Συνάντηση με τον Γενικό Ελεγκτή θα επιδιώξει ο Γενικός Εισαγγελέας
“Σεβόμαστε την θέση του Γενικού Εισγγελέα, αλλά διαφωούμε με αυτή”, λέει η Ελεγτική Υπηρεσία.
Προσπάθεια αποδόμησής του από τον Γενικό Ελεγκτή και εκπροσώπους του, πριν ακόμα εκδώσει τη γνωμάτευσή του για τις πολιτογραφήσεις , κατάγγειλε σήμερα ο Γενικός Εισαγγελέας Γιώργος Σαββίδης. Ωστόσο, δήλωσε ότι ο ίδιος “θα προσπαθήσει να έχει συνάντηση με τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη και οι όποιες διαφωνίες τους μπορούν να επιλυθούν στο πλαίσιο του Συντάγματος”.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία, σε γραπτή ανακοίνωση, αναφέρει ότι η μόνη διαφωνία με τον Γενικό Εισαγγελέα είναι στη θέση του πως, αφ’ ης στιγμής διοριστεί μία Ερευνητική Επιτροπή, τότε η εκτελεστική εξουσία οφείλει να μην παραδίδει στην Υπηρεσία μας στοιχεία για τη διεξαγωγή ελέγχου, ή/και ότι, κατά τον χρόνο, που διεξάγεται έρευνα από μία Ερευνητική Επιτροπή, αναστέλλεται η εκ του Συντάγματος εξουσία του Γενικού Ελεγκτή να διεξαγάγει τους δικούς του ελέγχους. Η Ελεγκτική Υπηρεσία προσθέτει ότι ” αν και σέβεται τη θέση αυτή του Γενικού Εισαγγελέα, δεν συμφωνεί με αυτήν”.
Σε συνέντευξη Τύπου ο κ. Σαββίδης διαβεβαίωσε για τη βούλησή του για κάθαρση και εξήγησε τους λόγους διορισμού της ερευνητικής επιτροπής για τις πολιτογραφήσεις. Είπε επίσης ότι οι έρευνες της Αστυνομίας σε σχέση με το ρεπορτάζ του Al Jazeera είναι σε πλήρη εξέλιξη.
«Τις τελευταίες εβδομάδες υπήρξαμε μάρτυρες θλιβερών γεγονότων. Γεγονότων που πέραν από το ότι εξέθεσαν τη χώρα μας διεθνώς, δικαιολογημένα προκαλούν αισθήματα θυμού, αγανάκτησης και ντροπής σε όλους μας», είπε. Ο κ. Σαββίδης επεσήμανε οι φωνές για κάθαρση τον βρίσκουν να συμφωνεί απόλυτα.
Επίσης, διαβεβαίωσε: «δεν υπάρχει περίπτωση είτε εγώ είτε ο ΒΓ Εισαγγελέας να επιτρέψουμε τη συγκάλυψη οποιασδήποτε ποινικής υπόθεσης και αυτό απαντά στις όποιες ανησυχίες εκφράζονται».
Υπενθύμισε ότι μετά από τη μελέτη του πορίσματος της ad hoc επιτροπής Καλογήρου δόθηκαν ρητές οδηγίες στην Αστυνομία για να ξεκινήσει ανακριτικό έργο για διαπίστωση τυχόν διάπραξης ποινικών αδικημάτων που σχετίζονται με τα ευρήματά της. «Ήδη οι έρευνες είναι σε εξέλιξη και λαμβάνονται καταθέσεις», είπε. Το ίδιο, ανέφερε, έγινε και μετά την δημοσιοποίηση του ντοκιμαντέρ του Al Jazeera.
«Σέβομαι το Σύνταγμα και τους νόμους. Ο ύψιστος θεσμός, τον οποίο κλήθηκα να υπηρετήσω έχει ένα πολύ σοβαρό συνταγματικό ρόλο να διαδραματίσει τον οποίο οφείλω να εξασκήσω και θα εξασκήσω με μόνο γνώμονα το δημόσιο συμφέρον», δήλωσε.
Πολύ σημαντικό ρόλο, ανέφερε, έχει επίσης να διαδραματίσει και ο θεσμός του Γενικού Ελεγκτή , προσθέτοντας «σέβομαι πλήρως το θεσμό».
«Θα ήμουν, όμως, ευτυχής αν ο Γενικός Ελεγκτής πέραν από τη φραστική έκφραση του σεβασμού του προς το θεσμό που εκπροσωπώ έδειχνε και έμπρακτα μέρος αυτού του σεβασμού», είπε ο κ. Σαββίδης.
Αντ’ αυτού, συνέχισε, «από την πρώτη μέρα που ο Γενικός Ελεγκτής πληροφορήθηκε ότι η εκτελεστική εξουσία ζήτησε γνωμάτευση από το νομικό της σύμβουλο, το Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω είναι και ο δικός του νομικός σύμβουλος, για το αν θα έπρεπε να του δοθεί πρόσβαση στους φακέλους των πολιτογραφήσεων, επιδόθηκε σε μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία παρεμβάσεων στα ΜΜΕ με προφανή σκοπό να πιέσει ή να εκφοβίσει ή ακόμα να αποδομήσει προκαταβολικά το Γενικό Εισαγγελέα».
Αρχικά, είπε, «προσπάθησε να μειώσει το Γενικό Εισαγγελέα λέγοντας ότι δεν είναι υπόχρεος να υπακούσει στη νομική του συμβουλή την οποία ούτε καν γνώριζε κατά τον ουσιώδη χρόνο γιατί απλούστατα μέχρι τότε δεν είχε εκδοθεί».
Δυστυχώς, ανέφερε ο Γενικός Εισαγγελέας, «αυτή η προσέγγιση του Γενικού Ελεγκτή σαφέστατα διαφέρει πολύ από τις επικλήσεις του για ευλαβική συμμόρφωση της διοίκησης με τις γνωμοδοτήσεις του τέως Γενικού Εισαγγελέα, δεικνύει προκατάληψη και ουδόλως συνάδει με τις συνεχείς διακηρύξεις περί σεβασμού του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα».
Αναγνώρισε ότι «ο Γενικός Ελεγκτής έχει κάθε δικαίωμα σε περίπτωση που διαφωνεί να προβεί στα διαβήματα που του παρέχει το Σύνταγμα για επίλυση της όποιας διαφωνίας του με το Γενικό Εισαγγελέα». Αλλά, πρόσθεσε, «αποτελεί εκτροπή να συνεχίζει να καλεί τη διοίκηση να μην συμμορφωθεί με την γνωμάτευση του νομικού της συμβούλου εξομοιώνοντας την υποχρέωση μάλιστα τήρησης της νομικής συμβουλής του Γενικού Εισαγγελέα με πρόσκομμα».
Επίσης, επέκρινε τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη ότι “προέβη σε εξαγγελία μέτρων για τα προτιθέμενα βήματά του αν η γνωμάτευση δεν τον ικανοποιούσε, προέβη στην εξαγγελία ποινικών καταγγελιών Υπουργού αν αυτός υπακούσει στο Νομικό του Σύμβουλο, με αποκορύφωμα την προσπάθεια αποδόμησης του Γενικού Εισαγγελέα αλλά και της ερευνητικής επιτροπής την οποία ο τελευταίος καθηκόντως διόρισε, ως μη ανεξάρτητης, υπονοώντας ότι είναι ο εις και μόνος που μπορεί σε ανεξάρτητη έρευνα επί του θέματος».
«Μετά από 37 τέτοιες απαράδεκτες δημόσιες τοποθετήσεις του στα ΜΜΕ απηύθυνα επιστολή στο Γενικό Ελεγκτή υπέδειξα κατ’ ιδίαν την εκτροπή και τον κάλεσα να πάψει να ενεργεί κατ’ αυτό τον ανάρμοστο τρόπο», ανέφερε.
Μάλιστα, ο κ. Σαββίδης μίλησε για “ εργολαβική προσπάθεια του Γενικού Ελεγκτή να αποδομεί και να αμφισβητεί τους πάντες, αλλά ιδίως το Γενικό Εισαγγελέα και την ερευνητική επιτροπή που ο Γενικός Εισαγγελέας διόρισε, δεν χωρεί κατά την γνώμη μου αμφιβολία, ότι πρόκειται για εκτροπή την οποία δεν μπορώ ως Γενικός Εισαγγελέας να δεχτώ”.
Ο Γενικός Εισαγγελέας σημείωσε επίσης «την εκ διαμέτρου τοποθέτησή του σε σχέση με την περίοδο που η ad hoc Επιτροπή Καλογήρου διενεργούσε έλεγχο σε φακέλους πολιτογραφήσεων συγκεκριμένης περιόδου, όπου ο ίδιος αποφάσισε να αναμένει την ολοκλήρωση του έργου της επιτροπής και να αποφύγει την παράλληλη έρευνα, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι θα μεταθέσει τον έλεγχο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, αν τελικά υπήρχε η ανάγκη διεξαγωγής του, για μετά το πέρας του έργου της εν λόγω επιτροπής.
Οι λόγοι για τη γνωμάτευση και τον διορισμό της ερευνητικής επιτροπής
Ο κ. Σαββίδης εξήγησε επίσης τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε ότι δεν θα έπρεπε προς το παρόν να δοθούν οι φάκελοι των πολιτογραφήσεων για έλεγχο από το Γενικό Ελεγκτή.
Όπως ανέφερε, ενεργώντας προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος και έχοντας ταυτόχρονα υπόψη για τις συστάσεις του Ευρωπαίου Επιτρόπου Δικαιοσύνης Ρέιντερς για δικαστική διερεύνηση του θέματος σε εθνικό επίπεδο, στις 7 Σεπτεμβρίου διόρισα ανεξάρτητη ερευνητική επιτροπή με διευρυμένους όρους εντολής ως προς τη διερεύνηση των κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεων αλλοδαπών επενδυτών και επιχειρηματιών και το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα από το 2007 έως και την 17η Αυγούστου 2020.
«Συγκεκριμένα η έρευνα που διεξάγεται από την ερευνητική επιτροπή, η οποία συνιστά οιονεί δικαστική διαδικασία και για τη διενέργεια της οποίας η ερευνητική επιτροπή είναι ενδεδυμένη με ευρύτατες εξουσίες, σκοπό έχει να καταδείξει όχι μόνο κατά πόσο εφαρμόστηκαν ορθά οι σχετικές νομοθεσίες, τα κριτήρια και οι διαδικασίες, οι όροι και προϋποθέσεις του ΚΕΠ, περιλαμβανομένων και των οικονομικών κριτηρίων που θα έπρεπε να ικανοποιούνται από τους αλλοδαπούς επενδυτές, αλλά και το κατά πόσο προκύπτουν οποιαδήποτε στοιχεία ή γεγονότα τα οποία καταλογίζουν ευθύνες σε οποιοδήποτε εμπλεκόμενο, οι οποίες μπορεί να προκύψουν από πράξεις ή παραλήψεις του κατά την άσκηση των καθηκόντων του, καθώς και που να δικαιολογούν την πιθανή έναρξη διαδικασία εξέτασης αποστέρησης της κυπριακής υπηκοότητας».
Άρα, πρόσθεσε, «θα ελεγχθούν όλες οι αιτήσεις, σε όλο τους το φάσμα, έναντι όλων των εμπλεκομένων δημοσίων προσώπων ή ιδιωτών με πλήρεις εξουσίες απόδοσης ευθυνών καθώς και εισηγήσεις για ανάκληση υπηκοότητας».
Συνεπώς, συνέχισε ο κ. Σαββίδης, «οποιαδήποτε άλλη παράλληλη έρευνα ενόσω εκκρεμεί ιονεί δικαστική διαδικασία από την ερευνητική επιτροπή για όλα τα πιο πάνω θέματα και καθ’όλη την περίοδο που το πρόγραμμα βρισκόταν σε ισχύ, θα συνιστούσε παρέμβαση στο έργο της και αυτό απαντά και γιατί δεν μπορούν να δοθούν φωτοτυπίες».
Είπε επίσης ότι η διεξαγωγή παράλληλων διαδικασιών «θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο τα ευρήματα των ερευνών αλλά και επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα προσώπων που τυχόν να εμπλέκονται με αποτέλεσμα να αξιοποιηθεί το γεγονός αυτό προς όφελος τους σε μελλοντικές διαδικασίες».
Ο κ. Σαββίδης διαβεβαίωσε ότι δεν έχει καμία πρόθεση να παρεμποδίσει ή να περιορίσει τις εξουσίες του Γενικού Ελεγκτή, προσθέτοντας ότι «ωστόσο ο έλεγχος θα μπορούσε να γίνει σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή, στο πλαίσιο των εξουσιών της, όπως ήδη έγινε παλαιότερα με ειδική έκθεση για συγκεκριμένες πολιτογραφήσεις».
Από τη στιγμή, είπε, που στην ενάσκηση των καθηκόντων του αποφάσισε να διορίσει ανεξάρτητη επιτροπή για να εξετάσει όλους τους φακέλους πολιτογραφήσεων και όλες τις πτυχές του θέματος «κρίνω ότι δεν μπορεί να διεξαχθεί άλλη ταυτόχρονη, παράλληλη και αποσπασματική έρευνα με περιορισμένη συνταγματική έκταση από την Ελεγκτική Υπηρεσία ή άλλη υπηρεσία της Δημοκρατίας για θέματα που ή εμπίπτουν στους όρους εντολής της ερευνητικής επιτροπής».
Υπενθύμισε ότι για τους ίδιους λόγους ζήτησε και τον τερματισμό της τριμελούς επιτροπής υπό την Δήμητρα Καλογήρου παρά το ότι είχε παράξει πολύ αξιόλογο έργο.
Ο Γενικός Εισαγγελέας εξήγησε γιατί η ερευνητική επιτροπή είναι το μόνο κατάλληλο όργανο για διεξαγωγή της συγκεκριμένης έρευνας. Είναι, είπε, «το πλησιέστερο σε δικαστική διαδικασία, όπως ζήτησε η ΕΕ. Έχει εντολή να εξετάσει όλους τους φακέλους πολιτογραφήσεων και όχι επιλεκτικής αξιολόγησης μερικών δεκάδων φακέλων που επιθυμεί να εξετάσει η Ελεγκτική Υπηρεσία».
Η ερευνητική επιτροπή μπορεί να εξετάσει τυχόν παραβιάσεις από ιδιώτες, παρόχους. Η Ελεγκτική Υπηρεσία μπορεί να εξετάσει μόνο κυβερνητικά τμήματα, ανέφερε.
Για τους πιο πάνω λόγους, είπε, «έκρινα ότι επί του παρόντος δεν θα εξεταστούν από την Ελεγκτική Υπηρεσία τα όποια επιμέρους θέματα για τα οποία ζητά να ενεργήσει έλεγχο στο πλαίσιο των καθηκόντων της αφής στιγμής αυτά αποτελούν μέρος της ευρύτερης και πληρέστερης έρευνας που διεξάγει η ερευνητική επιτροπή».
Σε ερώτηση, αν προκύπτει ασυμβίβαστο στη διαχείριση από πλευράς του ιδίου της υπόθεσης, αφού διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης, ο Γενικός Εισαγγελέας απάντησε ότι αυτό το θέμα τέθηκε από την πρώτη στιγμή, αναφέροντας ότι υπηρέτησε την Κυβέρνηση για 13 μήνες και σε αυτή την περίοδο εκδόθηκαν κάποιες πολιτογραφήσεις.
Όταν ανακοινώθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η αναγκαιότητα για τη σύσταση ανεξάρτητης ερευνητικής επιτροπής υπήρχαν δύο επιλογές ή θα τη διόριζε το Υπουργικό Συμβούλιο ή ο ίδιος.
Αν τη διόριζε το Υπουργικό η επιτροπή δεν θα μπορούσε να ελέγξει το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με τον νόμο. Ήμουν η μόνη επιλογή διορισμού ερευνητικής επιτροπής, είπε.
«Είχα υποχρέωση να ενεργήσω. Είχα δύο επιλογές, είτε θα εξαιρούσα τη περίοδο που ήμουν μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου από το φάσμα της περιόδου της έρευνας, είτε θα έβαζα και τη δική μου περίοδο μέσα και ενδεχομένως να γινόταν, όπως και έγινε, μείζον θέμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης», σημείωσε.
Από τη στιγμή που παίρνουμε τέτοιες θέσεις, δεν μπορούμε να κρίνουμε τις αποφάσεις με το τι είναι αρεστό, ανέφερε. Πρέπει να κρίνουμε τις αποφάσεις με το τι είναι συνταγματικά σωστό, τι είναι νομικά σωστό και τι μας υπαγορεύει η συνείδηση μας. Προκειμένου να μην εξαιρέσω τους 13 μήνες που ήμουν στο Υπουργικό, επέλεξα να διορίσω επιτροπή να ελέγξει όλη την περίοδο και «έκανα σαφές στην Επιτροπή ότι αναμένω να κάνουν τη δουλειά τους πλήρως και να μην σκεφτούν τίποτα».
Υπομονή για τις έρευνες της Αστυνομίας
Σε ερώτηση για την υπόθεση διερεύνησης του ντοκιμαντέρ Al Jazeera απάντησε ότι δεν θέλει να μπει σε λεπτομέρειες μιας πολύ δύσκολης από νομικής πλευράς και σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεση. Σε ερώτηση για το πώς προχωρεί το έργο της επιτροπής ο Γενικός Εισαγγελέας ανέφερε ότι βάσει του νόμου δεν έχω κανένα δικαίωμα να παρακολουθώ και βεβαίως να ελέγχω. Έχω την εντύπωση ότι προτίθενται να ενημερώνουν κατά τακτά χρονικά διαστήματα για το πώς προχωρούν οι έρευνες τους. Πάντως, ανέφερε, «έχουν ζητήσει και έχουν λάβει τους φακέλους και εξ όσον γνωρίζω η διαδικασία τους λειτουργεί με γοργούς ρυθμούς, αλλά μιλάμε για ένα τεράστιο έργο».
Σε ερώτηση για τη δημοσιοποίηση ή όχι του πορίσματος της ερευνητικής επιτροπής παραδέχτηκε ότι από τους όρους εντολής αφαίρεσε την πρόνοια για αυτόματη δημοσιοποίηση του πορίσματος.
Σύμφωνα με τον νόμο ο μόνος λόγος μη δημοσιοποίησης ολόκληρου του πορίσματος είναι τα ζητήματα δημόσιας ασφάλειας, είπε, προσθέτοντας ότι ενδεχομένως να δημιουργούνται και άλλα προβλήματα από το πόρισμα σε σχέση με πρόσωπα, τα οποία εμπλέκονται.
Ο ίδιος, είπε, θα συζητήσει το ζήτημα με την επιτροπή, θα μελετήσουν το θέμα και θα αποφασίσουμε στην πορεία τι και πώς πρέπει να δημοσιοποιηθεί. Επανέλαβε ότι ο ίδιος και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας είναι υπέρ της διαφάνειας.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία
Απαντήσεις στον Γενικό Εισαγγελέα σε σχέση με τα όσα ανέφερε στην συνέντευξη Τύπου έδωσε με ανακοίνωσή της η Ελεγκτική Υπηρεσία (ΕΥ), τονίζοντας ότι επειδή θεωρεί σημαντικό να διαφυλαχθούν οι διαπροσωπικές σχέσεις, δεν θα δώσει συνέχεια, για τον ίδιο δε λόγο αντιπαρέρχεται το ύφος και τον τόνο των αναφορών του Γενικού Εισαγγελέα.
Στην ανακοίνωση αναφέρεται πως “αναμένουμε όμως από τον Γενικό Εισαγγελέα να σεβαστεί την Υπηρεσία μας και να αντιληφθεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, αμφισβητούνται ή/και πλήττονται δύο εκ των οκτώ θεμελιωδών πυλώνων ανεξαρτησίας των Ανωτάτων Ελεγκτικών Ιδρυμάτων, όπως οι πυλώνες αυτοί έχουν διεθνώς, με δύο αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, αναγνωριστεί”.
Η ΕΥ αναφέρει πως από τον Ιούλιο του 2019, είχε ενημερώσει την εκτελεστική εξουσία για την πρόθεσή της να ξεκινήσει έλεγχο επί του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος (ΚΕΠ) ζητώντας σχετικά στοιχεία και διαβιβάζοντας σχετική υπενθύμιση τον Σεπτέμβριο του 2019 και εν αναμονή των στοιχείων, το Υπουργικό Συμβούλιο, αποφάσισε τον Νοέμβριο του 2019 το διορισμό της τριμελούς Επιτροπής υπό την κα Καλογήρου.
Διευκρινίζεται πως με δεδομένη την απόφαση αυτή η ΕΥ αποφάσισε να αναμένει την ολοκλήρωση του έργου της Επιτροπής προτού εξετάσει το ενδεχόμενο διεξαγωγής δικού της ελέγχου. “Ο δικός μας έλεγχος δεν είχε ακόμη αρχίσει και, ενόψει του διορισμού της Ερευνητικής Επιτροπής, οι ίδιοι αποφασίσαμε να μεταθέσουμε τον έλεγχο μας, αν τελικά θα υπήρχε η ανάγκη διεξαγωγής του, για μετά το πέρας του έργου της Επιτροπής. Αυτό φυσικά δεν σήμαινε αναβολή επ’ αόριστο”, τονίζεται.
Προστίθεται πως στις 28.8.2020, δηλαδή δέκα μήνες μετά το διορισμό της Επιτροπής υπό την κα Καλογήρου,και αφού προηγήθηκαν τα δημοσιεύματα του τηλεοπτικού δικτύου Al Jazeera, η ΕΥ εξήγγειλε δημόσια την πρόθεσή της για έναρξη ελέγχου επί του ΚΕΠ και στις 31.8.2020 συγκέντρωσε τα πρώτα στοιχεία από το Υπουργείο Εσωτερικών.
“Ο έλεγχος μας είχε ήδη ξεκινήσει και προχωρούσε, ολοκληρώθηκε δε στις 14.9.2020. Ο διορισμός από τον Γενικό Εισαγγελέα της τετραμελούς Ερευνητικής Επιτροπής έγινε στις 7.9.2020. Με βάση τη νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων, οι ερευνητικές επιτροπές που συστήνονται με βάση τον περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμο δεν συνιστούν δικαστικό ή πειθαρχικό σώμα. Πρόκειται για καθαρά ερευνητικό σώμα, με αποκλειστική αρμοδιότητα τη διερεύνηση του θέματος ή θεμάτων, τα οποία προσδιορίζονται στους όρους που διέπουν τη σύστασή του, και την υποβολή έκθεσης για τις διαπιστώσεις του σε αυτόν που το διορίζει. Αυτό ουδόλως σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε τη χρησιμότητα μιας Ερευνητικής Επιτροπής ή το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να διορίσει τη συγκεκριμένη τετραμελή Επιτροπή”, αναφέρεται.
Σημειώνεται πως η μόνη διαφωνία με τον Γενικό Εισαγγελέα είναι στη θέση του πως, αφ’ ης στιγμής διοριστεί μία Ερευνητική Επιτροπή, τότε η εκτελεστική εξουσία οφείλει να μην παραδίδει στην Υπηρεσία μας στοιχεία για τη διεξαγωγή ελέγχου, ή/και ότι, κατά τον χρόνο, που διεξάγεται έρευνα από μία Ερευνητική Επιτροπή, αναστέλλεται η εκ του Συντάγματος εξουσία του Γενικού Ελεγκτή να διεξαγάγει τους δικούς του ελέγχους.
“Η Ελεγκτική Υπηρεσία, αν και σέβεται τη θέση αυτή του Γενικού Εισαγγελέα, δεν συμφωνεί με αυτήν, αφού θέτει το έργο και τις εξουσίες της Ερευνητικής Επιτροπής (που πηγάζουν από νόμο) υπεράνω του έργου και των εξουσιών της Ελεγκτικής Υπηρεσίας (που πηγάζουν από το Σύνταγμα). Εν πάση περιπτώσει, έχουμε κατ’ επανάληψη εκφράσει την άποψη ότι το έργο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και της Ερευνητικής Επιτροπής δεν είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα, αλλά αντίθετα μπορεί να είναι συμπληρωματικά και να γίνονται χωρίς κανένα πρόβλημα παράλληλα και ταυτόχρονα”, προσθέτει η ΕΥ.
Υπενθυμίζει εξάλλου πως κατά το χρόνο διεξαγωγής της έρευνας από την Ερευνητική Επιτροπή για το Συνεργατισμό υπό τον κ. Γ. Αρέστη, η Υπηρεσία μας διεξήγαγε κανονικά τους δικούς της ελέγχους για τα θέματα του Συνεργατισμού, συνεργάστηκε άψογα με την Επιτροπή, κατέθεσε σε αυτή στοιχεία και την υποβοήθησε στο έργο της.
“Η διαφωνία είναι συγκεκριμένη, δεν θεωρούμε δε ότι είναι κακό, αλλά αντίθετα υγιές, να εγείρονται τέτοιες διαφωνίες μεταξύ κρατικών αξιωματούχων, που πολλές φορές επιλύονται από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η Υπηρεσία μας ουδέποτε κάλεσε την εκτελεστική εξουσία να αγνοήσει γνωματεύσεις του νυν Γενικού Εισαγγελέα. Ακόμη και στην προχθεσινή ανακοίνωση μας είχαμε αναφέρει ότι, αφ’ ης στιγμής το Υπουργείο Εσωτερικών έχει στα χέρια του τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ορθά την ακολούθησε μη παραδίδοντας μας τα πρωτογενή στοιχεία, ζητήσαμε δε μόνο φωτοαντίγραφα των στοιχείων αυτών”, αναφέρεται.
Επίσης προστίθεται πως για τις αναφορές του Γενικού Εισαγγελέα ως προς το θέμα της εμφάνισης λειτουργών της ΕΥ στα ΜΜΕ, κατόπιν προσκλήσεων τους, έχει απαντήσει γραπτώς ο Γενικός Ελεγκτής στις 5.10.2020 και δεν θα υπάρξει περαιτέρω σχόλιο.
“Θεωρώντας σημαντικό να διαφυλαχθούν οι διαπροσωπικές σχέσεις, δεν θα δώσουμε συνέχεια, για τον ίδιο δε λόγο αντιπαρερχόμαστε το ύφος και τον τόνο των αναφορών του Γενικού Εισαγγελέα”, αναφέρεται.
Προστίθεται πως ο Γενικός Ελεγκτής απηύθυνε γραπτώς στις 5.10.2020 πρόσκληση στον Γενικό Εισαγγελέα για κατ’ ιδίαν συνάντηση. “Χαιρετίζουμε συνεπώς την πρόθεση του να ανταποκριθεί στο αίτημα μας αυτό και ο Γενικός Ελεγκτής προσβλέπει σε μία τέτοια συνάντηση το συντομότερο δυνατό. Η Ελεγκτική Υπηρεσία έχει μια μακρά συνεργασία με τη Νομική Υπηρεσία, πρόθεση δε του Γενικού Ελεγκτή είναι η συνεργασία αυτή να συνεχιστεί, αφού αυτό επιβάλλει άλλωστε το δημόσιο συμφέρον, πάντοτε μέσα στο πλαίσιο του Συντάγματος και των Νόμων και του αμοιβαίου σεβασμού”, καταλήγει η ανακοίνωση.