45 χρόνια μετά: Στη Λύση χωρίς… ξεναγό

45 χρόνια μετά: Στη Λύση χωρίς… ξεναγό

Του Ανδρέα Πιμπίσιη*

Πολλές φορές ο άνθρωπος παίρνει αποφάσεις την τελευταία στιγμή, που στην πορεία έχουν ένα πολύ καλό αποτέλεσμα, αλλά τις περισσότερες δεν πράττει κάτι, γιατί θεωρεί εκ προοιμίου ότι δεν θα του αρέσει το αποτέλεσμα. Χωρίς να πράξεις κάτι, σίγουρα δεν μπορείς να ξέρεις ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Κάπως έτσι ήταν οι σκέψεις μου από τις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν είχα μάθει πως γίνονται προσπάθειες να λειτουργήσει η εκκλησία της Παναγίας της Λύσης, 45 χρόνια μετά την εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή. Κάπου μεταξύ τού «δεν θα πάω» και «μπορεί να πάω». Κάπου μεταξύ …γιατί να πάω και γιατί να πάω ως «επισκέπτης». Αλλά και πάλι γιατί να κάθομαι να διαβάζω τι γράφει ο ένας ή άλλος και γιατί να ακούω τον καθένα τι λέει. Γιατί να μην πάω και να έχω τη δική μου πραγματική εικόνα γεγονότων και ανθρώπων. Αφού το πάλεψα αρκετά, η απόφαση λήφθηκε. Μπορεί για κάποιους να ήταν εύκολη η απόφαση από την πρώτη στιγμή. Άλλοι μπορεί να είχαν κάνει τις επισκέψεις στα κατεχόμενα, ρουτίνα. Υπάρχουν και εκείνοι, όπως του λόγου μου, που μπορεί να μη θεωρούν εύκολη μια τέτοια κίνηση. Για λόγους που δεν είναι ούτε πολιτικοί, ούτε ιδεολογικοί.

Έτσι, νωρίς το πρωί της Κυριακής 8 Σεπτεμβρίου 2019, να ‘μαστε κι εμείς στο Πέργαμος για να περάσουμε να πάμε προς τη Λύση. Γιατί από το Πέργαμος, γιατί είναι το πιο κοντινό σημείο διέλευσης για να πάει κάποιος στη Λύση. Κι αυτό στην πορεία αποδείχθηκε αρνητικός παράγοντας γιατί μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κι άλλα σημεία διέλευσης και να μην παρουσιαστεί ο συνωστισμός που καταγράφηκε στη συνέχεια. Βεβαίως κανείς δεν αδικείται γιατί σίγουρα δεν μπορούσε να υπολογίσει ποια θα ήταν η ανταπόκριση του κόσμου στην πρώτη λειτουργία που έγινε στην εκκλησία τους. Το είπα και πιο πάνω, άλλοι πάνε με ευκολία κι άλλοι όχι. Γιατί σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις δεν υπήρχε και ιδιαίτερα μεγάλη παρουσία.
Δεν σας κρύβω όταν, το απόγευμα του Σαββάτου, είχα μάθει πως θα πήγαιναν καμιά 15αριά λεωφορεία δεν το πολυπίστεψα. Λέω αποκλείεται. Δεν υπήρξε ποτέ κάτι ανάλογο. Κι όμως…
Αφού περάσαμε το Πέργαμος κατευθυνθήκαμε προς Κοντέα και απ’ εκεί κατεύθυνση προς Λύση. Και κάπου εκεί τα δεδομένα αλλάζουν. Οι δρόμοι δεν είναι άγνωστοι. Ναι, αλλά έχουν περάσει 45 τόσα χρόνια από την τελευταία φορά που τα είδα (με εξαίρεση δύο σύντομα περάσματα τον Απρίλη του 2003 και τον Μάρτη του 2004).
Φτάνουμε στην αυλή της εκκλησίας. Λιγοστός κόσμος. Οι πρώτοι που είχαν φτάσει καμιά 20αριά. Μπαίνουμε μέσα. Άδειοι οι τοίχοι, στο δάπεδο στοιβαγμένες πλαστικές καρέκλες, δεν υπάρχουν πλέον οι σκάμνοι. Άδειο το εικονοστάσι. Τρεις εικόνες όλες κι όλες. Ο Χριστός και η Παναγία στις θέσεις τους, δεξιά και αριστερά της Πύλης και στη μια πλευρά μια ακόμα που απεικονίζει τη Γέννηση της Παναγίας. Οι πρώτοι πιστοί θα μπουν μέσα και θα προσκυνήσουν. Θα πάρουν καρέκλα και θα περιμένουν ήσυχα να αρχίσει η λειτουργία.

Λίγο πριν τις 8…
Οι πέντε, δέκα, είκοσι έγιναν εκατόν. Καθώς περνούσε η ώρα όλο και περισσότεροι μαζεύονταν μέσα στην εκκλησία. Ήσυχα – ήσυχα ο ένας μετά τον άλλο περνούν, προσκυνούν τις εικόνες και παίρνουν θέση για το εκκλησίασμα. Η ώρα έφτασε 8 το πρωί. Της 8ης του Σεπτέμβρη το 2019. Ημέρα Κυριακή.
Ο ήχος της ψαλμωδίας ηχεί και πάλι μέσα στην εκκλησία της Παναγίας της Λύσης. Πέρασαν 45 ολόκληρα χρόνια από την ημέρα που ο παπά-Γιώρκης, όπως τον ξέρουν οι Λυσιώτες, προσευχόταν σ’ αυτό το ίδιο ιερό και λειτουργούσε στην Παναγία. Ήταν εκεί. Στην ιερότερη, ίσως στιγμή, για τον ίδιο και για όλους. Δεν χρειαζόταν να τον ρωτήσεις πώς νιώθει. Μαζί του κι άλλοι τέσσερις νεότεροι κληρικοί από τη Λύση, όλοι τους για να προσευχηθούν μαζί με τον επίσκοπο Νεαπόλεως Πορφύριο.
Κοιτάζεις τα πρόσωπα, γέρων και παιδιών κι ένα παράξενο συναίσθημα σε συνεπαίρνει. Είτε είσαι βαθιά θρησκευόμενος είτε όχι, εκείνη η στιγμή είναι για όλους ιερή.


Ξεχειλίζει η συγκίνηση για μικρούς και μεγάλους
Και να μην το θέλεις η συγκίνηση σε κυριεύει. Στο βάθος μια γιαγιά, που έφυγε νέα τότε από το χωριό της, προσπαθεί διακριτικά να σκουπίσει το δάκρυ, το ίδιο και ο μεσήλικας πάρα δίπλα που έφυγε βρέφος από το χωριό. Συγκινημένος και ο νεαρός που γεννήθηκε κάποια χιλιόμετρα μακριά και γνώριζε τον τόπο και χώρο μέσα από αφηγήσεις.
Ο χρόνος περνά και το πλήθος αυξάνεται, οι πέντε και οι δέκα γίνονται εκατοντάδες. Η εκκλησία γεμίζει με πιστούς οι οποίοι μπαίνουν ευλαβικά, χωρίς να σπρώχνουν και χωρίς να διαμαρτύρονται. Περιμένουν όλοι τη σειρά τους και αν δεν βρουν χώρο μέσα στην εκκλησία, βγαίνουν έξω στην αυλή.
Ακόμα κι αυτοί που ήρθαν κάπως πιο αργά, λόγω της συμφόρησης στο Πέργαμος δεν διαμαρτύρονται. Ήρεμα και ήσυχα πορεύονται για να προσευχηθούν. Και καθώς οι ιερείς αρχίζουν να ψέλνουν το απολυτίκιο της Γεννήσεως της Θεοτόκου, τους ακολουθούν όλοι οι πιστοί και απ’ άκρου εις άκρον μέσα στον ιερό ναό της Παναγίας της Λύσης ακούγεται ξανά το… « Η γέννησή σου Θεοτόκε, χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη, εκ σου γαρ ανέτειλε ο Ήλιος της δικαιοσύνης, Χριστός ο Θεός ημών και λύσας την κατάραν, έδωκεν την ευλογίαν και καταργήσας τον θάνατον, εδωρήσατο ημίν τη ζωήν την αιώνιον».
Κόλλυβα, άρτοι και πίτες τοποθετημένα μπροστά από το ιερό για να μνημονευτούν όλοι εκείνοι που έφυγαν από τη ζωή χωρίς να μπορέσουν να ξαναπερπατήσουν στους δρόμους του χωριού τους. Μνημονεύσαμε τη Μαργαρίτα (που την αφήσαμε φεύγοντας πάρα δίπλα στο νεκροταφείο), τον Κυριάκο, τη Μαρία, τον Γρηγόρη, τον Μιχαήλ και τη Σωτηρού, τον Φίλιππο και τη Μαρία, τους παππούδες και τις γιαγιάδες. Αλλά και τη θεία τη Μαρία που μόλις πρόσφατα έφυγε και που σίγουρα θα ήταν σήμερα μαζί μας σ’ αυτό τον χώρο. Μνημονεύσαμε όλοι μας τους δικούς μας ανθρώπους. Το ελάχιστο που μπορούσαμε να κάνουμε…

Τελειώνει η λειτουργία και ξεχύνονται όλοι μέσα στους δρόμους και τα στενά της Λύσης. Οι μεγαλύτεροι προσπαθούν να φέρουν στη μνήμη τους εικόνες προ 45ετίας και να θυμηθούν ποιου το σπίτι ήταν πού. Περπατούν μέσα στους δρόμους προσπαθώντας να πάνε πίσω τότε που παιδιά ακόμα έτρεχαν από γειτονιά σε γειτονιά.
Δεν χρειάζονταν κάποιο να τους ξεναγήσει. Η μνήμη τους ήταν δυνατή για να τους ξεναγήσει και να τους οδηγήσει πίσω στα σπίτια που μεγάλωσαν και έζησαν τα πρώτα τους χρόνια.
Ακόμα κι εμείς, οι νεότεροι, καταφέρνουμε να βρούμε τα σπίτια των γονιών μας. Από μόνη της η σκέψη μας οδηγεί εκεί που πρέπει να πάμε. Χωρίς ξεναγό. Στη δική σου πατρίδα δεν χρειάζεσαι ξεναγό. Σε παίρνουν εκεί που πρέπει να πας η σκέψη και τα πόδια σου. Και αυτά θα σε οδηγήσουν ξανά και ξανά στον ίδιο τόπο και χώρο…
Η γη είναι οι άνθρωποι…
Αυτή η γη έχει κάτι το μοναδικό. Καταφέρνει να δένει και να αγκαλιάζει τους ανθρώπους της και να τους κάνει δικούς της. Τη λάτρευαν και τη λατρεύουν ακόμα και σήμερα οι Ελληνοκύπριοι που ζούσαν εκεί μέχρι τον Δεκαπαύγουστο του 1974. Τη λατρεύουν οι Τουρκοκύπριοι που έχουν βρεθεί εκεί μετά το 1974. Είναι φαίνεται η γη που τους κάνει διαφορετικούς. Τους κάνει να δείχνουν αλληλοσεβασμό ο ένας προς τον άλλο.
Κι αυτό τον σεβασμό έδειξαν οι Τουρκοκύπριοι προς τους Ελληνοκύπριους Λυσιώτες. Εργάστηκαν μαζί τους δίπλα-δίπλα για να καθαρίσουν τον ναό της Παναγίας για να μπορέσουν σχεδόν δύο χιλιάδες άνθρωποι να πάνε να λειτουργηθούν.
Ήταν ένα όνειρο που ξεκίνησε από τον δήμαρχο και τον τέως αντιδήμαρχο που μαζί με τον πατέρα-Σάββα άρχισαν να εργάζονται προς την κατεύθυνση τεχνικής επιτροπής που συστάθηκε στα πλαίσια των προσπαθειών για λύση του Κυπριακού. Και καθώς οι προσπάθειες, σε πολιτικό επίπεδο προχωρούσαν, την ίδια ώρα αναπτύσσονταν οι επαφές μεταξύ των ανθρώπων. Την πολιτική ήρθε να ενισχύσει η επαναπροσέγγιση που δεν έμεινε σε μια αόριστη επαφή. Μπήκε κάτω ένας συγκεκριμένος στόχος και επιτεύχθηκε.
Οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Λύσης αγκάλιασαν αυτό τον στόχο των προσφύγων Λυσιωτών σαν κάτι δικό τους. Και έτρεξαν πρώτοι να εργαστούν και να βοηθήσουν στο να καθαρίσει ο ναός. Και ήταν κι αυτοί εκεί την περασμένη Κυριακή για να χαρούν μαζί με τους Λυσιώτες. Η γη είναι οι άνθρωποι ή οι άνθρωποι είναι γη;
Στην περίπτωση της Λύσης, είναι και τα δύο. Το ξέρεις, το νιώθεις και το αντιλαμβάνεσαι. Και την ώρα που φεύγεις ξέρεις ότι θα έρθεις πίσω γιατί θέλεις να μιλήσεις με τους ανθρώπους αυτούς που σήμερα μένουν σε σπίτια δικών σου ανθρώπων.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ


Ο ιερός ναός Παναγία της Λύσης κτίστηκε την περίοδο 1892-1901. Αρχιτέκτονας και αρχιμάστορας ήταν ο Χριστόδουλος Γρούτας από το Δάλι. Αργότερα συνέχισε και τελείωσε το χτίσιμό της ο Ιάκωβος Παύλου από την Κοντέα. Κτίστηκε στον τύπο της τρίκλιτης σταυροειδούς τρουλλαίας βασιλικής, με έντονο το νεογοτθικό στοιχείο. Η θύρα της είναι αντίγραφο της εισόδου του ναού του Αγίου Νικολάου Αμμοχώστου. Το 1909 κατασκευάστηκε από τον Ευτυχή στη Λάρνακα το εικονοστάσιο. Η κατασκευή του κωδωνοστασίου, έγινε και πάλι από τον Ιάκωβο, τελείωσε το 1920. Ο γυναικωνίτης κατασκευάστηκε το 1948, από τον μάστορα Ηλία από τον Καραβά και τους Λυσιώτες, Ανδρέα Τοφιά, Συμεών Γιάγκου Συμεού και Καλλή του Γιάννη.
Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟ 1973
Ήταν Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου του 1973, όταν ακούστηκε στον ίδιο ναό το απολυτίκιο της Γεννήσεως της Θεοτόκου. Σαράντα-έξι χρόνια πέρασαν από τότε. Εφτά χρονών παιδί εγώ, με τη μητέρα μου στην εκκλησία για να προσευχηθούμε στη μεγάλη γιορτή του χωριού. Τότε, σίγουρα, βαριόμουν που με έσερναν στην εκκλησία, σήμερα κι εγώ μαζί με όλους τους άλλους να στέκομαι και να ακούω τις ψαλμωδίες.

*Ο Ανδρέας Πιμπίσιης, εκτοπισμένος από την Λύση, είναι πολιτικός συντάκτης στην εφημερίδα “Ο Φιλελεύθερος”, στην οποία δημοσιεύτηκε το ρεπορτάζ , στις 15. 9. 2019

 

 

 

Share this post