Σεπτεμβριανά: ένα ορόσημο στην ιστορία της Ρωμιοσύνης

Αλέξης Αλεξανδρής

Σεπτεμβριανά: ένα ορόσημο στην ιστορία της Ρωμιοσύνης

Του ΑΛΕΞΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ, πρέσβυ ε.τ.

Η ευθύνη της Τουρκίας για τον σχεδιασμό και διενέργεια των βίαιων και καταστροφικών Σεπτεμβριανών γεγονότων κατά του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης είναι πλέον ιστορικά αποδεδειγμένη με αδιάσειστα στοιχεία που έφερε στο φως της δημοσιότητας η ιστορική έρευνα, με τους τούρκους επιστήμονες να πρωτοστατούν πλέον στην αποκάλυψη πτυχών και λεπτομερειών των θλιβερών γεγονότων της 6/7 Σεπτεμβρίου 1955. Ωστόσο παρά τις φιλότιμες και αξιέπαινες προσπάθειες των προοδευτικών και δημοκρατικών τούρκων μελετητών, η κυρίαρχη άποψη στην Τουρκία εξακολουθεί να παρουσιάζει τα Σεπτεμβριανά σαν ένα μεμονωμένο, δυσάρεστο γεγονός τα αίτια του οποίου πηγάζουν από την «ελληνική υποκίνηση του Κυπριακού ζητήματος». Ως εκ τούτου, διαδοχικές τουρκικές κυβερνήσεις τα τελευταία 62 χρόνια αρνήθηκαν να ζητήσουν επίσημα συγγνώμη από την ελληνική μειονότητα της Τουρκίας για τους βανδαλισμούς και τις καταστροφές που υπέστη η ελληνορθόδοξη κοινότητα της Πόλης.

Από την άλλη πλευρά, η κοινή γνώμη στην Ελλάδα ανατρέχει στα Σεπτεμβριανά, ιδίως κατά τις επετείους των γεγονότων, προκειμένου να διατηρήσει ζωντανή την ευθύνη της τουρκικής Πολιτείας για τις ανθελληνικές ταραχές και βιαιότητες. Ενίοτε γίνεται και αναφορά στην αδυναμία της Ελλάδας να αντιδράσει με πιο αποτελεσματικό τρόπο προκειμένου να εμποδίσει την δραματική συρρίκνωση της Πολίτικης Ρωμιοσύνης που έχει σαν αφετηρία το πογκρόμ της 6/7 Σεπτεμβρίου 1955.

Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει το γεγονός ότι η αφήγηση για τη στάση της Ελλάδας κατά τα γεγονότα αυτά περιορίζεται σε γενικότητες, χωρίς να έχουν ερευνηθεί και αξιολογηθεί οι επιμέρους πτυχές και επιπτώσεις της πολιτικής που ακολούθησε στην κρίσιμη εκείνη συγκυρία η Αθήνα. Οι έλληνες σχολιαστές των γεγονότων προβάλλουν με έμφαση το έντονο ενδιαφέρον της Ελλάδας για την ελληνική ομογένεια στην Κωνσταντινούπολη και για το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και πράγματι η ευαισθησία της ελληνικής κοινής γνώμης για τον Ελληνισμό της Πόλης ήταν και παραμένει δεδομένη.

Πέραν όμως της γενικής αυτής διαπίστωσης παραμένουν σοβαρά ερωτηματικά που δεν έχουν μέχρι σήμερα απαντηθεί. Παραδείγματος χάριν, κατά το σχεδιασμό της ελληνικής πολιτικής στο Κυπριακό στις αρχές της δεκαετίας του 50 είχε η Αθήνα μελετήσει τη παράμετρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Ελληνισμού της Πόλης; Στην περίπτωση που υπήρξε μια τέτοια επεξεργασία ποια ήταν η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων της ελληνικής κυβέρνησης; Υπήρξαν οι απαραίτητες συνεννοήσεις μεταξύ Αθήνας και Φαναρίου; Είχε ληφθεί υπόψη σοβαρά το γεγονός ότι η Τουρκία θα μετέτρεπε τους εξαιρετικά ευάλωτους 100,000 ρωμιούς της Πόλης σε ομήρους μιας αναπόφευκτης ελληνοτουρκικής αναμέτρησης λόγω του Κυπριακού ζητήματος; Υπήρχε δίκτυο προστασίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου; Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι ταγοί της Ρωμιοσύνης είχαν καταστρώσει δική τους στρατηγική αντιμετώπισης των «παρενεργειών» που αναπόφευκτα θα προκαλούσε η έναρξη του αγώνα των Κυπρίων Ελλήνων για ένωση με την Ελλάδα; Η διασφάλιση του μέλλοντος του Ελληνισμού της Πόλης ή τουλάχιστον του Οικουμενικού Πατριαρχείου περιλαμβανόταν στις κόκκινες γραμμές της ελληνικής πολιτικής;

Η ασάφεια που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τις απαντήσεις στα ανωτέρω ερωτήματα οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι είναι καθόλα απογοητευτικές. Κατ΄ αρχάς πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το Σεπτέμβριο του 1955 υπήρχε ένα προφανές πολιτικό κενό εξουσίας στην Ελλάδα. Ο πρωθυπουργός στρατάρχης Παπάγος ήταν βαριά ασθενής αλλά αρνείτο επίμονα να παραιτηθεί. Τα καθήκοντά του ασκούσαν οι αντιπρόεδροι Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Στέφανος Στεφανόπουλος, οι οποίοι διεκδικούσαν συνάμα τη διαδοχή στην πρωθυπουργία.

Στο πολιτικό και εθνικό σκηνικό στην Ελλάδα κυριαρχούσε το Κυπριακό και ο απελευθερωτικός αγώνας έναντι της αποικιακής αγγλικής διοίκησης στη Μεγαλόνησο συνάρπαζε και κινητοποιούσε την ελληνική κοινή γνώμη. Τα πραγματικά δεδομένα ωστόσο ήταν πολύ πιο σύνθετα με την ελληνική εξωτερική πολιτική να αντιμετωπίζει ένα φοβερό δίλημμα: Από την μια πλευρά καλείτο να υποστηρίξει με κάθε διαθέσιμο σε αυτή μέσο τον εθνικό αγώνα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, που επιζητούσε επίμονα η κοινή γνώμη. Και από την άλλη να συμμορφωθεί με τις αυστηρές υποδείξεις της ΝΑΤΟϊκής Συμμαχίας και ιδίως των ΗΠΑ για αφοσίωση στην ελληνοτουρκική φιλία, που σύμφωνα με τους σχεδιασμούς αποτελούσε ασπίδα της Δύσης έναντι της Σοβιετικής Ένωση στην περιοχή των Βαλκανίων, και της Ανατολικής Μεσογείου. Στην εξίσωση αυτή πρέπει να προστεθεί η αξίωση της Άγκυρας για επιστροφή της νήσου στην Τουρκία ή τουλάχιστον τη διχοτόμηση της σε περίπτωση τερματισμού της βρετανικής αποικιοκρατικής διοίκησης της Κύπρου. Τη μαξιμαλιστική αυτή διεκδίκηση στήριζε η καθοδηγούμενη τουρκική κοινή γνώμη με φανατισμό και ανθελληνικό μένος

Αν στους αντικρουόμενους αυτούς στόχους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής προστεθεί και η μέριμνα για την διατήρηση του Ελληνισμού στην Τουρκία γίνονται αντιληπτοί οι λόγοι που ωθούσαν την Αθήνα να τελεί συχνά «εν πλήρει συγχύσει» όσον αφορά τις προτεραιότητες και την αποφασιστική υποστήριξη μιας συγκεκριμένης πολιτικής.

Πάνω απ΄ όλα έπασχε φοβερά ο συντονισμός στο ανώτατο επίπεδο της ελληνικής κυβέρνησης. Σε αυτή την έλλειψη συντονισμού και προετοιμασίας οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, ο αιφνιδιασμός, δυστυχώς σε βαθμό παράλυσης, της ελληνικής διπλωματίας όταν βρέθηκε ενώπιον των καταστροφικών ανθελληνικών εκδηλώσεων στην Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη τη νύκτα της 6/7 Σεπτεμβρίου 1955. Αυτό διαφαίνεται από τον τρόπο που ή ελληνική αντιπροσωπεία χειρίστηκε το θέμα του ανθελληνικού πογκρόμ κατά τη διάρκεια των συνομιλιών της Τριμερούς Διάσκεψης για το Κυπριακό στο Λονδίνο (Ελλάδα, Τουρκία, Μεγάλη Βρετανία, 29.8-7.9.1955). Στην πρωινή συνάντηση της 7ης Σεπτεμβρίου, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Ζορλού αναφέρθηκε πρώτος στα επεισόδια της προηγούμενης νύκτας, αποδίδοντας τους βανδαλισμούς «στη φυσική αντίδραση του τουρκικού λαού για τις αξιώσεις της Ελλάδας επί της Κύπρου» και ταυτόχρονα προέβη σε διάβημα διαμαρτυρίας στον Έλληνα ομόλογό του Στέφανο Στεφανόπουλο για τη «δυναμιτιστική απόπειρα της Θεσσαλονίκης» (αναφορά στην έκρηξη βόμβας μικρής ισχύος στο τουρκικό Προξενείο Θεσσαλονίκης που είχε τοποθετήσει δυτικοθρακιώτης πράκτορας της Άγκυρας. Η βόμβα εξερράγη τη νύκτα της 5/6 Σεπτεμβρίου χωρίς να προξενήσει ιδιαίτερες ζημιές). Το τραγικό για την Ελλάδα είναι ότι ο Στεφανόπουλος, αγνοώντας, στη φάση εκείνη, τα πραγματικά γεγονότα, «εξέφρασε τη λύπη του για το συμβάν», ενώ και ο έτερος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος έδωσε εντολή στον έλληνα πρέσβυ στην Άγκυρα να μεταφέρει στην τουρκική κυβέρνηση παρόμοιο απολογητικό μήνυμα.

Όπως παρατηρεί ο βιογράφος του τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Ζορλού και μέλος της τουρκικής αντιπροσωπείας στο Λονδίνο πρέσβης Σεμίχ Γκιουβέρ (Semih Güver, Fatin Rüştü Zorlu’nun öyküsü [Η ιστορία του Φ.Ρ. Ζορλού], 1985), ο τούρκος Υπουργός, αντιλαμβανόμενος ότι η ελληνική πλευρά δεν είχε ακόμη ενημερωθεί για τις ταραχές από την Αθήνα, έθεσε πρώτος το ζήτημα των επεισοδίων κερδίζοντας τις εντυπώσεις. Αξιοποίησε δε την υπόθεση της Θεσσαλονίκης για να οδηγήσει, τεχνηέντως, τις συνομιλίες σε αδιέξοδο καθώς η τουρκική πλευρά είχε ήδη πάρει αυτό που ήθελε από τη διάσκεψη του Λονδίνου – δηλαδή να αναγνωριστεί η Τουρκία διεθνώς ως ισότιμο μέρος του Κυπριακού ζητήματος μαζί με την Ελλάδα και τη Βρετανία.

Αλλά και όταν πλέον η ελληνική αντιπροσωπεία ενημερώθηκε για τα συμβάντα ο Στεφανόπουλος έκανε την ακόλουθη ανεξήγητη δήλωση: «Είναι θλιβερά τα γεγονότα της Κωνσταντινουπόλεως και της Σμύρνης, τα οποία έλαβαν χώρα εις βάρος της ελληνικής μειονότητας. Η ψυχραιμία με την οποία η ελληνική κοινή γνώμη αντιμετωπίζει τα έκτροπα αυτά, αποδεικνύει ότι η ελληνοτουρκική φιλία έχει βαθιές ρίζες εις την ελληνική ψυχή. Η διεθνής κοινή γνώμη, δύναμαι να διαβεβαιώσω, ότι έκαμε τη σύγκριση και εξήγαγε τα σχετικά συμπεράσματα».

Ανάλογου περιεχομένου ήταν και το διάγγελμα που απηύθυνε στον ελληνικό λαό ο βασιλιάς Παύλος όταν επί τέλους επέστρεψε στη χώρα από τη Γιουγκοσλαβία. Ο βασιλιάς βρισκόταν στο Βελιγράδι, σε επίσημη επίσκεψη, όταν ενημερώθηκε για τα γεγονότα την επομένη (7 Σεπτεμβρίου) από τηλεγράφημα της ελληνικής πρεσβείας . Ενδιαφερόμενος περισσότερο να ικανοποιήσει την αμερικανική επιθυμία για σύσφιγξη των σχέσεων της Δύσης με τον Τίτο, δεν θεώρησε σκόπιμο να διακόψει αμέσως το ταξίδι του ούτε καν προσπάθησε να αποσπάσει μια δήλωση αποδοκιμασίας από τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση.

Ουσιαστικά η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης στα έκτροπα μπορεί να χαρακτηριστεί ως υποτονική και περιορίστηκε σε μια εκστρατεία ενημέρωσης της διεθνούς κοινής γνώμης ενώ ταυτόχρονα ζητούσε, μέσω διαβημάτων, ηθική και υλική ικανοποίηση της Ελλάδας και των πληγέντων. Σε μεγάλο βαθμό η στάση αυτή υπαγορευόταν από τις αμερικανικές συστάσεις που αντικατοπτρίζονται περίτρανα στις ταυτόσημες επιστολές προς την Αθήνα και την Άγκυρα, του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α. Τζον Φόστερ Ντάλλας (18.9.1955), με τις οποίες καλούσε κυνικά τις δύο πλευρές, δηλαδή τους θύτες και τα θύματα χωρίς καμία διάκριση, να δώσουν τέλος στις διμερείς διαφορές τους και να συγκεντρώσουν από κοινού τις προσπάθειες τους στην καταπολέμηση της κομμουνιστικής απειλής. Η έλλειψη οποιαδήποτε αναφοράς στα έκτροπα των Σεπτεμβριανών αντανακλούσε την συνειδητή απόφαση των ΝΑΤΟϊκών συμμάχων να κλείσουν τα μάτια μπροστά στα εγκλήματα της 6/7 Σεπτεμβρίου. Ήταν σαφές ότι πολιτικές σκοπιμότητες και γεωπολιτικοί υπολογισμοί καθόριζαν τους όρους του παιγνιδιού στο ψυχροπολεμικό περιβάλλον του 1955.

Οι προτεραιότητες της Συμμαχίας συνέχιζαν να αποτελούν καθοριστικό παράγοντα χάραξης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και μετά την ανάδειξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στον πρωθυπουργικό θώκο (6.10.1955). Στο πλαίσιο αυτό η Αθήνα αρκέστηκε στην ηθική αποκατάσταση των Ελλήνων αξιωματικών της ΝΑΤΟϊκής βάσης της Σμύρνης, θύματα των ανθελληνικών διαδηλώσεων, όταν σε ειδική τελετή στο εκεί Προξενείο της Ελλάδας, η Τουρκία τίμησε την ελληνική σημαία. Αμέσως μετά ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών δήλωνε για άλλη μια φορά πως η αφοσίωση στην ΝΑΤΟϊκη Συμμαχία αποτελούσε κύριο άξονα γύρω από τον οποίο θα συνεχίσει να περιστρέφεται η ελληνική εξωτερική πολιτική.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ως συνέπεια τουρκικών πιέσεων και παροτρύνσεων της Ουάσιγκτον, η κυβέρνηση Καραμανλή υποχώρησε από την έκδοση ειδικού τόμου για τα Σεπτεμβριανά και την κατάσταση των Ελλήνων στην Τουρκία που είχαν επιμεληθεί οι κορυφαίοι ειδήμονες των ελληνοτουρκικών σχέσεων της εποχής εκείνης, Αλέξανδρος Πάλλης και Χριστόφορος Χρηστίδης. Με την ίδια λογική της μη επιβάρυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αφήνεται ελεύθερος ο δυτικοθρακιώτης φοιτητής Οκτάι Εργκίν (Χατζη Αχμέτ) καίτοι είχε συλληφθεί και κατά τις ανακρίσεις αποκαλύφθηκε άκρως ενοχοποιητική επιστολή του για τη στημένη βομβιστική επίθεση στο σπίτι του Ατατούρκ δίπλα στο τουρκικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης. Αμέσως μετά την απελευθέρωση του ο υπόδικος και αργότερα διακεκριμένο στέλεχος της τουρκικής ΜΙΤ Εργκίν φυγαδεύεται στην Τουρκία με τη βοήθεια του τουρκικού Γενικού Προξενείου στην Θεσσαλονίκη. Προηγήθηκαν όμως πιέσεις προς τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή από τον αμερικανό αξιωματούχο της πρεσβείας Θέρστον (Therston) ο οποίος ζητούσε επιμόνως να ανασταλεί η δίκη και κάθε άλλη ενέργεια από ελληνικής πλευράς που θα τροφοδοτούσε με ένταση της ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Τα ανωτέρω αποτελούν ενδεικτικά δείγματα της αδυναμίας της Ελλάδας να αντιδράσει αποτελεσματικά στις βιαιοπραγίες της 6/7 Σεπτεμβρίου καθώς η ελληνική διπλωματία βρέθηκε απροετοίμαστη τόσο ιδεολογικά όσο και ψυχολογικά να διαχειριστεί ένα σύνθετο εθνικό ζήτημα με δύο εθνικές παραμέτρους (την κυπριακή και την κωνσταντινουπολίτικη πτυχή) σε ένα διπολικό ψυχροπολεμικό περιβάλλον. Όπως παρατηρεί, ομολογουμένως με αρκετό διπλωματικό τακτ, ο νομικός και αρθρογράφος της Καθημερινής Χριστόφορος Χρηστίδης: «Είναι δύσκολον να δεχθεί τις, ότι οι εντεταλμένοι να επαγρυπνούν επί της τύχης του ελληνισμού της Σταμπούλ έδειξαν την απαιτούμενην ευαισθησίαν και οξυδέρκειαν έγκαιρον».

Αφέθηκε λοιπόν μόνος του ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας να διαχειριστεί τη μήνη και τον ακραίο φανατισμό της τουρκικής κοινής γνώμης. Ο τουρκικός εθνικιστικός τύπος ζητούσε επίμονα από τον Αθηναγόρα να καταγγείλει δημόσια τον εθνικό αγώνα των κυπρίων και «ως πιστός τούρκος πολίτης» να στηρίξει την τουρκική πολιτική στο Κυπριακό, πράγμα που αρνήθηκε να κάνει παρά τις ασφυκτικές πιέσεις. Η κατάσταση αυτή γινόταν ακόμη πιο περίπλοκη αν ληφθεί υπόψη ότι τον ενωτικό εθνικό αγώνα ηγείτο ο «ρωμιορθόδοξος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος», τον οποίο η εθνικιστική εφημερίδα «Χουρριέτ» είχε ανακηρύξει «μεγαλύτερο εχθρό της Τουρκίας», ταυτίζοντας τον με το «Πατριαρχείο του Φαναρίου που ήταν και αυτό ρωμιορθόδοξο». Σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον και χωρίς καμία ουσιαστική υποστήριξη από το εξωτερικό, το Φανάρι αποφάσισε να ακολουθήσει μια «πολιτική της σιωπής» αφήνοντας να εννοηθεί ότι ως καθαρά θρησκευτικό ίδρυμα το Πατριαρχείο δεν μπορούσε να εμπλακεί σε πολιτικά ζητήματα πλην της στήριξης της φιλίας και ειρηνικής συμβίωσης μεταξύ ελλήνων και τούρκων. Άλλωστε ακόμη και μέσα στο ορυμαγδό των εχθρικών και ταπεινωτικών δημοσιευμάτων του τουρκικού τύπου κατά της Ελλάδας, της Ρωμιοσύνης και κυρίως του ιδίου (ειδικά κατά τις περιόδους 1954-1959 και 1964 μέχρι το θάνατο του το 1972), ο Αθηναγόρας παρέμεινε πιστός θιασώτης της ελληνοτουρκικής φιλίας.

Ουσιαστικά, το Φανάρι αδυνατούσε να διαχειριστεί την δυσχερή κατάσταση που αντιμετώπιζε καθώς δεν γνώριζε, ούτε καν ενημερωνόταν στοιχειωδώς, για τους χειρισμούς, τους απώτερους στόχους και, εν γένει, την πολιτική που ακολουθούσε η Αθήνα έναντι της Τουρκίας την εποχή εκείνη. Επακόλουθο των ζοφερών συνθηκών που επικρατούσαν ήταν η ψύχρανση των σχέσεων μεταξύ του Φαναρίου και του τότε Γενικού Προξένου Άγι Καψαμπέλη, ο οποίος είχε τοποθετηθεί στην Κωνσταντινούπολη 10 μόλις μέρες πριν την ολέθρια νύκτα των Σεπτεμβριανών και δεν είχε προλάβει ακόμη να οικοδομήσει κάποια σχέση συνεργασίας με την ομογένεια και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το τεταμένο κλίμα μεταξύ Φαναρίου και Προξενείου μου περιέγραψε το σημαίνον στέλεχος και για πολλές δεκαετίες διερμηνέας του Προξενείου Νικόλαος Δάμτσας (Συνέντευξη που μου παρεχώρησε το 1977 στην Αθήνα), με τους κωνσταντινουπολίτες στην καταγωγή διπλωματικούς υπαλλήλους (Μορφωτικός Σύμβουλος Ιμβράκης και Διευθυντής Γραφείου Τύπου Ναούμ) να διαμεσολαβούν για τη διατήρηση της συνοχής και επικοινωνίας μεταξύ των εκπροσώπων της Ελλάδας στην Τουρκία και της ομογένειας.

Τη μαρτυρία του Δάμτσα μου επιβεβαίωσε και ο υπηρετών τότε ως Πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη κορυφαίος Έλληνας διπλωμάτης Βύρων Θεοδωρόπουλος (Συνέντευξη στην Κωνσταντινούπολη, 2005), ο οποίος έχαιρε της αγάπης, της εκτίμησης και εμπιστοσύνης της ομογένειας. Σε συνέντευξη που μου έδωσε το ιστορικό στέλεχος της ομογένειας βουλευτής της ρωμιοσύνης εκπαιδευτικός Αλέξανδρος Χατζόπουλος το 1979, μου μετέφερε τη δυσφορία της Ρωμιοσύνης με την στάση του νέου Γενικού Προξένου αποκαλύπτοντας ότι «ορισμένοι στο Προξενείο ακολουθούσαν την τακτική διαιρεί και βασίλευε εκμεταλλευόμενοι τις έριδες κυρίως μεταξύ του Αθηναγόρα και ορισμένων αντιπολιτευόμενων μητροπολιτών του Φαναρίου». Την ίδια δυσφορία και απόγνωση διατύπωσε ομάδα έγκριτων ομογενών που συναντήθηκε με τον Γενικό Πρόξενο Άγι Καψαμπέλη στις 4 Οκτωβίου 1955 (η αντιπροσωπεία απαρτιζόταν από τον βουλευτή Αλ. Χατζόπουλο, τον πρόεδρο της Κεντρικής Εφορείας Σταυροδρομίου Δεϊρμεντζόγλου, τον εφοροεπίτροπο Σταυροδρομίου γιατρό Γιαννακόπουλο, τον πρόεδρο της εφορείας της Μεγάλης του Γένους Σχολής Κιμ. Παλαμήδη, τον γενικό γραμματέα του Συνδέσμου Ενίσχυσης των ομογενειακών Σχολείων, το δικηγόρο Γρηγοριάδη και το διευθυντή της εφημερίδας «Απογευματινή» Γ.Γιαβερίδη).

Η δυσκολία επικοινωνίας μεταξύ του Γενικού Προξένου και της ομογένειας και οι έμμεσοι υπαινιγμοί του ότι η ηγεσία της Ρωμιοσύνης «επιδεικνύει μίαν θλιβεράν αδράνειαν εις την παρούσαν κρίσιμον στιγμήν , είτε λόγω ελλείψεως οργανώσεως, είτε λόγω αδιαφορίας», που διατύπωσε κατά την ανωτέρω συνάντηση με τους ταγούς της μειονότητας, πρέπει να ενόχλησαν το Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, ο οποίος σε συνάντηση του με τον επιτετραμμένο της Πρεσβείας Θεόδωρο Γεωργιάδη στις 21 Οκτωβρίου παραπονέθηκε ότι «ενώπιον της θλιβεράς αυτής καταστάσεως δεν υφίσταται σήμερον η απαιτούμενη συνεργασία Οικουμενικού Πατριαρχείου και Β. Γενικού Προξενείου».

Ο Αθηναγόρας δεν αρκέστηκε στα δυσμενή σχόλια κατά του Γενικού Προξένου αλλά διατύπωσε την άποψη ότι «δια την δημιουργηθείσαν κατάστασιν φέρει μεγάλην ευθύνην η Ελληνική Κυβέρνησις ήτις εν τω χειρισμώ του Κυπριακού ζητήματος παρεγνώρισε τελείως τα συμφέροντα του Ελληνισμού της Κωνσταντινουπόλεως». Συνάμα εξέφρασε την βαθιά απογοήτευση του επειδή, στη διαμόρφωση της πολιτικής της στο Κυπριακό, η ελληνική κυβέρνηση δεν ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημα του για συνεννόηση με το Φανάρι προκειμένου να βρεθούν τρόποι για μην εκτεθεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης στην ανεξέλεγκτη τουρκική οργή. Ας σημειωθεί ότι η συνάντηση Αθηναγόρα-Γεωργιάδη έλαβε χώρα στο Φανάρι 44 μέρες μετά τα γεγονότα της 6/7 Σεπτεμβρίου και ήταν η πρώτη επίσκεψη του επικεφαλής της Πρεσβείας της Ελλάδας στην Τουρκία με τον Οικουμενικό Πατριάρχη (!).

Ο Αθηναγόρας αισθανόταν μεγάλη πικρία επειδή ακόμη και σε μια εποχή απόλυτης δοκιμασίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της ομογένειας, όπως εκείνη των Σεπτεμβριανών, εθνικιστικοί κύκλοι στη Αθήνα είτε στο περιβάλλον της Εκκλησίας είτε στον πολιτικό στίβο διακατέχονταν από εχθρικά αισθήματα προς αυτόν και επιχειρούσαν με κάθε τρόπο να τον υπονομεύσουν. Σε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική κυβέρνηση φαινόταν αναγκασμένη να μην αφήσει τα Σεπτεμβριανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα της Δυτικής Συμμαχίας, εθνικιστικοί κύκλοι κατηγορούσαν τον Αθηναγόρα διότι την τραγική νύκτα της 6ης προς 7ης Σεπτεμβρίου δεν εξήλθε του Φαναρίου για να διαδηλώσει έμπρακτα την αγανάκτησή του. Άλλοι τον κατηγορούσαν διότι δεν αναχώρησε αεροπορικώς στην Αμερική για να υψώσει εκεί φωνή διαμαρτυρίας για τους βανδαλισμούς. Ακόμη υπήρχαν και εκείνοι που καλούσαν τον Πατριάρχη να κηρύξει την Εκκλησία εν διωγμώ.

Εκφράζοντας την απόγνωση του με την «άδική και ουτοπική στάση» των κύκλων αυτών, σε κατ’ ιδίαν συνομιλία του με τον προσωπικό του φίλο καθηγητή Δ. Τσάκωνα, ο Πατριάρχης είπε: «Είμαι γέρος και είναι εύκολο για μένα να γίνω μάρτυρας. Και όποιος ενδιαφέρεται για την υστεροφημία του αναζητά την ευκολία του μαρτυρίου. Μάρτυρας είναι το πιο εύκολο να γίνει κανείς στην ηλικία μου, αλλά η ευθύνη μου, μου το απαγορεύει. Αυτοί που ζητούσαν να μαρτυρήσω επιζητούσαν με τη δική μου θυσία να ξεπλύνουν τις αδυναμίες τους και τα ανομήματα τους» (Δημ. Τσάκωνας, Αθηναγόρας. Ο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών, 1976).

Την απογοήτευση του για την αδυναμία να αντιληφθούν ειλικρινώς ορισμένοι κύκλοι στην Ελλάδα τη δοκιμασία που περνούσε ο ίδιος και το ποίμνιο του είχε διατυπώσει και σε συνομιλία του με έτερο φίλο το δημοσιογράφο Παύλο Παλαιολόγο ο οποίος επισκεπτόταν συχνά το Φανάρι μέχρι την απαγόρευση εισόδου του στην Τουρκία το 1966 (Συνέντευξη που μου παρεχώρησε το 1977 στην Αθήνα). Κατά τη συνέντευξη αυτή ο Παλαιολόγος αποκάλυψε στον υπογράφοντα ότι τις δύσκολες εκείνες στιγμές της νύκτας 6/7 Σεπτεμβρίου, η ελληνική κυβέρνηση ήταν αυτή που παρότρυνε και συνέστησε στον Αθηναγόρα να παραμείνει εντός του πατριαρχικού συγκροτήματος, προκειμένου να μην επιβαρυνθούν επικίνδυνα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Δεν υπάρχει βεβαίως συγκεκριμένο έγγραφο στο αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών με σαφείς εντολές επί του προκειμένου καθώς το μέγεθος του ανθελληνικού πογκρόμ αιφνιδίασε την ελληνική κυβέρνηση. Ωστόσο οι μετέπειτα οδηγίες του Υπουργείου Εξωτερικών προς τον Καψαμπέλη δείχνουν ότι η ελληνική κυβέρνηση αποθάρρυνε ενέργειες εκ μέρους του Φαναρίου που ενδεχομένως θα προξενούσαν περαιτέρω όξυνση της κατάστασης.

Ας σημειωθεί ότι το παράτολμο ρόλο του μεσάζοντα μεταξύ του αποκλεισμένου στο Φανάρι Αθηναγόρα και του εξίσου απομονωμένου στο Προξενείο Άγι Καψαμπέλη ανέλαβε ο ηρωικός φωτογράφος του Πατριαρχείου Δημήτριος Καλούμενος μεταφέροντας μηνύματα και πληροφορίες τις επόμενες μέρες από την αποφράδα εκείνη νύκτα (Συνέντευξη Δημήτρη Καλούμενου στον Νικόλαο Μαγγίνα, τέλη Αυγούστου 2005, βλ. www.amen.gr, 6.9.2013). Ας σημειωθεί ότι ο Δημήτριος Καλούμενος επισκέφθηκε σχεδόν όλες τις ελληνοκατοικούμενες συνοικίες της Κωνσταντινούπολης αμέσως μετά τα γεγονότα και αποθανάτισε λεπτομερώς με τον φωτογραφικό του φακό τις καταστροφές που είχαν υποστεί τα ομογενειακά ιδρύματα, οι Ορθόδοξες εκκλησίες και τα νεκροταφεία.

Όπως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα του αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών, ο Άγις Καψαμπέλης κατάφερε, μετά από ένα χρονικό διάστημα δοκιμασίας, να αποκαταστήσει τις σχέσεις του τόσο με το Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο και με την ηγεσία της ομογένειας και να καθιερώσει ένα καλό modusvivendi, αν και η τριετής θητεία του στην Κωνσταντινούπολη υπήρξε εξαιρετικά δύσκολή καθώς μετά τα Σεπτεμβριανά επεισόδια εντάθηκαν τα περιοριστικά και καταπιεστικά μέτρα κατά της ομογένεια χωρίς ουσιαστικά να ικανοποιηθεί η αξίωση της Ελλάδας για πλήρη υλική αποκατάσταση των πληγέντων από τις καταστροφές, ενώ συνάμα ξεκίνησε η αθρόα μετανάστευση των ρωμιών προς την Ελλάδα και το εξωτερικό.

Εν κατακλείδι μπορούμε να πούμε ότι η τραγική νύκτα της 6/7 Σεπτεμβρίου 1955 συνιστά ορόσημο στην ιστορία της Ρωμιοσύνης επειδή οι έλληνες της Κωνσταντινούπολης:

διαπίστωσαν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι παρά τα τριάντα και πλέον χρόνια συμβίωσης με το τουρκικό κεμαλικό καθεστώς και την καθόλα νομιμόφρονα συμπεριφορά τους, δεν έπαψαν να θεωρούνται ξένοι στην ίδια τους την χώρα και σε κάθε αφορμή εξιλαστήρια θύματα. Ο στρατηγικός στόχος της εκδίωξης ή αφομοίωσης τους ελληνορθόδοξης μειονότητας παρέμενε βασικό και διαχρονικό αξίωμα της κεμαλικής πολιτικής.

Επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι τους ότι η Άγκυρα είχε αποφασίσει να τους χρησιμοποιήσει σαν διαπραγματευτικό χαρτί στο Κυπριακό στη σκληρή διπλωματική αναμέτρηση με την Αθήνα.
συνειδητοποίησαν ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε ή ακόμη δεν θεωρούσε σκόπιμο να έρθει σε κατακόρυφη ρήξη με την Άγκυρα διεκδικώντας αποφασιστικά και δυναμικά το σεβασμό των μειονοτικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων της ομογένειας στην Τουρκία.

Πείσθηκαν περί της υψηλότερης προτεραιότητας που επέδιδε στο Κυπριακό η ελληνική κυβέρνηση αλλά και η κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Ας σημειωθεί ότι ενώ διοργανώνονταν στην Αθήνα και σε άλλες ελληνικές πόλεις συχνά πυκνά διαδηλώσεις υπέρ των δικαίων των αδελφών κυπρίων, δεν πραγματοποιήθηκε ούτε καν μια πορεία διαμαρτυρίας για τις δοκιμασίες που είχε υποστεί ο Ελληνισμός της Πόλης κατά τη διάρκεια των Σεπτεμβριανών αλλά και μετέπειτα. Είχαν πια περάσει ανεπιστρεπτί οι δεκαετίες του 1920 και 1930 όταν ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης , το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Φανάρι προξενούσαν έντονη συναισθηματική φόρτιση στην Ελλάδα και ειδικότερα μεταξύ των προσφυγικών πληθυσμών.

Διαφάνηκε περίτρανα η αδιαφορία των Η.Π.Α. και των λοιπών δυτικοευρωπαϊκών κρατών, τα περισσότερα των οποίων παρεμπιπτόντως ήταν συμβαλλόμενα μέρη και εγγυητές της Συνθήκης της Λωζάννης, για την συστηματική και κατάφορη παραβίαση των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας. Επιπλέον κατέστη σαφές ότι τα κράτη-μέλη της ΝΑΤΟϊκής Συμμαχίας δεν είχαν κανένα ενδοιασμό να πιέσουν συστηματικά και συντονισμένα την ελληνική κυβέρνηση για να μην διεθνοποιήσει το ζήτημα της καταπίεσης και των διωγμών της ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία καθώς υπήρχε η ανησυχία ότι ενδεχομένως το θέμα αυτό μπορούσε να ωθήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε ρήξη.

Σήμερα, οι κωνσταντινουπολίτες συγκρατούν με τεράστια πικρία το γεγονός ότι η ελληνική Πολιτεία δεν καθιέρωσε πότε την 6η Σεπτεμβρίου ως ημέρα μνήμης του ξεριζωμού του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης ούτε και τους ζητήθηκε επίσημα συγγνώμη για τον υποτονικό τρόπο αντίδρασης και αντιμετώπισης των Σεπτεμβριανών. Επισημαίνουν δε ότι ο πρώην Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος έδειξε ψυχικό και πατριωτικό σθένος όταν το 1995 ζήτησε συγγνώμη για τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική Πολιτεία άφησε απροστάτευτους και εκτεθειμένους τους Ιμβρίους, οι οποίοι αντιμέτωποι με ένα καλά σχεδιασμένο πρόγραμμα εξόντωσης από το τουρκικό Κράτος, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν μαζικά την νήσο τους την περίοδο 1964-1974.

*ΑΠΟ ΤΑ « ΝΕΑ» των Αθηνών

9.9.2017

Share this post