26 Δεκεμβρίου 1944 – Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ στην Αθήνα
Η απελευθέρωση του μεγαλύτερου μέρους της ηπειρωτικής Ελλάδας από τις κατοχικές δυνάμεις το φθινόπωρο του 1944 δεν συνδυάστηκε με την επικράτηση ενός κλίματος εθνικής ομοψυχίας για την ανασυγκρότηση της χώρας, έπειτα από τέσσερα χρόνια πολέμων και κατοχής από τις δυνάμεις του Αξονα. Μπορεί το κλίμα να ήταν ενθουσιώδες όταν εισήλθε στην Αθήνα η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου στις 18 Οκτωβρίου 1944, αλλά δεν έπαυαν να υπάρχουν η αβεβαιότητα και ο φόβος για την επόμενη ημέρα της διακυβέρνησης της χώρας.
Από πολλούς ιστορικούς είναι αποδεκτή η άποψη ότι, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η αντίσταση των διάφορων οργανώσεων εναντίον των κατοχικών δυνάμεων ήταν παράλληλα και ένας αγώνας για την κατάκτηση της εξουσίας μετά την απελευθέρωση, στοιχείο που οδήγησε και σε εμφύλιες συγκρούσεις. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, για τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων στα Βαλκάνια καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε η στάση των Βρετανών και των Σοβιετικών.
Τόσο ο αστικός κόσμος και οι Βρετανοί, όσο και η ηγεσία του ΕΑΜ, διακατέχονταν από αμοιβαία καχυποψία, μετά την υπογραφή αρχικά της συμφωνίας του Λιβάνου και στη συνέχεια της συμφωνίας της Καζέρτας, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1944. Η κυβέρνηση Παπανδρέου και οι Βρετανοί φοβούνταν κάποια δυναμική κίνηση του ΕΛΑΣ για την κατάληψη της εξουσίας, ενώ τα ηγετικά στελέχη του ΕΑΜ φοβούνταν το ενδεχόμενο συμπαιγνίας των δύο παραγόντων εις βάρος τους. Ως εκ τούτου, οι τελευταίοι δεν προσέλαβαν διόλου θετικά την απόφαση της κυβέρνησης Παπανδρέου μέσα στον Νοέμβριο για αποστράτευση του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ έως τις 10 Δεκεμβρίου, την ίδια στιγμή που θα παρέμεναν εν ενεργεία η Ορεινή Ταξιαρχία του Ρίμινι και ο Ιερός Λόχος.
Τα μέλη του ΕΑΜ που συμμετείχαν στην κυβέρνηση ως υπουργοί παραιτήθηκαν.
Παρά την απαγόρευσή του, το συλλαλητήριο πραγματοποιήθηκε, όντας εντυπωσιακό με τη συγκέντρωση τόσο πολλών ανθρώπων στην πλατεία Συντάγματος. Αμαυρώθηκε, όμως, από τους πυροβολισμούς εναντίον του πλήθους από την αστυνομία και τον θάνατο περίπου τριάντα ανθρώπων, γεγονότα που σηματοδότησαν την έναρξη των Δεκεμβριανών. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και τους Βρετανούς από τη μία και το ΕΑΜ από την άλλη διήρκεσαν έναν περίπου μήνα.
Η ηγεσία του ΚΚΕ, μη διαθέτοντας ισχυρό πολιτικό αισθητήριο για να αντιληφθεί τη σημασία της Ελλάδας για τους βρετανικούς σχεδιασμούς και μη γνωρίζοντας τη συμφωνία Τσόρτσιλ-Στάλιν για το μέλλον των Βαλκανίων, υπερεκτίμησε τις δυνατότητες δράσης του ΕΛΑΣ εντός των Αθηνών και υποτίμησε τον βρετανικό παράγοντα. Ακόμη και όταν έλαβε αρνητική απάντηση από τη σοβιετική και τη γιουγκοσλαβική πλευρά για παροχή στρατιωτικής συνδρομής, δεν αποδέχθηκε τις προτάσεις της αντίπαλης πλευράς για ανακωχή. Παράλληλα, οι Βρετανοί μετέφεραν χιλιάδες στρατό από την Ιταλία, ανεβάζοντας την παρουσία τους στην Αθήνα σε αρκετούς δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες.
Η ηγεσία του ΚΚΕ είδε την άφιξη του Τσόρτσιλ στην Αθήνα ως πράξη αδυναμίας.
Επιθυμώντας να έχει προσωπική άποψη για την πορεία των μαχών, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ μετέβη ανήμερα των Χριστουγέννων στην Αθήνα, όπου και συναντήθηκε με τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό.
Στις 26 και 27 Δεκεμβρίου, συμμετείχε στη μεγάλη σύσκεψη που διεξήχθη στο υπουργείο Εξωτερικών, στην οποία συμμετείχαν αντιπρόσωποι από τις αντιμαχόμενες πλευρές. Λανθασμένα η ηγεσία του ΚΚΕ είδε την άφιξη του Τσόρτσιλ στην Αθήνα ως πράξη αδυναμίας, δεδομένου ότι ο Βρετανός πρωθυπουργός δεχόταν ισχυρή κριτική στο εσωτερικό της χώρας του για την εμπλοκή στις ελληνικές υποθέσεις. Εκτιμούσε ότι έφθασε στην Ελλάδα με σκοπό την εύρεση μιας λύσης άνευ όρων.
Στη σύσκεψη οι αντιπρόσωποι του ΚΚΕ, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι διαπραγματεύονταν από θέση ισχύος, εξέφρασαν υπερβολικές αξιώσεις, τις οποίες απέρριψαν οι έτεροι συμμετέχοντες. Η μάχη των Αθηνών συνεχίστηκε έως τη νύχτα της 4ης προς την 5η Ιανουαρίου 1945, όταν τα τελευταία τμήματα του ΕΛΑΣ αποχώρησαν από την Αθήνα. Δύο ημέρες νωρίτερα, στις 3 Ιανουαρίου, ο Νικόλαος Πλαστήρας είχε σχηματίσει κυβέρνηση, δίχως την παρουσία στελεχών του ΕΑΜ. Στις 10 Ιανουαρίου το ΚΚΕ ζήτησε ανακωχή. Επειτα από έναν μήνα, στις 12 Φεβρουαρίου, οι δύο πλευρές υπέγραψαν τη συμφωνία της Βάρκιζας.