Η εργαλειοποίηση της ιστορίας

Η εργαλειοποίηση της ιστορίας

Εάν δεν συμφωνεί η ιστορία με τις πεποιθήσεις σου, τόσο το χειρότερο για την ιστορία.

TOY ΠΕΤΡΟY  ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟY *

Με τον τρόπο αυτό το παρόν επιβάλλει στο παρελθόν τα προβλήματά του, παραμερίζοντας, με συγκινητική αδιαφορία, τα πραγματικά περιστατικά και αγνοώντας τους μηχανισμούς που διέπουν τη λειτουργία των κοινωνικών συνόλων. Η «ιστορική νομοτέλεια», οι «νόμοι» που διέπουν την κίνηση της ιστορίας, μεταβάλλονται, έτσι, από στοιχεία απομυθοποίησης και αντικειμενικής προσέγγισης των κοινωνικών πραγματικοτήτων, σε ιδεολογικά προϊόντα που επιτρέπουν στην ιδεολογικοποιημένη και ιδεολογίζουσα ιστοριογραφία να εμφανίζεται με την πανοπλία της αντικειμενικότητας και της επιστημοσύνης, πολλαπλασιάζοντας, έτσι, την εμβέλειά της. Μέσα από αυτή τη διαδικασία επιτελείται, αδιόρατα πολλές φορές, η διολίσθηση από τον χώρο «των νόμων που καθορίζουν την ιστορική κίνηση», στον χώρο «των διδαγμάτων της ιστορίας»: η αντικειμενική γνώση παραχωρεί, έτσι, τη θέση της στην ηθικολογία και στο φρονηματισμό.(ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΗΛΙΟΥ Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας  Περιοδικό «Αντί» Μάιος 1976)

 Εχω την αίσθηση ότι ο αείμνηστος ιστορικός Φίλιππος Ηλιού (1931 – 2004), παρά τις εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογικές του καταβολές, δεν θα ένιωθε ιδιαίτερα άβολα σε ένα πάνελ με φιλελεύθερους ιστορικούς και πολιτικούς επιστήμονες των ημερών μας, όπως ο Αριστείδης Χατζής ή ο Στάθης Καλύβας.

                                                Ο ιστορικός Φίλιππος Ηλιού

Από τη δική τους πλευρά (εάν παραβλέψουμε ορισμένες αγκυλώσεις στη διατύπωση, που οφείλονται περισσότερο στην εποχή παρά στην ιδεολογία) οι φιλελεύθεροι δεν θα δίσταζαν υπερβολικά να συνυπογράψουν ένα απόσπασμα, όπως αυτό που παρέθεσα στην αρχή, προερχόμενο από τον πλέον ίσως ανοιχτόμυαλο διανοητή της ανανεωτικής Αριστεράς (γνώμη μου πάντα· κανέναν δεν εκπροσωπώ και κανέναν δεν θέλω να πάρω στον λαιμό μου). Βλέπετε, αυτά τα σαράντα επτά μεταπολιτευτικά χρόνια, τα τόσο πυκνά σε εξελίξεις και ανατροπές, βιώσαμε μεταξύ άλλων και τούτο το παράδοξο: όσο απομακρύνονταν οι πολιτικοί ταγοί μας, υιοθετώντας συχνά προδικτατορική εμφυλιοπολεμική ρητορική, άλλο τόσο συνέκλιναν οι διανοούμενοι της μιας και της άλλης ιδεολογικής όχθης, τουλάχιστον όσοι διακονούσαν τον ρόλο τους -τουτέστιν, να ερευνούν – και δεν την μπέρδευαν με αλλότριους ρόλους, μάλλον θρησκευτικού, αν όχι ιεραποστολικού περιεχομένου. Αλλά επ’ αυτού θα επανέλθω παρακάτω.

Στις αρχές Μαρτίου, το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) «Μάρκος Δραγούμης» παρουσίασε και ανέλυσε τα πορίσματα μιας πανελλαδικής δημοσκόπησης που ανέλαβε η εταιρεία Marc για λογαριασμό του. Ηταν η δεύτερη από τις τρεις δημοσκοπήσεις που έχει προγραμματίσει το ΚΕΦΙΜ, επ’ ευκαιρία του εορτασμού των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση του 1821, με σκοπό να αποτυπωθεί κατά το δυνατόν πιστότερα η γνώση/άγνοια των Νεοελλήνων για το εθνικό τους εναρκτήριο λάκτισμα. Τόσο τα πορίσματα όσο και η ανάλυση των πορισμάτων από τους επιστημονικούς συνεργάτες του ΚΕΦΙΜ δεν έτυχαν θερμής υποδοχής από μια θορυβώδη μερίδα, ιδίως των ακροδεξιών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) και των αντίστοιχων Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ), που πάντοτε πλειοδοτούν σε τζάμπα πατριωτισμό και – όσο περνάει ο καιρός – καθίσταται όλο και πιο δυσχερές να ξεχωρίσεις ποιο λειτουργεί ως φερέφωνο και ποιο ως υποβολείο. Τα εν λόγω ΜΜΕ-ΜΚΔ, με αυτό το εισαγγελικό «υφάκι» που τόσο πειστικά γνωρίζουν να παίρνουν σε ανάλογες περιπτώσεις, εγκαλούν το ΚΕΦΙΜ για το «θράσος» του να αμφισβητήσει τα «ιερά και τα όσια» της φυλής, έστω και υπό τη «δόλια» μορφή ερωτήματος: τι γνώμη έχουν οι Νεοέλληνες για την «Αγία Λαύρα», το «Κρυφό Σχολειό» κ.ο.κ. Τι γνώμη να έχουν, δηλαδή; Ντροπή, βλάσφημοι. Ρωτάνε τέτοια πράγματα;

«Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν, μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς». (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο). Τι σχέση μπορεί να έχει ο ευαγγελιστής Ματθαίος με τη μελέτη της  ιστορίας μας και την εθνική μας αυτοεκτίμηση; Μεγαλύτερη από εκείνην που υποπτευόμαστε. Με ανάλογη αφορμή στο παρελθόν, είχα λάβει το θάρρος να χρησιμοποιήσω τον νεολογισμό «θρησκοϊστορία», ένα υβρίδιο που μας βοηθάει να κατανοήσουμε την ιστορία με όρους θρησκείας, δηλαδή παράθεσης και μηρυκασμού μιας σειράς δογμάτων, αναλλοίωτων και αδιαπραγμάτευτων στο πέρασμα του χρόνου. Εάν συνυπολογίσουμε (όπως καταδεικνύουν και οι  έρευνες του ΚΕΦΙΜ) ότι η συντριπτική πλειονότητα των συμπατριωτών μας αντλεί την πληροφόρησή της για την Επανάσταση του 1821 από τις τρεις βαθμίδες της υποχρεωτικής εκπαίδευσης -δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο -, εκεί όπου το μάθημα της Ιστορίας θεωρείται (και βαθμολογικά) ισοδύναμο με το μάθημα των Θρησκευτικών, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, όχι μονάχα η αντοχή μύθων που ουδέποτε έλαβαν χώρα, όπως η «Αγία Λαύρα» και το «Κρυφό Σχολειό», αλλά και η σταθερή άρνηση – από την ίδια πάντα πλειονότητα των συμπατριωτών μας – να αποδεχτεί γεγονότα που έχουν πλέον τεκμηριωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας, γραπτά ντοκουμέντα, όπως η αποκήρυξη και ο αφορισμός του Αλέξανδρου Υψηλάντη από τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Πέμπτο. Εάν δεν συμφωνεί η ιστορία με τις πεποιθήσεις σου, τόσο το χειρότερο για την ιστορία.

Με την προκρούστεια εργαλειοποίηση της ιστορίας – αυτήν που ο ίδιος ονομάζει πιο κομψά «ιδεολογική χρήση της ιστορίας» – επιστρέφουμε στον Φίλιππο Ηλιού. Κατ’ ουσίαν με τον δηκτικό όρο του αποδοκιμάζει τη μακροχρόνια διένεξη δύο εμβληματικών μορφών της κομμουνιστικής Αριστεράς, του Γιάννη Ζεύγου (1897 – 1947) και του Γιάννη Κορδάτου (1891-1961), γύρω από τον χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821. Ο Ηλιού αναδημοσίευσε και σχολίασε ένα μικρό μόνο μέρος αυτής της διένεξης -από τον Οκτώβριο του 1933 έως τον Ιανουάριο του 1934 – στην περίφημη πολιτική επιθεώρηση «Αντί» την άνοιξη του 1976· τα κείμενα συστεγάστηκαν σε έναν μικρό τόμο μόλις προ ημερών (ειδική έκδοση της «Εφημερίδας των Συντακτών», 2021).

 

                                                                                                           Γιάννης Ζεύγος

                                                                                                                Γιάννης Κορδάτος

Εάν παρουσιάζει και σήμερα ενδιαφέρον αυτή η «πολεμική», ενόσω η ορολογία  των κομμουνιστών μονομάχων όζει ανυπόφορης ιδεολογικής φορμόλης, είναι διότι δείχνει πόσο μακριά μπορεί να σε οδηγήσει μια κατ’ επίφασιν διαφορά στην ιδεολογική προσέγγιση οιασδήποτε διακύβευσης – εν προκειμένω, της «αστικοδημοκρατικής» ή «αγροτικής» ταυτότητας της εξέγερσης του  1821 – όταν προτάσσεις την εξόντωση του «αντιπάλου» σου (στα μάτια του Ζεύγου ο Κορδάτος «θεωρήθηκε, εκείνη την εποχή, τροτσκιστής», σημειώνει ο Ηλιού και, ως εκ τούτου, εξέφραζε το εγγύτερο προς τον φασισμό απόλυτο κακό) κι εκλαμβάνεις τον εαυτό σου ως αδιαφιλονίκητο διαχειριστή της λενινιστικής/σταλινικής «ορθοδοξίας».

Εάν δεν γνώριζες ότι αμφότεροι αυτοπροσδιορίζονταν ως αδιάλλακτοι άθεοι μαρξιστές του 20ου αιώνα, δεν θα ξεχώριζες την πολεμική τους από την πολεμική των Αρειανών με  τους Μονοφυσίτες. Αντίστοιχη περιφρόνηση – καταλήγει ο Φίλιππος Ηλιού σ’ ένα υστερόγραφό του το 2003 – παρατηρούμε και στις σοβιετικές εγκυκλοπαίδειες της σταλινικής περιόδου: «Από έκδοση σε έκδοση, άλλαζαν, με αξιοθαύμαστη αυθαιρεσία και εν επιγνώσει των αρμοδίων. Ονόματα, συμβάντα και σημασίες των συμβάντων, απλώς και μόνο γιατί άλλαζε η κομματική γραμμή· και άλλαζε πολύ γρήγορα».

ΠΗΓΗ: in.gr

*Ο Πέτρος Τατσόπουλος γεννήθηκε στο Ρέθυμνο τον Δεκέμβριο του 1959. Σπούδασε οικονομικά και πολιτικές επιστήμες. Εργάστηκε ως ασκούμενος κοινωνικός λειτουργός, συν-σεναριογράφος (Οι απέναντι [1981] του Γιώργου Πανουσόπουλου, Υπόγεια διαδρομή [1983] του Απόστολου Δοξιάδη), δημοσιογράφος, σύμβουλος εκδόσεων και παρουσιαστής πολιτιστικών εκπομπών στη δημόσια και στην ιδιωτική τηλεόραση: Πνεύμα αντιλογίας (ΕΤ-1, 1999-2000), Μεγάλοι Έλληνες-Ελευθέριος Βενιζέλος (ΣΚΑΪ, 2009), 1821 (ΣΚΑΪ, 2011), Μπρα ντε Φερ (Action 24, 2014). Μαζί με τον Κώστα Μουρσελά, τον Γιώργο Σκούρτη και τον Αντώνη Σουρούνη μετείχε στο Παιχνίδι των Τεσσάρων (1998). Έχει δημοσιεύσει είκοσι βιβλία. Ανάμεσά τους: Οι ανήλικοι (1980), Το παυσίπονο (1982), Η καρδιά του κτήνους (1987 – μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ρένο Χαραλαμπίδη το 2005), Η πρώτη εμφάνιση (1994), Τιμής ένεκεν (2004), Η καλοσύνη των ξένων (2006), Νεοέλληνες (2007), Ο Σίσυφος στο μπαλκόνι (2009 – Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), Το βιβλίο για τα βιβλία (2010), Ήμουν κι εγώ εκεί (2016), Γκαγκάριν (2016). Διηγήματα και μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, τουρκικά και τσεχικά. Μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας Συγγραφέων την περίοδο 2001-2003, υπό την προεδρία του Βασίλη Βασιλικού, και βραχύβιος αντιπρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου το 2010. Τον Μάιο του 2012 εκλέχτηκε βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ. Συμμετείχε στην ελληνική κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία στο Συμβούλιο της Ευρώπης (2012-2013). Από τον Ιανουάριο του 2014 έως το τέλος της ίδιας χρονιάς ήταν ανεξάρτητος βουλευτής. Έχει δύο παιδιά, τον Γιάννη και τη Δανάη.

Share this post