αγάδες συγκροτούσαν ένοπλες ομάδες, προκειμένου να αποσπάσουν με την βία αυθαίρετους “φόρους” από τους μη-Μουσουλμάνους της περιοχής, τους Αρμενίους και τους Ασσυρίους.
Η «Ειδική Οργάνωση» των Νεοτούρκων θα εξελιχθεί στην «Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας» της Τουρκικής Δημοκρατίας. «Η υπηρεσία αυτή θα οργανώσει τα Σεπτεμβριανά του 1955» σημειώνει ο Οράν. Αναθέτει στον Οκτάι Ενγκίν, μουσουλμάνο της Θράκης, να τοποθετήσει βόμβα στο «Σπίτι του Ατατούρκ» που στεγάζει το τουρκικό προξενείο της Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα να προκληθούν ασήμαντες ζημιές. Σε μια συντονισμένη επιχείρηση, οι τουρκικές εφημερίδες κυκλοφορούν έκτακτες εκδόσεις το ίδιο απόγευμα με πηχυαίους τίτλους περί πυρπόλησης του κτιρίου. Οργανωμένα στίφη με λοστούς, που έχουν σε μεγάλο ποσοστό μεταφερθεί από την επαρχία, αλλά και οργανώσεις εθνικιστών φοιτητών ξεκινούν πογκρόμ κατά των Ρωμιών (και των λοιπών μη-Μουσουλμάνων) της Πόλης. «Δεν πρόκειται για έργο μαφιόζων, αλλά για άρτια οργανωμένη επιχείρηση των υπηρεσιών ασφαλείας» υπογραμμίζει ο Οράν. «Χρησιμοποιήθηκαν κωδικοί και οι λεηλατούντες γνώριζαν πολύ καλά ποιο κατάστημα και ποιο σπίτι ανήκε σε μη-Μουσουλμάνο και έπρεπε να χτυπηθεί και ποιο όχι.»
Για την οργάνωση του πογκρόμ συνεργάσθηκαν η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας, η Υπηρεσία Ειδικού Πολέμου των ενόπλων δυνάμεων, η οργάνωση «Η Κύπρος είναι Τουρκική» και μια ομπρέλα φοιτητικών οργανώσεων. Μετά το πραξικόπημα του 1960, οι ένοπλες δυνάμεις οδήγησαν τον πρωθυπουργό Αντνάν Μεντερές και στελέχη της κυβέρνησής του σε δίκη – και τελικά στο απόσπασμα. Από τα πρακτικά της δίκης πληροφορήθηκε η τουρκική κοινή γνώμη, σε περιορισμένο τότε βαθμό, τον ρόλο των μυστικών υπηρεσιών στην οργάνωση των Σεπτεμβριανών. Το 1965, η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας μετονομάσθηκε σε Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΜΙΤ) και με αυτό το όνομα παραμένει…
Το «βαθύ κράτος» όπως το γνωρίζουμε σήμερα, παγιώθηκε κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Η τότε σύμπραξη των υπηρεσιών ασφαλείας με το οργανωμένο έγκλημα και την ακροδεξιά (οι δύο τελευταίοι χώροι ήταν ανέκαθεν ταυτισμένοι στην Τουρκία) σφράγισαν την ταυτότητα του παρακράτους, που παραμένει ίδια ως σήμερα – όπως και εκείνη των κυρίων φορέων του. Ο Μπασκίν Οράν θεωρεί απαρχή της σύμπραξης με την μαφία και τον ακροδεξιό χώρο την απόφαση των τουρκικών αρχών να αρχίσουν πόλεμο εξόντωσης της αρμενικής τρομοκρατικής οργάνωσης Ασάλα. Προκειμένου να στρέψει το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινής γνώμης στην Γενοκτονία των Αρμενίων, η οποία είχε τότε εν πολλοίς λησμονηθεί, και να εκφράσει την οργή της για την διαστρέβλωση της σχετικής ιστορίας από την Τουρκία, η Ασάλα άρχισε να δολοφονείList of attacks by ASALA Τούρκους διπλωμάτες στο εξωτερικ
«Τότε οι υπηρεσίες ασφαλείας στρατολόγησαν εκτελεστές της ακροδεξιάς, με βεβαρημένο ποινικό μητρώο, κατά της Ασάλα» σημειώνει ο Οράν. Πλέον διαβόητος από τους εν λόγω εκτελεστές υπήρξε ο Αμπντουλάχ ΤσατλίAbdullah Çatlı, που υπήρξε ηγέτης των Γκρίζων Λύκων την δεκαετία του 1970 και έμπορος ναρκωτικών. Οι μυστικές υπηρεσίες τον προσέλαβαν ως εκτελεστή, αρχικά μελών της Ασάλα και αργότερα μαχητών και φίλα προσκείμενων της κουρδικής ένοπλης οργάνωσης ΡΚΚ. Σύντομα πολλοί εκτελεστές με προφίλ αντίστοιχο του Τσατλί βρέθηκαν στο μισθολόγιο των μυστικών υπηρεσιών. Γνωστότεροι υπήρξαν ο Αλαατίν Τσακιτζί και Μεμέτ Αλί Αγτσά, προερχόμενοι από τον χώρο των Γκρίζων Λύκων και της μαφίας. Η «καριέρα» τους ξεκίνησε στις συμμορίες του δρόμου, με μικροκλοπές και συμπλοκές, και εξελίχθηκε με το λαθρεμπόριο.
Την δεκαετία του 1970, οι Γκρίζοι Λύκοι «άλωσαν» τις υπηρεσίες ασφαλείας και το «βαθύ κράτος» ταυτίσθηκε με την ακροδεξιά και την μαφία. Τα αποτελέσματα της ταύτισης αυτής απέβησαν μοιραία, σε μια εποχή που η χώρα σπαρασσόταν από έναν «εμφύλιο χαμηλής έντασης». Καθ’ όλη την δεκαετία, ένοπλες συγκρούσεις ακροαριστερών και ακροδεξιών σημειώνονταν κάθε δεύτερη μέρα στην Τουρκία, με επιθέσεις σε καφενεία, γραφεία εφημερίδων, συλλόγους και κινηματογράφους όπου σύχναζαν μέλη της μίας ή της άλλης πλευράς. Ακροδεξιοί-μέλη του «βαθέος κράτους» άρχισαν τις δολοφονίες πολιτικών, δημοσιογράφων, φοιτητών και διανοουμένων αριστερών ή φιλελεύθερων πεποιθήσεων, τόσο στην Τουρκία όσο και στα κατεχόμενα στην Κύπρο. Έτσι το βαθύ κράτος συντάχθηκε με μία εκ των δύο πλευρών του οιονεί εμφυλίου, που άφησε πάνω από 5.000 νεκρούς μέχρι το πραξικόπημα του 1980 να επιβάλει, προσωρινά, την «τάξη και ασφάλεια». Ο «βρώμικος πόλεμος» κατά της Ασάλα γρήγορα έγινε «κρατική τρομοκρατία», κατά την έκφραση που χρησιμοποιείται στην Λατινική Αμερική.
Το 1979, ο Μεμέτ Αλί Αγτσά δολοφόνησε τον δημοσιογράφο και διευθυντή της Μιλλιέτ, Αμπντί Ιπεκτσί, που είχε μπει στο στόχαστρο των Γκρίζων Λύκων για τις θέσεις του υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κατά του εξτρεμισμού. Στον σχεδιασμό της δολοφονίας συμμετείχε και ο Αμντουλάχ Τσατλί. Ο Αγτσά συνελήφθη, καταδικάσθηκε σε ισόβια και φυλακίσθηκε σε στρατιωτική φυλακή της Πόλης, από όπου δραπέτευσε χάρη στην βοήθεια στρατιωτικών προσκείμενων στους Γκρίζους Λύκους, που λάμβαναν οδηγίες από τον Τσατλί. Το σενάριο αυτό έμελλε να επαναληφθεί σε πολλές περιπτώσεις αντίστοιχων φυλακίσεων ακροδεξιών – «φίλα προσκείμενοι» στρατιωτικοί ή αστυνομικοί φρόντιζαν για την απόδρασή τους.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970, στο στόχαστρο των Γκρίζων Λύκων περιήλθαν όλοι όσοι δεν συνέπλεαν με τις θέσεις τους ή δεν υπέκυπταν στους εκφοβισμούς τους – εισαγγελείς, δικαστικοί λειτουργοί, ισλαμιστές διανοούμενοι. Το 1981, σε μια υπόθεση την οποία καλύπτει ακόμη και σήμερα πέπλο μυστηρίου, ο Αγτσά αποπειράθηκε ανεπιτυχώς, το 1981, να δολοφονήσει τον πάπα Ιωάννη-Παύλο Β΄. Η απόπειρα και η αυτόφωρη σύλληψή του έστρεψαν την διεθνή προσοχή στο τουρκικό «βαθύ κράτος» και τις δραστηριότητές του, που εκτείνονταν πολύ πέραν του τουρκικού κράτους.
Η χούντα ΕβρένΚενάν Εβρέν (1980-1983) φυλάκισε και καταδίωξε πολλά στελέχη της ακροδεξιάς, όπως κάθε πολιτικά δραστήρια ομάδα, ενώ επιχείρησε να φέρει το «βαθύ κράτος» υπό τον έλεγχο του στρατεύματος. Δεν το εξάρθρωσε, ούτε μπόρεσε να καταλύσει τον έλεγχο των Γκρίζων Λύκων επ’ αυτού. Η ύφεση στις πολιτικές δολοφονίες έλαβε τέλος μετά την επιστροφή της διακυβέρνησης στους πολιτικούς, καθώς το 1984 το ΡΚΚ ξεκίνησε ένοπλο αγώνα στις ανατολικές επαρχίες. Στο στόχαστρο του «βαθέος κράτους» και των εκτελεστών του βρέθηκαν τώρα το ΡΚΚ και δημόσια πρόσωπα που είτε ένιωθαν συμπάθεια προς τον αγώνα των Κούρδων για πολιτική αυτονομία είτε τάσσονταν υπέρ της ειρηνικής λύσης του κουρδικού και κατά της τυφλής καταστολής.
Η καταστολή της ένοπλης εξέγερσης των Κούρδων δημιούργησε νέο φορέα του «βαθέος κράτους», την JITEM – (Υπηρεσία) Πληροφοριών και Αντιτρομοκρατικού Αγώνα Στρατοχωροφυλακής. Η σκιώδης αυτή οργάνωση «ειδικού πολέμου» ιδρύθηκε το 1987 στα πλαίσια της Στρατοχωροφυλακής (Jandarma), ενός εκ των τεσσάρων σωμάτων των ενόπλων δυνάμεων, με απόλυτη μυστικότητα και χωρίς πρότερη άδεια του υπουργείου Εσωτερικών ή του τουρκικού ΓΕΕΘΑ. Στην υπηρεσία της τέθηκαν πλήθος Κούρδων «φυλάκων», χωρικών που οι ένοπλες δυνάμεις στρατολογούσαν κατά του ΡΚΚ, και πρώην μαχητών του τελευταίου που αυτομόλησαν και έγιναν πληροφοριοδότεςAbdülkadir Aygan της.
Στις ανατολικές επαρχίες, το μεγαλύτερο μέροςOHAL των οποίων ήταν υπό καθεστώς εκτάκτου ανάγκης από το 1987 ως το 2002, οι εξαφανίσεις, οι εξωδικαστικές δολοφονίες, οι βιασμοί και τα βασανιστήρια ήταν στοιχείο της καθημερινότητας από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Το ίδιο και το κάψιμο και η εκκένωση χωριών που στήριζαν τους αντάρτες και η δια της βίας μεταφορά των κατοίκων τους στην δυτική Τουρκία. Τα μέλη των ειδικών δυνάμεων, απαθανατισμένα σε ρεπορτάζ της εποχής, φέρουν τα περισσότερα τα «τσιγκελωτά» μουστάκια των Γκρίζων Λύκων. Η JITEM ευθύνεται για πλήθος δολοφονιών και βασανισμών ενόπλων αλλά και αμάχων φίλα προσκείμενων στο ΡΚΚ – εκδοτών, δημοσιογράφων, διανοουμένων, δασκάλων. Πρόκειται για κλασική περίπτωση «βρώμικου πολέμου» και κρατικής τρομοκρατίας. Το 1988 η ΜΙΤ υπέβαλε έκθεση στον τότε πρόεδρο Τουργκούτ Οζάλ, όπου έκανε λόγο για «σκοτεινές σχέσεις» αστυνομικών και δημοσίων υπαλλήλων με τον υπόκοσμο. Η έκθεση διέρρευσεSusurluk skandalı nedir, 3 Kasım 1996’daki trafik kazası neden tekrar gündemde? | BBC News στον τύπο.
Την δεκαετία του 1990 η φράση «δολοφονίες αγνώστων δραστών» καθιερώθηκε στην τουρκική επικαιρότητα. Πέραν του μπαράζ δολοφονιών, απαγωγών και βασανισμών Κούρδων, την δεκαετία σφράγισαν οι εκτελέσεις δημοσιογράφων, στρατιωτικών, επιχειρηματιών, πολιτικών που, σύμφωνα με καταγγελίες του τύπου, «γνώριζαν» πράγματα για τις δράσεις του βαθέος κράτους που αυτό δεν ήθελε να μαθευτούν. Την τουρκική κοινωνία συγκλόνισε η δολοφονία, το 1993, του δημοσιογράφου Ου’ούρ Μουμτζού. Χρόνια αργότερα βγήκαν στην επιφάνεια καταγγελίες πως ο Μουμτζού ερευνούσε, την στιγμή της δολοφονίας του, τις σχέσεις της ΜΙΤ με κουρδικές οργανώσεις στο Βόρειο Ιράκ: 100.000 πυροβόλα ιδιοκτησίας των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων είχαν καταλήξει στα χέρια των στρατευμάτων του Τζαλάλ ΤαλαμπανίΤζαλάλ Ταλαμπανί. Τον ίδιο μήνα με τον Μουμτζού πέθανε ο στρατηγός Εσρέφ Μπιτλίς, όταν κατέπεσε το ελικόπτερό του ως αποτέλεσμα, πιστεύεται, σαμποτάζ. Ο Μπιτλίς ερευνούσε την ίδια υπόθεση των όπλων του Ταλαμπανί…
«Οι τουρκικές κυβερνήσεις θεωρούσαν ανέκαθεν τους Γκρίζους Λύκους ιδιαίτερα χρήσιμη δύναμη καταστολής» εξηγεί ο πολιτικός επιστήμων Ουμούτ Όζκιριμλι, μελετητής του τουρκικού εθνικισμού. «Τους στρατολόγησαν κατά των διανοουμένων και κατά των Κούρδων στην Τουρκία. Στην Κύπρο, χρησίμευσαν για την καταστολή των διαδηλώσεων διαμαρτυρίαςDeath of Tassos Isaac των Ελληνοκυπρίων για την κατοχή στον βορρά, αλλά και για την τρομοκράτηση αντιφρονούντων Τουρκοκυπρίων.» Παράλληλα, το βαθύ κράτος ανέπτυξε και διεθνείς φιλοδοξίες, οργανώνοντας το 1995 πραξικόπημα1995 Azerbaijani coup d’état attempt κατά του προέδρου του Αζερμπαϊτζάν Χαϊντάρ Αλίγεφ. Στόχος του πραξικοπήματος ήταν η επαναφορά στην εξουσία του αποπεμφθέντος προέδρου Αμπουλφάζ Ελτσίμπεη, που διατηρούσε στενές σχέσεις με τους Γκρίζους Λύκους. Το πραξικόπημα απέτυχε καθώς η ιεραρχία της ΜΙΤ, που διαφωνούσε με το σχέδιο, ειδοποίησε τον τότε Τούρκο πρόεδρο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, ο οποίος ειδοποίησε με την σειρά του τον Αλίγεφ.
Πραγματική καταστροφή, από όλες τις απόψεις, υπήρξε η σύντομη πρωθυπουργία της Τανσού Τσιλέρ. Το 1993 η Τσιλέρ δήλωνε πως οι αρχές είχαν στα χέρια τους λίστα επιχειρηματιών και καλλιτεχνών που πλήρωναν «συνεισφορά» στο ΡΚΚ, προειδοποιώντας πως θα τους ζητηθεί να λογοδοτήσουν. Λίγο αργότερα, ξεκίνησαν «ανεξιχνίαστες» δολοφονίες Κούρδων επιχειρηματιών και καλλιτεχνών. Παρότι καταγγελίες «καλά πληροφορημένων προσώπων» δημοσιεύονταν στον τύπο, οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές αρνούντο επίμονα την ύπαρξη της JITEM. Στην κοινή γνώμη εδραιώθηκε η πεποίθηση πως το βαθύ κράτος δρούσε ανεξέλεγκτα στο σκοτάδι, προωθώντας ίδια συμφέροντα εις βάρος των κρατικών, ενώ οι κρατικές υπηρεσίες αδυνατούσαν πλέον να ελέγξουν ένα δημιούργημα για το οποίο ήταν οι ίδιες υπεύθυνες. Οι κλίκες των παρακρατικών έσπευδαν να «κλείσουν το στόμα» όσων γνώριζαν τις «βρώμικες δουλειές» που έπρεπε να μείνουν κρυφές. Σαν να μην έφθανε η δράση των παρακρατικών, σημειώθηκαν και δολοφονίες διανοουμένων που αποδίδονται σε ισλαμιστικές οργανώσεις.
Αυτά που ανώνυμοι πληροφοριοδότες αποκάλυπταν στον τύπο και η κοινή γνώμη υποπτευόταν ήλθαν στο φως με τον πιο απροσδόκητο τρόπο. Το 1996, η άσημη κωμόπολη Σουσουρλούκ έγινε πασίγνωστη, καθώς «φιλοξένησε» ένα από τα σημαντικότερα γεγονόταSusurluk scandal της πρόσφατης τουρκικής ιστορίας. Ένα τροχαίο δυστύχημα στην περιοχή έφερε στο φως την διαπλοκή κράτους και οργανωμένου εγκλήματος, που για χρόνια ο τύπος πάσχιζε να αποδείξει. Από τα συντρίμμια της ίδιας Μερσέντες, που προσέκρουσε σε νταλίκα, ανασύρθηκαν νεκροί ο Γκρίζος Λύκος και εκτελεστής Αμπντουλάχ Τσατλί, ο υποδιευθυντής της ασφάλειας της Πόλης Χιουσεΐν Κοτζαντάγ και η ερωμένη του Τσατλί, το πρώην μοντέλο Γκοντζά Ους.
Τραυματισμένος ανασύρθηκε ο Σεντάτ ΜπουτζάκSedat Bucak, Κούρδος φεουδάρχης και βουλευτής του Κόμματος του Ορθού Δρόμου της Τανσού Τσιλέρ, που τότε συγκυβερνούσε με το ισλαμιστικό Κόμμα της Ευημερίας του Νετζμπετίν Έρμπακαν. Ο Μπουτζάκ ήταν και ο ιδιοκτήτης της μοιραίας Μερσέντες. Ο Τσατλί καταζητείτο από την Ιντερπόλ και, υποτίθεται, την τουρκική αστυνομία για την δολοφονία του Αμπντί Ιπεκτσί, την απόδραση του Μεμέτ Αλί Αγτσά από την φυλακή, την δολοφονία διανοουμένων και φοιτητών την «καυτή» δεκαετία του 1970. Πάνω στο σώμα του βρέθηκαν διπλωματικά διαβατήρια, μια άδεια οπλοφορίας, διαβατήρια και αστυνομική ταυτότητα με ψεύτικα ονόματα. Ήταν προφανές πως το κράτος που δήθεν τον καταζητούσε τον είχε υπό την προστασία του. Στις αποσκευές του Τσατλί βρέθηκαν ναρκωτικά, όπλα που είχαν «χαθεί» από το οπολοστάσιο της Γενικής Υπηρεσίας Ασφαλείας και χιλιάδες δολάρια.
Τα συντρίμμια της Σουσουρλούκ, τονίζει ο Μπασκίν Οράν, ήταν μια αποκάλυψη. Φανέρωσαν την ανίερη τριγωνική συμμαχία της μαφίας-ακροδεξιάς (Τσατλί) με την πολιτική (Μπουτζάκ) και το επίσημο κράτος (Κοτζαντάγ). Για την σχέση αυτή είχαν ειπωθεί πολλά την εικοσαετία πριν το δυστύχημα, τώρα έρχονταν οι αποδείξεις. Ο Μπουτζάκ είναι ο αγάς της φυλής Μπουτζάκ, που κατοικεί κυρίως στην περιοχή της Ούρφα. Η φυλή παρείχε τότε χιλιάδες «φύλακες», χωρικούς που προστάτευαν, κατά το κρατικό αφήγημα, τα χωριά τους από την διείσδυση μαχητών του ΡΚΚ. Η περίπτωσή του Μπουτζάκ προσωποποιεί την στρατολόγηση από το κράτος, στον αγώνα κατά του ΡΚΚ, των αγάδων των κουρδικών φυλών και την εκμετάλλευση, από τα πολιτικά κόμματα, της φεουδαρχικής δομής της κουρδικής κοινωνίας, τονίζει ο Οράν. Γρήγορα αποκαλύφθηκε πως, λίγες ώρες πριν το ατύχημα, οι επιβάτες της Μερσέντες είχαν παραθερίσει στο ίδιο ξενοδοχείο στο Κουσάντασι με τον τότε υπουργό Εσωτερικών, Μεμέτ Αγάρ. Την υπογραφή του Αγάρ έφερε το διπλωματικό διαβατήριο του Τσατλί. Λέγεται πως οι επιβάτες πήγαιναν να εκτελέσουν κάποιο συμβόλαιο θανάτου. Ταυτόχρονα εικάζεται πως ο θάνατός τους δεν οφείλεται σε ατύχημα αλλά σε δολιοφθορά – πως κατάλληλος μηχανισμός αχρήστευσε τα φρένα του αυτοκινήτου τους.
Μόλις η είδηση του δυστυχήματος διαδόθηκε, εμβρόντητη η τουρκική κοινωνία έστρεψε την προσοχή της στον Μεμέτ ΑγάρMehmet Ağar – το όνομα του οποίου κυριαρχεί στις τωρινές αποκαλύψεις του Σεντάτ Πεκέρ, που 25 χρόνια μετά την Σουσουρλούκ κάνουν το τότε δυστύχημα και τις συνακόλουθες αποκαλύψεις πιο επίκαιρες από ποτέ. Γιος αστυνόμου, ο Αγάρ είχε ανατραφεί στο περιβάλλον των σωμάτων ασφαλείας, όπου εντάχθηκε μετά τις σπουδές του και ο ίδιος. Στην αστυνομία μέντοράς του υπήρξε ο Σιουκριού Μπαλτζί, γνωστός για τις σχέσεις του με την μαφία και την ακροδεξιά. Την περίοδο της χούντας Εβρέν, όταν υπηρετούσε στην ασφάλεια της Πόλης, πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι βασανίσθηκαν και δολοφονήθηκαν. Ο Αγάρ υποστήριζε τον «βρώμικο πόλεμο» που είχαν ανοίξει οι ειδικές δυνάμεις και η JITEM κατά του ΡΚΚ, προωθώντας την θέση πως έπρεπε να στρατευθούν σε αυτόν και ειδικές μονάδες της αστυνομίας. Σε ηλικία 37 μόλις ετών έγινε διευθυντής της αστυνομίας της Άγκυρας, αργότερα της Πόλης (1990), σε μια εποχή που πάλι πλήθαιναν οι καταγγελίες για βασανισμούς και εξωδικαστικές εκτελέσεις, και το 1993, σε ηλικία 42 ετών, αρχηγός της αστυνομίας. Παραιτήθηκε από την θέση αυτή για να κατέλθει στην πολιτική.
Την επαύριο της Σουσουρλούκ, οι αποδείξεις της οικειότητάς του με το οργανωμένο έγκλημα και το βαθύ κράτος, που έρχονταν η μία μετά την άλλη, προκάλεσαν σάλοMehmet Ağar ve yaklaşık 50 yıldır ‘devlet adına’ yapılanların hikayesi | BBC News. Η τουρκική κοινωνία είχε πλέον μπροστά της την απόδειξη ότι θεσμικοί φορείς και πολιτικοί συμμετείχαν σε εμπόριο ναρκωτικών και στα «ξεκαθαρίσματα λογαριασμών» της μαφίας. Οι επιφορτισμένοι, υποτίθεται, με τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, είχαν γίνει παίκτες στον κόσμο του ναρκεμπορίου και καρπώνονταν τα έσοδά του.
Η στάση των τότε πολιτικών προκάλεσε αγανάκτηση σε μια κοινωνία ήδη εξοργισμένη με την ιδέα πως τις τύχες της καθορίζουν μαφιόζοι και εκτελεστές, αντί για τους εκλεγμένους αντιπροσώπους και τους κατεστημένους θεσμούς του κράτους. Λίγες μέρες μετά το ατύχημα της Σουσουρλούκ, η Τανσού Τσιλέρ, κατά γενική ομολογία η πλέον αδίστακτη και αποτυχημένη πολιτικός της «παλαιάς» (προ-Ερντογανικής) Τουρκίας, προέβη σε μια ατυχέστατη και διαβόητη πλέον δήλωση αναφορικά με τον Αμντουλάχ Τσατλί. «Όποιος ρίχνει ή τρώει σφαίρα για χάρη αυτού του έθνους, αυτής της χώρας, αυτού του κράτους, είναι πάντα έντιμος και στα μάτια μας άξιος σεβασμού» δήλωνε.
Για πολλούς αναλυτές, η δήλωση δεν ήταν παρά επίσημη παραδοχή, από την κορυφή της πολιτικής, ότι το κράτος «καλύπτει» και ξεπλένει τους παρακρατικούς, ακόμη και τους σεσημασμένους εγκληματίες τους οποίους χρησιμοποιεί.
«Η Σουσουρλούκ γέννησε ξανά την κοινωνία των πολιτών στην Τουρκία, που μετά την χούντα Εβρέν είχε γίνει μια κοινωνία ναρκωμένη και απολιτίκ» εξηγεί ο Όζκιριμλι. «Ο κόσμος πήρε τους δρόμους ζητώντας την κάθαρση – την αποκάλυψη των φορέων του βαθέος κράτους και την εξάρθρωσή τους.» Για μήνες σημειώνονταν ογκώδεις διαδηλώσεις ενώ κάθε βράδυ στις 21:00 οι πολίτες έσβηναν τα φώτα των σπιτιών τους για ένα λεπτό, ζητώντας να «έρθουν στο φως» οι σκοτεινές σχέσεις και τα πεπραγμένα του βαθέος κράτους. Ο Μεμέτ Αγάρ παραιτήθηκε από υπουργός Εσωτερικών και αντικαταστάθηκε από την Μεράλ Ακσενέρ, σημερινή αρχηγό του αντιπολιτευόμενου ακροδεξιού κόμματος ΙΥΙ. Η Τσιλέρ μάλιστα δήλωνε πως «ο πήχυς δεν θα κατέβει από το ύψος που τον έθεσε ο Αγάρ.»
Οι συνεχείς διαμαρτυρίες του κόσμου οδήγησαν στην σύσταση κοινοβουλευτικής επιτροπής, για την διερεύνηση της διαπλοκής θεσμών και υποκόσμου. Η άρνηση των στρατιωτικών υπηρεσιών να συνεργασθούν με την επιτροπή υπήρξε παροιμιώδης, επισημαίνει ο Οράν. Παρότι παραπέμφθηκε σε δίκη, ο Αγάρ δεν καταδικάσθηκε και κανείς δεν κατέληξε στην φυλακή για το «σκάνδαλο Σουσουρλούκ». Χαρακτηριστικά, ο Αγάρ αρνείτο να απαντήσει τις περισσότερες ερωτήσεις, λέγοντας πως πρόκειται για «κρατικά μυστικά». Επανεξελέγη μάλιστα βουλευτής, έχοντας διαδεχθεί την Τσιλέρ στην αρχηγία του Κόμματος του Ορθού Δρόμου το 2002!
Ολόκληρη η πολιτική τάξη της εποχής απαξιώθηκε, καθώς επικράτησε η αίσθηση πως είχε τα χέρια της λερωμένα με τις βρώμικες, αν όχι εγκληματικές, δουλειές του βαθέος κράτους. Κυβερνήσεις συνασπισμού εναλλάσσονταν συνεχώς καθώς οι πολιτικοί αναλώνονταν σε συνεχείς προστριβές και η χώρα δεν μπορούσε να κυβερνηθεί. Η οικονομική κρίση του 2001 υπήρξε ο καταλύτης που γκρέμισε το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα, ανοίγοντας τον δρόμο για την σαρωτική νίκη του κόμματος του Έρντογαν το 2002 και την μονοκρατορία του τελευταίου, έκτοτε, στην πολιτική σκηνή της χώρας.
Η καταπολέμηση της διαφθοράς, η εξάρθρωση του βαθέος κράτους και η χειραφέτηση της πολιτικής ζωής από την κηδεμονία του στρατεύματος βρίσκονταν σε περίοπτη θέση στο μανιφέστο του ΑΚΡ. Ο Έρντογαν είχε δεσμευθεί πως θα εξοβέλιζε το στράτευμα από την πολιτική και θα έδινε τέλος στην αλυσίδα πραξικοπημάτων, που σημάδεψαν την πολιτική ζωή της χώρας (με δύο «παραδοσιακά» πραξικοπήματα το 1960 και 1980 και δύο «δια υπομνήματος» το 1971 και 1997). Η αποστρατιωτικοποίηση του πολιτικού βίου ήταν πάγιο αίτημα ευρύτατων στρωμάτων, που, πέραν της εκλογικής βάσης του ΑΚΡ των ισλαμιστών-συντηρητικών περιλάμβανε και τους αριστερούς και τους φιλελεύθερους (μόνοι οι «παλαιάς κοπής» κεμαλιστές και οι ακροδεξιοί έμεναν ασυγκίνητοι). Παράλληλα, ήταν απαραίτητη για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την ΕΕ.
Ο Έρντογαν προέβη σε σειρά συνταγματικών μεταρρυθμίσεων για την «αποστρατιωτικοποίηση». Πρώτος στόχος ήταν το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, το όργανο που καθιέρωσαν τα συντάγματα του 1961 και 1982, καταρτισμένα κατά παραγγελία του στρατεύματος την επαύριο πραξικοπημάτων. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας ήταν ο θεσμός που διασφάλιζε την παρέμβαση και τον έλεγχο του στρατεύματος στην χάραξη της κρατικής πολιτικής, εσωτερικής και εξωτερικής. Ήδη το 2003, συνταγματική αναθεώρηση το μετέτρεψε από εκτελεστικό σε συμβουλευτικό όργανο και η στελέχωσή του άλλαξε, ώστε η πλειοψηφία των στρατιωτικών να αντικατασταθεί από ίσο αριθμό πολιτικών και στρατιωτικών.
Ως προς το βαθύ κράτος και την κρατική τρομοκρατία, μία «περίεργη» υπόθεση απασχόλησε την Τουρκία για πάνω από μια δεκαετία. Πρόκειται για την «υπόθεση Εργκένεκον», για την οποία μαίνονται οι διαφωνίες ως προς τον βαθμό στον οποίον ανταποκρίνεται σε πραγματικά περιστατικά ή αποτελεί αποκύημα κυβερνητικής συνωμοσιολογίας. Η υπόθεση ξεκίνησε το 2007, μια χρονιά πολιτικώς πολύ τεταμένη στην Τουρκία. Στην αρχή του έτους δολοφονήθηκε ο Χραντ ΝτινκΧραντ Ντινκ, Αρμένιος δημοσιογράφος και διευθυντής της αρμενικής εφημερίδας Agos. Αν ο αυτουργός της δολοφονίας ήταν ανήλικος και, όπως οι άμεσοι ηθικοί αυτουργοί της, από λούμπεν ακροδεξιό περιβάλλον, οι απώτεροι ηθικοί αυτουργοί εντοπίζονται στα ακροδεξιά περιβάλλοντα του βαθέος κράτους. Κύκλοι της αστυνομίας κατέστρεψανPolice destroy file on Dink murder suspect | Today’s Zaman αποδεικτικά στοιχεία ως «κρατικά μυστικά», παρακωλύοντας το έργο της δικαιοσύνης.
Το 2007 σημαδεύθηκε από την εκλογή του Αμπντουλάχ Γκιουλ στην προεδρία, που έγινε ο πρώτος Τούρκος πρόεδρος από τον χώρο του πολιτικού Ισλάμ. Η ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του προκάλεσε ογκώδεις διαδηλώσεις των κεμαλιστών στις μεγαλουπόλεις της χώρας τον Απρίλιο και Μάιο. Σε αυτές ακούσθηκε, μεταξύ πολλών άλλων συνθημάτων, το «ο στρατός στο καθήκον», που ερμηνεύθηκε από πολλούς ως ανοικτή έκκληση για (μία ακόμα) επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων. Στα τέλη Απριλίου δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Γενικού Επιτελείου ανακοίνωσηE-memorandum, με την οποίαν οι ένοπλες δυνάμεις προειδοποιούσαν πως οποιαδήποτε αμφισβήτηση των κοσμικών θεμελίων του κράτους και του εθνικισμού του Ατατούρκ θα προσέκρουε στην αντίθεσή τους. Η ανακοίνωση προκάλεσε πανικό για επικείμενο πραξικόπημα.
Με φόντο όλη αυτήν την πολιτική αναταραχή, το περιοδικό ΝΟΚΤΑ δημοσίευσε χωρία που υποτίθεται ανήκαν στο ημερολόγιο του τέως αρχηγού του ναυτικού, σύμφωνα με τα οποία οι ένοπλες δυνάμεις είχαν καταρτίσει, το 2004, δύο σχέδια πραξικοπήματος για την ανατροπή της κυβέρνησης του ΑΚΡ. Τον Αύγουστο του ιδίου έτους, μία επιδρομή της αστυνομίας αποκάλυψε οπλοστάσιο σε διαμέρισμα της Πόλης και ακολούθησε κύμα συλλήψεων. Σειρά δημοσιευμάτων στον «φίλα προσκείμενο» προς την κυβέρνηση τύπο έκαναν λόγο για την ύπαρξη μιας σκιώδους οργάνωσης υπερ-εθνικιστών, με το όνομα Εργκένεκον. Τα μέλη της –κατά τα δημοσιεύματα αυτάErgenekon: The bizarre case that shaped modern Turkey, by Alex McDonald | Middle East Eye– απαριθμούσαν στελέχη της JITEM και των ομάδων «ειδικού πολέμου», πολιτικούς, δημοσιογράφους, μέλη ακροδεξιών οργανώσεων. Όλοι αυτοί στόχευαν, με πράξεις δολιοφθοράς, να βυθίσουν την Τουρκία στο χάος, προετοιμάζοντας το έδαφος για επέμβαση του στρατεύματος και την βίαιη απομάκρυνση του Έρντογαν από την εξουσία.
Το κύμα συλλήψεων προκάλεσε ενθουσιασμό στο φιλελεύθερο κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας και την αριστερά, δεδομένου μάλιστα του ποιού των πρώτων συλληφθέντων – που ήταν όλοι παρακρατικοί και σεσημασμένοι του ακροδεξιού χώρου. Σημαντικό κομμάτι της κοινής γνώμης πίστεψε πως επιτέλους εξαρθρωνόταν το παρακράτος, οι στρατιωτικοί «έμπαιναν στην θέση τους», καταλυόταν η στρατιωτική κηδεμονία επί του πολιτεύματος και απομακρυνόταν η συνεχής απειλή πραξικοπήματος. «Η ύπαρξη του παρακράτους είναι δεδομένη» τονίζει ο Τζεγκίζ Ακτάρ. «Το ίδιο δεδομένη είναι και η ύπαρξη συνωμοσιών για την ανατροπή, δια της βίας, του πολιτικού Ισλάμ.» Ο Ακτάρ ανήκε στην ομάδα εκείνη των διανοουμένων που θεωρούσαν την ένταξη στην ΕΕ και την αποστρατιωτικοποίηση του πολιτικού βίου της χώρας την μόνη λύση για μία Τουρκία ελεύθερη και δημοκρατική.
Η εξέλιξη της υπόθεσης Εργκένεκον, ωστόσο, έκανε μια ολοένα και μεγαλύτερη μερίδα της τουρκικής κοινωνίας να την αντιμετωπίζει ως κυβερνητική σκευωρία. Πάνω από 700 άτομα συνελήφθησαν με κατηγορίες συμμετοχής στην οργάνωση, μεταξύ αυτών και πολλοί δημοσιογράφοι και διανοούμενοι γνωστοί για τις αντικυβερνητικές τους θέσεις. Το κατηγορητήριο προσέλαβε κωμικές διαστάσεις, καθώς η Εργκένεκον κατηγορήθηκε ως υπεύθυνη για όλα τα περιστατικά βίας και όλες τις ανεξιχνίαστες δολοφονίες στην Τουρκία από το 1977 και εφεξής (με εξαίρεση όσες διέπραξαν ακροαριστεροί)!
Ένα άλλο στοιχείο που διήγειρε την καχυποψία υπήρξε ο πρωταρχικός ρόλος των ακολούθων του εξόριστου ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν στην όλη διαδικασία. Ο Γκιουλέν υπήρξε σύμμαχος και συνοδοιπόρος του Έρντογαν από την δεκαετία του 1990 ως το 2013. Οι γκιουλενιστές, όπως είναι γνωστοί οι ακόλουθοί του, ασκούσαν τότε σημαντικό έλεγχο επί της δικαιοσύνης, της αστυνομίας και του τύπου. Η φαιδρότητα του κατηγορητηρίου και η ταυτότητα των εισαγγελέων και δικαστών, ακραιφνών γκιουλενιστών, έδωσε την εντύπωση πως η όλη επιχείρηση δεν ήταν μια προσπάθεια να ξηλωθεί το βαθύ κράτος, αλλά να «βγουν από τη μέση» οι ορκισμένοι εχθροί του ΑΚΡ ώστε να εδραιωθεί ένα νέο, «φιλικό» παρακράτος, εκείνο των γκιουλενιστών.
Όσοι αμφέβαλλαν για το αφήγημα περί Εργκένεκον δικαιώθηκαν από την στιγμή που Έρντογαν και Γκιουλέν «τα έσπασαν» στα τέλη του 2013. Γκιουλενιστές στον χώρο της δικαιοσύνης ξεκίνησαν έρευνα κατά τριών υπουργών του ΑΚΡ για διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας. Το γεγονός σήμανε την οριστική ρήξη κυβέρνησης και Γκιουλέν. Ξαφνικά, η στάση των αρχών άλλαξε, η δικαιοσύνη και ο τύπος έκαναν λόγο για στοιχεία που «φύτεψαν» γκιουλενιστές για να ενοχοποιήσουν τους κατηγορουμένους και οι τελευταίοι αποφυλακίζονταν. Τα έγγραφα και τα λοιπά στοιχεία πάνω στα οποία είχε βασισθεί το κατηγορητήριο ανακηρύχθηκαν πλαστά. Στον πόλεμο που ξέσπασε μεταξύ Έρντογαν και Γκιουλέν, η κυβέρνηση και ο συμπορευόμενος τύπος άρχισαν να μιλούν για «παράλληλο κράτοςParalel Devlet Operasyonu» των γκιουλενιστών, που απειλούσε την δημοκρατία και έπρεπε να εξαρθρωθεί.
Όπως τόσα άλλα γεγονότα στην σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας, η απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 είναι γεμάτη ερωτηματικά και ασάφειες. Η κυβέρνηση κατηγόρησε τους γκιουλενιστές για το εγχείρημα. Έκανε λόγο για «Τρομοκρατική οργάνωση του Φετουλάχ» και ξεκίνησε πραγματικό διωγμό των ακολούθων του ιεροκήρυκα από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Την απόπειρα πραξικοπήματος ακολούθησε η μεγαλύτερη εκκαθάριση στην πρόσφατη τουρκική ιστορία. Στον πόλεμο κατά των γκιουλενιστών, πολλοί πρώην φυλακισθέντες ως «μέλη της Εργκένεκον» έγιναν όψιμοι σύμμαχοι – στρατιωτικοί αλλά και πολιτικοί, όπως ο ηγέτης του (περιθωριακού και ακραία εθνικιστικού) Εργατικού Κόμματος, Ντοού Περιντσέκ.
Η εντύπωση που αποκομίζει κανείς είναι πως, παρά τις μεγαλοστομίες του περί εξάρθρωσης του βαθέος κράτος, η πραγματική μέριμνα του Έρντογαν και των κυβερνώντων ήταν η ανάπλασή του: η απομάκρυνση των εχθρικώς διακείμενων παρακρατικών και η αντικατάστασή τους με φίλα διακείμενους. Όταν το γκιουλενικό παρακράτος έγινε από φίλο εχθρικό, ήταν η σειρά του να εκκαθαριστεί. Στην προσπάθεια αυτή, το ΑΚΡ συμμάχησε με πολιτικούς της «παλιάς Τουρκίας», η καριέρα των οποίων είχε λήξει άδοξα το 2002. Ο Μεμέτ Αγάρ καταδικάσθηκε το 2011 σε πέντε χρόνια φυλάκιση για τον ρόλο του στο σκάνδαλο της Σουσουρλούκ. Το ίδιο έτος, ανακοίνωσε την στήριξή του στον Έρντογαν. Παρέμεινε για ένα μόλις έτος στην φυλακή, απολαμβάνοντας ειδική μεταχείριση.
Ύστερα από χρόνια στο περιθώριο, ο Αγάρ έδωσε το παρόν το 2016 στις διαδηλώσεις «στήριξης της δημοκρατίας» που έγιναν αμέσως μετά την απόπειρα πραξικοπήματος. Στον απόηχο του πραξικοπήματος, υπουργός Εσωτερικών ανέλαβε ο Σουλεϊμάν Σοϊλού, παλαιός φίλος του Αγάρ από τα χρόνια που και οι δύο πολιτεύονταν με το Κόμμα του Ορθού Δρόμου. Ο Αγάρ συμβούλευε ανεπίσημα την κυβέρνηση στην προσπάθεια εκκαθάρισης του κρατικού μηχανισμού από τους γκιουλενιστές, προτείνοντας πρόσωπα για την αντικατάσταση των εκδιωχθέντων από τα σώματα ασφαλείας. Το 2018, ο γιος του Τολγκά κατέβηκε βουλευτής με το ΑΚΡ. Κι επειδή, φυσικά, ο Μάρτης δεν μπορεί να λείψει απ’ τη Σαρακοστή, την στήριξή της στον Έρντογαν εξέφρασε, το 2018, και η Τανσού Τσιλέρ. Οι άλλοτε δακτυλοδεικτούμενοι ως διεφθαρμένοι και προστάτες του βαθέος κράτους έγιναν τώρα συνοδοιπόροι. Το 2020, κυκλοφόρησε φωτογραφία του Αγάρ στην μαρίνα του Γιαλίκαβακ να στέκεται μαζί με τον καταδικασθέντα σε φυλάκιση παρακρατικό Κορκούτ Εκέν, τον πρώην διοικητή των ειδικών δυνάμεων και ακροδεξιό Ενγκίν Αλάν και τον αρχιμαφιόζο και εκτελεστή συμβολαίων θανάτου Αλαετίν Τσακιτζή. Η λήψη μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «το βαθύ κράτος σε μία φωτογραφία».
Εικοσιπέντε χρόνια μετά τον πολιτικό σεισμό της Σουσουρλούκ, οι αποκαλύψεις του Σεντάτ Πεκέρ βάζουν το βαθύ κράτος πάλι στο κέντρο της τουρκικής επικαιρότητας. Ο Πεκέρ, εξάλλου, είναι ο πλέον κατάλληλος να μιλήσει για το σκιώδες τουρκικό παρακράτος: έχει διατελέσει γρανάζι στον μηχανισμό του για δεκαετίες. Κυβερνήσεις έπεσαν, έγιναν μεταπολιτεύσεις και απόπειρες πραξικοπήματος, αλλά τον Πεκέρ από την θέση του δεν μπόρεσε, μέχρι πρόσφατα, να τον κουνήσει κανείς.
Ο πενηντάχρονος σήμερα Πεκέρ συμμετείχε από μικρή ηλικία στους Γκρίζους Λύκους και το λαθρεμπόριο ναρκωτικών – η σύμπτωση των δύο αποτελεί κοινωνικό στερεότυπο, καθώς πολλοί μαφιόζοι αυτοπροσδιορίζονται ως «παντουρκιστές» και «τουρανιστές». Την δεκαετία του 1990 κατηγορήθηκε για τον φόνο ενός αντίπαλου εμπόρου ναρκωτικών. Καθώς διατηρούσε στενές σχέσεις με βουλευτές, αθωώθηκε. Στην συνέχεια κατηγορήθηκε για την ίδρυση εγκληματικής οργάνωσης η οποία πωλούσε «προστασία», για εκβιασμούς και ηθική αυτουργία σε ανθρωποκτονίες. Από την Ρουμανία, όπου είχε καταφύγει, επέστρεψε στην Τουρκία έχοντας συμφωνήσει με πολιτικούς μία βραχύβια καταδίκη, με αντάλλαγμα κάποιες «χάρες». Τελικά, φυλακίσθηκε μονάχα για εννέα μήνες.
Το 2005 τελικά κατέληξε στην φυλακή, μαζί με τον αδελφό του Αττίλα, με κάθειρξη για σωρεία εγκλημάτων. Παρέμεινε στην φυλακή δέκα χρόνια. Με την αποφυλάκισή του, ο Πεκέρ δήλωσεSedat Peker kimdir: 1990’lardan bu yana ‘mafya operasyonlarının’ en önemli isimlerinden biri | BBC πως θα αφιερωνόταν στην «επιχειρηματική δραστηριότητα», πραγματοποίησε επίθεση φιλίας στον Έρντογαν ενώ αυτοανακηρύχθηκε προστάτης του ΑΚΡ. Σημειωτέον ότι το κυβερνών κόμμα, που είχε χάσει την αυτοδυναμία στην Εθνοσυνέλευση το καλοκαίρι του 2015, είχε μόλις συμμαχήσει με το Κίνημα Εθνικιστικής ΔράσηςΚόμμα Εθνικιστικού Κινήματος, στην νεολαία του οποίου ο Πεκέρ ήταν ενταγμένος από την ηλικία των 16 ετών. Η συμμαχία με την ακροδεξιά έφερε το ΑΚΡ σε συνδιαλλαγή με τους εκτελεστές και μαφιόζους που ανέκαθεν χαρακτήριζαν τον χώρο αυτόν. Δεύτερος γύρος βουλευτικών εκλογών διεξήχθη τον Νοέμβριο του 2015· σε προεκλογική συγκέντρωση στην Ριζούπολη του Πόντου, ο Πεκέρ προειδοποιούσε τους συμπαθούντες το κουρδικό κόμμα HDP πως «θα χύσουμε ποταμούς αίματος», δήλωση που προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες.
Με την ίδια ακριβώς απειλή στράφηκε, το 2016, εναντίον των πανεπιστημιακών και διανοουμένων που συνυπέγραψαν ανοικτή επιστολή ως «Πανεπιστημιακοί για την Ειρήνη», με την οποίαν καλούσαν για την ειρηνική επίλυση του κουρδικού, ενώ καταδίκαζαν την τυφλή καταστολή. Η κυβέρνηση Έρντογαν έσπευσε να τους χαρακτηρίσει «τρομοκράτες» και έστρεψε την κρατική μηχανή εναντίον τους. Ο Πεκέρ παραπέμφθηκε στην δικαιοσύνη για την απειλή δολοφονίας τους, αλλά απηλλάγη ισχυριζόμενος πως αυτή ενέπιπτε «στην ελευθερία του λόγου». Η εικόνα ενός αρχιμαφιόζου να «υπεραμύνεται» της κυβέρνησης του ΑΚΡ και να «ξεπλένεται» δημιούργησε σοβαρές υποψίες για τις διασυνδέσεις και «αλληλοεξυπηρετήσεις» της τελευταίας με τον υπόκοσμο. Το 2017, κατά την πρώτη επέτειο της ατυχούς απόπειρας πραξικοπήματος, ο Πεκέρ δήλωνε για τους χιλιάδες συλληφθέντες ως μέλη της «Τρομοκρατικής Οργάνωσης του Φετουλλάχ» πως «θα τους κρεμάσουμε μες στις φυλακές». Για μία ακόμη φορά, ο Πεκέρ παραπέμφθηκε στην δικαιοσύνη, η οποία τον αθώωσε, πάλι με το σκεπτικό της «ελευθερίας του λόγου»!
«Οι παρακρατικοί αρχίζουν τις αποκαλύψεις όταν πια χάσουν την εύνοια» τονίζει η πολιτική επιστήμων Γεσίμ Γιαπράκ Γιλντίζ, το διδακτορικό της οποίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ ασχολείται με τις αποκαλύψεις και ομολογίες συνεργατών της JITEM και των υπηρεσιών ασφαλείας. Το πόσο θα μιλήσουν εξαρτάταιYeşim Yaprak Yıldız: Faillerin ne kadar konuşacakları ne kadar gözden çıkarıldıklarına bağlı | duvaR. από το πόσο έχουν περιθωριοποιηθεί, εξηγεί η Γιλντίζ. Η παρατήρησή της ισχύει απολύτως στην περίπτωση του Πεκέρ. Το όνομά του απασχόλησε την δημοσιότητα το 2020, όταν μαθεύτηκε πως είχε διαφύγει στο εξωτερικό.
Ο Πεκέρ, μετά από μια περιπλάνηση στα Βαλκάνια, βρίσκεται τώρα στο Ντουμπάι. Άρχισε να ανεβάζει τα βίντεο των αποκαλύψεων στο προσωπικό κανάλι του στο YouTube από τις αρχές Μαΐου, ως εκδίκηση για την επιδρομή της αστυνομίας που είχε τον ίδιο και την εγκληματική οργάνωσή του στο στόχαστρο. Αρχικά, ο Πεκέρ τα έβαλε με τον γαμπρό του Έρντογαν, Μπεράτ Άλμπαϊρακ, που διετέλεσε υπουργός οικονομικών τα έτη 2018-2020. Στο στόχαστρο του μαφιόζου βρέθηκε μία σκιώδης ομάδα γνωστή ως PelikanPelikan grubu, που με κέντρο της τον Άλμπαϊρακ απαριθμεί δημοσιογράφους, πολιτικούς και επιχειρηματίες. Προφανώς κάποια διαφωνία ή διαμάχη γύρω από την «επιχειρηματική» του δραστηριότητα τον έφερε σε αντιπαράθεση με την κλίκα του Άλμπαϊρακ, την οποία κατηγορεί πως επεδίωξε «να με αφανίσει».
Οι πρώτες σοκαριστικές αποκαλύψεις του Πεκέρ αφορούσαν τον Μεμέτ Αγάρ. Ο Πεκέρ κατήγγειλε πως απέστειλε, το 1996, τον αδελφό του Αττίλα στα κατεχόμενα μαζί με τον πράκτορα της ΜΙΤ Κορκούτ Εκέν, με αποστολή να δολοφονήσουν τον αντιφρονούντα Τουρκοκύπριο δημοσιογράφο Κουτλού Ανταλί. Πρόκειται για μία από τις πολλές δολοφονίες «αγνώστων δραστών» που συγκλόνισαν την Τουρκία. Κατά τον Πεκέρ, ο Μεμέτ Αγάρ ήταν που επίμονα του ζήτησε αυτήν την «χάρη», λέγοντάς του πως «ο Κουτλού Ανταλί επιδιώκει να πουλήσει την Κύπρο στους Έλληνες.» Ο Ανταλί είχε ιδιαίτερα ενοχλήσει με τις έρευνές του για την λεηλασία Ορθόδοξων εκκλησιών στα κατεχόμενα. Με την δημοσίευση της καταγγελίας, η αστυνομία συνέλαβε τον Αττίλα Πεκέρ, ο οποίος δήλωσεSedat Peker’in ağabeyi Atilla Peker konuştu: Devlete hizmet ettiğimizi sanırken kullanılıyorduk | birgün: «θεωρούσαμε πως υπηρετούσαμε το κράτος, αλλά μας χρησιμοποιούσαν.» Σημειωτέον ότι ο Κορκούτ Εκέν καταδικάσθηκε, κατά τις δίκες που ακολούθησαν το σκάνδαλο της Σουσουρλούκ, για δολοφονίες που διέταξε κατά τον «βρώμικο πόλεμο» κατά του ΡΚΚ.
Ο Αγάρ, κατήγγειλε ο Σεντάτ Πεκέρ, βρίσκεται και πίσω από τις δολοφονίες Κούρδων επιχειρηματιών της δεκαετίας του 1990, αλλά και του επιφανούς δημοσιογράφου Ου’ούρ Μουμτζού το 1993. Σύμφωνα με όσα είπε ο αρχιμαφιόζος, ο δημοσιογράφος ερευνούσε την διαπλοκή των υπηρεσιών που διεξήγαγαν τον «βρώμικο πόλεμο» στις ανατολικές επαρχίες με το εμπόριο ναρκωτικών. Για τον λόγο αυτόν έπρεπε να τον «σιωπήσουν». Ο Πεκέρ θύμισε γνωστή δήλωση του Αγάρ στην χήρα του Μουμζού, Γκιουλντάν: «Αυτή η υπόθεση είναι σαν τούβλινος τοίχος. Αν αφαιρέσω ένα τούβλο, θα καταρρεύσει το κράτος.» (Σε ανακοίνωσή της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μετά τις αποκαλύψεις Πεκέρ, η Γκιουλντάν Μουμτζού δήλωσεSedat Peker’in ‘Uğur Mumcu suikastı’ iddialarına eşinden yanıt | Sözcü Gazetesi: «Τραβήξτε τα τούβλα να πέσει ο τοίχος, κι όποιος είναι ας βρεθεί από κάτω του.») Όπως είναι επόμενο, μετά τις καταγγελίες του Πεκέρ η Ένωση Τούρκων Συντακτών και πολλές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών ζητούν την επανεξέταση των δύο εγκλημάτων και την τιμωρία των ενόχων. Το ίδιο ζητείKutlu Adalı cinayeti: Sedat Peker’in iddialarının ardından ‘Soruşturma yeniden açılsın’ çağrıları yapılıyor | BBC και η αντιπολίτευση στα κατεχόμενη βόρεια Κύπρο.
— Özge Mumcu Aybars (@ozge_mumcu) May 23, 2021
Ο Πεκέρ κατηγορεί τον γιο του Μεμέτ Αγάρ και βουλευτή του ΑΚΡ, Τολγκά, ότι βίασε την καζακικής καταγωγής δημοσιογράφο Γελντανά Καχραμάν και στην συνέχεια διέταξε την δολοφονία της, μόλις εκείνη υπέβαλε μήνυση εναντίον του. Ο θάνατός της παρουσιάσθηκε ως αυτοκτονία. Κατά τον Πεκέρ, ο πατήρ Αγάρ βοήθησε στην δολοφονία. Το ακροαριστερό «Κόμμα Λαϊκής Απελευθέρωσης» υπέβαλε μήνυσηMehmet Ağar ve Tolga Ağar hakkında suç duyurusu | Cumhuriyet κατά των Μεμέτ και Τολγκά Αγάρ, ζητώντας από την δικαιοσύνη την διαλεύκανση της υπόθεσης.
Η κατά παραγγελία τέλεση εγκλημάτων από τον Πεκέρ και τον κύκλο του δεν περιορίζεται, βέβαια, στα χρόνια της προ-ερντογανικής Τουρκίας. Ο μαφιόζος καταγγέλλει πως το 2015 άνδρες του επιτέθηκαν κατά της εφημερίδας Χουριέτ, ύστερα από επίμονη αίτηση βουλευτή του ΑΚΡ.
Επόμενος στόχος του Πεκέρ έγινε ο υπουργός εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού, γνωστός για τις στενές σχέσεις του με τον Αγάρ. Ο μαφιόζος κατήγγειλε πως «προστάτευσε» τον Σοϊλού κατά τις συγκρούσεις του με αντίπαλες κλίκες εντός του κυβερνώντος ΑΚΡ, και δη με την κλίκα του Άλμπαϊρακ. Ως αντάλλαγμα, ο Σοϊλού τον προειδοποίησε για την επερχόμενη σύλληψή του, βοηθώντας τον έτσι να διαφύγει εγκαίρως το 2020. Παράλληλα, τον κατηγορεί για οικονομική διαφθορά ολκής, λέγοντας πως εκμεταλλεύεται τις πολιτικές διασυνδέσεις του για να αποκομίζει επιχειρηματικά οφέλη. Ο Σοϊλού κάνει λόγο για συκοφαντία και διέταξε έρευνα προκειμένου να αποδειχθεί το αβάσιμο των κατηγοριών, ενώ υπέβαλε μήνυση στον Πεκέρ για συκοφαντική δυσφήμιση
Αίσθηση προκάλεσε η καταγγελία του Πεκέρ πως ο γιος του πρώην πρωθυπουργού και στενού συνεργάτη του Έρντογαν, Μπιναλί Γιλντιρίμ, επισκέφθηκε την Βενεζουέλα για να συμφωνίες εμπορίας ναρκωτικών. Το καθεστώς Έρντογαν διατηρεί καλές σχέσεις με το καθεστώς Μαδούρο, που, σύμφωνα με μπαράζ καταγγελιών, στηρίζεται στην εμπορία ναρκωτικών για να επιβιώσει. Ο Γιλντιρίμ αρνείται πως ο γιος του έχει οποιαδήποτε ανάμειξη με εμπόριο ναρκωτικών και ισχυρίζεται πως μετέβη στην Βενεζουέλα για να παραδώσει ιατρικό εξοπλισμό, απαραίτητο για την πανδημία της Covid-19. Κατηγορεί τον Πεκέρ για συκοφαντία.
Στο τελευταίο (όγδοο) βίντεο που ανήρτησε στις 30 Μαΐου, ο Πεκέρ αναφέρει πως το δίκτυο της οργάνωσής του, σε συνεργασία με την ΜΙΤ, έστελνε όπλα και drones στην Αλ Νούσρα, οργάνωση τζιχαντιστών και παρακλάδι της Αλ Κάιντα στην Συρία, που πολεμούσε τον Άσαντ. Η αποκάλυψη είναι η λιγότερο εντυπωσιακή, καθώς ο αυτοεξόριστος σήμερα δημοσιογράφος Τζαν Ντουντάρ είχε αποκαλύψει2014 National Intelligence Organisation scandal in Turkey το 2015, όταν ήταν διευθυντής της αντιπολιτευόμενης εφημερίδας Τζουμχουριέτ, πως η ΜΙΤ απέστελλε με νταλίκες πολεμοφόδια σε τζιχαντιστές μαχητές στην Συρία. Οι αρχές συνέλαβαν αμέσως τον Ντιουντάρ μετά την δημοσίευση για «αποκάλυψη κρατικών μυστικών» και για «κατασκοπεία», ενώ ο Ταγίπ Έρντογαν υπέβαλε προσωπικά μήνυση εναντίον του. Πριν την δίκη του σημειώθηκε απόπειρα δολοφονίας του. Ο Ντουντάρ αναγκάσθηκε να διαφύγει στο εξωτερικό για να αποφύγει την φυλάκιση κατόπιν μιας δίκης «κατά παραγγελία» του Έρντογαν και της ΜΙΤTurkey Sentences 2 Journalists Who Reported on Arms Shipments to Syrian Rebels | The New York Times.
Σημειωτέον ότι ο Πεκέρ αναφέρεται συνεχώς στον Έρντογαν ως «ο αδελφός Ταγίπ» ή «ο μπαμπάς Ταγίπ», ενώ δεν έχει ευθέως κατηγορήσει τον πρόεδρο της χώρας για κάτι. Αυτό, τονίζουν οι αναλυτές, δεν αλλάζει το γεγονός ότι οι αποκαλύψεις «ροκανίζουν» το άμεσο περιβάλλον του προέδρου, από την οικογένεια (τον γαμπρό του Μπεράτ Άλμπαϊρακ) ως τους στενότερους συνεργάτες του. Εξάλλου, ο Πεκέρ έχει απειλήσει πως στην συνέχεια θα υπάρξει «απευθείας διάλογός» τους, υπονοώντας πως έρχεται η σειρά του ίδιου του Έρντογαν να μπει στο στόχαστρο των αποκαλύψεων.
Όπως 25 χρόνια πριν με την Σουσουρλούκ, η τουρκική κοινωνία είναι εμβρόντητη και φουντώνει ένα αίτημα για διαλεύκανση των όποιων σχέσεων της κυβέρνησης και των μυστικών υπηρεσιών με την μαφία και το ναρκεμπόριο. Σύμφωνα με δημοσκόπηση της εταιρείας Avrasya, που δημοσιεύθηκε στις 30 Μαΐου, το 60% των Τούρκων θεωρεί πως οι καταγγελίες του Πεκέρ είναι αληθείς. «Ακόμη και το ένα τοις χιλίοις των όσων λέει να είναι αληθές, πρόκειται για σκάνδαλο μεγατόνων» λέει ο Μπασκίν Οράν. Με τα βίντεο του Πεκέρ, για μία ακόμη φορά η τουρκική κοινωνία αναγκάσθηκε να δει στον καθρέπτη τις πιο άσχημες πτυχές της.
Ήδη η αντιπολίτευση ζητεί την δικαστική διερεύνηση όλων των καταγγελιών κατά των πολιτικών προσώπων. Ο Τζεγκίζ Ακτάρ δηλώνει απαισιόδοξος πως θα αποδοθούν, τελικά, ευθύνες. «Κυβέρνηση, βαθύ κράτος και μαφία είναι μια συμμαχία παγιωμένων συμφερόντων που κανείς εκ των τριών δεν θέλει να ανατρέψει» τονίζει. Πολλοί, ωστόσο, σημειώνουν πως πλέον η διαμάχη ανάμεσα στις διάφορες κλίκες του ΑΚΡ δεν μπορεί να μείνει κρυφή. Στην διαμάχη αυτή και το χάος που ενδέχεται να προκαλέσει, ο πρώην πρωθυπουργός Αχμέντ Νταβούτογλου –που αποχώρησε από το ΑΚΡ και ίδρυσε δικό του κόμμα– βλέπει το επερχόμενο τέλος. Όσο για το βαθύ κράτος, οι τελευταίες αποκαλύψεις πως αυτό ζει και βασιλεύει θυμίζουν το γαλλικό απόφθευγμα: όσο αλλάζει, τόσο μένει απαράλλαχτο. Η πιο αδιάσειστη σταθερά, δυστυχώς, της τουρκικής πολιτικής ζωής, απεδείχθη ανθεκτικότερο από ιδεολογίες, από κόμματα και από την ίδια την στρατοκρατία που το εξέθρεψε.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους