1922 : Η τελευταία Πρωτοχρονιά στην Σμύρνη και την Μικρά Ασία.
Τα Πρωτοχρονιάτικα, προσφυγικά Κάλαντα από την φωνή της Ειρήνης Μπογιατζή σε μια σπάνια καταγραφή του 1930
Εκατό χρόνια από την τελευταία Πρωτοχρονιά της Μικρασίας, την Πρωτοχρονιά του μοιραίου έτους 1922, ας στρώσουμε λοιπόν τη θύμησή της με ροδανθούς και υάκινθους, αφήνοντας τη φαντασία να μας σεργιανίσει σε παραδείσους χαμένους αλλά όχι ξεχασμένους: το Αϊβαλί, τα Αλάτσατα, το Αδραμύτιο και τοΑίδίνι τα Βουρλά, το Δικελί, την Έφεσο και τον Τσεσμέ τη Μενεμένη και τα Μουδανιά∙ το Μαρμαρίσι και τα Μοσχονήσια∙ την Προύσα, την Πάνορμο και την Πέργαμο∙ τη Σινώπη, τη Σαμψούντα και την Τραπεζούντα τις Φώκιες και τη Σμύρνη, το “Διαμάντι της Ανατολής”, το “Στέμμα της Ιωνίας” την “πόλη του θρύλου και του πόνου”… Η Σμύρνη, η “γκιαούρ Ισμίρ”, υποδέχεται την Πρωτοχρονιά του ’22 με ευχές στα αρμενικά, τα ιταλικά, τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ολλανδικά και κυρίως στα ελληνικά, αφού η συντριπτική πλειοψηφία είναι Έλληνες. Η Σμύρνη με τα τριάντα σχολεία (: την Ευαγγελική Σχολή, το Κεντρικό Παρθεναγωγείο, το Ομήρειο Ίδρυμα κλπ,), με τα τέλεια οργανωμένα νοσοκομεία (με πρώτο και καλύτερο το Γκραικικόν) και τους αρρώστους που καταφθάνουν από παντού για να θεραπευτούν, με τα δραστήρια φιλανθρωπικά της ιδρύματα (: το Άσυλο των Αστέγων, το Λαϊκό Κέντρο, το Ορφανοτροφείο, τη Φιλόπτωχη Αδελφότητα, το Ταμείο Φτωχών, την Αδελφότητα “Ευσέβεια”, το Σύλλογο Κυριών κ.ά.), με τους δημιουργικούς πνευματικούς συλλόγους της (όπως ο Φιλολογικός Σύλλογος “Όμηρος”, ο Καλλιτεχνικός, ο δημοσιογραφικός κ,ά,), με τα αθλητικά σωματεία της (όπως ο Πανιώνιος και ο Απόλλων) και τις λέσχες της, που συγκέντρωναν όλη την “εκλεκτή κοινωνία”, με τα πολυτελή θέατρα (όπως η Νέα Σκηνή, το Θέατρο Σμύρνης, το Σπόρτιγκ Κλαμπ, το Κράιμερ ή το Γκαίυ) και τους δώδεκα κινηματογράφους της, με τις κατάμεστες τράπεζες…και προπαντός η ονειροπόλα Σμύρνη με τον απελευθερωτικό ελληνικό στρατό και με τις δεκαέξι πανέμορφες ορθόδοξες εκκλησίες της υποδέχεται τον Αϊ-Βασίλη και τον καινούριο χρόνο…. Η μητρόπολη Αγία Φωτεινή λαμποκοπά μέσα κι έξω. Ο επιβλητικός μητροπολίτης Χρυσόστομος με τα χρυσά άμφια και την πατερίτσα του αστράφτει σαν αληθινός βυζαντινός αυτοκράτορας πάνω στο θρόνο του. Το βλέμμα του όμως είναι βυθισμένο στοχαστικά και ανήσυχα στο μέλλον. Λαλεί χαρμόσυνα το πανύψηλο καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής καθώς το μεγάλο βαυαρικό ρολόι του δείχνει ακριβώς 12 κι αντιλαλούν οι καμπάνες των άλλων εκκλησιών απ’ την πόλη και τα μαγευτικά περίχωρά της: το Κορδελλιό, το Αλάμπεη και την Παπασκάλα∙ τα Πετρωτά, την Αγία Τριάδα και το Μερσικλή∙ το Βαϊρακλή και το Δραγάτς∙ το Καρατάσι και το Σαλαγανό∙ την Καλλιθέα(Καραντίνα), την Ενόπη (Γκιοζ Τεπές) και τη Μυρακτή (Κοκάρ-Γιαλή)∙ το Βουρνόβα, το Χατζηλάρ και το Βουνάβασι∙ τον Παράδεισο, το Βουτζά και το Σεβδήκιοϊ…
Ευχετήρια κάρτα με την Παραλία της Σμύρνης
«Τα στενά της σοκάκια, οι φαντασμαγορικοί βερχανέδες της, τα αρχαϊκά της σπίτια, τα καφασωτά παράθυρα, τα αιώνια μπαλκόνια, οι μιναρέδες, τα ψηλά κωδωνοστάσια, οι τρούλοι της, τα σαχνισίδια της μέσα στο τρεμουλιαστό φως των φαναριών της έδιναν στην πόλη μια εντύπωση έντονα ειδυλλιακή, κάποιο μυστικισμό…»(2) πάντοτε. Μέσα όμως στη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς του ’22 οι μιναρέδες και τα κωδωνοστάσια έμοιαζαν να αποκρεμιούνται σ’ ένα αγκάλιασμα ερωτικό ή θανατηφόρο – δεν ήξερες! «Το Και, το Παραλλέλι, η Μπελαβίστα, οι Βερχανέδες, οι Μεγάλες Ταβέρνες, το Μπουλβάρ-Αλιότι, ο Κουλές, τα Τράσα (…), τα βαποράκια του Κορδελλιού, το τραμ της πλακόστρωτης προκυμαίας που το ‘σερναν άλογα, τα κατάμεστα με εύθυμο κόσμο κέντρα, τα μονά ζυγά φιστίκια, τα “πολιτάκια” με τα σαντούρια, όλα έμοιαζαν σαν εύθυμες κτυπητές κορδέλες που έπλεκαν ένα χαρωπό γαϊτανάκι. Και μέσα σ’ αυτά η μητέρα να μπαινοβγαίνει με τα παιδιά στα καταστήματα και ν’ αγοράζει τη χαρά του περιττού μέσα σε μεγάλα και μικρά πακέτα…».(3) Άσε τι γινόταν με τη βασιλόπιτα. «Η νοικοκυρά έβαζε μέσα το φλουρί. Η ίδια σχεδίαζε δικέφαλους αητούς και διάφορα πλουμιά με καρεφύλλια και μύγδαλα [Συνήθως πατούσε στη μέση μια ρομβοειδή σφραγίδα με το δικέφαλο αητό, απ’ αυτές που σκάλιζαν οι μοναχοί στο Άγιο Όρος]. Η ίδια σκαρίφιζε με ζυμάρι τη χρονολογία. Σαν τρελά μπαινόβγαιναν τα παιδιά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Πότε θα ‘ρθει η ώρα να κόψουν την πίτα… Να δουν σε ποιον θα πέσει το φλουρί…
Πότε θα μοιράσουν τα ρεγάλα και τους μποναμάδες… Κι οι μεγάλοι αγωνιούσαν για τα ρεγάλα. Ήξεραν ότι όλα ήταν αγορασμένα απ’ του Ξενόπουλου, απ’ τον Μπον Μαρσέ, απ’ τα μεγάλα καταστήματα της Σμύρνης. Πάνω στο στρογγυλό τραπέζι της τραπεζαρίας, η γελένη γεμάτη καρύδια, μύγδαλα, φουντούκια, “μάνα του Ουρανού”, κουκουνάρια, σταφίδες, σύκα, κουρμάδες, δαμάσκηνα, λεμπλεμπούδες. Στη μέση ένα αναμμένο κερί, και τα παιδιά να μπαινοβγαίνουν, να γεμίζουν τις τσέπες και να μασουλίζουν. Δε σταματούσαν τα κάλαντα και οι ευχές στην ξώπορτα…».(4) Βέβαια, «κάθε παλιά Σμυρνιά, την παραμονή στον εσπερινό, έστελνε στον εφημέριο της ενορίας το κόνισμα του Αγίου Βασιλείου με τον άρτον για το Ύψωμα. Και την άλλη μέρα, ξωλείτουργα ο παπάς ήθελε να πάει στο σπίτι να ψάλει το Απολυτίκιον και το Μεγαλυνάριον του Αγίου: “Τον ουρανοφάντορα του Χριστού…”. Η νοικοκυρά κρατούσε μια άσπρη πετσέτα ανοιχτή και ο παπάς βαστώντας τον άρτον τον ύψωνε εκ τρίτου αναφωνών: “Μέγα το όνομα…”. “Της Αγίας Τριάδος”, συμπλήρωνε η οικοδέσποινα. “Πάτερ όσιε, βοήθει τους δούλους σου”, ξανάλεγε ο παπάς κι έκοβε ανάλογες μερίδες, ευλογία για τους εορτάζοντας… Στο Γιαμανλάρ νταγ το πρωί της Πρωτοχρονιάς, όταν ξυπνούσαν οι άνθρωποι, ήθελε να κοιτάξουν το βουνό και να ευχηθούν: “Να είναι στερεωμένοι όλο το χρόνο”. Αν το βουνό ήταν χιονισμένο, αυτό σήμαινε ότι ο χρόνος θα τους ήταν ευτυχισμένος…».(5) Παρόμοιες σκηνές εκτυλίσσονται παντού… Στην Κρήνη (Τσεσμές), μετά το κόψιμο και το μοίρασμα της πίτας, άφηναν όλα τα κομμάτια της πάνω στο τραπέζι μαζί με γλυκά και νερό, για να κατέβει τη νύχτα ο Αϊ-Βασίλης να φάει και να ξεδιψάσει.(6)
Επίσης , έσφαζαν στο κατώφλι της πόρτας μια κόττα ή ένα διάνο “για το καλό”.(7) Στη Χίο της Βιθυνίας, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο νοικοκύρης κάρφωνε ένα κλαδάκι ελιάς πάνω στη βασιλόπιτα, που ακουμπούσαν όρθια στον τοίχο και λειτουργούσε ως ειδώλιο του Αϊ-Βασίλη. Πάνω στο κλαδάκι όλα τα μέλη κρεμούσαν τα χρυσά τους (βραχιόλια, αλυσίδες, σκουλαρίκια, δακτυλίδια κ.ά.) και τα άφηναν εκεί όλη τη νύχτα, για να τους φέρει ο Αϊ-Βασίλης ευτυχία.(8) Στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) η νοικοκυρά σχημάτιζε με ένα πιρούνι πάνω στην πίτα ένα σταυρό “τσιμπιστό”, για να… βγαίνουν τα μάτια των εχθρών και να μην τους γλωσσοτρώνε, ενώ με ένα κλειδί έκαναν διάφορα πλουμιά για να “κλειδώνεται” το στόμα των εχθρών. (9) Εξάλλου, όποιος κέρδιζε το φλουρί δεν το έπαιρνε. Το εξαγόραζε η νοικοκυρά, γιατί ήταν γρουσουζιά να φύγει από το σπίτι.(10)
Στον Πόντο τοποθετούσαν στο εικονοστάσι έξι κλαδιά ελιάς και έξι δάφνης με την ευχή: “ήρθε καλοχρονιά, ας πάει κακοχρονιά”. Επίσης τα κορίτσια έριχναν στη θάλασσα στάρι και αλάτι και έφερναν στο σπίτι θαλασσινό νερό με βότσαλα, που σκόρπιζαν στα δωμάτια, για να έχουν αφθονία αγαθών. Στη Σινώπη, ειδικότερα, κάθε Πρωτοχρονιά κάρφωναν πάνω από το τζάκι ένα νέο κλαδί ελιάς, για να τους δίνει νέα ζωή (11), ενώ όποιος έβρισκε το φλουρί έπρεπε να πάει πρωί πρωί στη βρύση να αφήσει ένα κομμάτι πίτα αλειμμένο με μέλι και βούτυρο, για να εξευμενίσει το στοιχειό που κατοικούσε σ’ αυτή, και να φέρει στο σπίτι ένα κουβά “αγιοβασιλιώτικο νερό” για ανανέωση. (12) Στα Κοτύωρα καλό σημάδι για την οικογένεια ήταν να πέσει το νόμισμα στην Παναγία, που της “μελετούσαν” και το πρώτο κομμάτι. (l3) Στην Κασταμονή, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι νοικοκυρές εκτός από τη βασιλόπιτα ετοίμαζαν και τον αϊβασιλιώτικο χαλβά και μάλιστα με ιδιαίτερη φροντίδα, γιατί από την επιτυχία του εξαρτούσαν την τύχη της χρονιάς. Μετά τον Εσπερινό, τέσσερις ομάδες μαθητών με λευκούς χιτώνες, γαρνιρισμένους με θαλασσί χρώμα και με πολύχρωμα φαναράκια στα χέρια επισκέπτονταν όλα τα σπίτια. Τα κεράσματα ήταν ρακί και μεζέδες για τους μεγάλους και ξηροί καρποί ή φρούτα για τους μαθητές. Με τα χρήματα που εισέπρατταν κάλυπταν έξοδα του σχολείου…(14)
Έτσι έγιναν όλα, όπως κάθε χρόνο, την Πρωτοχρονιά του 1922. Όμως, μήπως δε σταύρωσαν την πίτα “τρις” με το μαχαίρι; Μήπως δε “μελέτησαν” σωστά τα κομμάτια της; Μήπως δεν πάτησαν σωστά πάνω της τη σφραγίδα και ο δικέφαλος αποτυπώθηκε μονοκέφαλος ή ακέφαλος; Μήπως το “φλουράκι” το κέρδισε το Τουρκάκι που παραστεκόταν ή του το “μαρτύρησε” το πονηρό Φραγκάκι; Μήπως δεν πέτυχε ο αϊβασιλιώτικος χαλβάς της Κασταμονίτισσας; Μήπως ξέχασαν να ανανεώσουν τα παλιά κλαδιά ελιάς και δάφνης στα εικονοστάσια τους; Ή μήπως το πρωί της Πρωτοχρονιάς του ’22 πυκνή ομίχλη έκρυβε τη θέα του αχιόνιστου Γιαμανλάρ Νταγ; Μήπως, πάλι, έπιασαν κάποιες κατάρες των Λεβαντίνων εμπόρων που είχαν θησαυρίσει κάτω απ’ το παλιό τουρκικό καθεστώς των διομολογήσεων και τώρα έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τους Έλληνες; Ή μήπως πίσω απ’ τα καφάσια των παραθύρων τα κατακόκκινα από λύσσα μάτια των Τούρκων “μάτιαζαν” το Ελληνικό στοιχείο, που ζούσε το όνειρο της Ανάστασης; Δεν μπορεί, κάποιο κακό σημάδι θα είδαν οι πάνω στη βασιλόπιτα, που ακουμπούσαν όρθια στον τοίχο και λειτουργούσε ως ειδώλιο του Αϊ-Βασίλη. Πάνω στο κλαδάκι όλα τα μέλη κρεμούσαν τα χρυσά τους (βραχιόλια, αλυσίδες, σκουλαρίκια, δακτυλίδια κ.ά.) και τα άφηναν εκεί όλη τη νύχτα, για να τους φέρει ο Αϊ-Βασίλης ευτυχία.(8) Στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) η νοικοκυρά σχημάτιζε με ένα πιρούνι πάνω στην πίτα ένα σταυρό “τσιμπιστό”, για να… βγαίνουν τα μάτια των εχθρών και να μην τους γλωσσοτρώνε, ενώ με ένα κλειδί έκαναν διάφορα πλουμιά για να “κλειδώνεται” το στόμα των εχθρών. (9) Εξάλλου, όποιος κέρδιζε το φλουρί δεν το έπαιρνε. Το εξαγόραζε η νοικοκυρά, γιατί ήταν γρουσουζιά να φύγει από το σπίτι.(10)
Στον Πόντο τοποθετούσαν στο εικονοστάσι έξι κλαδιά ελιάς και έξι δάφνης με την ευχή: “ήρθε καλοχρονιά, ας πάει κακοχρονιά”. Επίσης τα κορίτσια έριχναν στη θάλασσα στάρι και αλάτι και έφερναν στο σπίτι θαλασσινό νερό με βότσαλα, που σκόρπιζαν στα δωμάτια, για να έχουν αφθονία αγαθών. Στη Σινώπη, ειδικότερα, κάθε Πρωτοχρονιά κάρφωναν πάνω από το τζάκι ένα νέο κλαδί ελιάς, για να τους δίνει νέα ζωή (11), ενώ όποιος έβρισκε το φλουρί έπρεπε να πάει πρωί πρωί στη βρύση να αφήσει ένα κομμάτι πίτα αλειμμένο με μέλι και βούτυρο, για να εξευμενίσει το στοιχειό που κατοικούσε σ’ αυτή, και να φέρει στο σπίτι ένα κουβά “αγιοβασιλιώτικο νερό” για ανανέωση. (12) Στα Κοτύωρα καλό σημάδι για την οικογένεια ήταν να πέσει το νόμισμα στην Παναγία, που της “μελετούσαν” και το πρώτο κομμάτι. (l3) Στην Κασταμονή, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι νοικοκυρές εκτός από τη βασιλόπιτα ετοίμαζαν και τον αϊβασιλιώτικο χαλβά και μάλιστα με ιδιαίτερη φροντίδα, γιατί από την επιτυχία του εξαρτούσαν την τύχη της χρονιάς. Μετά τον Εσπερινό, τέσσερις ομάδες μαθητών με λευκούς χιτώνες, γαρνιρισμένους με θαλασσί χρώμα και με πολύχρωμα φαναράκια στα χέρια επισκέπτονταν όλα τα σπίτια. Τα κεράσματα ήταν ρακί και μεζέδες για τους μεγάλους και ξηροί καρποί ή φρούτα για τους μαθητές. Με τα χρήματα που εισέπρατταν κάλυπταν έξοδα του σχολείου…(14) Έτσι έγιναν όλα, όπως κάθε χρόνο, την Πρωτοχρονιά του 1922. Όμως, μήπως δε σταύρωσαν την πίτα “τρις” με το μαχαίρι; Μήπως δε “μελέτησαν” σωστά τα κομμάτια της; Μήπως δεν πάτησαν σωστά πάνω της τη σφραγίδα και ο δικέφαλος αποτυπώθηκε μονοκέφαλος ή ακέφαλος; Μήπως το “φλουράκι” το κέρδισε το Τουρκάκι που παραστεκόταν ή του το “μαρτύρησε” το πονηρό Φραγκάκι; Μήπως δεν πέτυχε ο αϊβασιλιώτικος χαλβάς της Κασταμονίτισσας; Μήπως ξέχασαν να ανανεώσουν τα παλιά κλαδιά ελιάς και δάφνης στα εικονοστάσια τους; Ή μήπως το πρωί της Πρωτοχρονιάς του ’22 πυκνή ομίχλη έκρυβε τη θέα του αχιόνιστου Γιαμανλάρ Νταγ; Μήπως, πάλι, έπιασαν κάποιες κατάρες των Λεβαντίνων εμπόρων που είχαν θησαυρίσει κάτω απ’ το παλιό τουρκικό καθεστώς των διομολογήσεων και τώρα έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τους Έλληνες; Ή μήπως πίσω απ’ τα καφάσια των παραθύρων τα κατακόκκινα από λύσσα μάτια των Τούρκων “μάτιαζαν” το Ελληνικό στοιχείο, που ζούσε το όνειρο της Ανάστασης; Δεν μπορεί, κάποιο κακό σημάδι θα είδαν οι Μικρασιάτες την παραμονή ή ανήμερα της Πρωτοχρονιάς!… Την Πρωτοχρονιά του 1922 η τραγωδία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας βρίσκεται σε κορύφωση. Όλα όμως έγιναν όπως κάθε χρόνο στη “Βασιλίδα της Ιωνίας” και τα περίχωρά της. Γιατί, όπως γράφει ο Η. Βενέζης, «Η καταιγίδα, η καταστροφή πλησίαζαν. Εμείς ήμαστε τότε σχεδόν παιδιά, δεν είχαμε νου και μάτια να δούμε. Αλλά οι πατέρες μας, που είχαν και τα δυο, δεν ήθελαν να δουν. Δεν είχαν μήτε φαντασία. Η ζωή των ελληνικών κοινοτήτων συνεχιζόταν μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα ευφορίας – που είναι χαρακτηριστική των απελπισμένων καταστάσεων…».(12) Για κάποιους ασφαλώς στα παρασκήνια ή και στις κερκίδες του παγκόσμιου αυτού θεάτρου όλα αυτά είναι απλώς στοιχεία τραγικής ειρωνείας, αφού το ξέρουν ή το φαντάζονται ότι πρόκειται για την τελευταία Πρωτοχρονιά των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Το τελευταίο, βέβαια, επεισόδιο της τραγωδίας (η «καταστροφή», η «έξοδος») θα παιχτεί «επί σκηνής» τον Αύγουστο του ίδιου έτους… Από τότε οι Ελληνομικρασιάτες, μπορεί να μετρούσαν όπως όλοι οι χριστιανοί το χρόνο με αφετηρία τη Γέννηση του Χριστού, ως πρόσφυγες όμως αναμετρούσαν το χρόνο με αφετηρία την αποφράδα εκείνη μέρα του Αυγούστου που οι πύρινες γλώσσες έζωσαν θανατηφόρα τον Ελληνισμό της Μικρασίας, αφανίζοντας ένα μεγάλο κομμάτι του και ξεριζώνοντας το υπόλοιπο από τα χώματα όπου για τριάντα ολόκληρους αιώνες ζούσε και δημιουργούσε έργα θαυμαστά. Γι’ αυτό και η βασιλόπιτά τους ουσιαστικά ήταν συνδυασμός του “εορταστικού” άρτου και του “μελίπηκτου” των αρχαίων προσφορών προς τους θεούς και προς τους νεκρούς αντίστοιχα!……
*Οι αναφορές του κειμένου είναι από τα βιβλία:
Ι) Ισαβέλλα Μαλόβρουββα, «Σμύρνη, Διαμάντι της Ανατολής. Περιοδεία φαντασίας στην παλαιά Σμύρνη», Μικρασιατικά Χρονικά, τόμος Α’, σελ. 181-184. 2) Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν, σελ. 54. 3) lφιγένεια Χρυσοχόου, Ξεριζωμένη Γενιά, σελ. 394. 4) Σωκράτης Ρωνάς, «Λαϊκό Μηνολόγιο Σμύρνης», Μικρασιατικά Χρονικά, τόμος Ζ’, σελ. 310. 5) Δημ. Λουκάτος, ” Το έθιμο της Βασιλόπιτας”, Μικρασιατικά Χρονικά, Τόμος Ι΄, σελ. 121. 6) Δημ. Λουκάτος, ό.π., σελ. 123. 7) Γεώργιος Μέγας, Ελληνικαί εορταί και έθιμα λαϊκής λατρείας, Αθήνα 1956, σελ. 61. 8 ) Δημ. Λουκάτος, ό.π., σελ. 124. 9) Γ. Μέγας, ό.π., σελ. 60-61. 10) Δημ. Λουκάτος, ό.π., σελ. 125. 11) Γ. Μέγας, ό.π., σελ. 72. 12) Γ. Μέγας, ό.π., σελ. 70. 13) Λύσανδρος Θεοδωρίδης, «Η Παραμονή του Αγίου Βασιλείου εις Κασταμονήν», Μικρασιατικά Χρονικά, τόμος Β’, σελ. 172. 14) Ηλίας Βενέζης, Μικρασία, Χαίρε, σελ. 37-38. 15) Δημ. Λουκάτος, ό.π., σελ. 108. …
ΠΗΓΗ: Ένωση Βουρλιωτών Μικράς Ασίας
********************************************
Στο “διαμάντι της Ανατολής”, την Σμύρνη, από την παραμονή το βράδυ τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα…
Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά
ψιλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά με τ΄αγιο θρόνος…
Σ΄αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε
πέτρα να μην ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χίλια χρόνια να ζήσει…
Στη Σμύρνη, την παραμονή της πρωτοχρονιάς συνήθιζαν να στολίζουν ένα τραπέζι με ξηρούς καρπούς και γλυκίσματα για να κεράσουν τον Αγιο Βασίλη, όταν θα επισκεπτόταν το σπίτι. Η νοικοκυρά ράντιζε το σπίτι με ξηρούς καρπούς κι έλεγε “Κάλαντα και καλού σκαίρα και πάντα και του χρόνου”.
Το πρωί όλη η οικογένεια πήγαινε στη λειτουργία. Ο πατέρας έπαιρνε ένα ρόδι στην τσέπη του ν’ αγιαστεί. Μόλις επέστρεφαν σπίτι, έσπαζε το ρόδι πίσω από την πόρτα λέγοντας¨”Καλημέρα, έτη πολλά”.
Το ρόδι έπρεπε να είναι γερό και τα σπυριά του τραγανά, γιατί αν ήταν σάπιο κάτι κακό θα τύχαινε. Στη Σμύρνη χτυπάγανε με δύναμη το ρόδι να σκορπίσει.
Έκαναν ποδαρικό πατώντας ένα σίδερο, λέγοντας: σίδερο πάνω, σίδερο κάτω, σίδερο οι άνθρωποι που είναι μέσα,σίδερο η μέση μου, σίδερο η κεφαλή μου.
Ο νοικοκύρης έκανε το σταυρό του, σταύρωνε με το μαχαίρι τρείς φορές την πίτα και έκοβε τόσα κομμάτια όσα ΄και τα μέλη της οικογένειας.
Το πρώτο κομμάτι ήταν του Χριστού, μετά της Παναγίας, του Αη Βασίλη, του σπιτιού και του φτωχού.
Κομμάτια της βασιλόπιτας οι νυκοκοιρές άφηναν, μαζί με ξηρούς καρπούς και γλυκά στις δημόσιες βρύσες της πόλης, για τους περαστικούς και τους φτωχούς.
Για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, οι νυκοκοιρές ετοίμαζαν συνήθως κόκκορα κοκκινιστό στην κατασαρόλα, κεμπάπ με ρύζι και γενικά φαγητά με ρύζι , για να είναι γεμάτος ευτυχία ο νέος χρόνος…
Στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) η νοικοκυρά σχημάτιζε με ένα πιρούνι πάνω στην πίτα ένα σταυρό “τσιμπιστό”, για την γλωσσοφαγιά, ενώ με ένα κλειδί έκαναν διάφορα πλουμιά για να “κλειδώνεται” το στόμα των εχθρών. Όποιος κέρδιζε το φλουρί δεν το έπαιρνε. Το εξαγόραζε η νοικοκυρά, γιατί ήταν γρουσουζιά να φύγει από το σπίτι.
Στην Κρήνη (Τσεσμές), μετά το κόψιμο και το μοίρασμα της πίτας, άφηναν όλα τα κομμάτια της πάνω στο τραπέζι μαζί με γλυκά και νερό, για να κατέβει τη νύχτα ο Αϊ-Βασίλης να φάει και να ξεδιψάσει. Επίσης, έσφαζαν στο κατώφλι της πόρτας μια κόττα ή ένα διάνο “για το καλό”.
Στη Χίο της Βιθυνίας, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο νοικοκύρης κάρφωνε ένα κλαδάκι ελιάς πάνω στη βασιλόπιτα, που ακουμπούσαν όρθια στον τοίχο και λειτουργούσε ως ειδώλιο του Αϊ-Βασίλη. Πάνω στο κλαδάκι όλα τα μέλη κρεμούσαν τα χρυσά τους (βραχιόλια, αλυσίδες, σκουλαρίκια, δακτυλίδια κ.ά.) και τα άφηναν εκεί όλη τη νύχτα, για να τους φέρει ο Αϊ-Βασίλης ευτυχία.
Τα Πρωτοχρονιάτικα, προσφυγικά, σκλαβωμένα Κάλαντα
Οι πρόσφυγες, που πήγαν στην Ελλάδα, μέσα από τα «προσφυγικά κάλαντα» εκφράζουν τον κατατρεγμό τους τόσο στον πρώτο διωγμό, του 1914, όσο και στον οριστικό ξεριζωμό τους το 1922, όταν σβήνει οριστικά και κάθε ελπίδα τους για την «Μεγάλη Ιδέα»
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
δεν έχομε παρηγοριά
κι αρχή καλός μας χρόνος
εξορίστηκεν ο κόσμος.
κι εκεί που ήρτε ο Χριστός
ήρτε κεμαλικός στρατός
μες στην Μικρά Ασία
και μας κάναν εξορία.
Και που να στήσομε φωλιά,
ωσάν τα έρημα πουλιά.
Όλοι μας κυνηγούνε,
και δε θένε να μας δούνε.
Στην Πόλη στην Αγιά Σοφιά,
θα στήσουμε καμπάνες
να βγουν τα μισοφέγγαρα,
να στηριχτούν λαμπάδες
να βγουν οι Τούρκοι απ’ τα τζαμιά,
να φύγουν κι οι χοτζάδες
να ‘ρθουν τα ελληνόπαιδα,
με τους Πατριαρχάδες.
Τότες θα ‘χομε ελπίδα
πως θα πάμε στην πατρίδα.
Ακούστε τα κάλαντα από την φωνή της Ειρήνης Μπογιατζή από την Π. Φώκαια της Μικράς Ασίας σε μια σπάνια καταγραφή της Μέλπως Μερλιέ από το 1930