Βάσος Λυσσαρίδης – «Να πεθάνω, ναι! Να γονατίσω, όχι!»
Θυμάμαι τον Βάσο Λυσσαρίδη να μιλάει στο κατάμεστο αμφιθέατρο της Νομικής του ΑΠΘ, τη δεκαετία του 1980, για –τι άλλο;– το Κυπριακό. Φοιτητές τότε, τον ακούγαμε με δέος και συγκίνηση. Η ορμητικότητα της ομιλίας του, τα ποιητικά σχήματά του, ο πατριωτικός οίστρος και ο αντιιμπεριαλισμός του ενέπνεαν – τουλάχιστον όσους προσέβλεπαν, με νεανικό ιδεαλισμό, σε έναν καλύτερο κόσμο.
Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, τα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, αλλά τις αποπεράτωσε μετά την απελευθέρωση από τη ναζιστική κατοχή. Βαθιά πολιτικοποιημένος νέος, πρωτοστάτησε στην Αθήνα σε κινητοποιήσεις κυπριακών οργανώσεων για την ένωση με την Ελλάδα.
Συμμετείχε ενεργά στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959), εκπροσωπώντας την Οργάνωση Αριστερών Πατριωτών. Οι ακροδεξιές καταβολές του Γρίβα δεν τον απέτρεψαν να διακρίνει ότι η ΕΟΚΑ ήταν, κυρίως, μια αντιαποικιακή-πατριωτική οργάνωση. Επέκρινε την οργανωμένη κυπριακή Αριστερά για τις επιφυλάξεις της απέναντι στην ΕΟΚΑ, αν και υποτίμησε την επιθετική στάση του διχαστικού Γρίβα έναντι της κυπριακής Αριστεράς.
Η Κυπριακή Δημοκρατία ουδέποτε έγινε πραγματικά αποδεκτή από τις ιδρυτικές κοινότητές της. Οι συμφωνίες παρήγαγαν ένα δυσλειτουργικό κράτος, ενισχύοντας την ήδη υπάρχουσα καχυποψία μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Η προσπάθεια του Μακαρίου για τροποποίηση του συντάγματος το 1963 και η δράση της τουρκοκυπριακής ΤΜΤ όξυναν τα πολιτικά πάθη. Σύντομα δημιουργήθηκαν παραστρατιωτικές ομάδες στις δύο κοινότητες. Με εντολή του Μακαρίου, ο Λυσσαρίδης ηγήθηκε μιας τέτοιας ομάδας – των λεγόμενων Κοκκινοσκούφηδων.
Από το 1960 μέχρι το 2001 ο Λυσσαρίδης εκλεγόταν βουλευτής, ενώ διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής (1985-1991). Το 1969 ίδρυσε τη σοσιαλιστική ΕΔΕΚ, η οποία αντιτάχθηκε ενεργά στη δικτατορία των συνταγματαρχών, συνεργαζόμενη με το ΠΑΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Το 1971-1973, όταν δραστηριοποιήθηκε η ΕΟΚΑ Β΄ με στόχο την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης Μακαρίου, ο Λυσσαρίδης στάθηκε αποφασιστικά απέναντί της, ακόμη και με στρατιωτικά μέσα, με κίνδυνο της ζωής του. Το ίδιο έπραξε και στο πραξικόπημα του Ιουλίου 1974. Ηταν από τις ηρωικότερες μορφές στον αγώνα κατά της δικτατορίας και της ακροδεξιάς εκτροπής. Του ήταν αδιανόητο να συμβιβαστεί με τους τύραννους, τους επίορκους, και τους φασίστες.
Η δυναμική παρουσία του ενοχλούσε. Στις 30/8/74 πραγματοποιήθηκε δολοφονική απόπειρα εναντίον του. Ο ίδιος σώθηκε, αλλά δολοφονήθηκε ο στενός του συνεργάτης Δώρος Λοΐζου. Είχε τη σύνεση να μην κλιμακώσει τη βία, συστήνοντας αυτοσυγκράτηση.
Η μαχητική πατριωτική του διάθεση, ο θυελλώδης χαρακτήρας του και το όραμα για έναν δίκαιο κόσμο τού στερούσαν μερικές φορές τη δυνατότητα να αναζητεί κάτι λιγότερο από το ιδεατό. Η σχέση του οραματιστή με τον πραγματιστή πολιτικό ήταν, συχνά, ασύμπτωτη. Θεωρούσε την πολιτική κυρίως ως την αέναη μάχη κατά της αδικίας και λιγότερο ως την τέχνη του εφικτού. Αν και βαθιά πολιτικό ον, αγαπούσε περισσότερο την καθαρότητα του «θεωρητικού βίου» και λιγότερο τους αναπόφευκτους συμβιβασμούς του «πολιτικού βίου».
Εγραφε ποίηση και ζωγράφιζε. Η γλώσσα του ήταν χυμώδης και, συχνά, ποιητική. Οταν μιλούσε, ακόμη και σε προχωρημένη ηλικία, ένιωθες την εσωτερική φλόγα του. Ηταν εξαιρετικός συνομιλητής, προσηνής, με διανοητική φιλοπεριέργεια. Η καλλιέργειά του τον έκανε να ξεχωρίζει από κάθε άλλον Ελληνοκύπριο πολιτικό. «Αν μου έλειπε η ποίηση, θα ήμουν στο ψυχιατρείο», είχε πει.
Η πολιτική σκέψη του επηρεάστηκε από τα σοσιαλιστικά ιδεώδη και, κυρίως, τα αντιαποικιακά-εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της δεκαετίας του 1950. Τον ενοχλούσε βαθιά η αδικία σε παγκόσμιο επίπεδο. Συνδέθηκε με προσωπική φιλία με αντιαποικιακούς ηγέτες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Αν και πνευματικά ανήσυχος, η ταύτισή του με τα αντιαποικιακά κινήματα του καθήλωσε, σε κάποιο βαθμό, την εξέλιξη της σκέψης του. Δεν έδειξε να προβληματίζεται ιδιαίτερα γιατί αρκετά από αυτά τα κινήματα οδήγησαν σε δικτατορικά και διεφθαρμένα καθεστώτα.
Ο αριστερός εθνικισμός του τον έκανε να ταλαντεύεται μεταξύ ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και τριτοκοσμικού «σοσιαλισμού», αν και κατάλαβε ότι, ουσιαστικά, δεν υπήρχε δίλημμα. Ο Ολαφ Πάλμε και ο Βίλι Μπραντ ουδεμία σχέση είχαν με τον Καντάφι και τον Κάστρο. Το στενά αντιαποικιακό πρίσμα τον ωθούσε σε αντιδυτική ρητορική και υποτονική κριτική ικανότητα απέναντι στις κομμουνιστικές δικτατορίες. Δεν εκτίμησε εγκαίρως την τεράστια σημασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
«Σοσιαλισμός και πατριωτισμός είναι δίδυμες έννοιες», έλεγε. Το αίσθημα του συν-ανήκειν σε μια πατρίδα είναι προϋπόθεση για την κοινωνική αλληλεγγύη. Βίωσε τον ακρωτηριασμό της Κύπρου ως υπαρξιακή απώλεια. Η γη δεν είναι απλώς περιουσίες, αλλά συνείδηση, γλώσσα και μνήμη. Τόσο η ποίησή του όσο και ο πολιτικός του λόγος αποτύπωναν την έγνοια του για τη διατήρηση της πολυχιλιόχρονης ελληνικής συνείδησης στη Μεγαλόνησο. «Αν το ν’ αγωνίζεσαι για εθνική επιβίωση, για αξιοπρέπεια, για ελευθερία είναι εθνικισμός, δηλώνω ένοχος», έλεγε. Δεν έπαψε να ελπίζει ότι ο αγαπημένος του Πενταδάκτυλος θα ελευθερωθεί. «Οι αγώνες δεν/ τελειώνουν με τον/ θάνατο/ αλλά με τη δικαίωση». Ο «γιατρός» ήταν ο οικουμενικός Ελληνας, ο ασυμβίβαστος μαχητής, ο θαρραλέος ηγέτης του καθήκοντος και της προσφοράς.
Σημ.: Ευχαριστώ τον κ. Μάριο Ηλιάδη, πρώην υπουργό της Κυπριακής Δημοκρατίας, για κριτικές παρατηρήσεις του στο άρθρο.
* Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick. / ΠΗΓΗ : “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” Αθηνών- Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις θέσεις των συντακτών τους