21η Απριλίου 1967: Η ημέρα που η ελληνική Δημοκρατία μπήκε στον «γύψο»
Του Γιάννη Θ. Διαμαντή*
«Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως, από του μεσονυκτίου ο Στρατός ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας. Εντός ολίγου θα μεταδοθεί διάγγελμα του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων»
Αυτή ήταν η πρώτη αναγγελία του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), ακριβώς πριν από 55 χρόνια, στις 06:30 περίπου το πρωί της Παρασκευής της 21ης Απριλίου 1967, για όσα συνέβαιναν στην πρωτεύουσα αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα. Η Δικτατορία καταλάμβανε την εξουσία και κατέλυε το Σύνταγμα.
Οι περισσότεροι είχαν ξυπνήσει λίγες ώρες νωρίτερα από έναν ασυνήθιστο και διαπεραστικό θόρυβο. Ήταν το κροτάλισμα από τις ερπύστριες των αρμάτων μάχης που περνούσαν μπροστά από τα σπίτια τους κατευθυνόμενα προς συγκεκριμένα σημεία της πόλης. Η πρώτη αντίδραση των περισσοτέρων ήταν να ανοίξουν τα ραδιόφωνά τους για να πληροφορηθούν τι είχε συμβεί, μια κίνηση όμως που περισσότερες απορίες δημιούργησε πάρα έλυσε.
Καμία είδηση, καμία πληροφορία. Μόνο εθνικά εμβατήρια που διαδέχονταν το ένα το άλλο: «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», «Περνάει ο Στρατός» κοκ. Επόμενη αντίδραση, το τηλέφωνο. Ίσως κάποιος συγγενής ή κάποιος φίλος να γνώριζε κάτι παραπάνω. Οι τηλεφωνικές γραμμές όμως είχαν αρχίσει να κόβονται από νωρίς. Κάποια στιγμή λοιπόν γύρω στις 6:30, το πρώτο εκείνο διάγγελμα καθιστούσε σαφές ότι δεν επρόκειτο ούτε για κάποια στρατιωτική άσκηση, ούτε για τίποτα σχετικό.
Η πραγματικότητα ήταν ότι η Δημοκρατία είχε καταλυθεί και ότι τη διακυβέρνηση της χώρας είχε αναλάβει ο στρατός.
Ένα δεύτερο ραδιοφωνικό διάγγελμα ενημέρωνε τον ελληνικό λαό για την επιβολή γενικής απαγόρευσης της κυκλοφορίας καθώς και για την αναστολή μιας μακράς σειράς άρθρων του Συντάγματος, τα άρθρα 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 18, 20, 95 και 97 «λόγω της εκδήλου απειλής κατά της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων». Οι κεντρικοί δρόμοι είναι κλειστοί, η Βουλή και άλλα κτίρια υπουργείων και υπηρεσιών είναι περικυκλωμένα από άρματα μάχης.
Υπαίτιοι και επικεφαλής του πραξικοπήματος ήταν τρεις επίορκοι αξιωματικοί του Στρατού: οι Συνταγματάρχες Γεώργιος Παπαδόπουλος, Νικόλαος Μακαρέζος και ο Ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός. Αυτοί και οι έμπιστοί τους, έχοντας από καιρό αποκτήσει τον έλεγχο σημαντικών μονάδων της Αττικής κατάφεραν να συλλάβουν μία χώρα κυριολεκτικά κοιμώμενη.
Γράφει ο Μάριος Πλωρίτης στο «ΒΗΜΑ» της 29ης Απριλίου του 2001
«Πόσοι θυμήθηκαν πως, τις προάλλες, έκλεισαν 34 χρόνια από το χουντικό πραξικόπημα της 21.4.1967; Ελάχιστοι, φοβάμαι – εκτός από κάποιες φευγαλέες αναφορές στις εφημερίδες και στα άλλα ΜΜΕ.
»Κι όμως πιστεύω πως δεν φτάνει να τιμούμε και να γιορτάζουμε της ηρωικές ώρες του τόπου (1821, 1940, Αντίστασή) αλλά πρέπει να αποτιμούμε τις μελανότατες σελίδες του, που σταμάτησαν την Ιστορία, μόλυναν τα επιτεύγματα γενεών, διασύρανε τη χώρα και μετατρέψανε τον λαό μας σε υποζύγιο μερικών κτηνωδών αρχαιολάγνων.
»Όσο οι πρώτες μπορούν να μας φρονηματίζουν, τόσο οι δεύτερες πρέπει να μας “φρονιμεύουν”, για ν’ αποφεύγουμε τις παγίδες που στήνουν οι λαθροκυνηγοί της Ιστορίας.
»Εκείνο, που προπάντων οφείλουν να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι είναι πώς ένας ολόκληρος λαός μπορεί εν μία νυκτί, να υποδουλωθεί και να εξευτελισθεί από την απάτη και τη βία μια δράκας “εθνοσωτήρων”».
Γύρω στις 2 μετά τα μεσάνυχτα της 20ης Απριλίου, το σύνθημα για την έναρξη του πραξικοπήματος έχει δοθεί. Τα άρματα μάχης του Κέντρου Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων, υπό τις οδηγίες του Παττακού βάζουν ταυτόχρονα μπρος τις μηχανές και ξεκινούν. Το Γουδί σείεται από το βουητό. Ταυτόχρονα ο Συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς αφού επανδρώσει τα αστυνομικά τμήματα με μυημένους άνδρες της ΕΣΑ εισβάλει με επίλεκτες ομάδες στα σπίτια των πολιτικών. Έτσι μέσα σε λίγες ώρες, ένας – ένας όλοι οι πρωταγωνιστές του πολιτικού βίου της χώρας οδηγούνται δια της βίας στο κρατητήριο. Οι περισσότεροι μάλιστα από αυτούς φορώντας τις πιτζάμες τους ή και μόνο τα εσώρουχά τους. Τους είχαν βγάλει κυριολεκτικά από τα κρεβάτια τους. Οι ομάδες του Λαδά συνεχίζουν αστραπιαία με συλλήψεις εκατοντάδων πολιτών.
Έχει πια ξημερώσει και οι επίορκοι αξιωματικοί της χούντας, έχοντας ήδη θέσει την Αθήνα και το πολιτικό σύστημα αυτής υπό τον έλεγχο τους, κινούνται προς τα Ανάκτορα του Τατοΐου. Εκεί ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος ενήμερος για όσα έχουν συμβεί και έχοντας στη διάθεσή του μία μικρή μόνο δύναμη στρατιωτών και σμηνιτών ζητά ενισχύσεις από τον διοικητή Μοίρας Καταδρομών Κωνσταντίνο Κομπόκη. Οι ενισχύσεις όμως αυτές δεν θα φτάσουν ποτέ στο Τατόι. Όπως θα αποδειχθεί λίγο αργότερα, ο Κομπόκης ανήκει στην ομάδα των πραξικοπηματιών. Μάλιστα το όνομα του θα συνδεθεί με την απαρχή της μεγάλης εθνικής μας τραγωδίας, της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, καθώς θα είναι από τους πρωταγωνιστές του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου.
Οι χουντικοί φτάνουν στο Τατόι. Βρίσκονται μέσα στο γραφείο του Βασιλιά κι αυτός είναι ουσιαστικά αιχμάλωτός τους. Του ζητούν να υπογράψει τη συνταγματική κατάργηση, να ορκίσει την κυβέρνηση που επιθυμούν και να προβεί σε διάγγελμα. Αρνείται. Ζητά να δει τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού (Α/ΓΕΣ) Γρηγόριο Σπαντιδάκη και ως μια τελευταία απόπειρα αντίδρασης μεταβαίνει στο Πεντάγωνο.
Η κατάσταση που επικρατεί εκεί όμως επιβεβαιώνει το χειρότερο. Το Πεντάγωνο βρίσκεται υπό τον απόλυτο έλεγχο της χούντας, η οποία φυλακίζει οποιονδήποτε αξιωματικό δηλώνει την αντίθεσή του προς αυτήν. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας υπό τον φόβο ένοπλης επιβολής των επιθυμιών των πραξικοπηματιών, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ορκίζει την κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον ανώτατο δικαστικό Κωνσταντίνο Κόλλια. Η χούντα ήταν πλέον ο απόλυτος κυρίαρχος και έβαζε την «ασθενούσα» Ελλάδα στον «γύψο».
Βεβαίως όπως κάθε πραξικόπημα, έτσι και αυτό της 21ης Απριλίου δεν ήρθε ουρανοκατέβατο, ούτε αποφασίστηκε εν μία νυκτί. Αντίθετα οι πρωταίτιοί του, σχεδίαζαν τις κινήσεις τους αρκετό καιρό πριν, γι’ αυτό και κατάφεραν παρά τον σχετικά χαμηλό βαθμό που κατείχαν στην ιεραρχία να θέσουν υπό τον έλεγχο τους είτε δια της πειθούς, είτε δια του αιφνιδιασμού, είτε δια της παραπλάνησης ολόκληρο σχεδόν το ελληνικό στράτευμα.
Κομβικό σημείο αποτελεί η αποστράτευση του Ιωάννη Γεννηματά τον Οκτώβριο του 1965, και η αντικατάστασή του στην αρχηγεία του ΓΕΣ από τον Γρηγόριο Σπαντιδάκη. Ο Σπαντιδάκης με την ευχέρεια κινήσεων που του προσφέρει η νέα του θέση, προωθεί τους Παπαδόπουλο, Παττακό και Μακαρέζο σε νευραλγικές θέσεις. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, παρά την αποδεδειγμένη ανάμειξή του στην υπόθεση του Σαμποτάζ του Έβρου, τοποθετείται επικεφαλής του νεοϊδρυθέντος 7ου Επιτελικού Γραφείου του ΓΕΣ στο οποίο αναθέτονται οι τομείς ψυχολογικών επιχειρήσεων, προπαγάνδας και πολιτικής διαφωτίσεως.
Ο Στυλιανός Παττακός τοποθετείται ως διοικητής στο Κέντρο Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων στο Γουδί και ο Νικόλαος Μακαρέζος στην ΚΥΠ. Αντίστοιχες κινήσεις έγιναν για έναν σημαντικό αριθμό αξιωματικών που αποτελούσαν τον στενό κύκλο των τριών. π.χ. Ο Δημήτριος Ιωαννίδης τοποθετείται ως διοικητής του Τάγματος της Σχολής Ευελπίδων και ο Ιωάννης Λαδάς ως διοικητής της ΕΣΑ.
Εκτός του γεγονότος αυτού, σε επιχειρησιακό επίπεδο η χούντα ευνοήθηκε σημαντικά από την ύπαρξη του «Σχεδίου Περικλής». Ενός σχεδίου δράσης που είχε εκπονηθεί από την ΚΥΠ στα μέσα της δεκαετίας του ‘50, για την αντιμετώπιση τυχόν εξωτερικού ή εσωτερικού κομμουνιστικού κινδύνου. Το σχέδιο αυτό στην αναπροσαρμογή του οποίου είχε συμμετάσχει και ο Παπαδόπουλος, βρισκόταν στα συρτάρι πολλών αξιωματικών, προσφέροντας έτσι στους πραξικοπηματίες ένα έτοιμο και δοκιμασμένο σχέδιο δράσης.
Πέραν αυτού όμως οι χουντικοί προκειμένου να προσπελάσουν τις τυχόν αντιδράσεις που θα συναντούσαν στηρίχθηκαν και στο «Σχέδιο Προμηθεύς» ένα αντίστοιχο σχέδιο δράσης κατά ενδεχόμενης κομμουνιστικής απειλής που είχε εκπονήσει το ΝΑΤΟ και το οποίο βρισκόταν ακόμα εν ισχύι. Έτσι λοιπόν η διαταγή που εστάλη σε όσες μονάδες δεν είχαν μυηθεί ήταν «Εφαρμόσατε Σχέδιο Προμηθεύς», αφήνοντας παράλληλα να εννοηθεί ότι για την εφαρμογή του σχεδίου αυτού ήταν ενήμεροι και σύμφωνοι όχι μόνο σύσσωμη η στρατιωτική ηγεσία αλλά και ο βασιλιάς.
Η ετοιμότητα και η δίψα των επίορκων αξιωματικών για εξουσία και κατάλυση της δημοκρατίας ήταν τέτοια που μόνο ένα ισχυρό πολιτικό σύστημα θα μπορούσε να τους έχει αποτρέψει και αυτό δυστυχώς πλέον δεν υπήρχε. Είχε δηλητηριαστεί. Είχε εξουθενωθεί από τις συνεχείς και μέχρις εσχάτων συγκρούσεις μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Μόνο την τελευταία εξαετία είχαν συμβεί γεγονότα που έπλητταν ανεπανόρθωτα τον πολιτικό πολιτισμό της χώρας.
Οι κατηγορίες για εκλογές βίας και νοθείας και η κήρυξη του Ανένδοτου Αγώνα της Ένωσης Κέντρου κατά της κυβέρνηση της ΕΡΕ το 1961, η ρήξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή με το Παλάτι, η δολοφονία Λαμπράκη και η αποχώρηση του Καραμανλή από την πρωθυπουργία και την Ελλάδα το ’63, η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και τα Ιουλιανά το ΄65 αλλά και η ανατίναξη από τον Ανδρέα Παπανδρέου της μυστικής συμφωνίας που είχε επιτευχθεί μεταξύ του πατέρα του Γεώργιου Παπανδρέου, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και του Βασιλέα Κωνσταντίνου για εκλογές με απλή αναλογική στις αρχές του ΄67 είχαν πληγώσει βαθιά την πολιτική ζωή της χώρας.
Τα κόμματα κυρίως αλλά και ο λαός είχαν εγκλωβιστεί σε μία συνεχή και σκληρή διαμάχη μη βλέποντας τι πραγματικά ερχόταν. Οι φήμες για πραξικόπημα υπήρχαν, κανείς όμως δεν έμοιαζε να τους δίνει ιδιαίτερη σημασία. Ίσως θεωρούσαν την ύπαρξη της δημοκρατίας ως κάτι δεδομένο. Ακόμα και η εφημερίδα ‘’Αυγή’’ στο φύλλο της 21ης Απριλίου, που τελικά δεν κυκλοφόρησε ποτέ θα δημοσίευε το τελευταίο μέρος μιας σειράς κειμένων που ανέλυαν του λόγους για τους οποίους δεν θα μπορούσε να γίνει δικτατορία στην Ελλάδα. Κι όμως το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, για το οποίο είχαν υπάρξει ενδείξεις και σημάδια από καιρό είχε πετύχει μέσα σε λίγες ώρες και θα παρέμενε για χρόνια…
Αυτό λοιπόν είναι κάτι που ίσως θα πρέπει να θυμόμαστε αρκετά συχνότερα: Ότι το αγαθό της δημοκρατίας δεν είναι δεδομένο, δεν είναι αυτονόητο. Είναι κάτι για το οποίο πρέπει να μαχόμαστε καθημερινά.
ΠΗΓΗ: ot.gr