Ιταλία: Από τον ευρωσκεπτικισμό στον εναγκαλισμό με την Ευρώπη
Του Giovanni Orsina (*)
Στις βουλευτικές εκλογές που έγιναν το 2018 στην Ιταλία έλαβαν μέρος δύο ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και η Λέγκα, που συγκυβέρνησαν μέχρι το καλοκαίρι του 2019. Από την ίδια εθνοσυνέλευση γεννιέται σήμερα μια κυβέρνηση με επικεφαλής τον Μάριο Ντράγκι, πρώην διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η πιο ευρωσκεπτικιστική εθνοσυνέλευση στην ιστορία της Ιταλίας καταλήγει στην πιο ευρωπαϊστική κυβέρνηση. Πώς συνέβη ένας τέτοιος μετασχηματισμός; Για να δώσουμε μια απάντηση, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τα εκλογικά αποτελέσματα του 2018.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, η Ιταλία αγωνίζεται με το πρόβλημα της συμβατότητας ανάμεσα στην εθνική πολιτική και τις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις, ιδιαίτερα στο οικονομικό πεδίο. Η μη επίλυση αυτού του προβλήματος ήταν ένας από τους λόγους που κατέρρευσε πρώτα το «ιστορικό» σύστημα των κομμάτων στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και στη συνέχεια, το 2011, το διπολικό πολιτικό σύστημα που γεννήθηκε στα συντρίμμια εκείνης της κατάρρευσης.
Η έκρηξη του ευρωσκεπτικισμού το 2012, σε μια στιγμή που η Ιταλία είχε την τεχνοκρατική και φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση του Μάριο Μόντι, μπορεί να θεωρηθεί μια αντίδραση απελπισίας απέναντι σε μια Ευρώπη που θεωρούνταν ένα αξεπέραστο εμπόδιο για την ανάπτυξη και την ευημερία του πληθυσμού. Προσοχή όμως! Η Ιταλία είναι παραδοσιακά φιλοευρωπαϊκή, έστω και μόνο επειδή η κοινή της γνώμη ήταν πάντα «ιταλοσκεπτικιστική», δεν έχει εμπιστοσύνη δηλαδή στην εθνική ηγετική τάξη. Την περίοδο εκείνη, η εχθρότητα των Ιταλών απέναντι στην ΕΕ ήταν αποτέλεσμα της απογοήτευσης από ένα πρόγραμμα στο οποίο είχαν πιστέψει και που απέβαινε διαφορετικό του αναμενομένου. Η εχθρότητα ενός προδομένου εραστή.
Η αντίδραση απέναντι στην κρίση χρέους του 2011, η λιτότητα και η κυβέρνηση Μόντι έφεραν τη μεγάλη εκλογική επιτυχία του Κινήματος των Πέντε Αστέρων το 2013. Αντίθετα με όλα τα προγνωστικά, το κόμμα αυτό επέζησε σε όλη τη διάρκεια της εθνοσυνέλευσης του 2013-2018. Την ίδια περίοδο, επωφελούμενη από τη μεταναστευτική κρίση, άρχισε να ανεβαίνει και η Λέγκα, την οποία ο Ματέο Σαλβίνι είχε αρχίσει να μετατρέπει σε ένα εθνικιστικό κόμμα. Τελικά, το 2016, η προσπάθεια του Ματέο Ρέντσι να μεταρρυθμίσει το ιταλικό πολιτικό σύστημα απέτυχε ύστερα από ένα δημοψήφισμα. Ο Ρέντσι ήθελε να δώσει μια εποικοδομητική έξοδο στις διαμαρτυρίες των Ιταλών, εξαιτίας όμως των λαθών του οι διαμαρτυρίες αυτές στράφηκαν εναντίον του.
Ετσι, στις βουλευτικές εκλογές του 2018, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και η Λέγκα κατόρθωσαν να πετύχουν απόλυτη πλειοψηφία και να συγκροτήσουν μια κυβέρνηση συνεργασίας. Παρά ταύτα, στις ευρωεκλογές του 2019 έπαιξαν ρόλο τρεις παράγοντες που εξηγούν πώς φτάσαμε από την πιο ευρωσκεπτικιστική στην πιο φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση.
Πρώτον, τα δύο κόμματα είναι εντελώς διαφορετικά. Ο Σαλβίνι μετέτρεψε τη Λέγκα σε ένα δεξιό κόμμα επικεντρωμένο στην υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος, ενώ το Κίνημα των Πέντε Αστέρων είχε πάντα μια πιο αδύναμη πολιτική ταυτότητα και ορισμένα από τα θέματά του ανήκαν στην «εναλλακτική» Αριστερά.
Δεύτερον, μετά τη συγκρότηση της Επιτροπής υπό την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα και η κυρίαρχη τάξη, υποβοηθούμενα από τους κακούς υπολογισμούς του Σαλβίνι και την κρίση ταυτότητας του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, έδωσαν τέλος στο λαϊκιστικό πείραμα και οδήγησαν σε μια κυβέρνηση που βρισκόταν πιο κοντά στις ευρωπαϊκές πολιτικές ισορροπίες.
Τρίτον, ξέσπασε η πανδημία, που οδήγησε την ΕΕ να αλλάξει στρατηγική και να δώσει έμφαση, έστω και προσωρινά, στις δημόσιες δαπάνες. Αυτή η αλλαγή κλίματος εξηγεί γιατί τα δύο αυτά κόμματα στηρίζουν σήμερα τον Ντράγκι.
Υπάρχει όμως ένας κίνδυνος. Αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, αν η κυβέρνηση Ντράγκι αποδειχθεί λιγότερο αποτελεσματική του αναμενομένου, αν η χρηματοδότηση που θα έρθει από την Ευρώπη δεν έχει τα αναμενόμενα οφέλη και αν η χώρα βγει από την πανδημία πολύ θυμωμένη, η Ιταλία μπορεί να πληρώσει βαρύ τίμημα από αυτή την αναστολή της πολιτικής.
(*) Ο Giovanni Orsina είναι καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο LUISS
(Πηγή: El Pais/ ΑΠΕ-ΜΠΕ