Κ. Κούσιος: Σεβαστή η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου

Κ. Κούσιος: Σεβαστή η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου

Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι απόλυτα σεβαστή, δήλωσε  ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Κυριάκος Κούσιος, αναφορικά με   την απόρριψη των δύο από τις τρεις  αναφορές του Προέδρου της Δημοκρατίας για ισάριθμους νόμους ,  που ψήφισε η Βουλή των Αντιπροσώπων .

«Είναι γνωστό ότι η Κυβέρνηση σέβεται τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και γενικά όλων των δικαστηρίων μας. Η απόφαση λοιπόν του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στο συγκεκριμένο θέμα είναι απόλυτα σεβαστή», είπε στο ΚΥΠΕ ο κ. Κούσιος.

Πρόσθεσε πως «για μια αφορά ακόμα επαναλαμβάνουμε την εμπιστοσύνη που τρέφουμε στην απονομή της δικαιοσύνης και στο δικαστικό σώμα».

Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε  τις δύο από τις τρεις αναφορές του Προέδρου της Δημοκρατίας για ισάριθμους νόμους που ψήφισε η Βουλή των Αντιπροσώπων. Συγκεκριμένα, το Ανώτατο απέρριψε τις αναφορές του Προέδρου για τον «περί της Αναστολής των Διαδικασιών Εκποίησης Ενυπόθηκων Ακινήτων (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 2019» και τον «περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμο του 2019».
Το Ανώτατο έκανε δεκτή την τρίτη αναφορά του Προέδρου για τον «περί των Καταχρηστικών Ρητρών σε Επιχειρηματικές Συμβάσεις που Συνάπτονται από Πολύ Μικρές Επιχειρήσεις Νόμο του 2019». Οι αποφάσεις του Ανωτάτου για τις αναφορές των νόμων για τις εκποιήσεις και τις καταχρηστικές ρήτρες δεν ήταν ομόφωνες αλλά λήφθηκαν κατά πλειοψηφία, ενώ η απόφαση για το νόμο περί μεταβιβάσεως και υποθηκεύσεως ακινήτων ήταν ομόφωνη.
Αναφορικά με το νόμο για τις εκποιήσεις, με την αναφορά του ο Πρόεδρος ζητούσε γνωμάτευση κατά πόσον ο συγκεκριμένος νόμος ήταν είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 23, 25, 26, 28, 35 και 179 του Συντάγματος. Η πλειοψηφία των δικαστών του Ανωτάτου (8-5), σημειώνει, μεταξύ άλλων, στην απόφασή της, ότι θεωρούμε ότι έχουμε υποχρέωση να γνωματεύσουμε για τη συνταγματικότητα του Νόμου, παρά τη λήξη της ισχύος του[…], εκφράζοντας την επί της ουσίας διαφωνία της με τις εισηγήσεις που κατέθεσε η πλευρά του Προέδρου της Δημοκρατίας.


«Εκείνο που επιφέρει το άρθρο 3 του Νόμου είναι η αναστολή, για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα, της διαδικασίας εκποίησης ακινήτου συνιστώντος κύρια κατοικία, του δικαιώματος δηλαδή του ενυπόθηκου δανειστή να προβεί σε διαδικασία εκποίησης ακινήτου που εμπίπτει στην κατηγορία της κύριας κατοικίας, και ο ενυπόθηκος οφειλέτης, δυνητικά, πληροί τα κριτήρια ένταξης στο ‘Σχέδιο Εστία’», αναφέρεται στην απόφαση. Σημειώνεται ότι «ούτε και το Άρθρο 25 του Συντάγματος παραβιάζεται από τον Νόμο. Ουδείς στερείται του δικαιώματος άσκησης επαγγέλματος ή επικερδούς επιχειρήσεως, από το άρθρο 3 του Νόμου. Τα δικαιώματα του ενυπόθηκου δανειστή να διεξάγει επικερδή επιχείρηση δεν παραβιάζονται από το άρθρο 3 του Νόμου, πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζεται ο πυρήνας των δικαιωμάτων αυτών».
Αναφέρεται, επίσης, ότι «το Άρθρο 26 κατοχυρώνει το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως. Το άρθρο 3 του Νόμου δεν επηρεάζει οποιοδήποτε κεκτημένο συμβατικό δικαίωμα του ενυπόθηκου οφειλέτη, αλλά αναστέλλει ένα δικαίωμα για συγκεκριμένο τρόπο εκποίησης μιας υποθήκης, που προστέθηκε με τον προαναφερόμενο Νόμο 142(1) του 2014.[…] Δεν υπάρχει, επομένως, ούτε παραβίαση του Άρθρου 26 του Συντάγματος». «Το Άρθρο 28 του Συντάγματος, επίσης δεν παραβιάζεται από τον Νόμο. Το άρθρο 3 αναστέλλει το συγκεκριμένο δικαίωμα εκποίησης με δημόσιο πλειστηριασμό, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπου δηλαδή το ενυπόθηκο ακίνητο είναι η κύρια κατοικία και ο ενυπόθηκος οφειλέτης ικανοποιεί τις προϋποθέσεις, δυνητικά, για να ενταχθεί στο ‘Σχέδιο Εστία’», προστίθεται.
Αναφέρεται, επίσης, ότι «δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με το άρθρο 3 γίνεται οποιαδήποτε αυθαίρετη διάκριση μεταξύ όμοιων καταστάσεων ή εξίσωση ανόμοιων καταστάσεων», ενώ προστίθεται ότι «[…]δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης των Άρθρων 35 και 179». Για τους προαναφερόμενους λόγους, καταλήγει η πλειοψηφία, « γνωματεύουμε ότι ο Νόμος δεν παραβιάζει οποιοδήποτε Άρθρο του Συντάγματος». Η απόφαση πλειοψηφίας δόθηκε από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Μ. Νικολάτο και με αυτή συμφωνούν οι Παμπαλλής, Παναγή, Παρπαρίνος, Σταματίου, Οικονόμου, Ψαρά-Μιλτιάδου και Μαλαχτός, ΔΔ.
Η απόφαση μειοψηφίας δόθηκε από τον Ναθαναήλ, Δ. και με αυτή συμφωνούν οι Χριστοδούλου, Λιάτσος, Γιασεμής και Πούγιουρου, ΔΔ. Στην απόφασή τους, οι δικαστές της πλειοψηφίας απορρίπτουν επίσης την αναφορά του Προέδρου λόγω του ότι ο υπό αναφορά νόμος έπαψε να ισχύει από 1.10.2019 και έχει καταργηθεί. «Αποτελεί αξίωμα στη νομολογία ότι το Δικαστήριο δεν αποφασίζει επί ματαίω», αναφέρεται, μεταξύ άλλων στην απόφαση.
Όσον αφορά το νόμο για τις καταχρηστικές ρήτρες, ο Πρόεδρος με την αναφορά του συγκεκριμένου νόμου ζητούσε γνωμάτευση κατά πόσον ο νόμος ήταν αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 25, 26, 28, 30, 35 και 179 του Συντάγματος με την απορρέουσα εκ του Συντάγματος Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, με τα Άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το Άρθρο 16 της Οδηγίας 2006 / 123 / ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006 σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, ως διορθώθηκε και με τα Άρθρα 16 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου, η οποία δεν ήταν ομόφωνη αλλά λήφθηκε με τη συντριπτική πλειοψηφία 12-1, «το άρθρο 3 του Νόμου παραβιάζει, τουλάχιστον, τα Άρθρα 26 και 30 του Συντάγματος, ενώ τα άρθρα 5, 6 και 7 παραβιάζουν, τουλάχιστον, το Άρθρο 26 του Συντάγματος και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών».

«Το άρθρο 3 του Νόμου παραβιάζει το Άρθρο 26 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ελευθερία των συμβάσεων. Συγκεκριμένα, το άρθρο 3 προνοεί, ουσιαστικά, ότι σε κάθε ρήτρα σύμβασης, μεταξύ πωλητή ή προμηθευτή από τη μια και μιας πολύ μικρής επιχείρησης (όπως προσδιορίζεται στον Νόμο), από την άλλη, η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν η ρήτρα είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, καμία αμφισβήτηση του θεμιτού χαρακτήρα της, δεν επιτρέπεται, εφόσον αυτή αφορά στον καθορισμό του κύριου αντικειμένου της σύμβασης ή την αντιπροσωπευτικότητα της τιμής ή του ανταλλάγματος, για αγαθά ή υπηρεσίες που πωλήθηκαν ή παρασχέθηκαν», αναφέρει, μεταξύ άλλων, η απόφαση.
Σημειώνεται ότι «με τα Εδάφια 1 και 2 του άρθρου 3 του Νόμου, δηλαδή, υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις και όρους, απαγορεύεται η αμφισβήτηση του θεμιτού χαρακτήρα της ρήτρας, μεταξύ άλλων, όταν αυτή αφορά στον καθορισμό του κύριου αντικειμένου της σύμβασης ή την αντιπροσωπευτικότητα της τιμής ή του ανταλλάγματος, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 23 του Περί Συμβάσεων Νόμου, το οποίο καθιστά άκυρη κάθε σύμβαση της οποίας ο σκοπός ή η αντιπαροχή είναι παράνομη». Εν πάση περιπτώσει, προστίθεται, «με το άρθρο 3(2) του Νόμου απαγορεύεται η αμφισβήτηση της νομιμότητας καταχρηστικών ρητρών, υπό προϋποθέσεις, επομένως, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις στερούνται του δικαιώματος αμφισβήτησης τέτοιων ρητρών, αν οι τεθείσες, από τον Νόμο, προϋποθέσεις πληρούνται».
Αναφέρεται, επίσης, ότι «τα άρθρα 5, 6 και 7 του Νόμου, επίσης συνιστούν, ανεπίτρεπτη επέμβαση στην ελευθερία των συμβάσεων, που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 26 του Συντάγματος, χωρίς οποιανδήποτε ουσιαστική αιτιολόγησή της, που να εδράζεται στις γενικές αρχές του Δικαίου των Συμβάσεων, αλλά, αντίθετα, καταστρατηγεί τις γενικές αρχές. Επίσης συνιστούν και παραβίαση της θεμελιώδους αρχής της διάκρισης των εξουσιών». Για τους προαναφερόμενους λόγους, καταλήγει η απόφαση της πλειοψηφίας, «οι προαναφερθείσες πρόνοιες του υπό κρίση Νόμου κρίνονται ως αντισυνταγματικές». Ο Δικαστής Οικονόμου εξέδωσε διαφορετική απόφαση με το ίδιο όμως αποτέλεσμα.
Στην απόφαση του, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «δεν έχει δικαιολογηθεί, ως επιτρεπτός περιορισμός δυνάμει του Άρθρου 26.1, η δυνατότητα αποδέσμευσης της ‘πολύ μικρής επιχείρησης’ από συμβατικές υποχρεώσεις κατά το άρθρο 6 του υπό αναφορά Νόμου». «Συνεπώς τούτο αντίκειται στο Άρθρο 26 του Συντάγματος. Η διαπίστωση δε αυτή διατρέχει το σύνολο του Νόμου», σημειώνει.
Με την αναφορά του νόμου περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων, ο Πρόεδρος ζητούσε γνωμάτευση κατά πόσον ο νόμος είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 23, 25, 26, 28, 35 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας με την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών από την οποία διαπνέεται το Σύνταγμα, και με τα Άρθρα 127 και 130 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).
Σύμφωνα με την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου, οι δικαστές συμφωνούν με τις θέσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων ότι, «με τα άρθρα 2 και 3 του Νόμου δεν παραβιάζεται οποιοδήποτε δικαίωμα ‘ιδιοκτησίας’ του ενυπόθηκου δανειστή, το οποίο προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος».
«Κατά την κρίση μας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραβίαση ‘ιδιοκτησιακού’ δικαιώματος του ενυπόθηκου δανειστή, η παροχή δυνατότητας στον ενυπόθηκο οφειλέτη να εξοφλήσει οφειλόμενο ποσό και να καταχωρίσει έφεση κατά της σκοπούμενης πώλησης του ενυπόθηκου κτήματός του, εντός περιόδου σαρανταπέντε ημερών αντί τριάντα ημερών, όπως προνοείτο προηγουμένως, ούτε και συνιστά παραβίαση ‘ιδιοκτησιακού’ δικαιώματος, του ενυπόθηκου δανειστή, η παροχή δυνατότητας στον ενυπόθηκο οφειλέτη να καταχωρήσει έφεση για τους προαναφερόμενους λόγους, ούτε βέβαια και η παροχή δυνατότητας στον ενυπόθηκο οφειλέτη να προσφύγει σε αρμόδιο Δικαστήριο και να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση απαγορευτικού διατάγματος αναστολής σκοπούμενης πώλησης ενυπόθηκου ακινήτου του, συνιστά παραβίαση «ιδιοκτησιακού» δικαιώματος του ενυπόθηκου δανειστή», όπως αναφέρεται.
Σημειώνουν επίσης ότι «τα άρθρα 2 και 3 του Νόμου δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι καταστρατηγούν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, το άρθρο 25 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει την ελευθερία ασκήσεως επαγγέλματος, απασχόλησης εμπορίου ή επικερδούς εργασίας». «Δεν θεωρούμε πως, με τις προαναφερόμενες διατάξεις, τίθενται περιορισμοί στην επαγγελματική ελευθερία των ενυπόθηκων δανειστών. Δεν συνιστά περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας των δανειστών η διεύρυνση των δικονομικών δικαιωμάτων των οφειλετών, ενώπιον των αρμοδίων Δικαστηρίων», προσθέτουν.
Αναφέρουν επίσης ότι το Άρθρο 26 του Συντάγματος επίσης δεν παραβιάζεται από τα άρθρα 2 και 3 του Νόμου, ενώ τα άρθρα 2 και 3 του Νόμου δεν παραβιάζουν ούτε και την αρχή της ισότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος «Τα Άρθρα 35 και 179 του Συντάγματος θα ήταν δυνατό να καταστρατηγηθούν, αν αποδεικνυόταν καταστρατήγηση των προαναφερόμενων Άρθρων του Συντάγματος. Εφόσον δεν αποδείχθηκε παραβίαση οιουδήποτε των Άρθρων 23, 25, 26 και 28 του Συντάγματος, δεν μπορεί να υπάρχει και παραβίαση των Άρθρων 35 και 179», σημειώνεται στην απόφαση. Τα άρθρα 2 και 3 του Νόμου, προστίθεται, δεν παραβιάζουν ούτε και την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.
Αναφέρεται ακόμη ότι τα Άρθρα 2 και 3 του Νόμου δεν παραβιάζουν ούτε και το Άρθρο 130 της ΣΛΕΕ, το οποίο επιβάλλει στις Κυβερνήσεις των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ άλλων, να μην κάμνουν υποδείξεις στις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες τους και να μην τις επηρεάζουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Οι δικαστές καταλήγουν στο συμπέρασμα «ότι ο υπό κρίση Νόμος δεν καταστρατηγεί οποιοδήποτε από τα προαναφερόμενα Άρθρα του Συντάγματος, ούτε τα προαναφερόμενα άρθρα της ΣΛΕΕ, αλλά ούτε και τη θεμελιώδη αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών».

*Tα πλήρη κείμενα των αποφάσεων στους συνδέσμους:

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ, Αναφορά Αρ. 1/2019, 3/6/2020

http://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/2020/3-202006-1-19Anaf.htm

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ, Αναφορά Αρ. 2/2019, 3/6/2020

http://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/2020/3-202006-2-19Anaf.htm

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ, Αναφορά Αρ. 3/2019, 3/6/2020

http://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/2020/3-202006-3-19Anaf.htm

 

 

Share this post