«Έλληνες εν μέσω πολέμου» – Το παρελθόν και το μέλλον των Ελλήνων της Αζοφικής
Tου Κώστα Ονισένκο*
Τα παιδιά του χωριού Τσερμαλίκ έχουν ορισμένες ασυνήθιστες ικανότητες σε σχέση με άλλα παιδιά της ηλικίας τους. Μπορούν για παράδειγμα, από τον μακρινό ήχο να ξεχωρίσουν τον τύπο της οβίδας που μόλις εκτοξεύτηκε και με σαφήνεια να πουν αν πρόκειται για νόμιμα χρησιμοποιούμενο όπλο ή για διάμετρο που έχει απαγορευτεί από τις συμφωνίες του Μινσκ. Μπορούν ακόμα να αντισταθούν στην έντονη επιθυμία να σηκώσουν και να εξετάσουν κάποιο ενδιαφέρον αντικείμενο που βρίσκεται πεταμένο στην άκρη του δρόμου. Αυτή η ικανότητα σώζει ζωές, ωστόσο καλλιεργείται δύσκολα στα μικρά παιδιά που έχουν έμφυτη την περιέργεια. Στον πόλεμο η περιέργεια σκοτώνει και πολλά αντικείμενα έχουν πεταχτεί επίτηδες, καθώς έχουν συνδεθεί με αυτοσχέδιες νάρκες, αποτελούμενες από χειροβομβίδα δεμένη με σύρμα. Τα παιδιά αυτά ξέρουν απ’ έξω όλες τις κινήσεις που πρέπει να κάνουν από τη στιγμή που θα ξεκινήσει ένας βομβαρδισμός μέχρι να φτάσουν σε ένα ασφαλές καταφύγιο – όσο ασφαλές μπορεί να είναι το υπόγειο σε ένα επαρχιακό σπίτι ή σχολείο. Εκείνο που δεν έχουν μάθει είναι το να μην πετάγονται πανικόβλητα στον ύπνο τους με τον παραμικρό θόρυβο.
Το χωριό Τσερμαλίκ
Το Τσερμαλίκ είναι χωριό της Αζοφικής Θάλασσας, που κάποτε αποτελούσε παραθεριστικό θέρετρο για τους ντόπιους. Είναι χτισμένο στην όχθη του ποταμού Κάλμιους, κατοικείται κυρίως από Έλληνες και βρίσκεται στο επίκεντρο του πολέμου τα τελευταία έξι χρόνια. Ο Κάλμιους αποτελεί φυσικό όριο ανάμεσα στις περιοχές που ελέγχει ο ουκρανικός στρατός και οι ελεγχόμενοι από τη Μόσχα παραστρατιωτικοί «αυτονομιστές». Γύρω του υπάρχουν ακόμα δεκάδες ελληνικά χωριά, σκορπισμένα ανάμεσα στη Μαριούπολη και το Ντόνετσκ. Σύμφωνα με την εθνική απογραφή πληθυσμού που έκανε το ουκρανικό κράτος πριν από 20 χρόνια, περίπου 92.000 άτομα είχαν δηλωθεί ως Έλληνες. Πάνω από το 90% αυτού του πληθυσμού βρισκόταν στην περιοχή της Αζοφικής.
Η διαχωριστική γραμμή
Σήμερα, εκτιμάται ότι πάνω από 120.000 άτομα, των οποίων τουλάχιστον ο ένας από τους γονείς είναι ελληνικής καταγωγής, ζουν εκεί. Κάποιοι μένουν στη Μαριούπολη αλλά οι περισσότεροι στα 48 ελληνικά χωριά της περιοχής. Ο πόλεμος που ξέσπασε το 2014 και συνεχίζεται έως και σήμερα είχε ως συνέπεια 13 από τα χωριά να έχουν αποκοπεί και να βρίσκονται στις περιοχές που ελέγχουν οι παραστρατιωτικοί «αυτονομιστές», ενώ αρκετοί Έλληνες μένουν στην κατειλημμένη πόλη του Ντόνετσκ.
Σημαντικό ποσοστό από τους Έλληνες της Αζοφικής είναι αγρότες, ενώ ακόμα και όσοι δεν το κάνουν επαγγελματικά συνήθως έχουν κάποιο βιός: ένα χωράφι με οπωροκηπευτικά, κότες, χοίρους κ.λπ. Λίγοι έχουν πρόβατα. Παλαιότερα υπήρχαν πολλά πρόβατα στην περιοχή. Οι τσοπάνηδες ήταν άτομα με κύρος στα χωριά τους και έβγαζαν αρκετά χρήματα. Το κάθε χωριό είχε 2-3.000 πρόβατα. Σήμερα αυτό έχει εγκαταλειφθεί για διάφορους λόγους. Ακόμα υπάρχουν μονάδες επεξεργασίας τροφίμων και άλλες μικρές επιχειρήσεις, ενώ πολλοί πηγαινοέρχονται στη Μαριούπολη, όπου δουλεύουν ως υπάλληλοι σε εταιρείες και εργοστάσια.
Γιατί δεν φεύγουν
Οι οικονομικές συνέπειες του πολέμου έχουν πλήξει σημαντικά την περιοχή της Αζοφικής. Επιχειρήσεις έχουν κλείσει, πολλά από τα βοσκοτόπια δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν εξαιτίας της ναρκοθέτησης, ενώ σε κάποια άλλα οι χωρικοί βόσκουν τα ζώα τους υπό τον φόβο των ελεύθερων σκοπευτών. Και παρά τους κινδύνους και τα προβλήματα, οι κάτοικοι αυτών των χωριών δεν τα εγκαταλείπουν. Τις περισσότερες φορές απλώς δεν έχουν πού αλλού να πάνε. «Αρκετοί είχαν φύγει από την αρχή του πολέμου ωστόσο μεγάλο μέρος από αυτούς επέστρεψε. Αυτοί που δεν είχαν αρκετά χρήματα για να κάνουν μια νέα αρχή, απλώς χάλασαν όλες τις οικονομίες τους και γύρισαν πίσω. Εκεί έπρεπε να νοικιάζουν κάποιο κατάλυμα και να εργάζονται όπου βρουν, δεν ήταν εύκολο δεδομένης της οικονομικής κατάστασης και του ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έφυγαν από τις εμπόλεμες περιοχές. Εδώ τουλάχιστον έχουν σπίτι δικό τους. Έχουν ένα χωράφι και ένα βιός. Ό,τι και να γίνει, θα έχουν τι να φάνε» περιγράφει στο inside story η Άννα Ντονμπάι, επικεφαλής του ελληνικού συλλόγου του χωριού Τσερμαλίκ.
Ο πόλεμος συνεχίζεται έξι χρόνια
Το συγκεκριμένο χωριό κτίστηκε δυόμισι αιώνες πριν, όταν οι Έλληνες αναγκάστηκαν να μετοικήσουν από την Κριμαία στην Αζοφική. Μαζί δημιουργήθηκε και το νεκροταφείο του χωριού, όπου είναι θαμμένοι οι πρόγονοι των σημερινών κατοίκων του. Σήμερα κανείς δεν επισκέπτεται το νεκροταφείο, επειδή βρίσκεται στις όχθες του ποταμού, ακάλυπτο από φυσικά εμπόδια και πολύ κοντά στα σημεία όπου βρίσκονται οι ελεύθεροι σκοπευτές των «αυτονομιστών». Κάθε φορά που πρέπει να γίνει κηδεία, κινητοποιείται ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (OSCE), στελέχη του οποίου δραστηριοποιούνται και στις δύο πλευρές της σύγκρουσης.
Ο τακτικός στρατός δεν συνηθίζει να ρίχνει σε αμάχους, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποιος κάθεται στις φυλλωσιές απέναντι με ένα όπλο, σε ποια κατάσταση βρίσκεται και τι σκοπούς έχει. Εξάλλου, αρκετές φορές οι στόχοι των «αυτονομιστών» βρίσκονται πίσω από το Τσερμαλίκ και οι κάτοικοι απλώς κάθονται και κοιτούν τα πυρομαχικά που πετούν πάνω από τα κεφάλια τους. Φοβίζει και το γεγονός ότι στην περίπτωση όπου κάποιος άμαχος σκοτωθεί, κανένας απολύτως δεν φέρει ευθύνη για αυτό.
Τον καιρό της πανδημίας
Προσφάτως, εκτός από τις πολεμικές συγκρούσεις, οι κάτοικοι της Αζοφικής ήρθαν αντιμέτωποι και με την πανδημία. Ενώ δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής καταγεγραμμένα κρούσματα ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό, τα μέτρα περιορισμού έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ήδη ασθμαίνουσα τοπική οικονομία. Οι κάτοικοι που ζουν στα χωριά και εργάζονται στην πόλη δυσκολεύονται να μετακινηθούν στις δουλειές τους, καθώς έχουν διακοπεί οι συγκοινωνίες, ενώ οι αγρότες, ενώ έχουν παραγωγή, δεν μπορούν να τη διαθέσουν γιατί οι αγορές είναι κλειστές. Ορισμένες φορές τα οπωροκηπευτικά σαπίζουν στα χωράφια.
Η κ. Ντονμπάι μας λέει ότι σε μεγάλο βαθμό, το χωριό της όπως και άλλα χωριά, κατάφεραν να επιβιώσουν και χάρη στη βοήθεια των διεθνών ΜΚΟ. Η Ομοσπονδία Ελληνικών Συλλόγων έχει κάνει μεγάλη κινητοποίηση, προκειμένου κονδύλια από τις οργανώσεις να φτάσουν σε ελληνικά χωριά, ενώ αρκετές ήταν και οι δωρεές που έκανε το Ίδρυμα Π. Μπούμπουρα. «Αυτές τις μέρες που υπάρχει καραντίνα, μια ΜΚΟ μας έχει δώσει πόρους προκειμένου να σιτίζουμε τα μοναχικά ηλικιωμένα άτομα που ζουν στο χωριό» μας λέει η κ. Ντονμπάι. «Από προχθές υπάρχει κάποια αναζωπύρωση στο μέτωπο και πυροβολούν συνεχώς. Δεν μπορούμε να επισκευάσουμε την αντλία νερού και το μισό χωριό έχει μείνει χωρίς νερό. Αυτό κάνουμε, κουβαλάμε νερό από τη μία άκρη του χωριού στην άλλη» συμπληρώνει.
Τα κοινωνικά δίκτυα (τα πραγματικά και όχι τα εικονικά) είναι πολύ αναπτυγμένα. Αυτό βοήθησε πολύ ώστε κατά τη διάρκεια της καραντίνας οι άνθρωποι να μην στερηθούν τα απαραίτητα. «Οι περισσότεροι έχουν χωράφι, κάτι παράγουν, κάτι εκτρέφουν. Φτιάχνουν γάλα, τυροκομικά. Τηλεφωνιόμαστε και ανταλλάσσουμε μεταξύ μας ό,τι χρειαζόμαστε. Εδώ δεν θα πεθάνει κανείς από την πείνα» μας λέει ο Βλαντίμιρ Χοντζαϊσά, επικεφαλής του ελληνικού συλλόγου του χωριού Κρεμενιόβκα, που βρίσκεται 20 χιλιόμετρα από τη Μαριούπολη.
Βλαντίμιρ Χοντζαϊσά
Ιδιαίτερη πολιτιστική κληρονομιά
Ο κ. Χοντζαϊσά είναι η ψυχή των Ελλήνων του χωριού του. Όνειρό του είναι η επαναφορά του προ-σοβιετικού ονόματος του χωριού, Τσερντακλί – έτσι λεγόταν το χωριό της Κριμαίας από το οποίο κατάγονται. Εκτός από τα διάφορα ζητήματα της καθημερινότητας, ασχολείται εντατικά, όπως κάθε πρόεδρος ελληνικής κοινότητας της Αζοφικής, και με την ανάπτυξη του ελληνισμού. Τα τελευταία χρόνια στα σχολεία των μεγαλύτερων χωριών ξεκίνησαν μαθήματα νέας ελληνικής, ενώ ορισμένοι σύλλογοι επιχειρούν να διασώσουν και τις τοπικές διαλέκτους, τα Ρουμέικα και τα Ουρούμ. Η Ομοσπονδία Ελληνικών Συλλόγων Ουκρανίας και οι κατά τόπους σύλλογοι (υπάρχουν περίπου 100 σε όλη την Ουκρανία) οργανώνουν κάθε χρόνο επετείους για τις δύο εθνικές εορτές της Ελλάδας. Κάθε δύο χρόνια πραγματοποιούν μια μεγάλη γιορτή όλων των Ελλήνων της Αζοφικής, που ονομάζεται «Μέγα Γιορτή» και γίνεται κάθε φορά σε διαφορετικό μέρος. Ακόμα, οργανώνουν δεκάδες μικρότερες εκδηλώσεις και γιορτές.
Έχουν δικά τους παραδοσιακά φαγητά, τα οποία δεν μοιάζουν με τα φαγητά της Ελλάδας, ενώ για τη μουσική τους χρησιμοποιούν κυρίως ακορντεόν. Οι πιο ηλικιωμένοι λένε ότι παλιότερα χρησιμοποιούσαν νταούλια και ζουρνάδες, ωστόσο η παράδοση αυτή χάθηκε κατά τη διάρκεια των σκληρών σοβιετικών χρόνων. Έχουν ένα δικό τους είδος πάλης, που λέγεται κουρές και θυμίζει την ελληνορωμαϊκή. Οι γλώσσα των Ρουμαίων μοιάζει με τα ελληνικά, ενώ σε αυτήν συναντώνται και λέξεις από την αρχαία ελληνική. Οι Ουρούμ (από το Ρουμ= Ρωμιός) μιλούν μια διάλεκτο που μοιάζει περισσότερο με τα τατάρικα. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της Ουκρανίας τους αποκαλούν Γκρέκι, δηλαδή Έλληνες.
Οι περισσότεροι Ουκρανοί ωστόσο, ακόμα και αρκετοί από τους ίδιους του Έλληνες της Αζοφικής, δεν μπορούν να διηγηθούν την ιστορία του ελληνισμού της Ουκρανίας. Όμως παρά τις επίμονες προσπάθειες του σοβιετικού καθεστώτος να ξεχαστεί αυτή η ιστορία δια παντός, σήμερα όλο και περισσότεροι –κυρίως οι πιο νέοι– ανακαλύπτουν τις ρίζες τους και τη δική τους θέση στην Μεγάλη Ελλάδα. Ποια όμως είναι αυτή η ιστορία;
Ιστορία μιας μακρινής Ελλάδας
Η ελληνική παρουσία στην περιοχή χρονολογείται από τις αρχαίες ελληνικές αποικίες της Μαύρης Θάλασσας και της Ταυρίδα, εκείνης που σήμερα ονομάζουμε Κριμαία. Εκτιμάται ότι οι πρώτες οργανωμένες αποικίες Ελλήνων από τη Μίλητο και άλλα μέρη της Μικράς Ασίας ιδρύθηκαν εκεί ήδη από τον έβδομο αιώνα π.Χ. Οι λόγοι του αποικισμού είχαν να κάνουν με την αναζήτηση γαιών, ενώ εκτιμάται πως αρχικά ορισμένες από τις αποικίες είχαν τη μορφή εμπορείων, δηλαδή σταθμών που βοηθούσαν στη διακίνηση και το εμπόριο αγαθών από και προς τη Μικρά Ασία και άλλες περιοχές της Ελλάδας. Καθώς αρκετοί Έλληνες από τις μητροπόλεις –κυρίως ακτήμονες– έφταναν στις αποικίες, αυτές οργανώθηκαν σε πλήρεις πόλεις. Πριν και παράλληλα με τους Έλληνες, σε αυτές τις περιοχές κατοικούσαν ντόπιοι λαοί, κυρίως οι Σκύθες, τους οποίους θυμόμαστε από τα σχολικά βιβλία ιστορίας ως τοξότες που ασκούσαν χρέη αστυνομικών στην αρχαία Αθήνα.
Στους αιώνες που ακολούθησαν, οι ελληνικές αποικίες οργανώθηκαν κυρίως σε δύο κρατικές οντότητες: Στο βασίλειο του Βοσπόρου και στο «κράτος της Χερσώνας». Οι λόγοι για την συσπείρωσή τους είχαν να κάνουν με τις συνεχείς επιδρομές και τις πολεμικές συγκρούσεις με τους Σκύθες. Η Χερσώνα, μετά από ιστορικές περιπέτειες βρέθηκε υπό την προστασία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ και το Βασίλειο του Βοσπόρου εντάχθηκε στο Βασίλειο του Πόντου και περίπου τον πρώτο αιώνα π.Χ. επίσης βρέθηκε υπό ρωμαϊκή επιρροή.
Κοντά στη δύση της, η Ρώμη δεν μπόρεσε να προστατεύσει αυτές τις περιοχές από την επέλαση των βαρβάρων και τον τέταρτο αιώνα πολλές από τις ελληνικές αποικίες είχαν κατακτηθεί ή και καταστραφεί εντελώς από τους Ούννους. Το Βασίλειο του Βοσπόρου διαλύθηκε. Παρά το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού αποτελούνταν όχι μόνο από Έλληνες αλλά και από γηγενείς που είχαν εξελληνιστεί, σημαντικό κομμάτι του πολιτισμού, της γλώσσας και των εθίμων παρέμειναν ελληνικά.
Έρχονται και άλλοι Έλληνες
Αργότερα, μεγάλο μέρος της περιοχής τέθηκε υπό τον έλεγχο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και οι Έλληνες συνέχισαν να εγκαθίστανται εκεί, μεταφέροντας τον χριστιανισμό. Οι αναταράξεις και οι συγκρούσεις ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο για την περιοχή και διάφοροι λαοί προσπαθούσαν να εγκατασταθούν εκεί με περισσότερο ή λιγότερο ειρηνικά μέσα. Ανάμεσα σε εκείνους που τελικά κατάφεραν να μείνουν ήταν οι Γενοβέζοι και οι Ενετοί. Οι Ιταλοί ενδιαφέρονταν για την προώθηση του εμπορίου τους, κατέκτησαν περιοχές της Κριμαίας ενώ συνέβαλαν και στην ανάπτυξη των Τατάρων, με τους οποίους είχαν εμπορικούς δεσμούς.
Ανάμεσα στις διαμάχες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ταυρίδας ήταν οι εικονομαχίες, καθώς είχαν ως αποτέλεσμα ολόκληρες πόλεις της Αζοφικής να γεμίσουν με νεοαφιχθέντες Έλληνες εικονολάτρες που είχαν βρει εκεί καταφύγιο, φεύγοντας από τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια. Οι ισορροπίες ανάμεσα στους Έλληνες, πολλοί από τους οποίους συνέχιζαν να καταφθάνουν από τη Μ. Ασία και άλλες περιοχές, τους Τάταρους και τους Γενοβέζους διαταράχθηκαν με την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Εκμεταλλευόμενοι τις συγκυρίες, οι Τάταροι, με τη βοήθεια των Οθωμανών, ίδρυσαν το Χανάτο της Κριμαίας και στη συνέχεια εντάχθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου και παρέμειναν τους επόμενους αιώνες. Οι Έλληνες της Κριμαίας, όπως και συμπατριώτες τους στην Ελλάδα, για πρώτη φορά έπαψαν να ορίζουν την μοίρα τους και βρέθηκαν υπό τον οθωμανικό ζυγό. Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής, οι Έλληνες της Κριμαίας ήταν συγκεντρωμένοι σε αμιγείς πληθυσμούς, που διακρίνονταν από τους άλλους εξαιτίας της γλώσσας, των καθημερινών συνηθειών, της θρησκείας και άλλων χαρακτηριστικών.
Ανάμεσα σε δύο αυτοκρατορίες
Το κράτος της Μοσχοβίας, που αργότερα μετατράπηκε στη Ρωσική Αυτοκρατορία, προσπαθούσε ήδη από τον 16ο αιώνα διακαώς να αποκτήσει πρόσβαση στις θερμές θάλασσες για εμπορικούς και στρατηγικούς λόγους. Στους επόμενους δύο αιώνες αυτό μετατράπηκε σε ένα από τα κυριότερα ζητήματα που κλήθηκε να λύσει η διπλωματία και ο στρατός. Οι αψιμαχίες εξελίχθηκαν σε ρωσοτουρκικό πόλεμο το 1768, ο οποίος έληξε με τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774. Κατά τη διάρκεια του εξαετούς πολέμου σημειώθηκε σειρά από αγριότητες σε βάρος των Ελλήνων της Κριμαίας από τους Τούρκους. Προκειμένου να προστατευτούν οι ελληνικοί (χριστιανικοί) πληθυσμοί, η Αικατερίνη Β’ πρότεινε τη μετοίκησή τους από την Κριμαία στην Αζοφική, μια περιοχή που ήταν σχεδόν ακατοίκητη εκείνο το διάστημα.
Εξετάζοντας τους πραγματικούς λόγους αυτής της απόφασης μπορούμε να σημειώσουμε δύο που ξεχωρίζουν: Πρώτον, μετά την υπογραφή της συνθήκης, η Κριμαία μετατρεπόταν σε αυτόνομο κράτος και ήταν προς όφελος της Ρωσίας και των μελλοντικών της σχεδίων το συγκεκριμένο κράτος να παραμένει αδύναμο. Οι Έλληνες της Κριμαίας, παρά το γεγονός ότι υστερούσαν πληθυσμιακά, διατηρούσαν στα χέρια τους μεγάλο μέρος της παραγωγής και του εμπορίου. Εάν έφευγαν, οι οικονομικές συνέπειες για το κράτος της Κριμαίας θα ήταν δραματικές, όπως και έγινε. Ένας δεύτερος λόγος είχε να κάνει με το ότι λίγα χρόνια νωρίτερα, η Ρωσία είχε διαλύσει τον στρατό των Ουκρανών Κοζάκων, μεγάλο μέρος των οποίων ζούσε στην Αζοφική. Η Αικατερίνη Β’ δεν ήθελε αυτές οι περιοχές να παραμένουν άδειες, προκειμένου να μην κατοικηθούν ξανά από τους Κοζάκους.
Υπάρχουν διάφορες απόψεις για το κατά πόσον αυτή η μετοίκηση μπορεί να θεωρηθεί ευεργέτημα ή απέλαση. Πολλοί από τους Έλληνες δεν ήξεραν γιατί φεύγουν, ή έφευγαν σχεδόν με το ζόρι. Οι συνθήκες μεταφοράς τους ήταν κακές, ενώ στους τόπους υποδοχής δεν βρήκαν απολύτως τίποτα και ήταν αναγκασμένοι να μένουν σε χωματόσπιτα. Αρκετοί πέθαναν τον πρώτο χρόνο από τις κακουχίες, ενώ άλλοι επέστρεψαν μόνοι τους με τα πόδια στην Κριμαία. Παράλληλα όμως, το έγγραφο που υπέγραψε η Αικατερίνη Β’ έδινε στους Έλληνες μεγάλη αυτονομία, απαλλαγή από τους φόρους και τον στρατό για μεγάλο διάστημα.
Η μεγάλη έξοδος και ο Έλληνας «Μωυσής»
Από τα τέλη Ιουλίου μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 1778 ένα καραβάνι 31.386 ψυχών ξεκίνησε για τη νέα πατρίδα, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Γοτθίας και Καφά Ιγνάτιο, μετέπειτα άγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Από αυτούς, οι 18.395 ήταν Έλληνες. Μετά το πρώτο σοκ που υπέστησαν φτάνοντας στην Αζοφική, οι Έλληνες άρχισαν να φτιάχνουν τις υποδομές που χρειάζονταν. Ίδρυσαν 21 χωριά, στα οποία έδωσαν ονόματα χωριών της Κριμαίας, είτε άλλα που είχαν σχέση με αυτό που θεωρούσαν πατρίδα τους: Βυζάντιο, Κωνσταντινούπολη, Αθήνα κ.ά. Ακόμα, ίδρυσαν μια μεγάλη πόλη στην τιμή της Παναγίας, τη Μαριούπολη.
Στα πρώτα 100 χρόνια που ακολούθησαν της μετοίκησης, οι Έλληνες οργανώθηκαν σε μια αρκετά προοδευτική για την εποχή κοινωνία, έφτιαξαν σχολεία, εφημερίδα, εκδοτικό οίκο, τυπογραφείο, εκκλησίες κ.ά. Και ενώ δεν έλειψαν τα προβλήματα, οι Έλληνες βρήκαν τρόπο να ενταχθούν στην κοινωνία της τσαρικής Ρωσίας χωρίς να χάσουν την ελληνικότητά τους. Ο επόμενος αιώνας ωστόσο έμελλε να αλλάξει ριζικά τη μοίρα τους.
Ο αιώνας του μεγάλου τρόμου
Οι Έλληνες ήταν από τους λαούς που υπέστησαν τα περισσότερα δεινά από το σοβιετικό καθεστώς. Στην περίοδο των λεγόμενων αποκουλακοποιήσεων, όταν οι μπολσεβίκοι είχαν μόλις αρπάξει την εξουσία, πολλοί από τους Έλληνες φυλακίστηκαν και έχασαν τις όποιες περιουσίες είχαν. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εθνικής Μνήμης της Ουκρανίας, οι Έλληνες ήταν η τέταρτη σε πληθυσμό εθνοτική ομάδα σε αριθμό ατόμων που «αποκουλακοποιήθηκαν». Έπειτα, το 1937-38 έγιναν μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις Ελλήνων, κυρίως ανδρών, με την δικαιολογία ότι εργάζονταν για ξένες μυστικές υπηρεσίες. 7.600-9.400 άτομα συνελήφθησαν και στην πλειοψηφία τους εκτελέστηκαν. Παράλληλα έκλεισαν όλες οι εκπαιδευτικές και μορφωτικές δομές των Ελλήνων. Η χρήση ελληνικής γλώσσας σε δημόσιους χώρους θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα, ακόμα και σε διώξεις. Η ανάπτυξη του ελληνισμού της Ουκρανίας σταμάτησε εντελώς. Αργότερα (1944), 15.000 Έλληνες εξορίστηκαν σε μακρινές περιοχές της Κεντρικής Ασίας και της Σιβηρίας, ως «συνεργάτες των Ναζί». Οι περισσότεροι δεν επέστρεψαν ποτέ.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, οι περισσότεροι Έλληνες της Αζοφικής απέφευγαν δημοσίως να μιλούν ελληνικά. Εκμάθηση της γλώσσας δεν υπήρχε και εκείνο το κομμάτι της γλώσσας που επιβιώνει μέχρι σήμερα αφορά κυρίως τις οικιακές υποθέσεις. Παράλληλα, η ελληνικότητα στο διαβατήριο ισοδυναμούσε με λιγότερες ευκαιρίες στην εκπαίδευση και στην καριέρα. Η Μαριούπολη μετονομάστηκε σε Ζντάνοφ, ενώ δεκάδες ακόμα ελληνικά τοπωνύμια έλαβαν ονόματα… σοβιετικά.
Το αποτύπωμα στην ψυχολογία ολόκληρου πληθυσμού
«Αυτά τα 40 χρόνια ήταν τα χειρότερα που έζησαν οι Έλληνες της Αζοφικής στην μακρά ιστορία τους. Όχι μόνον επειδή υπέφεραν και έχασαν μεγάλο κομμάτι από τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους, αλλά και επειδή απέκτησαν έναν φόβο απέναντι σε αυτά που συμβαίνουν. Απέναντι στις οποιεσδήποτε αλλαγές και στην εξουσία» λέει στο inside story η πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελληνικών Συλλόγων, Αλεξάνδρα Προτσένκο.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ξεκίνησε ραγδαία η αναγέννηση του ελληνικού στοιχείου της Αζοφικής. Όμως ακόμα και σήμερα, το αποτύπωμα του μεγάλου τρόμου είναι εμφανές. «Μοιράζαμε πριν από λίγες ημέρες ερωτηματολόγια σε όλον τον ελληνικό πληθυσμό στα χωριά. Περιείχαν ορισμένα ερωτήματα σχετικά με την ελληνικότητα των ανθρώπων, με τη γλώσσα που μιλάνε, με το αν αισθάνονται Έλληνες. Έβλεπα ορισμένους να διστάζουν να απαντήσουν, σαν να φοβούνται, να κάνουν πολλές διευκρινιστικές ερωτήσεις. Έβλεπα την αγωνία τους, κυρίως στους πιο ηλικιωμένους» περιγράφει η κ. Ντονμπάι.
Η παλιά γενιά φεύγει
Και ενώ το παρελθόν του ελληνισμού της Ουκρανίας μοιάζει με μια πολυτάραχη θάλασσα, κανείς δεν μπορεί να δει με σαφήνεια το μέλλον του. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες δυνάμεις και πόροι διατίθενται για τα παιδιά: Για την διδασκαλία ελληνικών και την συνολικότερη ενασχόλησή τους με τον ελληνισμό. Και αυτή η απόφαση έχει ληφθεί ύστερα από αντικειμενική εκτίμηση της κατάστασης και των στόχων του ελληνικού κινήματος συνολικά. Οι Προτσένκο και Ντονμπάι όμως αντιπροσωπεύουν μια παλαιότερη γενιά του ελληνικού κινήματος, ανθρώπους αφοσιωμένους, που πάλεψαν χωρίς να διαθέτουν επαρκή μέσα και κατάφεραν αξιοσημείωτα πράγματα. Ωστόσο η γενιά της κυρίας Προτσένκο γερνάει και έχει κουραστεί.
Οι πιο νέοι έχουν βυθιστεί στον αγώνα της επιβίωσης, που μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πιο σκληρός. Βλέπουν θετικά τη στήριξη του ελληνισμού, ωστόσο δεν έχουν διάθεση και κίνητρα να συμμετάσχουν ενεργά σε αυτήν. Γυρνώντας στα χωριά της Αζοφικής μπορεί κανείς να δει αυτήν την παραίτηση στα μάτια τους. Κι ενώ περισσότεροι από 100 χιλιάδες Έλληνες ζουν στην Ουκρανία, μετά από λίγα χρόνια όλο το κίνημα κινδυνεύει να βρεθεί ακέφαλο. Και μόνο τα μικρά παιδιά ακούνε με τα στόματα ανοιχτά τις ιστορίες για τους ένδοξους προγόνους τους. Για τους αποίκους της αρχαιότητας και τους εμπόρους από το Βυζάντιο. Για τον πόλεμο σε μια αρχαία πόλη που την έλεγαν Τροία και μια Ιφιγένεια που κατάφερε με τέχνασμα να σώσει τον αδερφό της από τον θάνατο. Τα μικρά παιδιά ρωτούν πώς λέγεται η τάδε λέξη στα ελληνικά. Και όσο πιο φιλότιμος δάσκαλος τους τυχαίνει, τόσο πιο πολλά ρωτάνε. Γιατί από όσα έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας έπιασε μεγαλύτερο τόπο.
Φέτος τον Σεπτέμβριο στο χωριό Τσερμαλίκ θα πάνε σχολείο εκείνα τα παιδιά που έχουν γεννηθεί στον πόλεμο. Η καθημερινότητά τους ήταν μόνο ο πόλεμος και όλα τα υπόλοιπα μια εκδρομή ή διηγήσεις των γονιών τους. Επιστρέφοντας από το σχολείο, τις νύχτες που οι πυροβολισμοί δεν θα ταράζουν τον ύπνο τους, ίσως να βλέπουν πολύχρωμα όνειρα με θάλασσες, λιμάνια, ηλιόλουστες πόλεις και αρχαία αγάλματα. Και μέσα στο όνειρό τους θα ακούνε κάποιον να μιλάει σε μια γλώσσα τόσο μακρινή και ταυτόχρονα τόσο οικεία: «οίκαδε τ’ ελθέμεναι και νόστιμον ήμαρ ιδέσθαι». Και αυτοί θα είναι το μέλλον.
ΠΗΓΗ: Insidestory.gr/ Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους