1821: Οι οπλαρχηγοί φωτογραφίζονται
Τα φωτογραφικά πορτρέτα των αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης και η μεταθάνατια λήψη του Κωνσταντίνου Κανάρη
*Στην φωτογραφία επάνω: Ο Κρητικός οπλαρχηγός Μιχαήλ Κόρακας., ο Δημήτριος ή Τσάμης Καρατάσος, οπλαρχηγός από την Μακεδονία και ο Μανιάτης αγωνιστής και βουλευτής Δημήτριος Πετροπουλάκης.
Toυ Γιώργου Παναγιωτάκη*
O υποστράτηγος Ιωάννης Κλίμακας εισέρχεται ευθυτενής στο κτίριο της οδού Αιόλου, απέναντι από την εκκλησία της Χρυσοσπηλιώτισσας. Ανεβαίνει τις σκάλες για τον επάνω όροφο και φτάνει στον προορισμό του: Tο πολυτελές ατελιέ του Πέτρου Μωραΐτη , πρώην ζωγράφου και νυν επίσημου φωτογράφου του νεαρού βασιλιά Γεωργίου του Α’. Ο Ρουμελιώτης στρατιωτικός και βουλευτής είναι αποφασισμένος να υπομείνει στωικά τη διαδικασία της αποτύπωσης της μορφής του με τη μοντέρνα αυτή μέθοδο. Έχει περάσει άλλωστε πολύ χειρότερες δοκιμασίες. Στα νιάτα του πολέμησε δίπλα στον Οδυσσέα Ανδρούτσο στο Χάνι της Γραβιάς, ενώ συμμετείχε σαν επικεφαλής εκατοντάδων ανδρών σε πολλές ακόμη σημαντικές μάχες της επανάστασης. Έχουν πια περάσει κοντά 50 χρόνια από τότε.
Τον υποδέχεται ο ίδιος ο φωτογράφος, επαινώντας την άψογη παραδοσιακή του φορεσιά και του δίνει να μελετήσει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες-δείγματα για να διαλέξει την πόζα που του ταιριάζει. Έπειτα, ο βοηθός τον οδηγεί στο ξύλινο βάθρο του πλατό, τον στήνει μπροστά στη βαριά κουρτίνα του φόντου και του δείχνει πώς να πλασαριστεί σωστά στο φως που μπαίνει από ταις μεγάλες μπαλκονόπορτες. Του στρώνει καλά τις πτυχές της φουστανέλας, του ισιώνει το μικρό φέσι με το σύμβολο των αγωνιστών του ’21 και του χτενίζει τα λευκά λεβέντικα μουστάκια. Έπειτα, φέρνει το «τρίτο πόδι» το μεγάλο μυστικό για κάθε καλή λήψη. Ένα κάθετο μεταλλικό στήριγμα, δηλαδή, με έναν ειδικό σφικτήρα για τον σβέρκο, το οποίο κρύβεται πίσω από τον φωτογραφιζόμενο για να τον κρατά ακίνητο στη θέση του. Ο βετεράνος αγωνιστής αρνείται πεισματικά να ενδώσει στον εξευτελισμό. Όποιος έχει αντιμετωπίσει όρθιος το τουρκικό ιππικό, μπορεί, αν μη τι άλλο, να σταθεί ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα μπροστά σε ένα ξύλινο κουτί.
Τελικά, με την παρέμβαση του Πέτρου Μωραΐτη, το μοντέλο δέχεται μια ενδιάμεση λύση και στηρίζει τον αγκώνα του στο γύψινο τοιχίο με τα κολωνάκια νεοκλασικού τύπου. Όλα είναι έτοιμα. Ο αγαπημένος φωτογράφος της αριστοκρατίας των Αθηνών κρύβεται πίσω από το μαύρο πανί της γιγάντιας κάμεράς του, αφαιρεί το καπάκι του φακού και λίγα δευτερόλεπτα μετά το τοποθετεί ξανά στη θέση του. Όλα πήγαν κατ’ ευχήν.
Όταν η πλάκα θα εμφανιστεί, ο Μωραΐτης, ένας πανέξυπνος επιχειρηματίας που έκανε μεγάλη περιουσία από το επάγγελμά του, θα φτιάξει μεταξύ άλλων πολλά αντίτυπα μεγέθους καρτ-ντε-βιζίτ (7×10 εκατοστά μαζί με το πασπαρτού), τα οποία θα πουληθούν σαν ζεστά ψωμάκια. Γιατί, παρότι σήμερα μνημονεύεται σπάνια, το 1870 το όνομα του Ιωάννη Κλίμακα βρισκόταν πολύ ψηλά στο άτυπο χρηματιστήριο της φήμης, που ακολουθούσε τους αγωνιστές της επανάστασης. Επρόκειτο για έναν πραγματικό σταρ, τη φωτογραφία του οποίου πλήθος κόσμου επιθυμούσε να έχει στην κατοχή του.
Το φωτογραφικό ατελιέ του Πέτρου Μωραΐτη δεν ήταν το μοναδικό, που υπήρχε στην πόλη εκείνα τα χρόνια. Την πίτα της αθηναϊκής αγοράς μοιράζονταν και άλλοι επαγγελματίες, μεταχειριζόμενοι διάφορα μέσα για να αυξήσουν το μέγεθος του κομματιού τους: Διαφημιστικά ταμπλό και καταχωρίσεις στις εφημερίδες, κατηγορίες προς τους ανταγωνιστές ότι τα πορτρέτα τους είναι θολά ή ότι τα ζωγραφίζουν για να καλύψουν τις τεχνικές ατέλειες κ.α. Παλαιότερος στην πιάτσα ήταν ο Φίλιππος Μαργαρίτης . Και αυτός ξεκίνησε την καλλιτεχνική του καριέρα σαν ζωγράφος. Μάλιστα επί Καποδίστρια στάλθηκε με υποτροφία στη Ρώμη, ενώ από το 1842 δίδασκε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το μικρόβιο της φωτογραφίας το κόλλησε γύρω στο 1846, έπειτα από ένα ακόμη ταξίδι του στο εξωτερικό. Έφτιαξε λοιπόν ένα πρόχειρο στούντιο, ουσιαστικά ένα ξύλινο παράπηγμα, στην αυλή του σπιτιού του στην πλατεία Νομισματοκοπείου (σημερινή Κλαυθμώνος) και άρχισε να πειραματίζεται. Εκεί πρέπει να φωτογράφισε και τον Παναγιώτη Ναούμ , οπλαρχηγό από τη Μακεδονία με συμμετοχή σε μάχες στην Έδεσσα, τη Νάουσα αλλά και τη Νότια Ελλάδα. Η φωτογραφία που πιθανότατα τραβήχτηκε το 1847 και έχει εμφανή τεχνικά προβλήματα, είναι η παλαιότερη σωζόμενη κάποιου αγωνιστή του 1821. Αργότερα, ο Μαργαρίτης βελτίωσε τον εξοπλισμό του και για μερικά χρόνια μονοπώλησε τη νεοπαγή αγορά του φωτογραφικού πορτρέτου, έχοντας σαν πελάτη ακόμη και τον βασιλιά Όθωνα.
Οι πρώτοι ανταγωνιστές του εμφανίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1850. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Δημήτριος Κωνσταντίνου, ο οποίος είχε το στούντιό του στην πλατεία Λουδοβίκου (σημερινή Κοτζιά) και αργότερα στην οδό Αιόλου («πλησίον του Ξενοδοχείου της Νέας Υόρκης») και αυτοδιαφημιζόταν ως «ο καλύτερος φωτογράφος των Αθηνών». Την ίδια εποχή είχε φωτογραφική δραστηριότητα στην Αθήνα, αλλά και στην Ερμούπολη ο Ερρίκος Μπεκ, ενώ λίγο μετά ξεκίνησαν την καριέρα τους ο Πέτρος Μωραΐτης, ο Αθανάσιος Κάλφας, ο Ξενοφών Βάθης και μερικοί ακόμη. Στο πελατολόγιό όλων αυτών συγκαταλέγονταν αστοί, μέλη της βασιλικής οικογένειας, στρατιωτικοί, ξένοι περιηγητές, επισκέπτες από χωριά της Αττικής, ακόμη και λήσταρχοι. Δε θα μπορούσαν να λείπουν φυσικά οι άνθρωποι, στρατιωτικοί και πολιτικοί, που είχαν ζήσει στο πετσί τους την πιο ηρωική περίοδο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Ανάμεσα στα πορτρέτα που σώζονται σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές βρίσκουμε εκείνα των Δυοβουνιώτη, Σπυρομήλιου, Καραβογιάννη, Αντώνιου Κριεζή, Νικόλαου Πιερράκου Μαυρομιχάλη, Δημητρίου Βούλγαρη, Αλέξανδρου Βλαχόπουλου, του Υδραίου ναυμάχου Γεώργιου Σαχίνη κ.α.
Ο ναύαρχος Γεώργιος Δ. Σαχίνης. περίπου 1860. [Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ)- (ΜΙΕΤ)]
Ξεχωριστό φωτογραφικό ενδιαφέρον έχει το πορτρέτο του Γενναίου Κολοκοτρώνη- Ιωάννης (Γενναίος) Κολοκοτρώνης, έργο του Πέτρου Μωραΐτη. Ο γνωστός για τον παρορμητικό χαρακτήρα του γιος του Γέρου του Μοριά φωτογραφίζεται βλοσυρός, κοιτώντας σχεδόν απειλητικά τον φακό. Είναι η εποχή που το στήσιμο στις φωτογραφίες αλλάζει και οι πόζες παύουν να παραπέμπουν σε πίνακες ζωγραφικής.
Σε διαφορετικό πνεύμα, αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα, είναι η φωτογραφία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου , που τραβήχτηκε στο στούντιο του Φίλιππου Μαργαρίτη γύρω στο 1850. Ο φαναριώτης βετεράνος της πολιτικής –και της ραδιουργίας– ο οποίος όμως είχε και πολεμική πείρα, γλιτώνοντας από του χάρου τα δόντια κατά την Πτώση της Σφακτηρίας το 1825, κάθεται βαρύς σε μια πολυθρόνα, έχοντας τα πόδια του σταυρωμένα μπροστά και τις μπότες του σκονισμένες από τους χωμάτινους αθηναϊκούς δρόμους. Το δε ψηλό του καπέλο του είναι αφημένο ανάποδα στο έπιπλο. Η πόζα είναι τόσο χαλαρή, απέριττη και αντισυμβατική που θα έλεγε κανείς πως η φωτογραφία έχει τραβηχτεί στο σπίτι του. Κοιτάζοντας όμως το αυθεντικό κάδρο χωρίς το κροπάρισμα, καταλαβαίνουμε ότι ο Μαυροκορδάτος βρίσκεται πάνω σε κάποιο πρόχειρα υπερυψωμένο πλατό.
Αν πάντως υπήρχε ένας άνθρωπος στην Αθήνα των μέσων του 19ου αιώνα, που του άρεσε να φωτογραφίζεται, αυτός ήταν ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος υπασπιστής τόσο του Όθωνα όσο και του Γεωργίου του Α’. Ο μπαρουτοκαπνισμένος οπλαρχηγός από τη Θεσσαλία ήταν ένας από τους ελεύθερους πολιορκημένους του Μεσολογγίου και στην Έξοδο κατάφερε να διασωθεί διασπώντας τις εχθρικές γραμμές με το σπαθί στο χέρι, επικεφαλής τετρακοσίων ανδρών και γυναικόπαιδων. Ήταν ακόμη στο πλευρό του Καραϊσκάκη στον θρίαμβο της Αράχοβας και συμμετείχε στις μάχες του Ασπροπόταμου, του Νεόκαστρου, της Αράχοβας, της Ναυπάκτου και της Πέτρας, ενώ σώθηκε ξανά ως εκ θαύματος στην πανωλεθρία του Φαλήρου. Δεν σταμάτησε να μάχεται ούτε σε καιρό ειρήνης, αφού ήταν ο αρχηγός του αποτυχημένου κινήματος του 1854 για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Ο Χατζηπέτρος είχε μεγάλη ποικιλία στις πόζες του. Αλλού τον βλέπουμε να ποζάρει όρθιος ακουμπισμένος σε ένα κολωνάκι, αλλού καθισμένος αρχοντικά σε μια πολυθρόνα.
Ο Χατζηπέτρος δεν έχασε την ευκαιρία να φωτογραφηθεί και στο εξωτερικό, στη διάρκεια μιας επίσημης επίσκεψης του Γεωργίου του Α’, στο κέντρο μιας πολυπρόσωπης σύνθεσης στην οποία ξεχωρίζει χάρη στη φουστανέλα του αλλά και την άνεσή του με τον φακό.
Το πιο «βαρύ», όμως, όνομα της επανάστασης, που ενέδωσε στη γοητεία της φωτογραφικής τέχνης, ήταν ο Κωνσταντίνος Κανάρης. Ο διάσημος παγκοσμίως για τη γενναιότητα και για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του Ψαριανός, επισκέφτηκε κατά την περίοδο της πολιτικής του καριέρας περισσότερα από ένα φωτογραφικά στούντιο των Αθηνών. Στο πορτρέτο, που τραβήχτηκε σ’ εκείνο του Μωραΐτη γύρω στο 1870, ο παλιός μπουρλοτιέρης είναι ντυμένος με γιλέκο και σακάκι και στολισμένος με διάφορα διακριτικά που υποδηλώνουν το ηρωικό του παρελθόν. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακά εκφραστικό, για τα στάνταρ της εποχής, πορτρέτο. Ο Κανάρης, με την πυκνή λευκή του γενειάδα να πλαισιώνει το σεβάσμιο πρόσωπό του, κοιτά με σταθερό και κάπως αινιγματικό βλέμμα τον φακό. Θα έλεγε κανείς ότι οι στεναχώριες που έχει περάσει (τα έξι από τα οχτώ παιδιά του πέθαναν πριν από εκείνον, κάποια δε πολύ κοντά στην εποχή που τραβήχτηκε η φωτογραφία) έχουν αποτυπωθεί στο πρόσωπό του.
Η πιο διάσημη φωτογράφηση του Κανάρη έγινε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1877, στο σπίτι του στην οδό Κυψέλης. Ήταν δε ένα post mortem, μια μεταθάνατια λήψη, δηλαδή, από εκείνες που συνηθίζονταν κατά τον 19ο αιώνα αλλά και αργότερα όταν επρόκειτο για διάσημα πρόσωπα. Ο ήρωας εικονίζεται προφίλ, ξαπλωμένος στο νεκρικό κρεβάτι, ενώ στο φόντο διακρίνονται κάποιοι ακέφαλοι εξαιτίας του κροπαρίσματος στρατιωτικοί οι οποίοι επιδεικνύουν τα παράσημα του. Ανάμεσα από τους ώμους των τελευταίων ξεπροβάλει ένα γυναικείο πρόσωπο, μια συγγενής ίσως του νεκρού.
Το όνομα του φωτογράφου του τελευταίου πορτρέτου του Κανάρη μας είναι άγνωστο. Γνωρίζουμε πάντως πως, έπειτα από τη φωτογράφηση και πριν από την κηδεία, ο ιατρός Ιωάννης Ζωχιός αφαίρεσε την καρδιά του νεκρού και την παρέδωσε στα χέρια του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου, ο οποίος αφού τη φύλαξε μέσα σε μια ασημένια λήκυθο, φιλοτέχνησε μια μαρμάρινη λάρνακα για να τη στεγάσει (η σύνθεση βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό ΜουσείοΚαρδιά Κ. Κανάρη | Εθνικό Ιστορικό Μουσείο). Μια διαφορετική –και μάλλον πιο μακάβρια σε σχέση με το φωτογραφικό πορτρέτο– τεχνική αθανασίας.
|
Ο Γιώργος Παναγιωτάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το Δεκέμβρη του 1968. Μικρός, ήθελε να γίνει συγγραφέας και να γράφει περιπετειώδη μυθιστορήματα. Όταν μεγάλωσε δούλεψε στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Ακόμη, εργάστηκε ως συντάκτης σε διάφορα έντυπα και έγραψε σενάρια για βιντεοπαιχνίδια. Τελικά, έγινε και συγγραφέας. Μεταξύ άλλων, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος τα μυθιστορήματα «Το μυστικό της Άτυχης Πέστροφας», «Μικρόκοσμος» και η σειρά «Αταξίες στην Τάξη» (Βραβείο Λογοτεχνικού Βιβλίου για Παιδιά του περιοδικού Αναγνώστης 2015). Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί το μυθιστόρημα «Αλάστρα. Το βιβλίο των δύο κόσμων». Το 2018 κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου για τη «Λέσχη Αλλόκοτων Πλασμάτων, Όταν ήρθαν για εμένα» (Πατάκης). Βιβλία του έχουν τιμηθεί και µε αναγραφή στη λίστα White Ravens της Διεθνούς Βιβλιοθήκης Νεότητας του Μονάχου.
ΠΗΓΗ: insidestory.gr