1821 -2021 Ναί· ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή
ΜΕ ΤΗ ΦΡΕΓΑΔΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ
Του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου*
Και ήγαγον αυτόν έως οφρύος του λόφου εις τον κατακρημνίσαι αυτόν. αυτός δε διελθών διά μέσου αυτών επορεύετο. Λουκ. 4, 29-30
Κι ενώ εκείνος έλιωνε μέσα στη νύχτα και στηθοδερνόταν η δοξολογούσε ακόμα και για το χαμένο του παιδί, το πιο μικρό χιλιδονάκι που ’κανε ξαφνικά φτερό, Οι μικρομάτηδες οπού ζυγίζανε σαράφικα τον πόνο μιάς πεντακάθαρης ψυχής, ενός αλαφροΐσκιωτου που μας δωρήθηκε ξαργού με καθυστέρηση για να δροσίζει τα ζεσταμένα σωθικά και να γλυκαίνει τον καιρό, Έλεγαν κι έλεγαν και δεν εσώνανε να κόβουν και να κρεμάνε στα τσιγκέλια του διδακτοράτου σπλάχνα, κεφάλι, νεφραμιά, η να μετράν ις βίδες στο παλιό ρολόι, Μα ο κοσμάκης που ακόμα ήξερε πως μ’ένα ψιλούτσικο σεντόνι γίνεται να διαβείς τα πέλαγα άμα κρατάν τις τέσσερίς του άκριες οι άγγελοι και πως ο γέροντας μήτε στιγμή δε είχε χάσει τα συλλοϊ Κά του αλλά πως ήταν το μωρό που μας μαθαίνει την αλήθεια, ο κοσμάκης λοιπόν φασκέλωνε τα εκτοπλάσματα και τον τυφλό τους ίσκιο και βλαστημούσε πικραμένος τα κατασκότεινά τους φρύδια Παρακαλώντας να φαινόμουνα για μια στιγμή ο μακρύς του διακαμός μέσα στον ανεκατωμένο τούτο στάβλο, όπου οι αλεπούδες είχαν κουβαλήσει και βαλθεί να καταλύσουνε τα ματωμένα του στρωσίδια
Και μια μαιμού ξεφρενιασμένη έκανε τούμπες πάνω σε ταμπέλα σκαλισμένη με μιάς όρνιθας λωλής τον κώλο και τη γνώση, Γιατί εθάρρειε σίγουρα το δύστυχο μπομπόκορμο πως με τη χάρη και την ομορφιά της μάγευε όσους τη θωρούσσαν και δε νογούσε πως τους είχε μαρμαρώσει, Να φαινότουνα λίγο, ικέτευεν ο κόσμος, μ’ένα καλόν ραβδί και με γερές βέργες,καθώς έναν καιρό στην ακροποταμιά, και να βαράει με σπλαχνιά κι αλύπητα δεξά ζερβά, Μήπως και θυμηθούνε τ’ αλεπούδια ίσαμε που φτάνει της φάρας τους το μπόι και πάψει η μαιμού να σειεί την κόκκινη μπομπή της και στρώσει λίγο το «γυαλί» οπού ’φεγγε ζαβά.
Ο Στρατηγός δεν έζησε για να ’χει ο ποιητής την καρδάρα του ο κριτικός την αγκινάρα του το πασαένα τσογλανάκι τα φρεσκοκομμένα γαλλικά του κι ο γιατρός μια σολωμονικήν ανέλπιδου θανάτου. Ο Σταρτηγός πολέμησε λαβώθηκε τον μαγαρίσανε με κοπριές για να ’χουνε οι γέροντες το ξόδι τους οι γριές το εικονοστάσι τους οι παπάδες τη λειτουργιά τους οι μανάδες τη σφραΐδα της και τα παιδόπουλα τις λαμπάδες, ο Στρατηγός έζησε και πάλεψε με τα χαρτιά και τα θεριά κι απόθανε μετανίζοντας για να θυμούνται στο ρωμέικον τον Θεό.
Ο αμήχανος σπασμένος λόγος, ο γαλλικός διανοούμενος καπνός, η κομμένη κεφαλή που ’φαε γλιστρίδα καν σαλιάγκους, και το μειράκιον οπού ’βλεπε το Σύνταμα σαν πασατέμπο η στραγάλια. Σκιαμαχούσανε και μπάλευαν με χαρτοκόφτες ιδρώνοντας άρρητα θέματα και λαχανιάζοντας αναίτια με τους δικούς τους γλωσσοδέτες που ’πεφταν και σπάγαν και σκορπίζουνταν ωσάν ραμαζανιού μπαλαμιστράλια, Κι εκείνος αράδιζε ανάμεσό τους μ’ένα ροΐ γεμάτο και μάχονταν να στάξει λίγο λαδάκι στις πληγές του κόσμου θρηνολογώντας ότι του κλέβαν του λαού τζιβαιρικόν και του ’διναν ασκιά μ’ αέρα, Και πότε παρατούσε το ροΐ κι άδραχνε το σπαθί να κόψει τα περίτεχνα υφάδια και τα στημόνια μιάς ευαίσθητης αράχνης η να τσακίσει μια και καλή την κλειδωνιά για να ’μπει μ’ όλα της τα μυριστικά η μέρα, Ύστερα βάζοντας ξανά το σπαθί στο φηκάρι έπιανε το κομποσκοίνι βαρύτερο κι απ’το σπαθί κι από το καριοφίλι, και ξεκούκκιζε αργά αργά τα σώψυχά του «δόξα» Κι ούτε τον άγγιζε πιά η γλωσσαλγία των καταλάλων και τα κλεφτά χτυπήματα των παραζυγιαστών, κι άδικα διαστευρώνουνταν οι χάρτινες σαΐτες των γραφιάδων και πέφταν άνεργες και βούλιαζαν, καθώς οι χοίροι έναν καιρό, όταν τους καβαλήσαν τα δαιμόνια και στον γκρεμό τους σπρώξα’. Ψάχνανε και τον γύρευαν σε μια λεκάνη χειρουργείου κι εκείνος αεροπατούσε στ’ ανοιχτά με τη φρεγάδα Ευαγγελίστρια. (1984)
*Πρώτη δημοσίευση: Τετράδια Εὐθύνης, 30: “Πράματα καί Ὁράματα
Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη – Εἰς δόξαν καί εἰς κρίσιν, Ἀθήνα”, Μάιος 1990. Τό
ποίημα στίς σσ. 162-164.