Στην Γερμανία 1553 πρόσφυγες από την Ελλάδα
Σαρλ Μισέλ : Το ζήτημα της ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο δεν είναι μόνον υπόθεση της Ελλάδας ή της Κύπρου, είναι υπόθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να υποδεχθεί 1.553 πρόσφυγες από όλα τα ελληνικά νησιά. Οι πρόσφυγες είναι μέλη οικογενειών, που έχουν αιτηθεί και λάβει άσυλο. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τη Γερμανίδα καγκελάριο, Άγγελα Μέρκελ, με την οποία συζήτησε το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα, καθώς και τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, ενόψει της προσεχούς έκτακτης συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Όπως αναφέρουν κυβερνητικές πηγές στην Αθήνα η υποδόχη από την Γερμανία των προσφύγων “ειναι μια θετική κίνηση, η οποία σε καμία περίπτωση δεν επιβραβεύει όσους επιχειρούν να εισέλθουν παράνομα στη χώρα, αλλά αντιθέτως επαναφέρει στην ευρωπαϊκή συζήτηση το ζήτημα της μετεγκατάστασης προσφύγων και της ανακούφισης των χωρών πρώτης υποδοχής ενόψει και των προτάσεων της ευρωπαϊκής επιτροπής για το κοινό σύμφωνο για τη μετανάστευση και το άσυλο που θα παρουσιαστούν την ερχόμενη εβδομάδα”.
ΕΞΑΛΛΟΥ, για τον διαφορετικό τρόπο, με τον οποίο εκδηλώνεται πλέον η πρόκληση του μεταναστευτικού και την ανάγκη η ευρωπαϊκή συμπαράσταση να περάσει από τα λόγια στα έργα, «να μεταφραστεί με άλλα λόγια σε χειροπιαστή αλληλεγγύη», μίλησε ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, υποδεχόμενος τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ. Πρόσθεσε ταυτόχρονα πως είναι ταυτόσημες οι απόψεις τους ότι «η Μεσόγειος Θάλασσα, mare nostrum, αποτελεί ζωτικό χώρο ασφάλειας για όλη την Ευρώπη».
Στις κοινές δηλώσεις τους, που έγιναν μετά τη μεταξύ τους συνάντηση στο πλαίσιο προετοιμασίας της επικείμενης Συνόδου Κορυφής, ο πρωθυπουργός υπογράμμισε συνολικά ότι απαιτείται «μια νέα πολιτική μετανάστευσης, ταυτοποίησης, παροχής ασύλου, μετεγκαταστάσεων, επιστροφών», αναφέρθηκε στα διδάγματα από τις τελευταίες εξελίξεις στο μεταναστευτικό-προσφυγικό, έκανε λόγο για «ευρωπαϊκή εξίσωση ευαισθησίας και νομιμότητας» καθώς και στο ότι «η στήριξη στην Ελλάδα και στην Κύπρο δεν αποτελεί απλά μία αυτονόητη έκφραση αλληλεγγύης αλλά μια ρητή αναγνώριση ότι εδώ διακυβεύονται πια στρατηγικά, γεωπολιτικά συμφέροντα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Αναφερόμενος στην αποκλιμάκωση στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο ο κ. Μητσοτάκης τόνισε πως αυτή «πρέπει να έχει συνέχεια, πρέπει να έχει συνέπεια. Γιατί έτσι μόνο θα δημιουργηθεί το απαραίτητο πρόσφορο έδαφος για να καρποφορήσει ο διάλογος, στον οποίο η Ελλάδα -φυσικά- είναι πάντα ανοιχτή». Μίλησε για καλόπιστο διάλογο με βάση το Διεθνές Δίκαιο επαναλαμβάνοντας την σταθερή ελληνική θέση «τέλος των προκλήσεων, αρχή των συζητήσεων» όσον αφορά τη δυνατότητα έναρξης διερευνητικών επαφών «σχετικά με τη μία μείζονα διαφορά την οποία έχουμε: Την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, ΑΟΖ δηλαδή, Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο».
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, απέδωσε εύσημα στην ελληνική κυβέρνηση για τη διαχείριση της πρόσφατης κρίσης στη Μόρια και τόνισε πως «το Μεταναστευτικό είναι μία πρόκληση για την ΕΕ. Δεν είναι μία πρόκληση μόνο για κάποια κράτη μέλη που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή». Υπογράμμισε την ανάγκη να βρεθεί μία δίκαιη, ισχυρή απάντηση που θα βασιστεί σε συγκλίσεις στο σύστημα υποδοχής μεταναστών ή και στο σύστημα που πλαισιώνει τους αιτούντες άσυλο, όπως και στην πολιτική επιστροφών. Αναγνώρισε ταυτόχρονα πως «το θέμα της ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο δεν είναι μόνο υπόθεση της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά της ΕΕ».
Με την επισήμανση ότι αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που θα συζητηθεί στην προσεχή Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, στις 24 και 25 Σεπτεμβρίου ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τόνισε: «Θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε σκληρά τις προσεχείς ημέρες για να προετοιμάσουμε καλά αυτή τη συνάντηση. Θα είναι ευκαιρία να επαναβεβαιώσουμε την ενότητα, τη δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί θεωρούμε ότι το στρατηγικό συμφέρον της ΕΕ είναι να εγγυηθεί την αποκλιμάκωση, τη σταθερότητα και την ασφάλεια. Αυτή είναι η ουσία της προσέγγισης που θέλουμε να αναπτύξουμε».
Επιπλέον, ο κ. Μισέλ υπογράμμισε πως πέραν του διμερούς διαλόγου είναι σημαντικό «να συζητήσουμε την ιδέα της πολυμερούς διάσκεψης, καθότι, υπάρχει πιθανόν η ανάγκη να καθίσουν γύρω από το τραπέζι οι διάφορες χώρες ώστε να εξετάσουμε τα διάφορα θέματα. Οι θαλάσσιες ζώνες είναι ένα από αυτά, υπάρχουν ωστόσο κι άλλα, όπως τα ενεργειακά, τα θέματα ασφάλειας, οικονομικής ανάπτυξης αλλά και τις συνεργασίας σε διάφορους τομείς. Αυτά πρέπει να τα θέσουμε επί τάπητος ώστε να προχωρήσουμε με ειλικρίνεια σε μία πιο θετική ατζέντα και με μεγαλύτερη προβλεψιμότητα σε σχέση με το τελευταίο διάστημα».
Κλείνοντας, ο κ, Σαρλ Μισέλ αναφέρθηκε στην «ιστορική» όπως τη χαρακτήρισε Σύνοδο του Ιουλίου , χάριν της διάρκειάς της -τέσσερις ημέρες και τέσσερις νύχτες- που όπως είπε «έστειλε ένα ισχυρό σινιάλο, αυτοπεποίθησης και αισιοδοξίας στους ευρωπαίους πολίτες και σε ολόκληρο τον κόσμο. Κινητοποιηθήκαμε για την αξιοποίηση 1,8 τρισεκατομμυρίων ευρώ ώστε να δώσουμε με ενότητα μία σθεναρή απάντηση σε μία πρόκληση που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, αυτή του κορονοϊού. Θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε για να αντιμετωπίσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση που μας πλήττει και να μπορέσουμε να ανακάμψουμε οικονομικά όσο πιο γρήγορα γίνεται», κατέληξε.