1922: Ήταν αναπόφευκτη η Καταστροφή;
Προδημοσίευση από το βιβλίο του συγγραφέα: «1922: Ο διχασμός και η Καταστροφή. Η μοιραία σύγκρουση μικροελλαδισμού και ελληνισμού».
Eπί δεκαετίες έπρεπε να αντιδικούμε με εκείνους που ενοχοποιούσαν τους ίδιους τους Έλληνες για την Καταστροφή. Για τη βασιλογενή Δεξιά αποτελούσε τη συνέπεια μιας αχρείαστης και λανθασμένης, υπερφίαλης πολιτικής επιλογής και για την εθνομηδενιστική Αριστερά η κατάληξη μιας μεγαλοϊδεατικής –ιμπεριαλιστικής– εξόρμησης· και, δυστυχώς, αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών και διανοούμενων ελίτ έχοντας πείσει και ένα μεγάλο μέρος του λαϊκού σώματος.
Ένα αξιόλογος συγγραφέας, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, θα γράψει στην Καθημερινή, επιδοκιμάζοντας το ιστορικό ντοκιμαντέρ του Στάθη Καλύβα, Καταστροφές και Θρίαμβοι:
«“Η Ελλάδα έχασε τη Μικρά Ασία, κέρδισε όμως τη Μακεδονία”. Οι προσφυγικοί πληθυσμοί ελληνοποίησαν τη Μακεδονία, ειδικά μετά την ανταλλαγή του 1923. Μια ερμηνεία της μεγάλης καταστροφής όχι ως αποτελέσματος του διχασμού, αλλά ως κεφαλαίου του fatum του ελληνικού κράτους. Ακόμη κι αν κάποιος την έβλεπε να έρχεται, δεν είχε τη δυνατότητα να την αποτρέψει»1.
Και το σχήμα μοιάζει εξισορροπητικό: Η Μεγάλη Ιδέα ήταν απαραίτητη, διότι επέτρεψε τον τριπλασιασμό της Ελλάδας του 1830, αλλά ταυτόχρονα και ουτοπική, σε ό,τι αφορά στην Ιωνία, την Κωνσταντινούπολη, τον Πόντο. «Κερδίσαμε πολλά αλλά χάσαμε και πολλά». Συνεπώς, μια «ειρηνευμένη ελλαδική» Ελλάδα μπορεί να διαβιεί ικανοποιημένη στα σύνορά της, γεωγραφικά και πνευματικά, και οι ελλαδικές ελίτ με «ήσυχη συνείδηση» θα μπορούν να διαχειρίζονται την πολιτική και πολιτιστική ζωή μιας μικρής χώρας.
Αυτή η συνθήκη μας βάζει να ξανασκεφτούμε τί πήγε στραβά – καθώς αντιμετωπίζουμε την ίδια απειλή και σήμερα. Διότι αν ήταν μοιραία η Μικρασιατική Καταστροφή τότε «μοιραία» θα είναι και η συνέχειά της. Ο ελληνισμός, μετά την απώλεια του οικουμενικού ελληνισμού, προώρισται να απωλέσει και την ανεξαρτησία του έσχατου ενδιαιτήματός του. Συναφώς, ο εθνομάρτυρας Χρυσόστομος Σμύρνης έβλεπε σωστά και μακριά τον Αύγουστο του 1922, όταν διακήρυττε πως «Ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς Μ. Ἀσίας, τὸ Ἑλληνικὸν Κράτος, ἀλλὰ καὶ σύμπαν τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος καταβαίνει πλέον εἰς τὸν Ἅδην, ἀπὸ τοῦ ὁποίου καμμία πλέον δύναμις δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ τὸ ἀναβιβάσῃ καὶ τὸ σώσῃ».
Η απώλεια της Σμύρνης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την Κύπρο, τα νησιά του Αιγαίου, τη Θράκη, για το ίδιο το ελλαδικό κράτος ως στοιχειωδώς ανεξάρτητο μόρφωμα.
Επομένως, για να αποτρέψουμε αυτό το νέο fatum του νεο-οθωμανισμού, δηλαδή την επέκταση του 1922 στο 2022, καθίσταται απαραίτητη η διερεύνηση αυτής της ούτως ή άλλως contradictio in terminis. Διότι, αν όντως ήταν αναπόφευκτη η Καταστροφή, τότε δεν μπορούσε να είναι «αναπόφευκτη» και η μικρασιατική εκστρατεία. Θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί· τελικώς θα είχε δίκιο ο Μεταξάς και το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ) που είχαν ταχθεί αναφανδόν εναντίον της.
Στην πραγματικότητα, όμως, όπως μαρτυρείται από τα ιστορικά στοιχεία και επιχειρώ να καταδείξω σε αυτό το δοκίμιο, η «Μεγάλη Ιδέα» είχε τη δυνατότητα να αποβεί τελεσφόρα ως προς τις βασικές της επιδιώξεις και μόνο η λυσσαλέα αντίδραση του μικροελλαδισμού, με τον εθνοκτόνο διχασμό που προκάλεσε, ευθύνεται για την Καταστροφή. Και αν κάτι τέτοιο ισχύει, ίσως να μπορούμε να αντισταθούμε αποτελεσματικά στην απόπειρα του τουρκικού επεκτατισμού να ολοκληρώσει το 1922.
Άλλωστε, οι δύο εναλλακτικές στρατηγικές, η ενσωμάτωση του μεγαλύτερου κατά το δυνατόν μέρους του ελληνισμού στο ελλαδικό κράτος είτε, αντίθετα, η συνεννόηση με την Πύλη, προκειμένου να ενισχυθεί η θέση του ελληνισμού στους κόλπους της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διακινούνταν τόσο στο εσωτερικό των ελίτ του ελλαδικού κράτους όσο και εκείνων του αλύτρωτου ελληνισμού2. Και αποφασιστικό ρόλο στην πρόταξη της μίας ή της άλλης στρατηγικής διαδραμάτιζε η ευρύτερη συγκυρία.
Στη διάρκεια των Κρητικών Επαναστάσεων, θα προτάσσονται οι στρατηγικές της αντιοθωμανικής συμμαχίας, όπως θα τις προωθεί ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος. Αντίθετα, η ήττα των ελληνικών κινημάτων, της Κρήτης το 1869, η κατάρρευση του 1897 ή η ενίσχυση της βουλγαρικής επιβουλής στη Μακεδονία, θα φέρνουν στο προσκήνιο την ελληνοοθωμανική στρατηγική.
Το σχέδιο του μεγαλοτραπεζίτη Ζαρίφη πρόβλεπε μάλιστα την ίδρυση κοινής αυτοκρατορίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας κατά το πρότυπο της Αυστρο-Ουγγαρίας. Η Θεσσαλία, η Ήπειρος και η Μακεδονία θα ενώνονταν με την Ελλάδα και θα αποτελούσαν ένα διευρυμένο «Ελληνικό Βασίλειο» υπό το σκήπτρο του σουλτάνου.
Κάτι ανάλογο θα συμβεί μετά την κατάρρευση του ελληνικού στρατού, το 1897, όταν το επίκεντρο του ελληνικού αλυτρωτισμού θα στραφεί στη Μακεδονία για την αντιμετώπιση της βουλγαρικής απειλής. Ο Γεώργιος Θεοτόκης, ως πρωθυπουργός, θα έλθει και σε συνεννόηση με την οθωμανική διοίκηση για την ευμενέστερη αντιμετώπιση των ελληνικών ανταρτικών ομάδων έναντι των βουλγαρικών, πολιτική που εν πολλοίς είχε τη σύμφωνη γνώμη των Γερμανών3.
Καθόλου τυχαία δε, στην ηγεσία του αντιπάλου στρατοπέδου βρισκόταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ένας ηγέτης που είχε αναδειχθεί μέσα από τη μακροβιότερη επανάσταση του αλύτρωτου ελληνισμού, την Κρητική.
1 Τάκης Θεοδωρόπουλος, «Καταστροφές και θρίαμβοι», Καθημερινή, ηλεκτρ. έκδ. 15 Ιανουαρίου 2022, https://www.kathimerini.gr/opinion/561670345/katastrofes-kai-thriamvoi/
2 Ευαγγ. Κωφός, Ο Ελληνισμός στην περίοδο 1869-1881, Αθήνα 1981, σ. 16.
3 Αλλά, βέβαια, όταν οι ελληνικές ένοπλες ομάδες θα κυριαρχήσουν επί των βουλγαρικών, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα στραφούν με ανανεωμένη επιθετικότητα εναντίον τους.