Συναγερμός σε κυβέρνηση και τράπεζες για εκποιήσεις
Κυβέρνηση , ΚΤ και τράπεζες αποτιμούν επιπτώσεις από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Συναγερμός έχει σημάνει στην κυβέρνηση και στις τράπεζες μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να απορρίψει τις αναφορές του προέδρου της Δημοκρατίας σε σχέση με την ψηφισθείσα το 2019 χαλάρωση στο πλαίσιο για εκποιήσεις ενυπόθηκων ακινήτων.
Κυβέρνηση, εγχώρια εποπτική αρχή και τράπεζες έχουν ήδη βάλει στο μικροσκόπιο τους την απόφαση του Ανωτάτου και αποτιμούν τις επιπτώσεις οι οποίες, όπως επισημαίνουν, θα επηρεάσουν δυσμενώς τα κεφάλαια των τραπεζών σε μία εξαιρετικά αβέβαιη συγκυρία, λόγω της πανδημίας και των αλυσιδωτών συνεπειών που προκαλούνται στην οικονομία και γενικότερα στο τραπεζικό σύστημα.
Σε μία πρώτη ανάγνωση της απόφασης του Δικαστηρίου, ανώτατα στελέχη των τραπεζών επεσήμαναν στη StockWatch τους κινδύνους που ελλοχεύουν, σοβαρότερος εκ των οποίων, όπως σημείωσαν, είναι η πιθανή και ίσως αναπόφευκτη αύξηση των προβλέψεων των τραπεζών λόγω της επέκτασης της χρονικής διάρκειας της διαδικασίας εκποιήσεων. Σε σχετικό ρεπορτάζ του Λεύκου Χρήστου, αναφέρεται ότι με βάση το σχετικό νόμο του 2018, η χρονική περίοδος σε ότι αφορά τις εκποιήσεις ενυπόθηκων ακινήτων, ήταν περίπου οκτώ μήνες ενώ, με τον νέο νόμο αυξάνεται αυτόματα περίπου στους 11 μήνες, χωρίς να υπολογίζεται το χρονικό πλαίσιο της διαδικασίας το οποίο θα ακολουθηθεί μετά την απόφαση του δικαστηρίου και της παρέμβασης του χρηματοοικονομικού επιτρόπου.
Μετά την απόφαση του Ανωτάτου, η νομοθεσία παρέχει τη δυνατότητα προσφυγής δανειοληπτών με μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον χρηματοοικονομικό επίτροπο για εξέταση παραπόνων τους κατά τραπεζών που αφορούν μεταξύ άλλων υπερχρεώσεις και παραβίαση του κώδικα δεοντολογίας της Κεντρικής Τράπεζας.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ στο Υπουργείο Οικονομικών και στα ανώτατα δώματα των τραπεζών και ειδικότερα των συστημικών, Κύπρου και Ελληνικής ξεκίνησε από ομάδα τεχνοκρατών οργασμός αξιολόγησης των κραδασμών που προκαλεί η απόφαση του Ανωτάτου. Την ερχόμενη εβδομάδα θα συγκληθεί εκτάκτως επί του επίμαχου αυτού θέματος και το ΔΣ της Κεντρικής Τράπεζας.
Το θέμα έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις και στη συμφωνία που σύναψε το κράτος με την Ελληνική Τράπεζα για πώληση του Συνεργατισμού.
Επίσης, στο ρεπορτάζ του στην StockWatch ο Λεύκος Χρήστου γράφει:
“Με τη συμφωνία, που ευνόησε ήδη σημαντικά την Τράπεζα, μεταφέρθηκαν μη εξυπηρετούμενα δάνεια του Συνεργατισμού στον ισολογισμό της με κρατική εγγύηση για ζημιές που θα προκύψουν.
Οι υπολογισμοί για τις ζημιές έγιναν με βάση το πιο αυστηρό πλαίσιο που τέθηκε σε ισχύ το 2018 και όχι με το χαλαρότερο πλαίσιο του 2019. Η χαλάρωση συνεπάγεται μεγαλύτερο κόστος για τους φορολογούμενους, με αποτέλεσμα να υπάρχει υπαρκτός κίνδυνος εκκίνησης διαδικασίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να κηρυχθεί παράνομο το σχέδιο του Συνεργατισμού.
Εκτιμάται ότι μία τέτοια εξέλιξη θα επιφέρει αύξηση των απαιτήσεων της Ελληνικής Τράπεζας μέσω του σχεδίου εγγύησης των δανείων της πρώην ΣΚΤ.
Τεχνοκράτες που έχουν γνώση των εξελίξεων και των τεκταινομένων τόσο στο υπουργείο οικονομικών, όσο και στις τράπεζες, ανέφεραν στη StockWatch ότι πριν προλάβει να στεγνώσει καν το μελάνι της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άρχισαν τα τίθενται ερωτήματα από οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Οι ανησυχίες της κυβέρνησης και της εγχώριας εποπτικής αρχής, σύμφωνα με τεχνοκράτες της ΚΤ, είναι ενδεχόμενες υποβαθμίσεις από διεθνείς οίκους σε μία ιδιαίτερα ευαίσθητη περίοδο και για τα δημοσιονομικά και για το τραπεζικό σύστημα.
Ένας άλλος μεγάλος κίνδυνος, που επισημαίνεται από τις τράπεζες, είναι η πιθανή ακύρωση των διαδικασιών πώλησης πακέτων δανείων ή πώληση τους σε πολύ χαμηλότερες τιμές, πράγμα το οποίο θα προκαλέσει «αναστάτωση» στην πολύχρονη προσπάθεια τους να μειώσουν το βαρύ χαρτοφυλάκιο των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων που διαθέτουν.
Οι τραπεζίτες θεωρούν βέβαιο ότι η αξία των δανείων που επρόκειτο να πωληθούν σε επενδυτικά ταμεία θα μειωθεί σοβαρά, προκαλώντας επιπρόσθετες ζημιές.
Παρά τις προσωρινές χαλαρώσεις που αποφάσισε η ΕΚΤ για να υπάρξει ευελιξία εκ μέρους των τραπεζών στο πλαίσιο των προσπαθειών να ανταπεξέλθει η οικονομία των κρατών μελών της ΕΕ από τις δραματικές συνέπειες που προκαλεί ο κορονοϊός, ο τραπεζικός τομέας, μετά την απόφαση του Ανωτάτου, θα βρεθεί ενδεχομένως αντιμέτωπος σε μία δίνη προβλημάτων που καλείται με τον ένα ή άλλο τρόπο να επιλύσει.
Στο ΥΠΟΙΚ εκτιμάται ότι είναι απαραίτητη εκ των πραγμάτων, η σύσταση ενός αποτελεσματικού μηχανισμού εκποίησης ενυπόθηκων ακινήτων ως ένα εργαλείο σε μια υγιή οικονομία, το οποίο ενδεχομένως να διατηρήσει την αξία των εξασφαλίσεων που θα διαθέτουν οι τράπεζες.
Επισημαίνεται παράλληλα ότι τα χαμηλά έσοδα από τους πλειστηριασμούς καθιστούν αδύνατη και μη πειστική τη θέση ότι οι εξασφαλίσεις των τραπεζών έχουν σημαντική αξία.
Όσο πιο μεγάλα εμπόδια τίθενται στην εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων που διαθέτουν οι τράπεζες ως εξασφαλίσεις, τόσο εκφυλίζεται η αξία τους, επιβαρύνοντας τους ισολογισμούς των τραπεζών και οδηγούν σε εποπτικές απαιτήσεις για αύξηση των προβλέψεων και για νέες κεφαλαιακές ανάγκες.
Υποδεικνύεται ότι η δυνητική επίδραση στη συστημική σταθερότητα των τραπεζών δεν πρέπει να υποτιμηθεί και οποιεσδήποτε αλλαγές θα πρέπει να γίνονται με μεγάλη προσοχή.
Σημειώνεται ότι η ΚΤ δια του διοικητή της, Κωσταντίνου Ηροδότου, είχε δεσμευτεί τον περασμένο Αύγουστο ενώπιον της Βουλής των αντιπροσώπων ότι θα ετοίμαζε μηχανισμό για τις εκποιήσεις και θα τον παρουσίαζε στην κοινοβουλευτική επιτροπή οικονομικών εντός Σεπτεμβρίου.
Τον περασμένο Δεκέμβριο ο κ. Ηροδότου είχε δηλώσει ότι η ΚΤ αναμένει τις τελικές παρατηρήσεις της ΕΚΤ για να ετοιμάσει το σχέδιο του μηχανισμού, το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει τεθεί προς τη βουλή.
Η StockWatch, προ 15νθημέρου, υπέβαλε γραπτώς σχετικό ερώτημα προς τον διοικητή της ΚΤ, αλλά μέχρι σήμερα δεν έλαβε απάντηση”.