Οι μυστικές συζητήσεις του Πάπα Πίου ΙΒ’με τον Χίτλερ για πρώτη φορά στο φως
Τα σεξουαλικά σκάνδαλα των Γερμανών ιερέων που ζητούσε ο Πάπας Πίος ΙΒ’ να θαφτούν και η περίεργη σιωπή του μπροστά στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων. Τα έγγραφα που καίνε το Βατικανό.
Τον Αύγουστο του 1939, όσο οριστικοποιούσε τα σχέδια του για την εισβολή στην Πολωνία, ο Αδόλφος Χίτλερ είχε παράλληλα εμπλακεί και σε διαπραγματεύσεις με τον Πάπα Πίο ΙΒ’, τόσο λεπτές που ούτε ο Γερμανός πρέσβης στην Αγία Έδρα δεν γνώριζε γι’ αυτές. Η ύπαρξη αυτών των συνομιλιών ήταν ένα μυστικό που το Βατικανό ήθελε να διατηρήσει για πολύ καιρό μετά τον θάνατο του Πίου ΙΒ΄ και όντως τα κατάφερε για σχεδόν οκτώ δεκαετίες.
Οι 12 τόμοι με τα έγγραφα της Αγίας Έδρας για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που συγκεντρώθηκαν το 1981 και αποτελούσαν μέχρι σήμερα την επίσημη καταγραφή της δραστηριότητας του Βατικανού κατά την περίοδο εκείνη, δεν περιέχει καμία αναφορά σε αυτές τις διαπραγματεύσεις. Η γνώση τους μόλις τώρα ήρθε στο φως μετά το πρόσφατο άνοιγμα των αρχείων του Πίου ΙΒ’ στο Βατικανό.
Η κριτική που έχει ασκηθεί απ’ τους ιστορικούς στην απόφαση του Πίου ΙΒ’ να αποφύγει την άμεση δημόσια κριτική του Χίτλερ και να παραμείνει σιωπηλός απέναντι στο Ολοκαύτωμα, είναι μεγάλη.
Το εξώφυλλου του βιβλίου του David I.Kertzer, το οποίο αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα
Πολλοί συντηρητικοί της Εκκλησίας παρουσιάζουν τον Πίο ως έναν σταθερό, θαρραλέο εχθρό του Χίτλερ και του φασισμού. Ωστόσο, άλλοι τον επέκριναν σκληρά επειδή δεν κατήγγειλε τον επιθετικό πόλεμο των Ναζί και την προσπάθεια του Χίτλερ να εξοντώσει όλους τους Εβραίους της Ευρώπης. Ακόμη και όταν τα SS συγκέντρωσαν περισσότερους από χίλιους Εβραίους στην ίδια τη Ρώμη, στις 16 Οκτωβρίου 1943, ο πάπας αρνήθηκε να μιλήσει δημοσίως. Οι κρατούμενοι πέρασαν δύο ημέρες σε ένα συγκρότημα κοντά στο Βατικανού, και στη συνέχεια στάλθηκαν στο Άουσβιτς.
Το 2000, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ φέρεται να ετοιμαζόταν να οσιοποιήσει τον Πίο ΙΒ’, αλλά οι αντιδράσεις ειδικά από την εβραϊκή κοινότητα της Ρώμης, τον ανάγκασε να αναβάλει την απόφασή. Ο διάδοχός του, Βενέδικτος ΙΣΤ΄, ζήτησε να περιμένουν μέχρι να ανοίξουν τα αρχεία του Βατικανού για τα χρόνια του πολέμου πριν ληφθεί η τελική απόφαση. Ωστόσο, συμφώνησε να ανακηρύξει τον Πίο ΙΒ’ “σεβάσμιο”, ένα σημαντικό βήμα στον δρόμο προς την αγιότητα.
Τελικά, το 2019, ο Πάπας Φραγκίσκος ενέκρινε το άνοιγμα των αρχείων του Πίου ΙΒ’, τα οποία έγιναν διαθέσιμα στους μελετητές έναν χρόνο αργότερα. Στα δύο χρόνια από τότε, κανένα νέο εύρημα δεν ήταν τόσο δραματικό όσο η ανακάλυψη ότι, λίγο αφότου έγινε πάπας, ο Πίος ΙΒ’ εισήλθε σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Χίτλερ, μια ιστορία που λέγεται εδώ για πρώτη φορά.
Ο ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΠΑΠΑΣ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΟΥΤΕ ΝΑ ΒΛΕΠΕΙ ΤΟΝ ΧΙΤΛΕΡ
Τους τελευταίους μήνες της ζωής του, ο προκάτοχος του Πίου ΙΒ’, ο Πίος ΙΑ’, είχε εξελιχθεί σε έναν πραγματικό πονοκέφαλο για τον Χίτλερ. Ο Πάπας είχε εξοργιστεί από το γεγονός ότι ο Χίτλερ είχε καταπνίξει την επιρροή της Εκκλησίας στη Γερμανία, είχε αντικαταστήσει τα καθολικά σχολεία με κρατικά, είχε κλείσει πολλά θρησκευτικά ιδρύματα, αντικαθιστώντας ταυτόχρονα τις χριστιανικές διδασκαλίες με το ναζιστικό δόγμα.
Το 1937, ο Πίος ΙΑ’ εξέδωσε μια εγκύκλιο που καταδίκαζε τη ναζιστική κυβέρνηση για τη δίωξη της Εκκλησίας και την υπεράσπιση μιας παγανιστικής ιδεολογίας. Ο Χίτλερ εξοργίστηκε.
Έναν χρόνο αργότερα, όταν ο Φύρερ επισκέφτηκε τη Ρώμη, ο Πίος ΙΑ’ εγκατέλειψε την πόλη για το καλοκαιρινό του καταφύγιο. Σε δηλώσεις που εξόργισαν τον Μπενίτο Μουσολίνι, τον οικοδεσπότη του Χίτλερ, είπε ότι δεν μπορούσε να αντέξει την εξύμνηση της σβάστικας, την οποία ονόμασε “σταυρό που δεν είναι ο σταυρός του Χριστού”.
Ο “ΦΙΛΙΚΟΣ” ΝΕΟΣ ΠΑΠΑΣ
Προς ανακούφιση του Χίτλερ και του Μουσολίνι, ο Πίος ΙΑ’ πέθανε στις αρχές του 1939. Στη θέση του εξελέγη ο Εουτζένιο Πατσέλι, ο οποίος πήρε το όνομα “Πίος ΙΒ’” και ο Χίτλερ σκέφτηκε ότι τώρα ήταν η ευκαιρία του να βελτιώσει τις σχέσεις με το Βατικανό, ή σε κάθε περίπτωση, να εμποδίσει τον νέο Πάπα να ασκήσει ανοιχτή κριτική στο καθεστώς του.
Ως μυστικό διαμεσολαβητή του με τον Πάπα, επέλεξε τον 36χρονο πρίγκιπα Φίλιπ φον Χέσεν, γαμπρό του βασιλιά της Ιταλίας. Ήταν ένα ιδιαίτερα έμπιστο στέλεχος, όντας ένα από τα πρώτα μέλη των SA, των στρατιωτών του Ναζιστικού Κόμματος.
Λίγο μετά την εκλογή του νέου Πάπα, ο Χίτλερ κάλεσε τον φον Χέσεν στο γραφείο του. Δεδομένης της προφανούς προθυμίας του νέου Πάπα να γυρίσει σελίδα στις δύσκολες σχέσεις του Βατικανού με το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς, ο Χίτλερ είχε αποφασίσει να διερευνήσει την πιθανότητα μιας συμφωνίας. Ο Φον Χέσεν κλήθηκε να δει αν μπορούσε να προγραμματίσει μια μυστική συνάντηση με τον Πάπα προκειμένου να ξεκινήσουν οι συζητήσεις.
Για να διατηρηθεί η μυστικότητα, οι συνομιλίες μεταξύ του φον Χέσεν και του Πάπα θα έπρεπε να γίνονται μέσω ανεπίσημων διαύλων. Για τα επόμενα δύο χρόνια μέσα σε αυτούς τους “ανεπίσημους διαύλους” πρωταγωνιστικό ρόλο θα είχε ένας “άπληστος φασίστας” ονόματι Ραφαέλε Τραβαγκλίνι, αδελφός της συζύγου του φον Χέσσεν και βαθιά δικτυωμένος στο Βατικανό.
Η ΠΡΩΤΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΑΖΙ
Τον Απρίλιο του 1939, μόλις ένα μήνα αφότου ο Πατσέλι έγινε Πάπας, ο φον Χέσεν κάλεσε τον Τραβαγκλίνι στην ιταλική βασιλική κατοικία στη Ρώμη. Εκεί εξήγησε ότι ο Χίτλερ του είχε ζητήσει να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τον νέο ποντίφικα εκτός των κανονικών διπλωματικών διαύλων. Ο Τραβαγκλίνι θα γράψει με τη σειρά του αμέσως στον καρδινάλιο Λορένζο Λάουρι, έναν άνθρωπο κοντά στον Πάπα, ζητώντας τη βοήθειά του για να κανονίσει μια συνάντηση μεταξύ του φον Χέσεν και του Πίου ΙΒ’.
Ο Πάπας συνάντησε τον απεσταλμένο του Χίτλερ για πρώτη φορά στις 11 Μαΐου στο διαμέρισμα ενός τρίτου, προκειμένου να διασφαλίσει τη μυστικότητα. Όσα ειπώθηκαν ήρθαν πρόσφατα στη επιφάνεια..
Σε αυτή την πρώτη συνάντηση, ο Πάπας διάβασε την επιστολή που του είχε στείλει ο Φύρερ προκειμένου να τον συγχαρεί για την εκλογή του και την απάντηση που του έστειλε ο ίδιος. “Ήμουν πολύ προσεκτικός και η απάντηση του Καγκελαρίου του Ράιχ ήταν πολύ ευγενική. Αλλά η κατάσταση από τότε έχει επιδεινωθεί”, θα πει.
Ως παράδειγμα, ανέφερε το κλείσιμο καθολικών σχολείων και σεμιναρίων στο Τρίτο Ράιχ, τη δημοσίευση βιβλίων που επιτίθενται στην Εκκλησία και τον παπισμό και την περικοπή των κρατικών πόρων προς όφελος της Εκκλησίας στην Αυστρία. Είπε στον πρίγκιπα ότι ήταν πρόθυμος να καταλήξει σε συμφωνία με τον Χίτλερ και ήταν έτοιμος να συμβιβαστεί στο βαθμό που του επέτρεπε η συνείδησή του, “αλλά για να συμβεί αυτό, πρέπει πρώτα να υπάρξει ανακωχή… Είμαι βέβαιος ότι αν η ειρήνη μεταξύ της Εκκλησίας και του κράτους αποκατασταθεί, όλοι θα είναι ευχαριστημένοι. Ο γερμανικός λαός είναι ενωμένος στην αγάπη του για την Πατρίδα. Μόλις συνάψουμε την ειρήνη μας, οι Καθολικοί θα σας είναι αφοσιωμένοι, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον”.
Ο Φον Χέσεν του εξήγησε ότι το ναζιστικό κόμμα ήταν χωρισμένο σε φιλοεκκλησιαστικές και αντιεκκλησιαστικές φατρίες, ζητώντας του να βοηθήσει την πρώτη να επικρατήσει, με τον Πάπα όμως να απαντά ότι δεν είχε κανένα συμφέρον να εμπλακεί σε κομματικές πολιτικές.
“Κοιτάξτε την Ιταλία”, του είπε. “Και εδώ υπάρχει μια αυταρχική κυβέρνηση. Και όμως η Εκκλησία μπορεί να φροντίσει για τη θρησκευτική εκπαίδευση των νέων. Κανείς εδώ δεν είναι αντιγερμανός. Αγαπάμε τη Γερμανία. Είμαστε ευχαριστημένοι που η Γερμανία είναι μεγάλη και ισχυρή”.
Ο Φον Χέσεν ρώτησε αν ο Πάπας ήταν πρόθυμος να αποτυπώσει γραπτώς τη δέσμευση της Εκκλησίας να μείνει έξω από την πολιτική. Το πρόβλημα, απάντησε ο Πίος ΙΒ’, αποφεύγοντας την ερώτηση, ήταν να είναι ξεκάθαρο τι σημαίνει πολιτική. Η θρησκευτική εκπαίδευση των νέων, για παράδειγμα, δεν πρέπει να θεωρείται πολιτική.
ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΙΕΡΕΩΝ
Στη συνέχεια, ο Φον Χέσεν ανέφερε αυτό που ήταν ένα άλλο οδυνηρό σημείο στις σχέσεις του Βατικανού με το Ράιχ, τις πολυδιαφημισμένες δίκες “ηθικής” των Γερμανών ιερέων. Εκατοντάδες είχαν κατηγορηθεί για σεξουαλικά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένης και της κακοποίησης παιδιών.
“Τέτοια λάθη συμβαίνουν παντού”, θα πει ο Πάπας. “Μερικά παραμένουν μυστικά και κάποια άλλα υφίστανται εκμετάλλευση. Όποτε μας λένε για τέτοιες περιπτώσεις, επεμβαίνουμε άμεσα”. Οι περισσότεροι ιστορικοί όμως σχεδόν συμφωνούν ότι η Καθολική Εκκλησία αυτές τις υποθέσεις συνήθιζε να τις κουκουλώνει.
Μετά τη συνάντηση, ο φον Χέσεν ταξίδεψε στο Βερολίνο για να μεταφέρει στον Χίτλερ όσα είχε πει ο Πάπας. Τρεις εβδομάδες αργότερα, έχοντας επιστρέψει στη Ρώμη, ο φον Χέσεν μετέφερε ένα μήνυμα των ναζί, το οποίο για να φτάσει στον Πάπα, πέρασε απ’ τα χέρια του Τραβαγκλίνι και του καρδιναλίου Λάουρι.
Το μήνυμα έγραφε ότι ο Φύρερ “ήταν πολύ ικανοποιημένος με τη μυστική συζήτηση που είχε ο φον Χέσεν με την Αυτού Αγιότητα (…) Μετά από αυτή τη συνάντηση έγιναν διάφορες συνομιλίες στο Βερολίνο με τον Φύρερ και τους Γκέρινγκ και Ρίμπεντροπ”, όπου σαν αποτέλεσμα είχαν:
α) Η συνάντηση του Πάπα με τον φον Χέσεν είχε αλλάξει τη στάση του Ρίμπεντροπ ως προς την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ του Ράιχ και του Βατικανού, την οποία είχε προηγουμένως αντιταχθεί αλλά τώρα υποστήριζε.
β) O γερμανικός Τύπος έλαβε εντολή από τις 25 Μαΐου να τερματίσει τις επιθέσεις κατά της καθολικής θρησκείας και των καθολικών ιερέων στη Γερμανία και, αντίθετα, να μιλήσει καλά γι’ αυτούς.
γ) Ο Χίτλερ κάλεσε διάφορους περιφερειακούς αξιωματούχους να στείλουν αναφορές για τη θρησκευτική κατάσταση στις περιοχές τους, προκειμένου να είναι σε θέση να διαπραγματευτεί με το Βατικανό σχετικά με τις ανησυχίες που αυτό έχει.
δ) Αποφασίστηκε να σταλεί στη Ρώμη ο Φον Χέσεν συνοδευόμενος από συγκεκριμένες προτάσεις, για να ξεκινήσει επίσημες επαφές μέσω των αντίστοιχων διπλωματικών οδών για την προσδοκώμενη συμφωνία.
Το μήνυμα του συνέχισε τονίζοντας τη σημασία που έδινε ο Χίτλερ στο να κρατήσουν μυστικές τις διαπραγματεύσεις.
Η ΣΙΩΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1939, καθώς ο Χίτλερ ετοιμαζόταν να εισβάλει στην Πολωνία, συνέχισε να χρησιμοποιεί τους μυστικούς του διαύλους για να δελεάσει το Βατικανό. Ωστόσο, ο Χίτλερ σε μια συνάντηση του με τον φον Χέσεν του είπε ότι δεν πρόλαβε “να μελετήσει επαρκώς τα τρέχοντα περίπλοκα προβλήματα της Καθολικής Εκκλησίας στο Ράιχ” και ότι θα το έκανε σύντομα, σίγουρος ότι όλα θα πάνε καλά.
Η επόμενη μυστική συνάντηση του Φον Έσεν με τον Πίο ΙΒ’ πραγματοποιήθηκε στις 26 Αυγούστου, λιγότερο από μια εβδομάδα προτού ο Χίτλερ στείλει γερμανικά στρατεύματα στην Πολωνία, ξεκινώντας τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και εδώ μίλησαν πρώτη φορά για το “φυλετικό ζήτημα”. Ο φον Χέσεν του είπε ότι ο Χίτλερ πίστευε πως τα “σημαντικότερα ζητήματα” που έπρεπε να επιλυθούν, εάν επρόκειτο να επιτευχθεί συμφωνία, ήταν το “φυλετικό ζήτημα” -αναφερόμενος στην εκστρατεία δίωξης και τρομοκρατίας των ναζί ενάντια στους Εβραίους– και αυτό που θεωρούσε ο Χίτλερ ως ανάμειξη του κλήρου στην εσωτερική πολιτική της Γερμανίας. Ο Χίτλερ, είπε ο φον Χέσεν, πίστευε ότι το πρώτο από αυτά τα εμπόδια, το “φυλετικό ζήτημα”, θα μπορούσε να “προσπελαστεί”, πιθανώς με τη συνέχιση της πολιτικής του νέου Πάπα να μένει σιωπηλός για το θέμα.
Ο Πάπας, όσον αφορά τις ανησυχίες του Χίτλερ σχετικά με την πολιτική δραστηριότητα του γερμανικού κλήρου, είπε ότι δεν πρέπει να υπάρχουν λόγοι ανησυχίας, επειδή η Εκκλησία δεν είχε καμία διάθεση να εμπλέκεται στην κομματική πολιτική. Σε όλες τις συνομιλίες του με τον φον Χέσεν, ο Πάπας δεν εξέφρασε ποτέ καμία ανησυχία για την αντι-εβραϊκή εκστρατεία των Ναζί.
Ακόμη και μετά την κατάκτηση της Πολωνίας, ο Πάπας δεν σταμάτησε τις επαφές και συνέχισε να θέλει να έρθει σε μια συμφωνία με τον Χίτλερ. Μάλιστα σε συνάντηση που είχε πάλι με τον φον Χέσεν τον ρωτούσε για την υγεία του Φύρερ και την κατάσταση του στρατού, χωρίς να τους επικρίνει για κάτι.
Ο ΦΟΝ ΡΙΜΠΕΝΤΡΟΠ ΣΤΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Η επόμενη συνάντηση του Πάπα θα ήταν με τον ίδιο τον υπουργό των Εξωτερικών της Γερμανίας, τον φον Ρίμπεντροπ, και όχι μυστικά αυτή τη φορά, αλλά με κάθε επισημότητα, αφού πρώτα είχαν διευθετηθεί ποια θα ήταν τα θέματα που θα συζητούσαν.
Στις 11 Μαρτίου 1940, ο φον Ρίμπεντροπ και η συνοδεία του έφτασαν με κάθε επισημότητα στο Βατικανό. Ο 46χρονος υπουργός Εξωτερικών, ένας από τους πιο έμπιστους ανθρώπους του Φύρερ, μπήκε στην ιδιωτική βιβλιοθήκη του Πίου ΙΒ’ και αφού αρνήθηκε να γονατίσει όπως επίτασσε το πρωτόκολλο, ξεκίνησε τη συζήτηση μεταφέροντας τους χαιρετισμούς του Χίτλερ. Σε απάντηση, ο Πάπας μίλησε για τα πολλά χρόνια που πέρασε στη Γερμανία, τα οποία τα χαρακτήρισε ως “ίσως τα πιο ευτυχισμένα της ζωής του”.
Ο Φον Ρίμπεντροπ είπε ότι ήλπιζε ότι θα μπορούσαν να μιλήσουν ειλικρινά. Ο Χίτλερ πίστευε ότι η διευθέτηση των διαφορών τους “ήταν πολύ πιθανή να συμβεί”, αλλά εξαρτιόταν από το να διασφαλίσει πρώτα “ότι ο καθολικός κλήρος της Γερμανίας θα εγκατέλειπε κάθε είδους πολιτική δραστηριότητα”.
Φυσικά, η εποχή του πολέμου δεν ήταν η στιγμή για τη σύναψη νέων επίσημων συμφωνιών, του είπε ο Γερμανός υπουργός, αλλά “κατά τη γνώμη του Φύρερ, αυτό που είχε σημασία προς το παρόν ήταν να διατηρηθεί η υφιστάμενη εκεχειρία μεταξύ Εκκλησίας και γερμανικού κράτους και αν είναι και δυνατόν, να την επεκτείνουμε”.
Ο Χίτλερ, είπε ο φον Ρίμπεντροπ, είχε κάνει το δικό του βήμα καλής θέλησης στην επίτευξη αυτής της συμφωνίας. Είχε διαγράψει τουλάχιστον 7.000 κατηγορίες εναντίον καθολικών κληρικών για διάφορα οικονομικά και σεξουαλικά εγκλήματα, και συνέχιζε να δίνει μεγάλη ετήσια οικονομική επιχορήγηση στην Καθολική Εκκλησία. Επίσης του είπε ότι ο Πάπας είχε πολλούς λόγους για να είναι ευγνώμων στον Χίτλερ, καθώς αν η Εκκλησία συνέχιζε να υπάρχει ακόμα στην Ευρώπη, αυτό οφειλόταν στους ναζί που είχαν εξαλείψει την απειλή των Μπολσεβίκων.
Η “ΑΝΗΣΥΧΙΑ” ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΩΝΙΑ
Εδώ οι αφηγήσεις της συνομιλίας από τη μεριά της Γερμανίας και από τη μεριά του Βατικανού αρχίζουν να διαφέρουν. Σύμφωνα με τη γερμανική εκδοχή, “ο Πάπας έδειξε πλήρη κατανόηση στις δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών και παραδέχτηκε χωρίς επιφυλάξεις ότι τα συγκεκριμένα γεγονότα ήταν όπως αναφέρθηκαν. Είναι αλήθεια ότι προσπάθησε να στρέψει τη συζήτηση προς ορισμένα ειδικά προβλήματα και παράπονα, αλλά δεν επέμεινε να συνεχίσει”.
Το έγγραφο, το οποίο μόλις πρόσφατα ήρθε στο φως, δείχνει ότι ο Πάπας πέρα απ’ τις διώξεις κατά της εκκλησίας-απ’ την προπαγάνδα εναντίον της δια του Τύπου μέχρι τον αποκλεισμό της απ’ την εκπαίδευση- έθιξε και άλλα παράπλευρα αλλά σημαντικά ζητήματα. Ο κατάλογος ήταν μακρύς και περιελάμβανε ακόμα και τις περιπτώσεις “ανώτατων αξιωματούχων της Εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένων επισκόπων, που ερευνήθηκαν από την Γκεστάπο”. Ζήτησε αυτές οι ενέργειες να σταματήσουν, ενώ έθεσε και το ευαίσθητο θέμα της Πολωνίας:
“Η Αγία Έδρα έχει μεγάλες ανησυχίες για την τρέχουσα κατάσταση της Εκκλησίας στην Πολωνία, ειδικά λόγω των ακραίων περιορισμών που επιβάλλονται στους επισκόπους και τους ιερείς· τους περιορισμούς στις δραστηριότητες της Εκκλησίας, ακόμη και τις Κυριακές, που εμποδίζουν τους ιερείς και τους πιστούς να εκτελέσουν τις πιο απαραίτητες θρησκευτικές πράξεις και το κλείσιμο πολλών θρησκευτικών ιδρυμάτων και καθολικών ιδιωτικών σχολείων”.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΦΙΚΑ
Μετά τη συνάντηση, ο Πάπας χαρακτήρισε τον φον Ρίμπεντροπ ως έναν αρκετά δυναμικό νεαρό άνδρα, ο οποίος όμως μετατρεπόταν σε φανατικό όταν μιλούσε.
Απαντώντας στην καταγγελία του φον Ρίμπεντροπ ότι ο προκάτοχος του Πάπα είχε χρησιμοποιήσει άσχημα λόγια κατά της Γερμανίας, ο Πίος τόνισε ότι στη δική του πρώτη εγκύκλιο, που κυκλοφόρησε τον προηγούμενο Οκτώβριο, είχε φροντίσει να μην προσβάλει τους Γερμανούς. Το ίδιο έκανε και στη συνέχεια με τη χριστουγεννιάτικη ομιλία του, ξεκαθαρίζοντας ότι η αναφορά που είχε κάνει στα βάσανα ενός “μικρού λαού” δεν αναφερόταν στην Πολωνία, όπως ισχυρίστηκαν ορισμένοι, αλλά στη Φινλανδία, την οποία οι Ρώσοι είχαν πρόσφατα κατακτήσει.
Ο Φον Ρίμπεντροπ προσπάθησε να εντυπωσιάσει τον Πάπα με τη βεβαιότητα του ότι οι Γερμανοί θα κέρδιζαν τον πόλεμο πριν ακόμα και από το τέλος του 1940, έναν ισχυρισμό που θα επαναλάμβανε συνεχώς.
Δύο μήνες μετά τη συνάντηση του Πάπα με τον φον Ρίμπεντροπ, ο γερμανικός στρατός άρχισε την ταχεία πορεία του προς τα δυτικά, κατακτώντας την Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και τη Γαλλία σε συγκλονιστικά σύντομο χρονικό διάστημα. Η Πολωνία πια είχε διαμελιστεί. Ωστόσο, οι μυστικές συναντήσεις του πάπα με τον φον Χέσεν συνεχίστηκαν. Η τελευταία έγινε την άνοιξη του 1941.
Τελικά, καμία επίσημη συμφωνία δεν προέκυψε από τις συναντήσεις, και έτσι με στενή έννοια θα μπορούσαν να θεωρηθούν αποτυχημένες. Αυτό που έκαναν στην πραγματικότητα οι συναντήσεις ήταν να κρατήσουν τον Πάπα σιωπηλό. Ο Χίτλερ δεν σκόπευε ποτέ να αποκαταστήσει τα προνόμια της Εκκλησίας στη Γερμανία.
Ο Πάπας δεν μίλησε ποτέ εναντίον της εκστρατείας του Τρίτου Ράιχ εναντίον των Εβραίων, ούτε καν αυτών που συλλαμβάνονταν στην ιταλική επικράτεια. Ταυτόχρονα, αν δεν ήταν εκείνος που είπε στους Γερμανούς κληρικούς να σωπάσουν, σίγουρα πάντως δεν τους ζήτησε και να αναλάβουν κάποια δράση.
Αν ο πρωταρχικός του στόχος, ως επικεφαλής ενός μεγάλου διεθνούς οργανισμού, ήταν να προστατέψει τα προνόμια της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στο Τρίτο Ράιχ, τότε οι προσπάθειές του θα μπορούσαν να κριθούν έως και επιτυχείς σε κάποια σημεία. Αλλά για εκείνους που βλέπουν το αξίωμα του Πάπα ως μια θέση μεγάλης ηθικής ευθύνης, οι αποκαλύψεις των μυστικών διαπραγματεύσεων του Πίου ΙΒ’ με τον Χίτλερ πρέπει να αποτελούν μια μεγάλη απογοήτευση.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια του πολέμου και η φρίκη γιγαντωνόταν, ο Πίος ΙΒ’ δέχτηκε μεγάλη πίεση για να καταγγείλει το καθεστώς του Χίτλερ και τη συνεχιζόμενη προσπάθειά του να εξοντώσει τους Εβραίους. Θα αντιστεκόταν όμως να το πράξει μέχρι τέλους.