Κυρ. Μητσοτάκης: Αρνούμαι να πιστέψω ότι η συνεργασία μεταξύ κοντινών γειτόνων δεν είναι εφικτή
Ομιλία του Έλληνα πρωθυπουργού στην 75η Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ
Οι επιπτώσεις της πανδημίας του νέου κορονοϊού, οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και το Μεταναστευτικό ζήτημα ήταν οι βασικοί πυλώνες της ομιλίας του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην 75η Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ με θέμα: «Το μέλλον που θέλουμε, τα Ηνωμένα Έθνη που χρειαζόμαστε».
Επιπλέον, υπογράμμισε ότι οι ενέργειες της Τουρκίας «υπονομεύουν το Διεθνές Δίκαιο και απειλούν την ασφάλεια και τη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου». Πιο συγκεκριμένα ο Έλληνας πρωθυπουργός είπε: “Στη Γενική Συνέλευση πέρυσι, είχα επισημάνει την πρόθεσή μου να τείνω χείρα φιλίας και συνεργασίας στον Πρόεδρο Ερντογάν . Μίλησα ακόμη και για την προθυμία μου να ενεργήσει η Ελλάδα ως γέφυρα που θα βοηθήσει την Τουρκία να προσεγγίσει την Ευρώπη. Δυστυχώς, παρά το ότι η Ελλάδα έθεσε την εμπιστοσύνη, τον διάλογο και την κατανόηση στο επίκεντρο μιας εξωτερικής πολιτικής βασισμένης σε αξίες, η Τουρκία απάντησε με κλιμάκωση, προκλήσεις, παραπληροφόρηση και επιθετικότητα. Ενώ η Ελλάδα επέλεξε τον δρόμο του διαλόγου με καλή πίστη, η Τουρκία επέλεξε τον δρόμο της αδιαλλαξίας. Χωρίς αμφιβολία οι ενέργειες της Τουρκίας υπονομεύουν το Διεθνές Δίκαιο και απειλούν την ασφάλεια και τη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και όλων των κρατών μελών της ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέστησε απολύτως σαφές ότι οι μονομερείς ενέργειες δεν θα μένουν αναπάντητες, όταν απειλούν κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών-μελών».
Ο πρωθυπουργός εξέφρασε ωστόσο την αισιοδοξία του επισημαίνοντας πως: «Όλοι αντιλαμβάνονται ότι αυτή η συνεχής κλιμάκωση της έντασης δεν μπορεί να συνεχιστεί. Και αρνούμαι να πιστέψω ότι η συνεργασία μεταξύ κοντινών γειτόνων δεν είναι εφικτή. Δείτε την πρόσφατη συμφωνία μεταξύ του Ισραήλ και των ΗΑΕ. Και οι δύο χώρες είναι φίλοι της Ελλάδας, τώρα είναι φίλοι και μεταξύ τους. Χρόνια καχυποψίας και έχθρας έχουν αντικατασταθεί από ένα πνεύμα συνεργασίας και αμοιβαίας κατανόησης. Ας συναντηθούμε λοιπόν, ας μιλήσουμε και ας αναζητήσουμε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση. Ας δώσουμε μια ευκαιρία στη διπλωματία. Εάν, τελικά, εξακολουθούμε να μην μπορούμε να συμφωνήσουμε, τότε θα πρέπει να εμπιστευτούμε τη σοφία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Η έναρξη διερευνητικών επαφών μεταξύ των δύο χωρών μας, η οποία ανακοινώθηκε πριν από δύο ημέρες, αποτελεί βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Εάν ο Πρόεδρος Ερντογάν πιστεύει πραγματικά ότι τα Ηνωμένα Έθνη αποτελούν φάρο ελπίδας και προπύργιο παγκόσμιας συνεργασίας, τότε θα τον παρότρυνα να ενεργήσει σύμφωνα με τις αξίες τους».
Ο Έλληνας πρωθυπουργός ανέφερε ότι θα πρέπει να δοθεί η ευκαιρία για μια διπλωματική επίλυση, συμπληρώνοντας ότι αν οι διαφωνίες συνεχίσουν να υπάρχουν, τότε θα πρέπει οι δύο χώρες να εμπιστευτούν «τη σοφία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης».
Democracy and rule of law underpin the values and principles at the heart of the United Nations. The challenges we face in 2020 may be different from those of the post-war years, but in many respects, they are just as significant, just as momentous. #UNGA https://t.co/8FvQYoE0ww
— Prime Minister GR (@PrimeministerGR) September 25, 2020
Ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε και στις επιπτώσεις της πανδημίας τόσο στην Ελλάδα όσο και σε παγκόσμια κλίμακα.
Σε ό,τι αφορά την κατάσταση στην Ελλάδα, ο πρωθυπουργός τόνισε ότι παρά τα χρόνια λιτότητας που την άφησαν ευάλωτη σε μια τέτοια υγειονομική κρίση, η χώρα «ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη στην αντιμετώπιση του πρώτου κύματος της πανδημίας».
Προειδοποίησε, ωστόσο, ότι το δεύτερο κύμα «είναι πλέον προ των πυλών», επισημαίνοντας ότι για να αντιμετωπιστεί επιτυχώς «απαιτείται επιμονή, ευέλικτες πολιτικές που προστατεύουν τους πιο ευάλωτους, συνεχής εμπιστοσύνη στους ειδικούς και ατομική ευθύνη».
Σχετικά με τη διαχείριση του Μεταναστευτικού ζητήματος, δήλωσε πως «πρόκειται για μια συλλογική αποτυχία της διεθνούς κοινότητας», ενώ υποστήριξε ότι πρέπει να υπάρξουν περισσότερες από κοινού δράσεις, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα γενεσιουργά αίτια της μετανάστευσης, δηλαδή η φτώχεια, η στέρηση, η οικονομική αβεβαιότητα, η εκμετάλλευση, η βία και ο πόλεμος. «Αν δεν αντιμετωπίσουμε αυτές τις ανισότητες, το πρόβλημα δεν θα επιλυθεί ποτέ πλήρως», τόνισε ο Έλληνας πρωθυπουργός.