30 χρόνια κενό γράμμα οι Συμφωνίες του Όσλο
Τάνια Κράμερ*
Η φωτογραφία ( David Ake/AFP/Getty Images) της ιστορικής χειραψίας ανάμεσα στον Παλαιστίνιο ηγέτη Γιασέρ Αραφάτ, τότε προέδρου της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) και του πρωθυπουργού του Ισραήλ Γιτζάκ Ράμπιν στο γρασίδι του Λευκού Οίκου, φαίνεται αυτές τις μέρες πολύ μακρινή. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1993 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον φιλοξένησε τους δύο ηγέτες για να υπογράψουν τη Διακήρυξη Αρχών για τις Προσωρινές Ρυθμίσεις Αυτοδιοίκησης, αυτό που έμεινε γνωστό ως Συμφωνίες του Όσλο.
Επρόκειτο για μια ενδιάμεση συμφωνία, με την οποία δημιουργήθηκε η Παλαιστινιακή Αρχή και της έδωσε περιορισμένη εξουσία σε τμήματα της κατεχόμενης από το Ισραήλ Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, εδάφη που το Ισραήλ είχε καταλάβει στον πόλεμο του 1967 και κατέχει μέχρι σήμερα. Οι συμφωνίες προέβλεπαν την αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ του Ισραήλ και της PLO και επέτρεπαν στον ηγέτη της Γιάσερ Αραφάτ, ο οποίος διέμενε τότε στην Τυνησία, και σε άλλους εξόριστους Παλαιστίνιους να επιστρέψουν στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα. Στα χρόνια που ακολούθησαν πολλοί Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί ήλπιζαν ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί μεταξύ των δύο λαών μια διαρκής και δίκαιη ειρήνη. Αλλά αυτή η ελπίδα έχει από καιρό ξεθωριάσει.
«Απέτυχε γιατί ήταν προσωρινή συμφωνία»
Τριάντα χρόνια μετά, ο Γιόσι Μπεϊλίν αναπολεί εκείνη την εποχή. Μετά την ειρηνευτική διάσκεψη της Μαδρίτης τον Οκτώβριο του 1991, η οποία έφερε κοντά Ισραηλινούς, Παλαιστίνιους και διαπραγματευτές από άλλες αραβικές χώρες, ο Ισραηλινός πολιτικός ξεκίνησε επαφές με μέλη της PLO. Αυτό οδήγησε σε μια μυστική πορεία διαπραγματεύσεων στην πρωτεύουσα της ουδέτερης Νορβηγίας, το Όσλο. “Ο σκοπός μου αρχικά ήταν πολύ μετριοπαθής, από τη δική μου άποψη ήταν απλώς ένας τρόπος παρασκηνιακά να βάλουμε τα πράγματα σε τάξη για να λύσουμε τα κενά”, δήλωσε στη DW ο Μπέϊλίν, ο οποίος έγινε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Ράμπιν. Η διαδικασία προχωρούσε, παράλληλα Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί διαπραγματεύονταν επίσης επίσημα στην Ουάσιγκτον.
Ο Γκασάν Χατίμπ καθόταν με την παλαιστινιακή ομάδα με διαπραγματευτές από τη Δυτική Όχθη και τη Γάζα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ενώ έτρεχαν και επίσημες συνομιλίες με Ισραηλινούς αξιωματούχους στην αμερικανική πρωτεύουσα. Η παράλληλη μυστική διαπραγμάτευση στο Όσλο ήταν άγνωστη στην ομάδα της Ουάσιγκτον, ανέφερε στη DW. Ένα θέμα για το οποίο οι δύο πλευρές διαφώνησαν στην Ουάσιγκτον ήταν οι οικισμοί για τους εποίκους. Η ομάδα στην Ουάσιγκτον επέμενε ότι οποιαδήποτε συμφωνία χρειαζόταν τη γραπτή δέσμευση του Ισραήλ ότι θα σταματήσει την επέκταση των εβραϊκών οικισμών. “Αυτό ήταν κάτι που το Ισραήλ δεν αποδέχθηκε. Γι’ αυτό δεν καταλήξαμε σε συμφωνία”, δήλωσε ο Χατίμπ στην DW.
Τελικά, ήταν η μυστική διαπραγμάτευση στο Όσλο που οδήγησε στην ενδιάμεση συμφωνία. “Στο Όσλο, το Ισραήλ αναγνώρισε την ΟΑΠ και σε αντάλλαγμα η ΟΑΠ αποδέχθηκε μια συμφωνία χωρίς τη γραπτή δέσμευση του Ισραήλ να σταματήσει την επέκταση των οικισμών”, δήλωσε ο Χατίμπ, ο οποίος σήμερα είναι λέκτορας διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μπιρ Ζείτ στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη. Το ζήτημα των εποικισμών θεωρείται ως ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους το Όσλο απέτυχε. Αλλά για το τον Μπεϊλίν το κύριο αγκάθι παραμένει ότι το Όσλο δεν ήταν μια συνθήκη ειρήνης, αλλά ένα μεταβατικό πλαίσιο συμφωνίας που υποτίθεται ότι θα οδηγούσε μέσα σε πέντε χρόνια σε μια μόνιμη συμφωνία.
“Δεν ήμουν ενθουσιασμένος με τις προσωρινές λύσεις”, λέει δείχνοντας τις διαδοχικές δεξιές κυβερνήσεις στο Ισραήλ που, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν ενδιαφέρθηκαν για μια συμφωνία. “Η αποτυχία του Όσλο είναι ότι δεν φτάσαμε ποτέ στον πραγματικό μας στόχο, που ήταν μια μόνιμη συμφωνία» επισημαίνει. Ο Μπεϊλίν λέει ότι πίεσε από νωρίς για τη διαπραγμάτευση ενός τελικού καθεστώτος, προειδοποιώντας τον Γιτζάκ Ράμπιν ότι μια περίοδος πέντε χρόνων θα έδινε την ευκαιρία στους εξτρεμιστές και στις δύο πλευρές να ματαιώσουν τη συμφωνία.
Οι νέοι γυρίζουν την πλάτη στις συμφωνίες
Και παραδέχεται ότι “θα ήταν πολύ δύσκολο να μιλήσουμε ήδη τότε για τη μόνιμη συμφωνία, αλλά όχι αδύνατο. Ίσως θα μπορούσαμε να είχαμε γλιτώσει πολύ χρόνο, πολλές απώλειες και στις δύο πλευρές”. Έτσι στα χρόνια μετά την υπογραφή των συμφωνιών του Όσλο ακολούθησαν αντιδράσεις και βία. Οι μαχητές της παλαιστινιακής ισλαμιστικής οργάνωσης Χαμάς και της Ισλαμικής Τζιχάντ εξαπέλυσαν σειρά επιθέσεων αυτοκτονίας και βομβιστικών επιθέσεων, στις οποίες σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν εκατοντάδες Ισραηλινοί τα χρόνια που ακολούθησαν την υπογραφή των συμφωνιών του Όσλο. Η δεξιά αντιπολίτευση του Ισραήλ διοργάνωσε σειρά μαζικών διαδηλώσεων κατά των συμφωνιών. Το 1994 ένας ισραηλινός εξτρεμιστής άνοιξε πυρ εναντίον μουσουλμάνων πιστών κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού στο τέμενος Ιμπραχίμι στη Χεβρώνα, σκοτώνοντας 29 Παλαιστίνιους. Η βία κορυφώθηκε με τη δολοφονία του πρωθυπουργού του Ισραήλ, Γιτζάκ Ράμπιν, το 1995 από έναν εβραίο ακροδεξιό εξτρεμιστή που αντιτάχθηκε στην ειρηνευτική διαδικασία. Τριάντα χρόνια μετά οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί έχουν γυρίσει την πλάτη στις συμφωνίες του Όσλο.
“Μόνο το 1/3 του παλαιστινιακού λαού εξακολουθεί να υποστηρίζει τις συμφωνίες, ενώ στο διάστημα πριν την υπογραφή τους ήταν το 70%”, δήλωσε ο Χατίμπ, ο οποίος παρακολουθεί τακτικά δημοσκοπήσεις μεταξύ των Παλαιστινίων. Εκείνο που παρατηρεί είναι ότι παρά την υπογραφή των συμφωνιών το Ισραήλ “εξακολουθεί να παίρνει περισσότερη γη, να εγκαθιστά περισσότερους εποίκους και να περιορίζει τους Παλαιστίνιους στις κλειστές περιοχές τους”.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη νέα γενιά, η οποία δεν έχει βιώσει καμία ουσιαστική προσπάθεια διαπραγμάτευσης μιας συμφωνίας. “Πιστεύουν ότι το Όσλο είναι υπεύθυνο για πολλές από τις δυσκολίες που ζούμε”, πιστεύει ο Χατίμπ. Μετά τις συμφωνίες του Όσλο οι ισραηλινοί οικισμοί συνέχισαν να επεκτείνονται. Στο τέλος του 1993, υπήρχαν περίπου 116.300 ισραηλινοί έποικοι στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, σύμφωνα με την Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία του Ισραήλ. Το 2005 το Ισραήλ απέσυρε όλους τους οικισμούς του στη Γάζα, αλλά σήμερα υπάρχουν περίπου 700.000 έποικοι στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και την ανατολική Ιερουσαλήμ. Οι ισραηλινοί εποικισμοί στα παλαιστινιακά εδάφη είναι παράνομοι σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και θεωρούνται σημαντικό εμπόδιο για οποιαδήποτε μελλοντική συμφωνία. Εκτός όλων αυτών οι συμφωνίες απέτυχαν να τερματίσουν την ισραηλινή κατοχή στα παλαιστινιακά εδάφη, η οποία διαρκεί 56 χρόνια, από τον πόλεμο του 1967.
«Το Ισραήλ σκότωσε το όνειρο των δύο κρατών»
Ο Παλαιστίνιος Φάτι Αλ Γκουλ είναι διευθύνων σύμβουλος και ιδρυτής νεοφυούς επιχείρησης μάρκετινγκ στη Ραμάλα. “Υπάρχουν πολλά να πούμε για το Όσλο, και πολλά πράγματα ήταν λάθος, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι πήραμε αναγνώριση, αποκτήσαμε μια ταυτότητα”, δήλωσε στη DW. Ο 34χρονος γεννήθηκε στον προσφυγικό καταυλισμό Γιαρμούκ στη Συρία. Μετά τις συμφωνίες του Όσλο η οικογένεια μπόρεσε να έρθει στη Γάζα, όπου ο Αλ Γκουλ μεγάλωσε στον προσφυγικό καταυλισμό Σάτι στην πόλη της Γάζας. Αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στη Δυτική Όχθη το 2007, όταν η Χαμάς κατέλαβε την εξουσία από την Παλαιστινιακή Αρχή.
“Σε γενικές γραμμές, όσον αφορά το Όσλο, απέτυχε. Ήταν μια διαδικασία και υποτίθεται ότι θα κατέληγε σε μια λύση δύο κρατών. Αλλά αν κοιτάξετε την πραγματικότητα, νομίζω ότι το Ισραήλ σκότωσε το όνειρο της λύσης των δύο κρατών”, δήλωσε ο Αλ Γκούλ, αναφερόμενος στην ιδέα της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ. “Πραγματικά θέλαμε να υπάρχουν δύο κράτη, δίπλα-δίπλα, τώρα η μόνη επιλογή είναι η λύση ενός κράτους”. Η Ντόρις Σέχτερ ζει σε ισραηλινό οικισμό στην περιοχή Μπινγιαμίν σε αυτό που αποκαλεί Ιουδαία και Σαμάρεια, μια βιβλική ονομασία της Δυτικής Όχθης. “Προσωπικά πιστεύω ότι το Όσλο ήταν ένα τεράστιο λάθος. Κάθε φορά που το Ισραήλ έδινε γη για οποιαδήποτε ειρηνευτική συμφωνία, τιναζόταν κυριολεκτικά στα μάτια μας”, λέει. Η Σέχτε μεγάλωσε σε πόλη κοντά στο Τελ Αβίβ και περιγράφει τον εαυτό της ως θρησκευόμενη.
Θυμάται ότι την παιδική ηλικία σημαδεύτηκε από τρομοκρατικές επιθέσεις κατά τη διάρκεια της δεύτερης Ιντιφάντα που ξεκίνησε το 2000. Γι’ αυτήν η έννοια της γης έναντι ειρήνης δεν λειτουργεί. “Θα έλεγα πρώτα απ’ όλα ότι δεν πρέπει να δώσουμε κανένα κομμάτι γης του Ισραήλ. Αυτό, σίγουρα, δεν φέρνει ειρήνη, αλλά φέρνει μόνο τρόμο”. Ο Χιλέλ Ασά, Ισραηλινός που μεγάλωσε στην Ιερουσαλήμ, έχει διαφορετική άποψη. Ήμουν μωρό όταν έγιναν οι συμφωνίες του Όσλο και έγινα στρατιώτης μετά τη δεύτερη ιντιφάντα”, λέει. Αφού υπηρέτησε ως στρατιώτης στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, αργότερα δραστηριοποιήθηκε στο “Breaking the Silence”, μια ομάδα βετεράνων του στρατού που ασκεί κριτική στη συνεχιζόμενη στρατιωτική κατοχή των Παλαιστινιακών Εδαφών. Πιστεύει ότι χρειάζονται νέες ιδέες και μια νέα γενιά πολιτικών για να υπάρξει αλλαγή. Την ίδια στιγμή θεωρεί δύσκολο να φανταστεί μια νέα πορεία στη τρέχουσα πολιτική ατμόσφαιρα. “Αισθάνομαι πιο κοντά σε ορισμένους Παλαιστίνιους παρά σε υπερεθνικιστές Εβραίους που υποτίθεται ότι είναι στο πλευρό μου» λέει, «όποια κι αν είναι η λύση ελπίζω να προέρχεται από μετριοπαθή ρεύματα και όχι από περιθωριακές ομάδες”.
*Πηγή:Deutsche Welle (Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου)