Παραδοξότητες έναντι της τουρκικής επιθετικότητα
Του Μάριου Ευρυβιάδη*
Κατάπληξη προκαλεί ο τρόπος που ένα σημαντικό τμήμα του κυπριακού ελληνισμού προσλαμβάνει την πλήρη αποκάλυψη των κατακτητικών νεο-οθωμανικών σχεδίων του Ερντογάν. Αντί, όπως θα ανέμενε κάποιος, ο σκοταδιστικός μεσαιωνικός τουρκικός λόγος και οι αλλεπάλληλες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις της Άγκυρας να προκαλέσουν την αποτίναξη των χρόνιων ψευδαισθήσεων για το ημέρωμα του θηρίου, μέσω της εθελούσιας μερικής υποταγής, παρατηρείται το ακριβώς αντίστροφο.
Κατηγορείται, δηλαδή, η προτέρα μη αποδοχή εκ μέρους της πλειοψηφίας της κυπριακής κοινωνίας των ψευδαισθητικών προσδοκιών, όχι μόνον για το αδιέξοδο που βρίσκεται στην παρούσα φάση το Κυπριακό αλλά, και γι’ αυτήν ακόμη την πρωτοφανή εξαχρείωση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Σε μια αποθέωση ενός μυωπικού επαρχιωτισμού, αποσιωπάται ότι η ισλαμιστική ηγεσία της Τουρκίας διατηρεί ενεργά ταυτοχρόνως «εξίμισι» στρατιωτικά μέτωπα, σε Ιράκ, Συρία, Λιβύη, Ναγκόρνο Καραμπάχ, Ελλάδα και Κύπρο, καθώς και την εσωτερική βίαιη καταστολή κατά των Κούρδων, η οποία συνεχίζεται με την ίδια πάντα ένταση, σε μια κολοσσιαία επιχείρηση αναθεωρητισμού, που παραπέμπει στην ναζιστική Γερμανία του μεσοπολέμου.
Η ανάδυση, λόγω ωρίμανσης των εσωτερικών εθνοτικών και οικονομικών συνθηκών αλλά και των ευνοϊκών διεθνών συσχετισμών, των διαχρονικών παντουρκικών και πανισλαμικών οραμάτων της βαθέως Τουρκίας αντιμετωπίζεται ως μια συγκυριακή συνθήκη, αυθαίρετα ταυτισμένη αποκλειστικά με την προσωπικότητα του Ερντογάν. Βεβαίως, η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν είναι προνόμιο των Κυπρίων οπαδών της «όποιας λύσης», αλλά και πολλών Ελλαδιτών διανοουμένων, που επίσης για χρόνια υπηρέτησαν και συνεχίζουν να υπηρετούν την σχολή του κατευνασμού και της «φιλανδοποίησης» της Ελλάδος, προφανώς ως προστάδιο πριν τη μετατροπή της σε οθωμανικό βιλαέτι, κάτι που αιδημόνως επίσης αποσιωπούν. Είναι εμφανέστατη εδώ η άγνοια ακόμη και βασικών στοιχείων της βυζαντινής ιστορίας, ιδίως της ύστερης περιόδου της, που θα συνέβαλε στην αποφυγή των ανάλογων θεωρητικών λαθών που διαπράχθηκαν και τότε.
Στην Κύπρο, λοιπόν, κάθε νέα τουρκική επιθετική ενέργεια -όπως η de facto κατάληψη της κυπριακής ΑΟΖ ή το άνοιγμα της περίκλειστης Αμμοχώστου και η εξευτελιστική ανακοίνωση για πικ -νικ του σουλτάνου εντός της κατεχόμενης πόλης- δεν πυροδοτεί σ’ αυτούς τους καθόλου ευκαταφρόνητους σε αριθμητικό εύρος και κυρίως σε πολιτική και επικοινωνιακή ισχύ, κύκλους δημόσια αισθήματα αγανάκτησης κατά της τουρκικής ωμότητας. Αντιθέτως, τους ωθεί να καταγίνονται με κείμενα συλλογικής αυτομαστίγωσης για τις χαμένες ευκαιρίες του παρελθόντος, χολερικής κριτικής σε όσους, ζώντες και νεκρούς, εναντιώθηκαν στα διάφορα προτεινόμενα σχέδια λύσης και, κυρίως, σε παρακλήσεις και απειλές για την άμεση αποδοχή οποιουδήποτε επικείμενου σχεδίου.
Κι όμως, μια αρκούντως ορθολογική ανάλυση των νέων δεδομένων θα κατέληγε στο εύλογο συμπέρασμα ότι ο κυπριακός ελληνισμός, ενστικτωδώς ίσως, διεσώθη από την συντριβή του, διότι ακριβώς αρνήθηκε την κατάργηση της αυτοτέλειάς του, όπως αυτή κατοχυρώνεται από την, έστω και κολοβή αλλά ανεξάρτητη και κυρίαρχη, Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν πρέπει να μένει η παραμικρή αμφιβολία ότι ένα υβριδικό κρατικό μόρφωμα, στο οποίο η Τουρκία θα είχε επ’ αυτού ισχυρά παρεμβατικά δικαιώματα, θα είχε ήδη εισέλθει στον δρόμο της ολοκληρωτικής ισλαμοποίησης και τουρκοποίησης του, με τη διοχέτευση εξαρτημένων ισλαμικών-τουρκογενών πληθυσμών και την πρόκληση διαρκών προβοκατόρικων δράσεων. Κάτι που συνέβη εξάλλου στην επαρχία της Αλεξανδρέττας-Χατάι μετά το 1937-39, στην κατεχόμενη Κύπρο μετά το 1974, στις ζώνες τουρκικής κατοχής στη Σύρια, μετά το 2016. Η εμπειρία αποδεικνύει επίσης ότι η Άγκυρα, εφόσον διέθετε τα απαραίτητα νομιμοποιητικά εργαλεία, κανένα τρίτο μέρος δεν θα την εμπόδιζε να ολοκληρώσει το στόχο της.
Οι ανωτέρω εύλογες σκέψεις, βασιζόμενες σε αναντίρρητα δεδομένα, απωθούνται, ωστόσο, μετά βδελυγμίας από τους οπαδούς της προσέγγισης με κάθε κόστος και ζημία. Ίσως οι αιτίες αυτής της παράδοξης άρνησης της πραγματικότητας, πέραν της στενής ξενικής εξάρτησης της κυπριακής ελίτ, που ετεροκαθορίζει τις επιλογές της, να εστιάζονται σε αφανείς ψυχολογικές λειτουργίες. Η αδυναμία αποδοχής της ήττας του 1974 κι, εν τέλει, της ύπαρξης ενός κόσμου που -απούσης της μητρός πατρίδος- επικρατεί το άδικο, χωρίς ένα Θεό, μια υπερδύναμη, ένα ΟΗΕ τέλος πάντων, να αποκαθιστά το δίκαιο, οδήγησε πολλούς στην επιλογή της αυτοενοχής.
Ή ορθότερα της εθνικής ενοχής, από την οποία οι ίδιοι πλέον αυτοεξαιρούνται. Έτσι το θύμα εξυψώνεται στο ίδιο επίπεδο με τον θύτη, και ελαφρύνεται το αβάσταχτο βάρος της συνείδησης της αδυναμίας του. Η συμπεριφορά αυτή επηρεάζεται, επίσης, και από τη δυσκολία παραδοχής του λάθους, όχι μόνον απέναντι στο κοινωνικό περιβάλλον, που συνεπάγεται τη δυσάρεστη απώλεια κύρους, αλλά και απέναντι του ίδιου του εαυτού, που καταλήγει σε μοιραία εσωτερική συντριβή. Κάτι σπάνιο άλλωστε σε συνθήκες υπερ-ευημερίας και ασύλληπτου, οικονομικού και αισθητικού, νεοπλουτισμού, δομημένου σε έναν λαβύρινθο παροχής νόμιμων και «ημινόμιμων» διεθνών υπηρεσιών.
Ως εκ τούτου, η μόνη οδός υπέρβασης του προσωπικού αδιεξόδου απομένει η εμμονή στις παγιωμένες απόψεις, μέχρι ασφαλώς την συντριβή τους από την ίδια την πραγματικότητα. Βεβαίως, ακόμη και σε μια τέτοια διαλυτική συνθήκη, εμφανίζονται μηχανισμοί απορρόφησης της ματαίωσης των προσδοκιών, μέσω οδυνηρών συμβιβασμών, τους οποίους ωστόσο έχει προετοιμάσει η σταδιακή διολίσθηση στην αποδοχή των αντιλήψεων του αντιπάλου και μελλοντικού εξουσιαστή. Εξάλλου, το ιδεολόγημα του νεοκυπριακού έθνους, έχει ήδη λειάνει το έδαφος προς αυτήν την κατεύθυνση, εξαφανίζοντας τους λόγους μιας ουσιαστικής αντιστάσεως.
Επί της προκειμένης καταστάσεως, πάντως, η νεο-οθωμανική Τουρκία δεν προτίθεται σε καμία περίπτωση να εγκαταλείψει την από δεκαετίες εκπεφρασμένη επιδίωξη της για έλεγχο ολόκληρης της νήσου. Η σκλήρυνση της τακτικής της και οι ρητορικές απειλές για μια τελική διχοτόμηση με δύο κυρίαρχα κράτη, σχετίζονται με τη γενικότερη εκβιαστική πολιτική που ακολουθεί για την επίτευξη όσων περισσότερων στόχων μπορεί στην παρούσα ευνοϊκή, για την ίδια, συγκυρία. Πολλά, κατά τα φαινόμενα, θα κριθούν, όχι μόνον για την Κύπρο αλλά και για το σύνολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, από τη συνέχιση της σταδιακής στροφής της Άγκυρας προς τη Δύση, όπως έχει αρχίσει να διαπιστώνεται από τη δράση της στην Υπερκαυκασία, όπου λειτουργεί μια άτυπη αντί-ρωσική και αντί-ιρανική ισραηλινο-τουρκική συμμαχία, και από την έκβαση του πολέμου στα βουνά του Ναγκόρνο Καραμπάχ.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους