Οι χειρονομίες συμφιλίωσης του Ερντογάν προς τη Δύση
Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου*
Την περασμένη Δευτέρα, ο εκπρόσωπος Τύπου της τουρκικής προεδρίας, Ιμπραχίμ Καλίν, έδωσε συνέντευξη στο γαλλικό τηλεοπτικό δίκτυο France 24. Κάποια στιγμή, ρωτήθηκε γιατί η Άγκυρα δεν ενεργοποίησε εντός Απριλίου, όπως είχε προαναγγείλει, τους ρωσικούς πυραύλους S-400 και αν αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσε να ακυρώσει αυτή την επιλογή, που τόσο πολλά κόστισε στις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον. Η απάντηση του εκπροσώπου του Ταγίπ Ερντογάν δεν γνώρισε την προσοχή που της άξιζε από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης.
«Λόγω της κρίσης της COVID-19 υπήρξε καθυστέρηση, αλλά επιμένουμε κατ’ αρχήν στη συμφωνία για τους S-400», δήλωσε ο Καλίν, χωρίς να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο ο ιός επηρεάζει την υγεία των ρωσικών πυραύλων και ραντάρ. Η είδηση, βέβαια, βγήκε από τις δύο λεξούλες «κατ’ αρχήν», που υπονοούσαν πολλά. Πολύ περισσότερο, που ο Τούρκος αξιωματούχος προσέθεσε ότι η κυβέρνησή του είναι πρόθυμη να εξετάσει, καλή τη πίστει, τις αιτιάσεις των ΗΠΑ για ασυμβατότητα του ρωσικού συστήματος με τις δομές του ΝΑΤΟ, αλλά και να αγοράσει τελικά αμερικανικούς πυραύλους Patriot (συμπληρωματικά ή ως υποκατάστατα των S-400, μένει να διευκρινιστεί).
Το θεαματικό άνοιγμα Καλίν προς τις ΗΠΑ δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Στις 13 Μαΐου, ο πρώην υπουργός Άμυνας της Τουρκίας, Φικρί Ισίκ, διαβεβαίωνε, από την Ουάσιγκτον, ότι οι δεσμοί της χώρας του με τη Ρωσία «είναι τακτικού και όχι στρατηγικού χαρακτήρα». Ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν έστειλε πρόσφατα επιστολή στον Ντόναλντ Τραμπ, όπου τόνιζε την πίστη του στην αξία της αμερικανοτουρκικής συνεργασίας και διαβεβαίωνε ότι «βρισκόμαστε στο ίδιο σκάφος». Σε ανάλογη επιστολή του προς τους ηγέτες της Ε.Ε., με αφορμή την Ημέρα της Ευρώπης, επιβεβαίωνε τη στρατηγική επιλογή της κυβέρνησής του για ένταξη στην Ένωση.
Πώς να αξιολογήσει κανείς αυτά τα μηνύματα; Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν πως η σκληρή ύφεση που πλήττει την τουρκική οικονομία υποχρεώνει τον Ερντογάν να αναθεωρήσει την επεκτατική, νεοοθωμανική στρατηγική του και να υποβαθμίσει την ειδική σχέση του με τη Ρωσία, εγκαινιάζοντας την επιστροφή του στην ατλαντική ορθοδοξία. Άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται μόνο για τακτικούς ελιγμούς της Άγκυρας με στόχο να κερδηθούν χρόνος και χρήμα, χωρίς να υποστέλλουν σε τίποτα τη σημαία των εθνικιστικών διεκδικήσεων. Η συμπεριφορά της Τουρκίας στο Αιγαίο, στονΈβρο και στη Λιβύη το τελευταίο διάστημα συνηγορούν υπέρ της δεύτερης εκδοχής.
Γεγονός είναι ότι οι χειρονομίες της Άγκυρας δεν έμειναν χωρίς ανταπόκριση. Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, εκθείασε την αποφασιστικής σημασίας βοήθεια που παρέχει η Τουρκία στην κυβέρνηση Σαράζ στη Λιβύη – βοήθεια, η οποία ανέτρεψε τα δεδομένα του εμφυλίου πολέμου εις βάρος του Χαφτάρ, έδωσε στην Τουρκία μία θέση στο τραπέζι της τελικής διαπραγμάτευσης για το Λιβυκό, ενίσχυσε τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας και της χάρισε τον έλεγχο μιας στρατηγικής σημασίας αεροπορικής βάσης έξω από την Τρίπολη.
Aπό πέρυσι τον Ιούλιο, που τα ρωσικά μεταγωγικά άρχισαν να παραδίδουν τους αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400 στην Τουρκία, έχουν περάσει 10 μήνες, αλλά η Άγκυρα δεν τους έχει ενεργοποιήσει ακόμη. (A.P. / TURKISH DEFENCE MINISTRY)
Ρεπορτάζ της Le Monde συσχέτιζε τα ανοίγματα Ερντογάν προς τη Δύση με την αιφνιδιαστική υποβάθμιση και εξώθηση σε παραίτηση του αντιναυάρχου Τζιχάτ Γιαϊτζί, τέως επιτελάρχη του πολεμικού ναυτικού και εμπνευστή του δόγματος περί «Γαλάζιας Πατρίδας». Φανατικά αντιδυτικός και οπαδός της προσέγγισης με τη Ρωσία, ο Γιαϊτζί ανήκει στην ομάδα των «ευρασιατικών» που απέκτησαν μεγάλη επιρροή στους κόλπους του στρατεύματος ύστερα από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 και των δραματικών εκκαθαρίσεων που ακολούθησαν.
Σύμφωνα με την ανάλυση της γαλλικής εφημερίδας, η καρατόμησή του από τον Ερντογάν φαίνεται να υποδηλώνει τη βούλησή του να περιορίσει τους «ευρασιατικούς» τη στιγμή που έχει πολύ πιεστικούς λόγους να εξομαλύνει τις σχέσεις του με τη Δύση. Από την πλευρά της, η καλά ενημερωμένη για τα θέματα της περιοχής ιστοσελίδα Al Monitor εμφάνιζε τον Ερντογάν να ανησυχεί για τις ρωγμές που έχει προκαλέσει στο στράτευμα η αυξανόμενη επιρροή των «ευρασιατικών», ακόμη και για το ενδεχόμενο να οδηγήσουν αυτές οι ρωγμές σε ένα δεύτερο πραξικόπημα εναντίον του.
Γέφυρες και προς το Ισραήλ
Την περασμένη Τρίτη, ο Guardian έκανε λόγο για «έντονες φήμες που κυκλοφορούν σε διπλωματικούς κύκλους, σύμφωνα με τις οποίες Τουρκία και Ισραήλ συζητούν την πλήρη εξομάλυνση των διπλωματικών τους σχέσεων». Το γεγονός ότι το Ισραήλ δεν περιλαμβανόταν, όπως η Γαλλία, η Αίγυπτος και τα Εμιράτα, στον κατάλογο των χωρών που καταδίκασαν, στις 11 Μαΐου, τον τουρκικό επεκτατισμό στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν πέρασε απαρατήρητο από την Άγκυρα. Πέραν των κοινών συμφερόντων Τουρκίας και Ισραήλ στο συριακό θέατρο, ρόλο καταλύτη διαδραματίζουν τα νέα δεδομένα στο μεγάλο παιχνίδι των υδρογονανθράκων. Καθώς οι τιμές του πετρελαίου έχουν μειωθεί δραματικά και οι θέσεις της Τουρκίας στη Λιβύη εδραιώνονται, το ούτως ή άλλως αβέβαιο σχέδιο του East Med απομακρύνεται στη γραμμή του ορίζοντα, ενώ κερδίζει έδαφος η προοπτική μεταφοράς του ισραηλινού φυσικού αερίου μέσω Τουρκίας.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους
ΠΗΓΗ: “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” Αθηνών