Foreign Office: Παράνομη η Συνθήκη Εγγυήσεως

Foreign Office: Παράνομη η Συνθήκη Εγγυήσεως

Η Τουρκία  έχει καταφέρει να αναπτύξει ένα αφήγημα, το οποίο κέρδισε έδαφος. Ήταν περισσότερο αποτυχία της ελληνικής πλευράς να αναδείξει το δίκαιό της και τον χαρακτήρα του προβλήματος.

 

Tου Κώστα Βενιζέλου*

Η Τουρκία προχώρησε στην εισβολή στην Κύπρο, την 20ή Ιουλίου 1974, πέντε ημέρες μετά το πραξικόπημα της χούντας και της ΕΟΚΑ Β. Τα σχέδια προϋπήρχαν και τέθηκαν σε εφαρμογή μετά από συνεννόηση με τη χούντα και τους εγκάθετούς της στην Κύπρο, τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και το ΝΑΤΟ. Το σχέδιο κατάληψης τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν μέρος μιας συμφωνίας εκείνων των παικτών και σε αυτή την πορεία η ανατροπή του Προέδρου Μακαρίου ήταν μέρος του παζλ.
Η Τουρκία εισβάλλοντας στην Κύπρο την 20ή Ιουλίου 1974 επικαλέσθηκε τη Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960, μεταξύ της ιδίας, της Βρετανίας και της Ελλάδος. Σύμφωνα με τα άρθρα ΙΙΙ και IV, οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις με την Συνθήκη του 1960 εγγυήθηκαν:

Πρώτον, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της Κύπρου.

Δεύτερον, την απαγόρευση κάθε δραστηριότητας, καθ΄όσον εξαρτάται από αυτές, που θα έχει ως στόχο την ένωση εν όλω ή εν μέρει της Κύπρου με άλλο κράτος.
Τρίτον, την «κατάσταση πραγμάτων» η οποία καθιερώθηκε με το Σύνταγμα του 1960.

Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη Συνθήκη Εγγυήσεως, οι υποχρεώσεις των τριών δυνάμεων ήσαν οι ακόλουθες:
Να απαγορεύσουν, στον βαθμό που εξαρτάται από τις τρεις δυνάμεις, κάθε δραστηριότητα που μπορεί να ευνοήσει την ένωση εν όλω ή εν μέρει της Κύπρου με άλλο κράτος.
Να διαβουλευθούν μεταξύ τους, ούτως ώστε να αναλάβουν κοινή ή συμφωνημένη δράση για να προβούν σε διαβήματα ή για να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προς αποκατάσταση των πραγμάτων, σε περίπτωση παραβίασης των συμφωνιών.
Να ενεργήσει κάθε εγγυήτρια δύναμη αυτοτελώς σε περίπτωση που δεν υπάρχει δυνατότητα για κοινή ή συμφωνημένη δράση.

 

 


Οι αναφορές αυτές δεν δικαιολογούν ποσώς τη στρατιωτική παρέμβαση, η οποία ήταν και εξακολουθεί να είναι παράνομη. Η Τουρκία, ωστόσο, έχει καταφέρει να αναπτύξει ένα αφήγημα, το οποίο κέρδισε έδαφος. Ήταν περισσότερο αποτυχία της ελληνικής πλευράς να αναδείξει το δίκαιό της και τον χαρακτήρα του προβλήματος.

Η Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960 δεν παρέχει το δικαίωμα χρήσης βίας σε κάποια από τις εγγυήτριες δυνάμεις. Μια τέτοια ενέργεια, μια τέτοια ερμηνεία, προδήλως αντίκειται προς τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και τις διατάξεις του αναγκαστικού δικαίου και καθιστά τη Συνθήκη του 1960, σύμφωνα με τον καθηγητή Άγγελο Συρίγο, άκυρη. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 2.4 του Καταστατικού Χάρτη, που αποτελεί κανόνα αναγκαστικού δικαίου, ορίζει ρητώς ότι:
«Πάντα τα μέλη θα απέχωσι εις τας διεθνείς αυτών σχέσεις της απειλής ή χρήσεως βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οιουδήποτε κράτους ή καθ΄ οιονδήποτε άλλον τρόπον ασυμβίβαστον προς τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών». Βεβαίως εξαιρούνται οι περιπτώσεις που αφορούν τη νόμιμη άμυνα (άρθρο 51) και η εφαρμογή εξαναγκαστικών μέτρων του κεφαλαίου 7. (Άγγελος Συρίγος, Η Καθημερινή, 1974 40 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, 20 Ιουλίου 2014, σελ.18).
Σύμφωνα με το αρχείο του Κωνσταντίνου Καραμανλή (Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχείο Γεγονότα και Κείμενα, σελ. 30), στο πενθήμερο που είχε μεσολαβήσει μεταξύ του πραξικοπήματος και της εισβολής, η Μεγάλη Βρετανία ανέλαβε, ως εγγυήτρια δύναμη, την πρωτοβουλία να συγκαλέσει, στις 17 Ιουλίου, στο Λονδίνο, τις κυβερνήσεις Ελλάδος και Τουρκίας για διαβουλεύσεις με σκοπό την αποκατάσταση της νομιμότητας σε εφαρμογή των ιδρυτικών Συνθηκών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ελληνική πλευρά δεν απέστειλε εκπρόσωπο, ενώ η τουρκική πλευρά πρότεινε για τον σκοπό αυτό διμερή παρέμβαση, από κοινού με την αγγλική κυβέρνηση. Όταν η τελευταία απορρίψει την πρόταση, η Άγκυρα θα επιχειρήσει μόνη την εισβολή, καταπατώντας τις υποσχέσεις που είχε δώσει στο Λονδίνο για αποφυγή της βίας και εμμονή στη διαδικασία των διαβουλεύσεων.

Η παρέμβαση αυτή, που έγινε με το επιχείρημα της αποκαταστάσεως της νομιμότητας και της προστασίας των Τουρκοκυπρίων, υπήρξε αυθαίρετη και παράνομη, εφόσον –σύμφωνα με γνωμάτευση του νομικού τμήματος του ΟΗΕ (19.5.1959)– η Συνθήκη Εγγυήσεως απέκλειε τη χρήση βίας». Στο Αρχείο Καραμανλή σημειώνεται επίσης ότι πριν από τη σύγκληση της Διασκέψεως της Γενεύης είχε εκδοθεί η υπ’ αριθμόν 353 απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, καταδικαστική της τουρκικής εισβολής.
Παραδοχή Βρετανών
Από την έρευνα του Βρετανού πρώην διπλωμάτη, ιστορικού, καθηγητή Πολιτικών Ιδεών και Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Guglielmo Marconi της Ιταλίας, Γουίλιαμ Μάλινσον, στο Φόρεϊν Όφις προκύπτει ότι οι ίδιοι οι Βρετανοί εμπειρογνώμονες θεωρούν παράνομη τη Συνθήκη Εγγυήσεως, που το Λονδίνο, με τη βοήθεια τής τότε ελληνικής κυβέρνησης, επέβαλε στον Μακάριο!
Η Συνθήκη Εγγυήσεως, που επέβαλε η Βρετανία στον Μακάριο, είναι παράνομη, σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες του Φόρεϊν Όφις, γιατί παραβιάζει το άρθρο 2.4 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ενώ η ισχύς της συμπαρασύρεται και καταπίπτει από το άρθρο 103. Οι απόψεις αυτές καταγράφονται στο έγγραφο NA FCO 27/166/MF/10/41 των Βρετανικών Κρατικών Αρχείων.
Για τη νομιμότητα της Συνθήκης Εγγυήσεων απαντήσεις δίνουν οι ίδιοι οι Βρετανοί. Οι απόψεις αυτές καταγράφονται στο έγγραφο NA FCO 27/166/MF/10/41 των Βρετανικών Κρατικών Αρχείων.
«Οι διάφορες συμφωνίες του 1960… απετέλεσαν μια συνολική ρύθμιση, στην πραγματικότητα μια συμφωνία πακέτο. Η εγκατάλειψη της θέσης μας για τη Συνθήκη Εγγύησης θα υπονόμευε επομένως τη θέση μας για το υπόλοιπο της ρύθμισης του 1960. Ιδιαίτερα, μπορεί να ανακαλύψουμε μια μέρα ότι έχει υπονομεύσει τη θέση μας επί της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης.
Ακόμα και αν οι τίτλοι μας επί των Κυριάρχων Περιοχών Βάσεων δεν εξαρτώνται από τη Συνθήκη Εγγυήσεων ή τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, οι ρητές διατάξεις αυτών των συνθηκών σχετικά με τις Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων, που αφορούν την εξασφάλιση της ανενόχλητης κατοχής μας και χρήσης των Περιοχών, μπορεί να αποβούν ωφέλιμες. Επιπλέον κάθε τι που θέτει τη ρύθμιση του 1960 ως σύνολο σε αμφισβήτηση θα μας εξέθετε σε πίεση αναφορικά με το ηθικό μας (όχι το νομικό) δικαίωμά μας να διατηρούμε τις Βάσεις. Είτε έχουμε είτε δεν έχουμε άμεσο συμφέρον να διατηρήσουμε τη Συνθήκη Εγγύησης, δεν θα μπορούσαμε ανοιχτά να την εγκαταλείψουμε χωρίς να αναστατώσουμε σοβαρά την Τουρκία».
Όπως υποστηρίζει ο καθηγητής Μάλινσον, «οι συνθήκες του 1960 δεν σχεδιάστηκαν για να επιτρέψουν στην κεντρική κυπριακή κυβέρνηση να δράσει ανεξάρτητα, αλλά για να κρατήσουν, όσο ήταν δυνατό περισσότερο, την ΕΣΣΔ έξω από την Ανατολική Μεσόγειο». Ολόκληρη η ρύθμιση ήταν «αξονισμένη» γύρω από τις βρετανικές βάσεις.
Είναι χαρακτηριστικό, και αγγίζει τα όρια της φάρσας, ότι πάνω από τη μισή Συνθήκη Εγκαθίδρυσης του κυπριακού κράτους αναφέρεται στις βρετανικές βάσεις, λέει ο Βρετανός πρώην διπλωμάτης, που υπενθυμίζει ότι ο Μακάριος δεν εκλήθη καν στη Ζυρίχη (Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος, στη στήλη «Ιδέες και Απόψεις» του ΑΠΕ-ΜΠΕ, 3 Μαρτίου 2017).
Όπως αναφέρει ο Βρετανός πρώην διπλωμάτης, «η Βρετανία έχει αναγνωρίσει εδώ και πολύ καιρό ότι έχει ευθύνη χωρίς ισχύ στην Κύπρο, αλλά ότι αυτό γίνεται υποφερτό με το να είναι τμήμα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ», προσθέτοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, κατά την άποψή του, δεν θα συγκατατεθούν ποτέ σε μια γνήσια ανεξάρτητη Κύπρο, γιατί αυτό ακριβώς θα ήθελε η Ρωσία. Οποιαδήποτε «λύση» θα είναι πάντα προσαρμοσμένη στις μερικώς παράνομες συνθήκες του 1960 και στις Βρετανικές Βάσεις, ανεξάρτητα από τις σημειολογικές εφευρέσεις. Αυτό έγινε και με το σχέδιο Ανάν, οι κύριες προβλέψεις του οποίου εισήχθησαν από τον Χένρι Κίσινγκερ με την «Πρωτοβουλία Πέντε Σημείων» του 1976.
Τα υπόλοιπα δεν είναι πολύ περισσότερο από άσκηση δημοσίων σχέσεων που προορίζεται για τον κυπριακό λαό, «σανός» προς κατανάλωση από τους Κυπρίους μιας πολιτικής ισχύος του 19ου αιώνα (little more than the collateral fodder of 19th Century power-politics). Μια υποτιθέμενη λύση περιέχει τόσο πολλές εξαιρέσεις από το ευρωπαϊκό δίκαιο, που θα θέσει την Κύπρο στο επίπεδο ενός τρίτης κατηγορίας μέλους της ΕΕ, αν όντως επιβιώσει της συμφωνίας που θέλουν οι Αγγλοαμερικανοί να επιβάλλουν»( http://www.defenddemocracy.press και Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος, στη στήλη «Ιδέες και Απόψεις» του ΑΠΕ-ΜΠΕ, 3 Μαρτίου 2017).
Το θέμα της Ασφάλειας και των αναχρονιστικών Εγγυήσεων ανέδειξε για πρώτη φορά ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος Νίκος Κοτζιάς. Ένα θέμα που θεωρείτο ταμπού μέχρι το 2015. Στο έγγραφο που κατατέθηκε ως συνολική πρόταση από την Ελλάδα, σημειώνεται πως το σύστημα εγγυήσεων, όπως υιοθετήθηκε ως παράρτημα των συμφωνιών εγκαθίδρυσης, πρέπει να καταργηθεί, καθώς αντιτίθεται άρδην στις αρχές του διεθνούς δικαίου.
«Η ίδια η θεσμοθέτησή του ήταν εξαρχής αντίθετη προς το διεθνές δίκαιο… Στην πράξη, δε, υπήρξε συστηματική παραβίασή του, με αποκορύφωμα την εισβολή της Τουρκίας το 1974 και τις διατηρούμενες επιπτώσεις της από τη διαρκή κατοχή. Με άλλα λόγια, η σημερινή κατάσταση εμπεριέχει αλυσίδα παρανομιών…» (Νίκος Κοτζιάς, Κύπρος 2015-2018, μια τριετία που άλλαξε το Κυπριακό, σελ. 219-220).

Γνωματεύσεις ειδικών απαντούν στους αυθαίρετους ισχυρισμούς Τουρκίας
Για τη μονομερή αυθαίρετη ερμηνεία της Συνθήκης Εγγυήσεως από την Τουρκία για να δικαιολογήσει την τουρκική εισβολή υπάρχουν γνωματεύσεις διεθνούς κύρους διεθνολόγων οι οποίες αντικρούουν τους τουρκικούς ισχυρισμούς.
Ο πρώην Πρόεδρος της Βουλής Γιαννάκης Ομήρου, σε άρθρο του στον «Φιλελεύθερο» (Ιούνιος 2017), επικαλείται τη γνωμάτευση του διεθνολόγου Hans Kelsen, ο οποίος σημειώνει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Το άρθρο 3 της Συνθήκης Εγγυήσεως φαίνεται ότι, όπως προκύπτει τόσο από τους όρους του όσο και από τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνάφθηκε, αποσκοπεί να καλύψει κυρίως περίπτωση κατά την οποία το κυπριακό Σύνταγμα ανατρέπεται από εσωτερική επανάσταση, η οποία στοχεύει είτε στον περιορισμό των μειονοτικών δικαιωμάτων, είτε σε ένωση με άλλο κράτος ή σε διχοτόμηση.
Αν οι εγγυήτριες δυνάμεις είχαν δικαίωμα να αναλάβουν δράση στρατιωτικού χαρακτήρα, αυτό θα μπορούσε υπό ορισμένες προϋποθέσεις να δικαιολογηθεί ως αυτοάμυνα. Αυτές οι περιστάσεις θα προέκυπταν αν, κατά τη διάρκεια μιας επανάστασης, γινόταν ένοπλη επέμβαση κατά των στρατευμάτων μιας εγγυήτριας δύναμης που βρίσκονται σταθμευμένα στην Κύπρο. Το δικαίωμα αυτό της αυτοάμυνας, όμως, δεν πηγάζει από τη Συνθήκη Εγγυήσεως, αλλά από το γενικό Διεθνές Δίκαιο, όπως περιορίζεται από το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη.
Η νομική κατάσταση είναι πιο περίπλοκη, αν οι ταραχές στην Κύπρο τείνουν να αναστατώσουν το καθεστώς που δημιουργήθηκε με τη Συνθήκη, αλλά δεν οδηγούν σε επίθεση επί των στρατευμάτων κάποιας εγγυήτριας δύναμης. Στο σημείο αυτό οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 2 του Καταστατικού Χάρτη καθίστανται οι κυρίαρχες νομικές παράμετροι του ζητήματος… Πολλές νομικές συζητήσεις έχουν επικεντρωθεί στην ερμηνεία των πιο πάνω άρθρων, ιδιαίτερα για τον ορισμό της επιθετικότητας… O Quincy Wright έχει εκφράσει την πιο δημοφιλή άποψη, όταν όρισε την έννοια της επιθετικότητας, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 (4), ως ακολούθως: «Η απειλή για χρήση ένοπλης βίας πέραν από ένα διεθνώς αναγνωρισμένο σύνορο, για το οποίο μια κυβέρνηση είναι de facto ή de jurer υπεύθυνη, εκτός αν δικαιολογείται από ανάγκη για ατομική ή συλλογική αυτοάμυνα, μετά από εξουσιοδότηση του ΟΗΕ για αποκατάσταση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας ή με τη συναίνεση του κράτους εντός των περιοχών του οποίου χρησιμοποιούνται οι ένοπλες δυνάμεις».
Ανάλογες ρυθμίσεις προβλέφθηκαν όσον αφορά τη Βοσνία ­- Ερζεγοβίνη
Ο καθηγητής Πέτρος Λιάκουρας αναφέρει επί του θέματος: «Στόχος των εγγυήσεων, από ό,τι προκύπτει, ήταν να διατηρηθεί, όπως υιοθετήθηκε, το καθεστώς των Συμφωνιών του 1959. Εξάλλου, η Συνθήκη Εγγύησης συνιστά επιστέγασμα των επιδιώξεων τών τότε παραγόντων συμβαλλομένων χωρών να συστήσουν ένα δεσμευμένο κράτος με επιβεβλημένο Σύνταγμα και καθιστώντας ανίσχυρη οιαδήποτε από τις δύο κοινότητες, ουχ ήττον την πλειοψηφία, να αναθεωρήσει τη συνταγματική δομή όπως αυτή απορρέει από τις συμφωνίες ίδρυσης. Ανάλογες ρυθμίσεις προβλέφθηκαν όσον αφορά τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη το 1995, όπου, επειδή θεωρήθηκε ότι η δομή της τριεθνοτικής χώρας ανάμεσα σε ανταγωνιστικές εθνότητες με απειλητική την τάση να διαλυθεί είναι επικίνδυνα επισφαλής, η προσφυγή στην εξωτερική εγγυητική δύναμη κρίθηκε ως απαραίτητο στοιχείο για να παραχωρηθεί η ανεξαρτησία νέας χώρας.»…
Η ασφάλεια της νήσου προσδιορίζεται από τη Συνθήκη Εγγύησης του 1959 που συνιστά έναν μηχανισμό αλληλοσυνδεόμενων υποχρεώσεων. Το σύνολο των Συνθηκών Ίδρυσης, Συμμαχίας και Εγγύησης δεσμεύει όχι μόνο τις τρεις συμβαλλόμενες χώρες να μην παρέμβουν για ίδιον όφελος αλλά και μέσω του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας να μη μεταβάλλει τίποτε. Όλοι οι φορείς αυτοί έχουν την υποχρέωση να διατηρούν και να ενισχύουν τη δομή που έχει προβλεφθεί και, επειδή αποκτά χαρακτήρα διεθνούς υποχρέωσης που δεσμεύει και την Κυπριακή Δημοκρατία, δεν είναι δυνατό να αναθεωρηθεί από καμία από τις δύο κοινότητες…»
Σύμφωνα με τον Πέτρο Λιάκουρα, «η Τουρκία έκανε χρήση της διάταξης 4 της Συνθήκης Εγγύησης του 1959 και εισέβαλε τον Ιούλιο του 1974 με το επιχείρημα ότι η ανατροπή του Μακάριου από αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων της Ελλάδος, κατ΄ εντολή της στρατιωτικής κυβερνήσεως των Αθηνών, συνιστά εισβολή σε βάρος της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και συνάμα ανατροπή του καθεστώτος των συμφωνιών του 1959, που η Συνθήκη Εγγύησης ρητά προστατεύει. Η στρατιωτική αυτή εισβολή της Τουρκίας επί τη βάσει της Συνθήκη Εγγύησης επικρίθηκε από την επιστήμη με το επιχείρημα ότι μια τέτοια βίαιη ενέργεια στερείται της νομικής βάσης και ότι ως ένοπλη βία αντιστέκεται στις θεμελιώδεις διατάξεις του Χάρτη που απαγορεύουν τη χρήση της, ιδίως εάν αυτή καταλήγει σε διαίρεση του εδάφους και κατοχή, διά της παρουσίας των ενόπλων αυτών δυνάμεων της ίδιας χώρας που εισέβαλε, μέρους αυτού του εδάφους.
(Πέτρος Λιάκουρας, «Από τη Ζυρίχη στη Λουκέρνη», σελ. 475-476, εκδόσεις Σιδέρης)

Κώστας Βενιζέλος είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας βιβλίων για το Κυπριακό και διδάκτορας σε θέματα Επικοινωνίας. Διδάσκει στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Τα ενυπόγραφα κείμενα εκφράζουν τον συγγραφέα.

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα “Ο Φιλελεύθερος” 21.7.2019

Share this post