Α-νόητος βίος και ιός
Του Χρήστου Γιανναρά*
Ο τρόμος για τον κορωνοϊό μας παραλύει. Πάμπολλες αφορμές θανάτου παραμονεύουν σε κάθε κλάσμα δευτερολέπτου. Ο κορωνοϊός μας τρομοκρατεί, γιατί δεν τον ξέρουμε, μας αιφνιδίασε και δεν έχουμε τρόπους να αμυνθούμε – φάρμακα και εμβόλιο. Μας πανικοβάλλει το κατακόρυφα αυξημένο στατιστικό ενδεχόμενο να μολυνθούμε. Να έχουμε έναν βασανιστικό θάνατο μέσα σε νοσοκομειακό αλαλούμ πανικού.
Όταν υπάρξουν φάρμακα και εμβόλιο, ο τρόμος θα αποσβεσθεί. Μόνο επειδή θα μειωθεί το στατιστικό ενδεχόμενο θανάτου μας. Μήπως θα ξέρουμε και ποιο «νόημα» (αιτία και σκοπό) έχει η ύπαρξη του κορωνοϊού; Όχι, όπως δεν ξέρουμε τι «νόημα» έχουν και οι παντοειδείς καρκίνοι, το έμφραγμα, το εγκεφαλικό επεισόδιο – οι αναρίθμητες αφορμές θανάτου – τι «νόημα» έχει επιτέλους ο θάνατος.
Άλλοτε, σε πολιτισμούς του παρελθόντος, ήταν μάλλον δεύτερη (όχι δευτερεύουσα) η ανάγκη για φάρμακα – εμβόλιο και πρώτη η ανάγκη για «νόημα». Ποιος βεβαιώνει αυτή την πρωτιά; Η πράξη, οι θεσμοί των ανθρώπων, ο μνημειωμένος λόγος τους. Οι άνθρωποι μιλούσαν για το «νόημα» της ύπαρξης, σπανιότατα με νοητικές κατηγορίες και λεκτικά σχήματα – τις εμπειρικές απαντήσεις τους τις αποτύπωναν στους θεσμούς του οργανωμένου κοινού βίου, όπως και στις γλώσσες της Τέχνης: σε ζωγραφιές, γλυπτά, μουσική, αρχιτεκτονήματα, χορό, δραματουργία. Σήμερα μοιάζει να ζούμε σε έναν πολιτισμό ανοησίας, άσκεπτης αδιαφορίας για τα ουσιώδη, φανερής απουσίας «νοήματος» – μοιάζει αράγιστη και συμπαγής η βεβαιότητα ότι με τον θάνατο «τελειώνουν όλα».
Πιστοποιούμε αυτόν τον κατεστημένο μηδενισμό στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του βίου μας, ατομικού, συλλογικού, παγκόσμιου. Στα κίνητρα και στους στόχους της λεγόμενης «πολιτικής», στα συστήματα λειτουργίας της οικονομίας, στη λογική των παραγωγικών και ανταλλακτικών σχέσεων, στον πρωτογονισμό κυριαρχίας του ιδιωτικού πάνω στον δημόσιο (κοινωνικό) τομέα. Και εμφανέστερα, στους χυδαία χρηστικούς στόχους της Παιδείας, στην εμπορευματοποίηση της «πληροφόρησης» και της Τέχνης, την παγίδευση και των δύο στη στυγνή προτεραιότητα των «εντυπώσεων».
Πριν από 133 χρόνια, ο Νίτσε πιστοποιούσε, με προφητική ενάργεια συγκλονιστική, ότι «ο μηδενισμός στέκει στην πόρτα μας… η απαξίωση κάθε αξίας, η απουσία κάθε νοήματος – λείπει ο σκοπός, λείπει η απάντηση στο γιατί». Ψηλαφούμε σήμερα αυτόν τον θελημένο και ανάλγητο, παγερό μηδενισμό κάθε «νοήματος», στη φυσιογνωμική εκφραστική του προέδρου Τραμπ, στα νεκρόφιλα χαμόγελα της κυρίας Μέρκελ, στη ματαιόσπουδη τσαχπινιά της κυρίας Λαγκάρντ ή, απλώς, στην κωμική ανεπάρκεια σπουδαιοφανών ημέτερων σπιθαμιαίων.
Ο ακαταμάχητος και κατεστημένος πια μηδενισμός ότι «με τον θάνατο τελειώνουν όλα», είναι πρωτίστως γέννημα της αλλοτρίωσης του εκκλησιαστικού γεγονότος σε ατομοκεντρική θρησκεία. Το είχε και αυτό διαγνώσει εναργέστατα ο Νίτσε, διαφαίνεται η διάγνωση στην αινιγματική συχνά γλωσσική του τόλμη. Η μόνη εκφραστική που μπορεί να μεταγγίσει βεβαιότητα ότι με τον θάνατο δεν τελειώνουν όλα, αλλά υπάρχει δυνατότητα ο θάνατος να «πατείται θανάτω», είναι πράξη, εμπειρική μετοχή. Όχι ιδεολογικό επινόημα, όχι νοητική βεβαιότητα, όχι ψυχολογική αυθυποβολή. Είναι Γιορτή, εμπειρία κοινωνούμενης βεβαιότητας, δώρο της χαράς που γεννιέται απροκαθόριστα, όπως κάθε αληθινός έρωτας.
«Δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη», τραγούδαγε κάποτε ο Σαββόπουλος συνοψίζοντας, όπως γίνεται συχνά στην Τέχνη, μια κοινή (την εκκλησιαστική) εμπειρία. Στη ζωή της Εκκλησίας, κάθε σύναξη Ευχαριστίας είναι γιορτή χαράς, γιατί ο θάνατος «πατείται θανάτω» – αν δεν υπάρχει η κοινωνούμενη χαρά, δεν έχει νόημα και η σύναξη.
Η πίστη είναι σχέση, σχέση που τη συνιστά η εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη που τη γεννάει ο έρωτας. Ούτε το κήρυγμα, ούτε οι νουθεσίες, ούτε ο νομικισμός της ντιρεχτίβας γεννάνε έρωτα.
Αυτήν την εξόφθαλμη πραγματικότητα μοιάζει να μην μπορεί πια να την αναγνωρίσει η πλειονότητα των επισκόπων της ελλαδικής Εκκλησίας. Ίσως είναι φυσιολογικό. Διακόσια τώρα χρόνια στην Ελλάδα, η Εκκλησία είναι υποταγμένη στον ρόλο της «επικρατούσας θρησκείας», επομένως ταυτισμένη με τη νοησιαρχία της κοινής ωφέλειας, τον διδακτισμό της ιδεολογίας, τον νομικισμό της ηθικής αποτελεσματικότητας – δηλαδή με τη θνητότητα ως νομοτέλεια.
Έτσι, αποδέχθηκαν οι επίσκοποι να απαγορευθεί η συγκρότηση και φανέρωση της Εκκλησίας στην Ευχαριστία, προκειμένου να σωθούν από τον θάνατο οι βαφτισμένοι στον αναστάσιμο θάνατο. Αποδέχθηκαν να διαστραφεί η γιορτή της υπαρκτικής ελευθερίας σε θέαμα και ακρόαμα τηλεοπτικό. Προφανέστατα, επειδή πιστεύουν οι ιεράρχες ότι ο ρόλος της Ευχαριστίας είναι απλώς κηρυγματικός: να «ωφεληθεί» το άτομο, να διδαχθεί, να τονωθεί συναισθηματικά, να συμμορφωθεί με δεοντολογικές ντιρεχτίβες. Η Εκκλησία σήμερα έχει να κάνει με τη συμπεριφορά, καμία σχέση με την ύπαρξη.
Γιατί υπάρχουμε; Κι αν έχει αιτία και σκοπό η ύπαρξη, γιατί είναι εφήμερη, γιατί ο τρόμος της ανυπαρξίας; Η Εκκλησία απαντάει σε αυτά τα ερωτήματα ως γεγονός, όχι με κηρύγματα. Την αγάπη της μάνας ή τον αληθινό έρωτα δεν τα μαθαίνουμε μέσα από ιδεολογικές παρλαπίπες, η γνώση και των δυο «γεννιέται», είναι εμπειρία, χαρίζεται «ανεπαισθήτως» χάρη στην αμεσότητα της σχέσης.
«Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη» – η Εκκλησία το βεβαιώνει τραγουδώντας «Χριστός Ανέστη»!
*Ο Χρήστος Γιανναράς (γεννήθηκε στην Αθήνα, 10 Απριλίου 1935) είναι σύγχρονος Έλληνας καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας. Σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και του Παρισιού (Σορβόνη). Είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Σορβόνης και της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Επίσης, είναι επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, του St. Vladimir’s Orthodox Seminary της Νέας Υόρκης, του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και της Σχολής του Τιμίου Σταυρού της Βοστώνης.
Από το 1982 μέχρι το 2002 υπήρξε τακτικός καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών της Αθήνας, αρχικά στο τότε ενιαίο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών και μετά στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών. Επίσης, έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής στα πανεπιστήμια Παρισιού, Γενεύης, Λωζάνης και Κρήτης.
Έχει επιδείξει πλούσιο συγγραφικό έργο, με θεματολογία που σχετίζεται με την έρευνα των διαφορών ανάμεσα στην ελληνική και στην δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία και ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Το βιβλίο του “Η ελευθερία του ήθους” θεωρείται ότι όρισε τον πυρήνα αυτού που αργότερα ονομάστηκε «νεορθοδοξία» και έχει χαρακτηριστεί «ο Μάης του ’68 στην Ορθόδοξη θεολογία και ηθική». Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 10 τουλάχιστον ευρωπαϊκές γλώσσες.
Ο Χρήστος Γιανναράς υπήρξε υπότροφος του γερμανικού Ιδρύματος Υποτροφιών “Alexander von Humboldt Stiftung”. Είναι εκλεγμένο μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων, καθώς επίσης και της Διεθνούς Ακαδημίας Ανθρωπιστικών Επιστημών (Academie International des Sciences Humaines) . Παρέμβαινε και συνεχίζει να παρεμβαίνει στην κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα μέσω τακτικής αρθρογραφίας στις εφημερίδες των Αθηνών, “Το Βήμα”, παλαιότερα, επί 13 χρόνια, και από το 1993 μέχρι σήμερα στην “Καθημερινή” . Το ποιο πάνω άρθρο δημοσιεύτηκε χθες 5.4.2020.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα εκφράζουν τον συγγραφέα τους